Ο χορός να μη σκολάσει | της Ζωής Δικταίου
Ένα παλιό σημάδι στο λαθρακιασμένο ξύλο πάνω από το μπρούτζινο κερκέλι της πόρτας.
Ένα ολόγιομο φεγγάρι απόψε στο φεγγίτη.
Ένα ολόλευκο γιασεμί που φέγγει ακόμα το ίδιο όμορφα.
Το λευκό μεσοφόρι απλωμένο στο δώμα.
Οι Μοσκοκούζουλες χόρευαν κιόλας ξυπόλητες στους τσίγκους και στα κεραμίδια.
Η Όστρια χτύπησε τα παραθυρόφυλλα. Όταν φυσά η Όστρια συμβαίνουν μυστήρια πράγματα, αλλά όχι σημεία και τέρατα.
Όταν στο Λασίθι φυσά η Όστρια, ακόμη και η Μοναξιά αλλάζει ρούχα. Φοράει τα μεταξωτά και τις δαντέλες του ανέμου και χορεύει μέχρι να λιώσει το παράπονο στις μαύρες σόλες των παπουτσιών της. Τα παπούτσια της, της Μοναξιάς, είναι λουστρίνια. Κόκκινα, κατακόκκινα λουστρίνια με μωβ κορδόνια. Όταν της λύνονται τα κορδόνια γλιστρά και πέφτει, μα δεν θυμώνει.
Η Μοναξιά δεν αγαπά τα φαινόμενα, προτιμά τους ανθρώπους και δεν κάνει πλάκα για να περάσει την ώρα της, ούτε ξαφνιάζεται ποτέ. Εκτός κι αν φυσά η Όστρια. Τότε, ακόμη και στη Μοναξιά, έρχονται τα πάνω κάτω.
Θυμάσαι την ιστορία της θείας Χαρίκλειας, της όμορφης αγέραστης γεροντοκόρης αδελφής της Γαρυφαλλιάς. Ξαναγίνεσαι παιδί και ακούς ανάσες και λέξεις και τη γιαγιά όπως τότε στον παλιό καλό καιρό :
Ξεχείλιζε τ’ ασήμι και χύνονταν σταγόνες σταγόνες στις πέτρες και στα κλήματα. Η Χαρίκλεια κοιμόταν τυλιγμένη στ’ άσπρο σεντόνι, στον οντά. Από τη θυρίδα του τοίχου έμπαινε το φως κι έπεφτε πάνω στα ματόφυλλά της, που ήταν μισάνοιχτα. Το φεγγάρι καμιά φορά παίζει με τον ύπνο μας. Έτσι και τότε, μπήκε από τη θυρίδα του τοίχου και κρεμάστηκε στη μέση στην ασβεστωμένη μεγάλη καμάρα. Ο λύχνος, μόλις το είδε δίπλα του, τά ’χασε, δεν είχε και πολύ λάδι, ντράπηκε, έκανε ένα πουφ κι έσβησε…
Την ίδια ώρα, η Όστρια έφτασε από τα διπλανά δώματα κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα στον οντά. Κυρά κι αφέντρα τούτη η μουσαφίρισσα, μπήκε και σήκωσε το σεντόνι της Χαρίκλειας ίσαμε ψηλά στα δοκάρια, και το μεσοφόρι της μέχρι τα γόνατα.
Κάτι κατάλαβε η Χαρίκλεια, πετάχτηκε στον ύπνο της, και μόλις είδε τόσο φως γύρω νόμισε πως είχε ξημερώσει. Είχε δουλειές αφήσει στη μέση από την προηγούμενη μέρα και βάλθηκε να προλάβει.
Έκαμε όλη τη λάτρα του σπιτιού κι αφού τέλειωσε κατέβηκε στο κατώι. Ένα πόδι σήκωνε η Χαρίκλεια, ένα πόδι πάταγε και το φεγγάρι στην πέτρινη σκάλα, κι ακολουθούσε βήμα προς βήμα.
Και παραπίσω η Όστρια, συνάμενη κουνάμενη, κι από όπου περνούσε έριχνε και κάτι κάτω. Ένα λαήνι, ένα σκαμνί, την ανέμη, τα τυλιγάδια, μια πετσέτα, την κνησάρα, μια βαθιά κουτάλα, ένα προσώμι, στο τέλος και το κουρούπι με τα χαρούπια.
Η έρμη η Χαρίκλεια θάρριενε πως εκείνη τά ’κανε, από βιασύνη κι απροσεξία.
Κάποια στιγμή είδε τα κοφίνια με το μαλλί κι ενώ ήταν καθαρά και γνεσμένα έτοιμα για να κλωστούν και να μπουν στ’ αργαστήρι, αυτή τα πέρασε για άπλυτα.
Τι να κάνει, πάει στο βουκολιά, φέρνει τ’ άλογο, του βάζει το σαμάρι, το χαλινάρι, κρεμά το σκοινί, φορτώνει τα κοφίνια αριστερά και δεξιά. Μεσοσώμαρα έβαλε τέσσερις πλάκες πράσινο σαπούνι, και ξεκίνησε για το βασιλικό πηγάδι στη μέση στην Πλατιά Στράτα. Μπροστά το άλογο, και χτυπούσαν τα πέταλα στις πέτρες, πίσω η Χαρίκλεια, και χτυπούσε τα δόντια της γιατί είχε απόι, παραπίσω το φεγγάρι, και η Όστρια πότε εδώ και πότε εκεί κατά το συνήθειό της να περνά ανάμεσα από δέντρα και φράχτες, να χορεύει στα δώματα, και να παίρνει ό,τι έβρισκε μπροστά της.
Με όλα τούτα ξυπνήσανε και οι Νεράιδες και οι Μοσκοκούζουλες κι ακολούθησαν κι αυτές, όλες με ξέπλεκα μαλλιά, να κάνουν χάζι. Ύστερα από μισή ώρα δρόμο, φτάσανε. Το φεγγάρι έδωσε μια κι ανέβηκε σαν τόπι πάνω από τον μποτζάλε του πηγαδιού. Η Χαρίκλεια έριξε τον κουβά, τράβηξε νερό, και γέμισε τις πέτρινες γούρνες για να βάλει τα μαλλιά να τα πλύνει…
Και σαπούνιζε ανυποψίαστη από την αρχή το πλυμένο μαλλί και όλες τούτες οι καλονοικοκεράδες, που δεν τις είχε δει ακόμα, το κλέβανε, το κρεμούσαν στον λαιμό τους και χόρευαν ολοκούζουλες.
Στο τέλος, μέχρι και τ’ άλογο, ως και αυτό είχε μπει στον χορό και χόρευε ορθό στα πισινά του πόδια σάματις ήταν άνθρωπος.
Όσο για το φεγγάρι, μια χαμήλωνε, μια ψήλωνε, κι αυτό τρισχειρότερα κουζουλαμένο. Κάποια στιγμή η Όστρια, πριν φύγει, αυγή τσ’ αυγής, μαρτύρησε την αλήθεια στο ζερβό αφτί της Χαρίκλειας και της είπε πως έπρεπε κι εκείνη να μπει στον χορό για να μην της κλέψουν τη φωνή. Μάλιστα, να μπει και να τραγουδήσει και να χορέψει. Τι νά ’κανε; Κρέμασε και η Χαρίκλεια το μαλλί στον λαιμό ,όπως είχαν κάνει κι αυτές, μπήκε πρώτη στον χορό και τραγούδησε, όχι όπως θέλανε αυτές μα όπως εκείνη ήξερε:
«Αγκαλιαστό θα κάμομε να πούμε μαντινάδες/μα δε θα τσ’ αγοράσομε να δώσομε παράδες.
Σαν το διαμάντι καθαρό είναι το πρόσωπό σου/κι αστράφτει κάθε σου μαθιά μες στο χαμόγελό σου.
Αγκαλιαστό θα κάμομε έλα ν’ αγκαλιαστούμε/και κράτα και στα χέρια σου ρόδα να μυριστούμε.
Μα είντα ’ναι πάλι τούτο να, ο ξένος με την ξένη/να γίνονται δικολογιά και φίλοι μπιστεμένοι.
Σύρε φεγγάρι στα ψηλά, μη μού χαλάς χατίρι/κι εγώ θα γράψω σ’ αγαπώ στο πέρα παραθύρι…»
Όσες μαντινάδες ήξερε η Χαρίκλεια, τις είπε όλες από τρεις φορές κι έκαμε δώδεκα κύκλους στον χορό, κι όταν έμπαινε στον δέκατο τρίτο κύκλο ακούστηκε: «O χορός να μη σκολάσει», μέσα από το πηγάδι ακούστηκε η φωνή. Τότε κατέβηκαν τα Μηλιαρούδια από τα κλαδιά και μπήκαν κι αυτά στον χορό, μα μόνο για ένα γύρο. Και σχόλασε ο χορός, και ανέβηκε και το φεγγάρι στον ουρανό, στη θέση του, και γύρισε και η Χαρίκλεια πίσω στο σπίτι την ώρα που λαλούσε ο τρίτος πετεινός, μα ήταν πλέον η Χαρίκλεια αλλιώτικη…
Όταν πήγαινες με τη γιαγιά στο Μαρμακέτω, στη θειά Χαρίκλεια, όχι μόνο δεν τα αρνιόταν όλα αυτά, αλλά τα επιβεβαίωνε και συμπλήρωνε κιόλας , κάνοντας την ιστορία περισσότερο ενδιαφέρουσα καταλήγοντας πως αυτό ήταν η αιτία και δεν παντρεύτηκε ποτέ. Λες και είναι χτες την ακούς από το βαθύ του χρόνου:
«Έγινα κι εγώ Μοσκοκούζουλη! Κι από κει και μετά, όποτε έστηνα τ’ αργαστήρι μου, το ανυφαντικό ξεστράτιζε και μού ’βγαινε λοξό. Μυστήρια πράγματα. Τ’ αντιά, καλά, από μουρνόξυλο, οι κολώνες ίσιες, ο πατηρόλακκος ζυγισμένος στην τρίχα, το χτένι πάντα το σωστό, τα ντοντόλια το ίδιο, και τ’ ανυφαντικό να βγαίνει ζερβά μακρύ, δεξά κοντό. Πώς τα κατάφερνα; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, αλήθεια μυστήρια πράγματα!», επαναλάμβανε δίδοντας έμφαση στα μυστήρια. Και τα μυστήρια δεν είχαν τέλος!
Στο Λασίθι είναι κάποιες νύχτες που το φεγγάρι δεν αντέχει τη μοναξιά. Το ασημένιο φως πλανιέται πάνω από τις κορφές και ύστερα γλιστρά στις χαλασιές για να βρεθεί, μέσα από πρίνους και δρυάδες, στα Χαράκια, και συνεχίζει να παίζει στα πυκνά φυλλώματα με τις σκιές. Μετά αγγίζει διστακτικά και φευγαλέα τα υγρά σου μάτια, πριν φωτίσει τις βαθιές χαράδρες και το Φαράγγι του Χαυγά. Λίγες μόνο ώρες πριν από τη χάση του, με την ενοχή της αθωότητας και την αμφιβολία του φόβου, ξεκόβει απ’ τ’ άστρα, παίρνει το δαχτυλίδι του, και πέφτει στη Σκαλοπούλα. Εδώ, τη Σελήνη δεν την κατεβάζουν μάγισσες, κατεβαίνει μοναχή της…
Απόψε, αυτό το φεγγάρι σε παίρνει από το χέρι και σε οδηγεί στον Άγιο Κωνσταντίνο. Εσύ δεν έχεις άλογο, όπως η Χαρίκλεια. Οδοιπορείς μαζί του, σε δονούμενη μυστική σιγή. Μαζί περπατήσατε με τα πόδια. Όλα τα βήματα που αφήσατε πίσω σας μυρίζουν γιασεμί. ‘Έχεις και εσύ την ενοχή της αθωότητας και την αμφιβολία του φόβου…
Στου Πεζαλή θα σε προσπεράσει. Θα κρεμάσει ασημένιες κλωστές στα κλαδιά για να μην χαθείς. Μέχρι τη Σκαλοπούλα θα συνεχίσεις μοναχή σου γεμάτη περιέργεια. Δεν ξέρεις ούτε πώς βρέθηκες ντυμένη έτσι, ούτε πού τα βρήκες αυτά τα ρούχα: την πλουμιστή κωδονόσχημη φούστα, την κόκκινη ζώνη, το εφαρμοστό αποκαλυπτικό περικόρμιο, την κεντητή ποδιά με τα πολύχρωμα μοτίβα, και το διάφανο μεταξένιο πέπλο.
