Παράξενες μέρες | διήγημα της Βαγγελιώς Καρακατσάνη
Βαδίζω τη λεωφόρο μονάχος.
Ασφυκτιώ! Ψάχνω αέρα, ν’ ανασάνω λεύτερα, μα διάβασα πως τον πουλάνε στις αγορές και τα παζάρια.
Αναζητώ το χάϊδεμα απ’ το δροσερό βοριαδάκι μα ‘ναι λέει σήμερα ακριβό κι εγώ έχω μείνει ρέστος από καιρό.
Σουρουπώνει μα απαγορεύεται αυστηρά η κίνησης. Η κίνησης και προπαντός η διαμαρτυρία! Τα κεφάλια μέσα! Ακούτε; Σιωπή! Κι είναι ετούτη η ώρα, που με κατακλύζει πιότερο ο φόβος. Σιωπηηηή!!!
Τώρα αρχινάνε το χορό τους οι σκιές των πεινασμένων…
των χορτάτων με κυνηγούσαν πάντα!
Σαν να μην έφτανε ο ιδρώτας, και το ψωμί, που μας κλέβουν. Σαν να ήθελαν να κλέψουν και το κλειδί της ψυχής μας…..
Μονάχος… που να ‘ναι άραγε οι πεινασμένοι;
Γιατί δεν περπατάν δίπλα μου; Που κρύφτηκαν όλοι;
Αναζητώ τη σκιά που θα με πλησιάσει πισώπλατα για να με χτυπήσει…
Μα εγώ συνεχίζω να ψάχνω…
Το φέι βολάν, που σκόρπησα στον άνεμο κι έλιωσε η όξινη βροχή.
Το τραγούδι, που ζωγράφισα στον τοίχο και σκέπασε το πλαστικό.
Το χέρι, που έσφιγγα στην καρδιά και σταμάτησε να ξαποστάσει.
Μονάχος…
Δεν ξέρω αν τα πήραν… Μ’ ακούς; Δεν θέλω να ξέρω! Δεν θέλω! Δεν μπορώ!!! Μ’ ακούς; Δεν μπορώωωω!!!
Ανοίγω το βήμα μου μονάχος… θαρρώ πως έτσι θα διώξω το πέπλο του φόβου από πάνω μου… Ναι! Σήμερα νομίζω πως θα τα καταφέρω…
Εδώ και καιρό έχει γίνει σκιά μου! Μια σκιά που εμφανίζεται στο σκοτάδι. Κι όσο βαθαίνει το σκότος τόσο μεγαλώνει και η σκιά!
Τρέμω, όχι δεν έχει αγιάζι απόψε… και τα ρούχα μου έλιωσαν αλλά κρατάνε λίγο ακόμα. Τρέμω… Όχι, δεν έχει αγιάζι απόψε!
Κρύος ιδρώτας με λούζει… οι χτύποι της καρδιάς μου πολλαπλασιάζονται. Το νιώθω!
Θυμάμαι… αλώνιζα τα ασβεστωμένα καλντερίμια με τον ήλιο να καίει το καταμεσήμερο κι έπλεα σε πελάγη ελευθερίας…
Τώρα νιώθω σαν χελιδόνι στην κακοκαιρία, μα δεν γίνεται, δεν γίνονταν ποτέ και δεν μπορεί να γίνει. Δεν γίνεται! Τ’ ακούς; Τα χελιδόνια μεταναστεύουν το χειμώνα. Μεταναστεύουν… Κι όμως, ακούω το κελάδημα τους. Είναι παντού! Παντού και πουθενά! Είναι, τ’ ακούω! Μα δε συνάντησα φωλιές στο δρόμο μου. Μήπως αυτές τις παράξενες μέρες δεν έχουν σπίτι ούτε τα χελιδόνια; Μπορεί… Λέτε; Δεν νομίζω! Ή μάλλον νομίζω… είμαι σχεδόν σίγουρος! Δεν μπορεί όλοι να μένουν στο δρόμο σαν και ‘μένα. Και τα χελιδόνια; Κι αυτά στο δρόμο;
Τρέχω… Πρέπει να προλάβω μη μου πάρει άλλος το παγκάκι…Δεν θέλω πάλι να μαλώσω γιατί φοβάμαι… Φοβάμαι τους άλλους ανθρώπους που συγκατοικούμε γιατί κρατάνε σύριγγες και μπουκάλια, άδεια μπουκάλια ή γεμάτα, γεμάτα που τ’ αδειάζουν κι όταν θυμώσουν τα σπάνε και σου επιτίθενται σαν λυσσασμένοι σκύλοι. Κι εγώ φοβάμαι, φοβάμαι τ’ ακούς; Δεν θέλω να πάθω λύσσα σαν κι αυτούς.
Οι πιο λυσσασμένοι είναι οι γορίλες με τα ξυρισμένα κεφάλια, τις μαύρες μπότες και τον αγκυλωτό σταυρό στο κορμί τους. Αυτοί συχνά βγάζουν μαχαίρι και χτυπάνε στο ψαχνό… κάθε αλόθρησκο, κάθε έγχρωμο καμιά φορά και ντόπιους που μοιάζουν με ξένους, αν και έχει πολύ καιρό να γίνει τέτοιο επεισόδιο…
Πάντως τη μέρα δεν με πειράζουν … ο κάδος δίπλα στο μανάβικο είναι δικός μου, κατάδικος μου. Είναι τρομερό πόσο χρήσιμα πράγματα βρίσκει κανείς μέσα στη σαπίλα και τη μπόχα ενός κάδου. Ποτέ δεν το είχα φανταστεί…
Το μόνο που ψάχνω και δεν έχω βρει ακόμα είναι μια σφαίρα. Ναι αυτό φαντάζομαι από καιρό… Άραγε πως θα είναι τα τιναγμένα μου μυαλά… αλλά δεν πειράζει… έχω σκεφτεί κι άλλο τρόπο.
Την επόμενη φορά που θα φοβάμαι, θα πάω να πηδήξω απ’ την Ακρόπολη. Θα πηδήξω το συρματόπλεγμα, θα ανέβω γρήγορα γρήγορα στο βράχο και θα πάρω φόρα. Ύστερα θα ανοίξω τα χέρια μου σαν να ανοίγω τα φτερά μου και θα πετάξω… ένα πήδημα στο υπερπέραν αρκεί για να μπω στον παράδεισο.
Θα δείτε! Ψιλά στον ουρανό, πολύ ψιλά, ναι σας το λέω… θα φτάσω στον παράδεισο και θα μπω μέσα. Δεν έχω κάνει κακό σε κανέναν. Είμαι σίγουρος, δεν θα με διώξουν.
Κι εκεί, στον παράδεισο δεν πειράζει που δεν θα ‘χω ρούχα γιατί θα τρώγω κάθε μέρα! Αν και νομίζω πως, τώρα που δεν τρώω πολύ, έχω καλύτερο σώμα και όταν έχουν τρύπες τα ρούχα μου είναι πιο μοδάτα. Απ’ την κοιλιά και τα παχάκια πάντως έχω γλυτώσει!
Αλλά δεν έχω γλυτώσει από τις σκιές… τι ωραία που ήταν η ζωή χωρίς αυτές… άραγε θα με ακολουθούν πάντα; Πως είναι δυνατόν στο πιο βαθύ σκοτάδι οι σκιές να μεγαλώνουν; Πως είναι δυνατόν να μην με αποχωρίζονται ποτέ; Πως και γιατί δημιουργούνται; Μήπως θέλουν να με τρομάξουν; Μήπως απλά υπάρχουν; Ή μήπως τις έφερε κάποιος, μια ανώτερη δύναμη στη ζωή μου χωρίς να με ρωτήσει;
Πιστεύω πως στον παράδεισο δεν θα υπάρχουν σκιές. Θα γλυτώσω μια και καλή από δαύτες. Θα γλυτώσω τ’ ακούς; Κι απ’ τις φωνές! Αλλά οι φωνές δεν με πειράζουν τόσο πολύ…
Είναι γνωστές από παλιά και δεν με πειράζουν.. Τι ωραία που ήταν όταν με καλημέριζε ο μπακάλης και ο ψαράς της γειτονίας, όταν αγόραζα τσιγάρα απ’ τον περιπτερά ή έπινα καφέ στο καφενείο του τετραγώνου… κάθε πρωί τους ακούω…καμιά φορά και βράδυ αλλά μην το πείτε πουθενά. Θα μας περάσουν για τρελούς!
Το βράδυ ακούω κυρίως τραγούδια και φαντάζομαι χορους. Πάντα μου άρεσε να ακούω μουσική και να βλέπω τους μερακλήδες που χόρευαν. Έτσι άρχισα να πίνω πολύ… έβλεπα κι έπινα, έπινα κι έβλεπα ώσπου στα τελευταία έπινα όλη μέρα… το πρωί τσιπουράκι ή ουζάκι, το μεσημέρι κρασί κι απ’ το μεσημέρι ώσπου να κοιμηθώ τα άντερά μου. Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό έπινα και ξανάπινα χωρίς να τρώγω… μα δεν έφταιγα εγώ, δεν μου έφταναν τα λεφτά που είχα και να τρώγω και να πίνω και να πληρώνω τα χρέη δεξιά κι αριστερά…
Αυτά τα χρέη έφταιγαν για όλα… τόκοι και πανωτόκια ίσαμε που μου ‘στριψε για τα καλά κι αποφάσισα να μην πληρώνω άλλο. Ναι, καλά λέω: Αποφάσισα! Μόλις με κάλεσε ο διευθυντής και μου είπε «απολύεσαι!» το πήρα απόφαση: Δεν θα ξαναπληρώσω τίποτα! Ακούς εκεί! Και ποιος νόμιζε πως ήταν αυτός ο διευθυντής που θα μου πει εμένα τι να κάνω; Μπορεί να ήταν κι αυτός συνεννοημένος με τις τράπεζες και την εφορία και να ήθελαν να με ξεβγάλουν, αλλά εγώ δεν τους έκανα το χατίρι. Πάνω απ’ το πτώμα μου να περάσετε, φράγκο δεν παίρνετε! Κι εσένα κύριε διευθυντά χαίρομαι που δεν θα σε ξαναδώ, βαρέθηκα να βλέπω συνέχεια τα σικάτα σακάκια σου και να ακούω τη λεπτεπίλεπτη, σχεδόν γυναικεία φωνή σου. Ευχαριστώ που με απάλλαξες από την παρουσία σου.
Χρέη, χρέη, και τι νομίζατε πως ήταν το σπίτι μου; Ένα σπιτάκι εκατό τετραγωνικά στο κέντρο που ήθελε όλο επισκευές και χαράτσια. Και το χειρότερο; Δεν μπορούσα να κοιμηθώ καθόλου! Όλο σκιές ήταν, ειδικά η κρεβατοκάμαρα… νομίζω πως κοιμόμουν με σκιά όχι με άνθρωπο. Το φαντάζεσαι; Άπλωνα το χέρι μου να τον αγκαλιάσω και μούδιαζε, καθώς το πλάκωναν, δεκάδες σκιές…
Και μάλιστα νομίζω πως δεν χρειάζομαι φάρμακα στον παράδεισο. Τι ειρωνεία! Όταν είχα χρήματα δεν χρειαζόμουν φάρμακα και τώρα που τα χρειάζομαι δεν έχω χρήματα να τα αγοράσω. Αχ να μπορούσα να πάρω τα φάρμακα μου! Νομίζω οι σκιές θα εξαφανίζονταν μαζί με τα φάρμακα… Θα γινόμουν καλά… Δεν θα έβλεπα πια σκιές ούτε θα άκουγα φωνές ούτε θα με παρακολουθούσαν οι τραπεζίτες και οι εφοριακοί. Κυρίως δεν θα ‘μουν μόνος!
Όλο και κάποιος θα βρίσκονταν να γίνει φίλος μου, όχι…όχι οι σκιές… αυτές δεν με ρώτησαν! Ούτε οι τραπεζίτες και οι εφοριακοί με ρώτησαν. Ειδικά οι εφοριακοί με κυνηγούν μανιωδώς και είναι διαπλεκόμενοι με όλους τους κρατικούς οργανισμούς και υπηρεσίες, ιδιαίτερα την ασφάλεια. Κι όποιος μπλέξει με δαύτους έχει κακά ξεμπερδέματα.
Μην κοιτάτε εμένα που συνεχώς την σκαπουλάρω… συνέχεια πάνε να με πιάσουνε και όλο κάτι σκαρφίζομαι και ξεφεύγω την τελευταία στιγμή… Βέβαια, κάτι φίλοι μου είπαν πως θα ήταν καλύτερα να κάτσω να με πιάσουν και να με πάνε στη φυλακή. Στη φυλακή είπαν θα περνάω ζωή και κότα και θα μου φέρνουν και φάρμακα… φοβάμαι όμως να πάω στη φυλακή, φοβάμαι!!! Τ’ ακούς;
Καλύτερα θα ’ναι να πάω στον παράδεισο…Εγώ δεν θέλω φαί… βρίσκω. Καμιά φορά ακόμα και ο μανάβης μου δίνει λεφτά, πολλά λεφτά! Αγοράζω μισό, μπορεί και ολόκληρο κουλούρι μ’ αυτά. Θέλω να πάρω τα φάρμακα μου αλλά τα φαρμακεία έχουν συνεχώς κατεβασμένα τα ρολά… Σκέφτηκα να τα ληστέψω μα κάποιος μου είπε πως είναι άδεια. Άδεια, τ’ ακούς; Κι ο κύριος με την άσπρη ποδιά εξαφανίστηκε… Μήπως ήταν άγγελος και πήγε στο σπίτι του; Εκεί θα πάω κι εγώ…. Στον παράδεισο!
Τι ωραία που είναι στον παράδεισο.
Εκεί δεν φωνάζει κανείς, μόνο τραγουδούν, τ’ ακούς; Ψέματα, φωνάζουν! Τα παιδιά που παίζουν με τους καρχαρίες φωνάζουν, μα είναι τόσο όμορφο το τραγούδι τους που…. σε νανουρίζει!
Τη νύχτα κοιμάσαι στ’ αλήθεια! Κλείνεις τα μάτια και κοιμάσαι ήσυχος. Τη νύχτα. Στ’ αλήθεια. Το στομάχι δεν πονάει καθόλου ούτε είναι πρησμένο… έτσι κι εγώ θα ονειρεύομαι, ναι θα ονειρεύομαι, το δειλινό πάνω στην αύρα της θάλασσας και θα χορεύω στο πανηγύρι των άστρων , θα παίζω με τα παιδιά θα ανεβαίνω στα δέντρα και θα μαζεύω τα φρούτα, θα ποτίζω τη γαριφαλιά και θα ‘ναι τόσο όμορφα τα κόκκινα λουλούδια της δίπλα στην πόρτα του σπιτιού μου και… Άραγε πως είναι να ταξιδεύεις με τα σύννεφα και να σκάει μπροστά σου ο κεραυνός;
Αν αρχίσει η βροχή θα βραχώ; Αλλά δεν με πειράζει στον παράδεισο δεν θα φοράω ρούχα και δεν χρειάζεται να φτιάξω σπίτι με τζάκι για να μην παγώσω τον χειμώνα….
Εκεί δεν θα έχω χρέη…. Ακούτε κύριοι στην εφορεία, ακούς τράπεζα; Δεν φοβάμαι να μου το πάρεις το σπίτι. Δεν με νοιάζει που σας χρωστάω… ελάτε αν θέλετε στον παράδεισο να σας δώσω τα χρήματα, χα χα χα. Βρε κουτοί είστε; Εσείς θα πάτε στην κόλαση όχι στον παράδεισο, στην κόλαση! Ποτέ δεν θα πάρετε τα χρήματα σας, ποτέ! Πετάξτε κι αν δεν σκοτωθείτε φτύστε με! Ορίστε πετάξτε, η κόλαση σας περιμένει…
Εγώ πάντως μιλάω για τον πραγματικό παράδεισο, όχι στον ψεύτικο που έλεγε η γιαγιά…. Αυτή δεν ήξερε…. Ακούς εκεί; Γίνεται να μην έχεις φτερά και να έχεις φαγητό, και ρούχα και σπίτι και φάρμακα όταν χρειαζόσουν, και δασκάλους, και γυμναστές και…
Εκείνη η γιαγιά μου φταίει. Ψέματα μου είχε πει. Ψέματα, ναι ψέματα ήταν όλα! Όλα! Ακούς εκεί! Η χώρα μου να λευτερωθεί κι η γη να γίνει κόκκινη… Πως θα γίνει αυτό, γιαγιά; Δεν γίνεται… Ψεύτρα γιαγιά κι έλεγες πως μ’ αγαπούσες…
Σιγά μην είχες εσύ όπλο, που το είχες βρει;
Και σιγά μην ζούσαν οι γυναίκες στα βουνά μέσα σε σπηλιές…
και σιγά να μην ψήφιζαν κυβερνήσεις… ακούς εκεί κυβέρνηση του βουνού! Α ρε γιαγιά Εγώ φταίω που σε πίστεψα, από ‘κει ξεκίνησαν όλα… αλλά εσύ δεν νοιαζόσουν για ‘μένα κοίταζες την πάρτη σου…. Εσύ είχες φτιάξει τον παράδεισο με το μυαλό σου. Τ’ ακούς; Όταν σε συναντήσω στον παράδεισο, θα σου τα ψάλλω.
Σε λίγο ξημερώνει… Πάλι θα πιάσει άλλος το παγκάκι μου. Άλλο ένα βράδυ ξάγρυπνος… Δεν πειράζει… εγώ θα πετάξω σήμερα. Δεν πειράζει που είμαι κουρασμένος θα τα καταφέρω. Τ’ ακούς;
Και θα κοιτάζω από ψηλά τα δάση και τις ακρογιαλιές και θα φαίνονται οι άνθρωποι μυρμηγκάκια που θα περπατάνε στη σειρά το ένα πίσω απ’ το άλλο και θα κουβαλάνε ψίχουλα και θα φτιάχνουν σπίτια στο χώμα και όταν τα πατήσεις θα τρέχουν γρήγορα δεξιά κι αριστερά μα μετά θα ξαναβρίσκουν το δρόμο τους…
Μακάρι να ‘μουν μυρμηγκάκι μέσα σ’ ένα κόκκινο, κατακόκκινο μήλο κι ας με πνίγε το ξέσπασμα του καιρού. Δεν ξέρω όμως… Θα φοβόμουν στην καταιγίδα; Δεν νομίζω να φοβόμουν γιατί δεν θα ‘μουν μόνος…. Δεν θα ήμουν μόνος κι ας υπήρχαν παντού χιλιάδες, εκατομμύρια μικροσκοπικές σκιές… δεν θα ήμουν μόνος!
Θα το ξανάβρισκα το μήλο…. Τ’ ακούς; Θα το ξανάβρισκα και δεν θα ‘μουν μόνος…. Γιατί θα υπήρχαν δίπλα μου χιλιάδες μυρμηγκάκια, μικρά σαν εμένα, που θα άνηκαν όλα στη ν μεγάλη οικογένεια formicidae, θα ήταν όλα στη σειρά, το καθένα θα έκανε τη δουλειά του αλλά όλα μαζί θα ήταν σαν μια ενιαία ύπαρξη, θα εργάζονταν συλλογικά για να υποστηρίξουν την αποικία τους!
Κι εγώ ένα τόσο δα μυρμηγκάκι θα θελα να ‘μαι. Τ’ Ακούς γιαγιά; Ένα τόσο δα μυρμηγκάκι που θα έκανε όμορφα και καλά τη δουλειά του! Και θα υπήρχαν εκατομμύρια μυρμήγκια δίπλα μου, μαζί μου γιατί θα υπήρχαν πολλά κόκκινα μήλα, πολλά! Κι οι σκιές θα ήταν μικρές, πολύ μικρές! Κι ο καημός μας δεν θα είχε πλαστικό χρώμα θα ήταν κόκκινος. Κόκκινος σαν το αίμα που κυλά μέσα μου… σαν ποτάμι στις φλέβες μου!
Βαγγελιώ Καρακατσάνη