Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Η ογρουσούζα… | του Αντώνη Κουκλινού

Οντε ν’ έχεις μνιά δεκαργιά κοπέλια, με τό ‘να στη ν’ αμπασκάλη τ’ άλλο στη κοιλιά και τ’ αποδέλοιπα να σε βαστούνε απου το φουστάνι, ίντα θα πρωτοπρολάβεις.

Θα μου πεις και γιάντα τά καμε… ο Θεός τση τά ‘πεψε… έτσά το λένε.

Απ’ ούλα τζη τα κουτσούβελα, ένα θηλυκό είναι πολλά ζωηρό.

Δε ν’ αφρουκάται και δε τζη πχιάνει λόγο.

Τρώει που και μνιά στσι κώλους μα δε βαργιέσαι, το ίδιο του κάνει.

Δε πομένει καθαρό ρούχο απάνω ντου μνιά ν’ ώρα κι άμα θελα τ’ αγγίξει μνιά στάξη νερό, εχάλανε τον κόσμο.

Κάθα μέρα στο σπίτι φαώνεται με τ’ άλλα κοπέλια, σα ντα λιγοπρόγονα.

Άστο δα εκειονά μα τη νε παίρνουνε και στο μετζόβολο τα σοκαιρίτικα.

Ίντα θές και δε τζη σέρνουνε…

Χάτσα τη λένε, κακοπλημένη, λαδοπύθαρο, κουτσαδόντα, ογρουσούζα και ένα σωρό άλλα.

Εγροίκα ντα μα δε ν’ εχαμπάργιαζε.. απ’ τόνα αφτί μπαίνουνε κι απ’ τ’ άλλο βγαίνουνε.

Κι όσο το κιέρνουνε, τά κάνει χειρότερα κ εκείνη.

Σα ν’ εμπήκενε στο σκολειό, εγίνηκενε ο πονοκέφαλος τω δασκάλω.

Όλο κατσουκανιές και χιλέδες με τα κοπέλια.

Μούδε με το καλό, μούδε με το άγριγιο, ήπχιανε λόγο.

Κι άμα τση ‘λεγε ο δάσκαλος πως ήρθενε αδιάβαστη, είπχιανε τη ντάσκα και τη νε σφεντούριζενε πέρα.

Επολεμήσανε και με το σιργούλιο μα δε σάζει η δουλειά.

-Να καλέσεις το παπά να διαβάσει του κοπελιού, μπάς και το μερέψει μνιά ολιά, είπανε μνιά ν’ ημέρα οι γειτόνισσες τ’ αφέντη τζη…

-Σαλεύγετε να με ξεφορτωθήτε που θα καλέσω το παπά… ντα ιντά ναι το κοπέλι μου δαιμονισμένο.;;;

Εξαγριγεύτηκε καλά, καλά και τω σε κάνει…..

-Ξανοίγετε πέρα, πόδε τσι διαολιές τω (γ)κοπελιώ σας και παρετήσετέ με, απου θα βγάλετε βγανιά του κοπελιού μου.

-Ρουφχιανιλίκια και ματραμπαζιλίκια δε σηκώνω… η θυγατέρα μου είναι μνιά ολιά ζωηρή, μα θα μερώσει οντε θα ν’ άρθει η γ’ ώρα τζη μονο μουρμού.

Εποστόμωσέ τζι και δε ν’ εξαναβγάλανε αχνιά…

Σα ν’ είδενε πως χειροτερεύγει με τα δασκάλια, είπενε του δασκάλου πως θα το στέσει μνιά ολιά καιρό απου στο σκολιό κι ας χάσει στη ν’ υστεργιά, τη χρονιά ντου.

-Μα και πού ‘ρχεται στο σκολιό μούδε διαβάζει, μούδε γράφει, μόνο πως τσακώνεται και δε τη νε κάνωμε καλά, του κάνει η δασκάλα.

Εσκέφτηκενε πως καλιά ναι να του κλουθά στη ν’ εξοχή, παρά να ραίνεται ολημερνής στσι δρόμους, για δε ν’ αφρουκάται τση μάνας του.

Έτσά το καμε κι όλας…

Επήρε ντο στη ν’ εξοχή να κάνει παρέα με τσ’ αίγες τα πρόβατα και τσι σκύλους.

Απου τη πρώτη μέρα ένα περίεργο πράμα…

Το κοπέλι εντάκαρε ν’ αλλάζει ο χαραχτήρας του.

Εφίλεψε με τ’ αρνί τση προβατίνας και του κλουθά στο (μ)πόδα σα ντο κουλούκι.

Το χαιδεύγει τ’ αγκαλιάζει κάθεται και του κουβεδιάζει οσά ντ’ αθρώπου και το ζούμπερο το παντέρμο πάει και βάνει τη κεφαλή ντου στο ν’ ώμο τζη και το χαιδεύγει λες και είναι κούκλα.

Μνιά κούκλα που ποτές τση δε ν’ ήβαλε στη ν’ αγκαλιά τζη για δε ν’ ήθελε ετέθεια πράματα.

Κόβγει χόρτα και τα’ί’ζει τα οζά, κουβαλεί με το γουβά νερό και τα ποτίζει.

Οντε θα βυζάξει τ’ αρνί, κάθετε σταυροπόδι κοντά στη προβατίνα κι ανημένει σάμε να πχεί το γάλα.

Παντέρμο οζό… ήκαμε το κοπέλι κι αθρώπισενε.

Επαέ ούλη τη ν’ ημέρα δε ν’ έχει κιανένα να του αντιμιλεί κι ο αφέντης του το κατάλαβε από τη πρώτη μέρα.

Εδα γλακούνε στο ποταμό αρνιά, ρίφχια, κουλούκια και τσαλαβουτά στσι κολύμπες με το νερό, απου δε ντό ‘θελε ν’ αγγίξει απάνω ντου.

Αγλακούνε πάνω, κάτω κοιλιούνται στα χόρτα και το παιχνίδι μοιάζει ατελείωτο σάμε να βραδιάσει.

Εμέρεψε τ’ αγρίμι μέσα ντου και εντάκαρε να πχιάνει λόγο τ’ αφέντη ντου.

Από τη πρώτη μέρα εφάνηκε πως εβρέθηκε ο τρόπος να αθρωπίσει ετονέ το βλαστάρι και να ηρεμήσει η ψυχή ντου να ξεφύγει από τσι φωνές και τσι μάνιτες απου δε ντο ‘φήνανε ορνικό ντου.

Είπενε και τση γυναίκας με τω (γ)κοπελιώ, να μη του ξαναμιλήσουνε αντίθετα στο σπίτι και πραγματικά εγίνηκενε άλλος άθρωπος.

Σα ν’ εγιαγέρνανε κάθαργά στο χωργιό, πεσίχαρο εκουβέδιαζε τση μάνας του πως επέρασε και αστραφταλίζανε τα μάθια ντου από τη χαρά ντου.

Εφρονήμεψε και με τ’ αποδέλοιπα κοπέλια στο σπίτι, για δε ντου κάνανε παρατήρηση σε πράμα.

Στο τραπέζι δε λαδώνεται μπλιό για δε τη νε ξανάπανε ογρουσούζα.

Αμοναχή τζη θα πλυθεί, θα χτενιστεί, για δε φοβάται μπλιό το νερό.

Τη Κυργιακή στη ν’ εκκλησά, ήφυγε απου τση μάνας τση τη χέρα και επήγε και στάθηκενε μαζί με τα δασκάλια, στη γραμμή.

Καλό σημάδι είπενε ο δάσκαλος του κύρη τζη και του κάνει….

-Να ιδείς απου θα ν’ έρθει πάλι στο σκολιό και θα στο ζητήξει αμοναχή τζη να τη νε φέρεις… ίντα να πώ… θαύμα εγίνηκε Θεία φώτιση ήρθενε του κοπελιού…

Η Θεία φώτιση ήρθενε σε μένα δάσκαλε…

-Τα ζα εμερέψανε το κοπέλι μου δάσκαλε… κι ο Χριστός μέσα στα οζά εγεννήθηκε.

-Ούλοι φτέμενε για τη ν’ αγριάδα του κοπελιού.

-Απου το σπίτι, τα δασκάλια, τσι χωργιανούς.

-Το κοπέλι μου δε ν’ είχενε όνομα… ογρουσούζα τη νε λέγαμενε ούλοι, σάμε να με φώτισει η Παναγία να το πέψω τω προβάτω, ν’ αθρωπίσει.

-Ναι, ναι, δάσκαλε όπως το γροικάς… με τα πρόβατα και τα κουλούκια έκανε παρέα ούλες τσι μέρες το αγρίμι μου.

-Όπως κι ο Χριστός, για να γλυτώσει τω ν’ αθρώπω, εχώστηκενε ανάμεσα στα ζα.

Μα…

Και να ξαναγεννηθεί, πάλι με τα ζα θα πάει… για δε ν’ επάψαμε ποτέ μας να τρώμενε ο γης το ν’ άλλο και να πετροβολούμε τη ν’ αλήθεια…

 

Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:91