Το στήθος σου αποκαλύπτεται, αλλά δεν φαίνεται να σε πειράζει, δεν ντρέπεσαι… Είσαι σίγουρη ότι δεν έχει κανένα μα κανένα ερωτικό στοιχείο, ότι οι γυμνοί σου μαστοί παραπέμπουν μόνο στον ιερό γονιμικό χαρακτήρα της γυναίκας.
Απόψε δανείζεις τη μορφή σου σε μιαν άλλη, την αρχαιότερη όλων, απόψε τιμάς την άλλοτε ισχυρή θέση της γυναίκας στη λατρεία, την κοινωνία, τη θρησκευτική ιδεολογία, την ίδια τη ζωή.
Εκεί, στο πλατύγυρο παλιό αλώνι, χορεύουν. Ακούς τα σείστρα από μακριά. Μιλούν με περηφάνια τα ανδρικά σώματα όταν τινάζονται ψηλά, μα και τα γυναικεία όταν χαμηλώνουν γέρνοντας προς τη γη, όταν, ακουμπώντας τις παλάμες στο χώμα, επικαλούνται μυστικά την «Ορεία Μητέρα».
Είσαι έτοιμη. Χτες, πάνω στον δίσκο του φεγγαριού είδες να αντανακλάται η πραγματικότητα. Την έχεις ανάγκη αυτή την πραγματικότητα του τόπου. Η φύση στο Οροπέδιο, μαγεμένη μα καταδεκτική, αντανακλά προς τον εξωτερικό κόσμο ό,τι λαμβάνει, το μυστήριο, το φως, το ένστικτο, το πεπρωμένο, την πίστη, την αγάπη, την έκσταση…
Τρέχουν τα νερά…
Λύνεις τα κορδόνια, βγάζεις τα πάνινα παπούτσια, βηματίζεις αργά, υψώνεις τα χέρια, τα φίδια τυλίγονται στα δάχτυλα, κατεβάζεις το αριστερό χέρι, λυγίζεις τον καρπό μπροστά στα μάτια, όχι για να κρυφτείς από το φως, όχι, χορεύεις στο φως, το κατέβασμα του χεριού, το λύγισμα του καρπού, μια κίνηση είναι μόνο, για να τραβήξεις την προσοχή εκείνου που έξω από τον κύκλο περιμένει ένα σου νεύμα. Δεν τον βλέπεις. Αισθάνεσαι την παρουσία, ή, μήπως, την αγωνία του…
Συνεχίζεις να κινείσαι, ρυθμικά στον γύρο του αλωνιού, στην άκρη του ολόφωτου γκρεμού. Δεν νοιάζεσαι, δεν θέλεις να ξέρεις. Μέχρι και τ’ αγριόροδα βρίσκουν φωνή και συμμετέχουν. Στον κύκλο του φεγγαριού τούτη τη νύχτα, τα χείλη έχουν μεταλάβει το φως, εδώ μπαίνεις στον χορό αναζητώντας την ουσία, γυρεύοντας τον εαυτό σου.
Αυτό κάνουν όλοι όσοι βρίσκονται μέσα στο ασημένιο δαχτυλίδι, χορεύοντας μετρούν τον χρόνο αλλιώς, χορεύοντας ανακαλούν τις αναμνήσεις, κάποτε τα πεσμένα φύλλα επιστρέφουν καταπράσινα στα κλαδιά, συνεχίζουν να ζουν, οι παλιές μέρες είναι πάλι εδώ, χορεύοντας υφαίνουν από την αρχή ένα καινούργιο πεπρωμένο.
Δεν είναι μόνο τα βήματα, όχι, καλείσαι να ανακαλύψεις εκείνη την παλιά σου ταυτότητα στην ασημοβαμμένη Δίκτη, να ορκιστείς, ασημοζωσμένη κι εσύ, να πέσεις σε έκσταση, μέσα από την ένταση του χορού με ανεπαίσθητα αγγίγματα και λοξές ματιές, πριν αρχίσεις να διαπραγματεύεσαι το παρόν.
Μουσκεύουν τα δάκρυα το διάφανο πέπλο. Εδώ λυτρώνεσαι. Ναυάγησαν όλα τα κρίματα. Ο αγνός θεός, τρυφερή ανάμνηση, σε περιμένει στο κέντρο του κύκλου καθισμένος κάτω από τη μεγάλη μηλιά.
Κάποιος άλλος, εύθραυστος σαν παιδί, σε ικετεύει, σε φωνάζει εκεί έξω, μα εδώ που είσαι δεν μπορεί ν’ ακουστεί, δεν ακούς.
Αυτό το «μη φεύγεις», δεν θα φτάσει ποτέ στα αφτιά σου.
Μη σταματάς, όχι τώρα που ο ασημένιος δίσκος γεμίζει χρωματιστές πεταλούδες. Όλες στροβιλίζονται μαζί σου, όλο και πιο γρήγορα, τώρα αρχίζουν τα θαύματα…
Σε μαγνητίζει στο κέντρο του κύκλου, ένα βαθύ πηγάδι φως, και εσύ στροβιλίζεσαι αμέριμνη και αέρινη στη δίνη του. Ο ήχος των κουδουνιών στη φούστα φτάνει στην ψίχα της ψυχής και σε συναρπάζει. Η ένταση μετουσιώνεται στο βλέμμα. Τόσο καθαρό, τόσο αληθινό, όσο ποτέ!
Πλησιάζεις κι άλλο, όλο και πιο κοντά, το σώμα χωρίς διαμαρτύρηση μεσολαβεί χορεύοντας ανάμεσα σε άγνωστες κοσμικές και οικείες γήινες δυνάμεις. Στη μέση του κύκλου, υπάρχει κάτι που σε καλεί να ξεχάσεις την ερημιά.
Η απάρθενη ψυχή ονειρεύεται αμάραντα κρίνα και γλυκόλαλα πουλιά. Η ζωή σε κυκλώνει αλλιώς. Θέλεις να μείνεις ευγενική σαν τη σιωπή. Λησμονιάρης ο άνεμος γεννιέται στα λυτά σου τα μαλλιά.
Θητεία στην αιωνιότητα και ο αυθόρμητος δικός σου τελετουργικός χορός. Οι εκφραστικές πλαστικές κινήσεις, τα χρώματα, το άλικο κόκκινο της φωτιάς, οι ήχοι του νερού μέσα από δέκα χιλιάδες πηγάδια, η δόξα του λασιθιώτικου ουρανού, η αγάπη τούτης της φλούδας της γης, όλα όσα συνηγορούν σε αυτόν τον χορό, όλα τα έχεις ανάγκη για να νικήσεις το κακό, για να ζήσεις χωρίς να φοβάσαι τον θάνατο!
Σε μιαν άλλη διαδρομή και αναζήτηση της ψυχής, σ’ έναν απόλυτα ιερό χορό, καμιά φιγούρα δεν είναι σκοτεινή και τίποτα δεν έχεις να φοβάσαι. Ούτε καν όταν θα πιαστείτε σφιχτά ο ένας με τον άλλον, χορευτές και χορεύτριες, και τα σώματα θα κινούνται όπως το φίδι ,και έξυπνα, κρατώντας την ανάσα, με λικνιστικές ελικοειδείς κινήσεις, άλλοι θα βρουν την έξοδο από τον λαβύρινθο και άλλοι θα μπουν στη μεγάλη περιπέτεια και δοκιμασία.
Το βουητό από τα πανιά των ανεμόμυλων, στη φαντασία σου μόνο και στ’ όνειρο, σημαίνει το τέλος του χορού.
Το Οροπέδιο γίνεται ακόμη ομορφότερο καθώς απλώνεις εσύ και τα οκτώ άσπρα πανιά στους σιδερένιους πύργους των μύλων, και αρχίζει ο δικός τους ιερός χορός. Ευγνώμων σε αυτό που έζησες, αφήνεις τη Σκαλοπούλα. Θα επιστρέψεις στον Άγιο Κωνσταντίνο εξαϋλωμένη.
.
Κέρκυρα Μάης 2020
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
[Από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»]
Η αρχική εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι του Τόνυ Θαλασσινού
Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία:
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα