Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Έρνεστ Χέμινγουέι (Ernest Miller Hemingway) (21.7.1899 – 2.7.1961)
[Αυτοβιογραφικό]
«Εκείνη την περίοδο δεν είχαμε λεφτά για ν’ αγοράζουμε βιβλία. Δανειζόμουν βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη Σαίξπηρ και Σία, τη βιβλιοθήκη-βιβλιοπωλείο της Σίλβια Μπιτς, στον αριθμό 12 της οδού Οντεόν. Ήταν μια όαση χαράς πάνω σ’ εκείνο τον παγωμένο, ανεμόδαρτο δρόμο, με μια μεγάλη σόμπα το χειμώνα, τραπέζια και ράφια με βιβλία, καινούργια βιβλία, πλάι στο παράθυρο, και στους τοίχους φωτογραφίες διάσημων συγγραφέων, πεθαμένων και ζωντανών. Οι φωτογραφίες έμοιαζαν όλες με απλά στιγμιότυπα, κι έτσι ακόμα και οι πεθαμένοι συγγραφείς έδειχναν στ’ αλήθεια ζωντανοί. Η Σίλβια είχε ένα ζωηρό, καλοσμιλεμένο πρόσωπο, μάτια καστανά, αεικίνητα σαν των μικρών ζώων και χαρωπά σαν των μικρών κοριτσιών, και κυματιστά καστανά μαλλιά χτενισμένα πίσω, ώστε να μην κρύβουν το φίνο μέτωπο της, και κομμένα σε μια ίσια γραμμή ακριβώς κάτω από τ’ αυτιά, παράλληλη με το γιακά του βελούδινου καφέ σακακιού που φορούσε. Είχε όμορφα πόδια, ήταν καλοσυνάτη, χαρωπή και πονετική και λάτρευε τ’ αστεία και το κουτσομπολιό. Κανένας από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει δεν μου φέρθηκε ποτέ τόσο άψογα όσο εκείνη.
Ντρεπόμουν πολύ την πρώτη φορά που μπήκα στο βιβλιοπωλείο και δεν είχα μαζί μου αρκετά χρήματα για να γραφτώ στη δανειστική βιβλιοθήκη. Εκείνη μου είπε ότι μπορούσα να πληρώσω την προκαταβολή όποτε είχα τα λεφτά, μου έφτιαξε μια κάρτα και μου επέτρεψε να πάρω όσα βιβλία ήθελα.
Δεν είχε κανένα λόγο να με εμπιστευτεί. Δεν με γνώριζε και η διεύθυνση που της είχα δώσει, οδός Καρντινάλ Λεμουάν 74, δεν θα μπορούσε να είναι πιο αόριστη. Όμως εκείνη ήταν απολαυστική, γοητευτική και εγκάρδια και πίσω της, στον τοίχο, από το πάτωμα ίσαμε το ταβάνι και συνεχίζοντας ως την πίσω αίθουσα που έβγαζε στην εσωτερική αυλή του κτηρίου, υπήρχαν ατέλειωτα ράφια γεμάτα από το θησαυρό της βιβλιοθήκης της.
Ξεκίνησα από τον Τουργκένιεφ, παίρνοντας και τους δύο τόμους των Σημειώσεων ενός κυνηγού, καθώς κι ένα από τα πρώτα βιβλία του Ντ. Χ. Λόρενς, το Γιοι και εραστές, αν θυμάμαι καλά. Έπειτα η Σίλβια μου είπε να πάρω κι άλλα βιβλία, αν ήθελα. Διάλεξα το Πόλεμος και ειρήνη σε έκδοση Κονστάνς Γκαρνέτ και το Ο παίκτης και άλλα διηγήματα του Ντοστογιέφσκι.
«Δεν θα ξαναπεράσετε και πολύ σύντομα, αν είναι να τα διαβάσετε όλα αυτά», είπε η Σίλβια.
«Θα περάσω για να σας πληρώσω», είπα. «Έχω κάποια χρήματα σπίτι μου».
«Δεν το εννοούσα έτσι», είπε. «Μπορείτε να πληρώσετε όποτε σας βολεύει».
«Ο Τζόις πότε περνά αποδώ;» ρώτησα. «Όταν περνάει είναι συνήθως αργά το απόγευμα», είπε. «Δεν τον έχετε δει ποτέ;»
«Τον έχουμε δει στου Μισό, να τρώει με την οικογένεια του», είπα. «Αλλά δεν είναι ευγενικό να κοιτάζεις τους ανθρώπους όταν τρώνε, και στου Μισό είναι πολύ ακριβά».
«Τρώτε σπίτι;»
«Τώρα ναι, τις περισσότερες φορές», είπα. «Έχουμε καλή μαγείρισσα».
«Δεν υπάρχουν εστιατόρια κοντά στη γειτονιά σας, έτσι δεν είναι;»
«Όχι. Μα πώς το ξέρετε;»
«Ο Λαρμπό ζούσε εκεί», είπε. «Του άρεσε πολύ, αν και είχε αυτό το μειονέκτημα».
«Το πιο κοντινό, καλό και φτηνό μέρος για να φάει κανείς βρίσκεται κοντά στο Παντεόν».
«Δεν την ξέρω αυτή την περιοχή. Εμείς τρώμε σπίτι. Να περάσετε καμιά φορά με τη γυναίκα σας».
«Περιμένετε να δείτε πρώτα αν θα σας πληρώσω», είπα. «Πάντως, σας ευχαριστώ πάρα πολύ».
«Μη διαβάζετε και πάρα πολύ γρήγορα», είπε.
Το σπίτι μας στην οδό Καρντινάλ Λεμουάν ήταν ένα διαμέρισμα δύο δωματίων, χωρίς ζεστό νερό και τουαλέτα, πέρα από έναν κοινόχρηστο αντισηπτικό θάλαμο, διόλου άβολο για κάποιον που ήταν μαθημένος στα εξωτερικά ξύλινα αποχωρητήρια του Μίτσιγκαν. Ήταν ένα πρόσχαρο, ευχάριστο διαμέρισμα, με θαυμάσια θέα, με καλό στρώμα και σούστες στο άνετο κρεβάτι μας στο πάτωμα και με πίνακες της αρεσκείας μας στους τοίχους. Όταν έφτασα εκεί με τα βιβλία, μίλησα στη γυναίκα μου για το υπέροχο μέρος που είχα ανακαλύψει.
«Πάντως, Τέιτι, πρέπει να περάσεις απόψε κιόλας να πληρώσεις», είπε.
«Σίγουρα», απάντησα. «Να πάμε μαζί. Και μετά να κάνουμε κι έναν περίπατο στο ποτάμι, στην προκυμαία».
«Ας περπατήσουμε στην οδό Σηκουάνα, να δούμε όλες τις γκαλερί και τις βιτρίνες των μαγαζιών».
«Σύμφωνοι. Οπουδήποτε μπορούμε να πάμε, και μετά να σταματήσουμε σε κάποιο καινούργιο καφέ, όπου δεν θα ξέρουμε κανέναν και κανείς δεν θα μας ξέρει, να πιούμε ένα ποτό».
«Ή και δύο».
«Και μετά να φάμε κάπου».
«Α, όχι. Μην ξεχνάς ότι έχουμε να πληρώσουμε τη βιβλιοθήκη».
«Θα γυρίσουμε σπίτι και θα φάμε εδώ, θα κάνουμε ένα υπέροχο γεύμα και θα πιούμε Μπον, από το συνεταιρισμό που βλέπεις απ’ το παράθυρο ακριβώς εκεί, με τις τιμές του Μπον έξω στη βιτρίνα. Και μετά θα διαβάσουμε και μετά θα πάμε στο κρεβάτι και θα κάνουμε έρωτα».
«Και ποτέ δεν θ’ αγαπήσουμε άνθρωπο περισσότερο απ’ όσο αγαπάμε ο ένας τον άλλο».
«Όχι. Ποτέ».
«Τι εξαίσιο απόγευμα, τι υπέροχο βράδυ! Ας φάμε, όμως, τώρα».
«Πεινάω πολύ», είπα. «Δούλευα ακόμα και στο καφέ, πίνοντας έναν café crème».
«Πώς πήγε, Τέιτι;»
«Μια χαρά, νομίζω. Ή μάλλον έτσι ελπίζω. Τι έχουμε για φαγητό;»
«Ραπανάκια, νόστιμο foie de veau με πουρέ και αντίδια σαλάτα. Και μηλόπιτα».
«Και θα πάρουμε όλου του κόσμου τα βιβλία να διαβάσουμε, κι όταν πηγαίνουμε ταξίδι θα τα κουβαλάμε μαζί μας».
«Θα ‘ταν έντιμο αυτό;»
«Φυσικά».
«Έχει και Χένρι Τζέιμς;»
«Φυσικά».
«Ω Θεέ μου!» είπε. «Είμαστε τυχεροί που το ανακάλυψες αυτό το μέρος».
«Είμαστε πάντα τυχεροί», είπα, χωρίς, ο ανόητος, να χτυπήσω ξύλο. Και να σκεφτεί κανείς ότι υπήρχε παντού ξύλο στο διαμέρισμα για να το χτυπήσεις.»
.
Έρνεστ Χέμινγουέι «Μια κινητή γιορτή»
εκδ. Καστανιώτη, 2004
Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου