Απού κοπελομάθει δε γεροντοξεχνά | της Άννας Τακάκη
Από κοπέλι ήτονε σβέρτη σε όλα κι αεικίνητη. Ποτέ δεν εκάθιζε σ’ ένα τόπο κι όλο σ’ ενέργεια ήθελε να βρίσκεται. Ήρεσέ τζη να διαρμίζει το σπίτι, ν’ ασπρίζει τοίχους και πεζούλια, μα πλια πολύ να γυρίζει όξω και ν’ ανεβοκατεβαίνει βουνά και φαραγγούλια και ν’ ανεμαζώνει του κόσμου και τση γης τα μαξούλια. Το σπίτι τζη το’κανε κούπα στο άψε σβήσε. Αν ήμπαινες στην αποθήκη εθάρρειες πως ήτονε η σάλα. Τάξη κι ομορφιά και προκοπή είχε τούτηνιά η κερά. Σβέρτη και προκομμένη ήτονε και σε μέσα και σε όξω δουλειές η Ευμορφία. Ανέ πεις και για το ραβδιστικό το χειμώνα, εσκαρφάλωνε ωσά τον κάτη στην ελιά μέχρι τον τελευταίο κλώνο κι εβάστα το κατσούνι κι εράβδιζε τσ’ ελιές. Το καλοκαίρι ανέβαινε στη κορφή στην αμυγδαλιά και δεν ήφηνε μούδε ένα μύγδαλο. Αν ήτονε να πάει σ’ ασκολύμπρους γή σ’ αγκινάρες εξεπέρνα μέχρι την κορφή τση Κεφάλας, μέχρι τ’ουρανού τη μιαν άκρα. Δεν ήθελε τουλόγου τζη παρέα για να πάει στους χοχλιούς γή στα λάχανα. Λέει, «καλιά μόνο η αφεντιά μου, π’ όπου βρεθώ κι όπου σταθώ να κάνω του κουγιαγφά μου». Δεν εφοβούντανε η παντέρμη γυναίκα μούδε στα σώπατα μούδε στ’ και στ’ανεβολέματα. Μική ήτονε ακόμη, μόλις απού ’χε βγαλει την τρίτη Δημοτικού και την είχε ο κύρης τση στο μιτάτο, να τονε βοηθά και στα λαγκαδοφάραγγα να παντά τα πρόβατα. Τέτοια δουλευταρού και θαρρετή γυναίκα τη σήμερον ημέρα δεν ήβρισκες.
Η Ευμορφία, ή Μορφούλα όπως τη λέγανε χαιδευρτικά, δεν είχε κοπέλια. Ήργησε να παντρευτεί, γιατί από το πολύ ταμάχι δεν είχε χρόνο να βρει άντρα. Κι εκείνοι που τηνε θέλανε, γιατί ’τονε κι ομορφονιά, όνομα και πράμα δηλαδή, τσοι ’κανε οπίσω επειδής τση φαινότανε χαμαντράκια, κι εκείνη ήθελε τον άντρα να πετά ψηλά, πλια κι από αυτή. Εν τέλει από το να πομείνει στο ράφι, επαντρεύτηκε τον Κλέαρχο κι ας ήτονε πολλά πλια μικιός στα χρόνια απ’ αυτή, δέκα χώρις τα καλοκαίρια. Ήτανε κι ολίγον αμπάσος, κι άγνοιαστος στο κάθε τι. Θα τον είχε, σκιας, μια ασπεντντίβα άμα αυτή ήτονε γραδάκι και δε θα μπόργειε να ταράσσει μπλιο. Ο Κλέαρχος αφού δεν είχανε κοπέλια, δεν ήθελε να’χει ταμάχι ο άθρωπος. Μια χαρά τα περνούσανε από την περιουσία απού ’χανε. Ήκανε κουτσά στραβά το δουλιδάκι του κι είχε και τα παρεάκια του, τα γλεντάκια και την καλοπέρασή του. Αυτός επουδενί το λόγο δεν εχαράμιζε την καλοπέρασή του για να γυρίζει τα όρη και τα μουντάνια, και να κλουθά τση κεράς του τση ταμαχιάρας.
Μια μέρα χειμωνιάτικη η Μορφούλα εσηκώθηκε αποδιαφώτιστα και λεέι του κυρίου τζη.
-Θέσε συ, κανακάρη μου, κι εγώ θα πάω ίσαμε τον Αγκαλαρέστη να πα βρω ομανίτους, να βρω και λάπαθα και σκαλουκαρές. Μπορεί να σύρνονται κι οι χοχλοί, να μαζώξω. Ανεπαλιάρης είναι, πούρι, ο καιρός.
-Μορφούλα, φτάνει δα το ταμάχι σου, κι έχομε να τρώμε. Φτάνει!
Μή γυρίζεις χειμώνα καιρό στσι κεφάλες. Δε θωρείς απού πισσομαυρίζει ο ουρανός κι αστραποβροντά; Μπρε, τη δουλειά σου γύρευγε, για δε κατέχεις τα ξετέλια του καιρού, να μη σε μαγκανίσει ποθές στα όρη.
-Κοντό, και θα φοβηθώ τον καιρό; Τάξε πως δεν ανεθράφηκα στα όρη, και στσι κακοβολιές. Κι απόι σπηλιαρίδια έχει μπόλικα, Κλεαρχάκι, εκειδά πάνω να πα ποσταγιάξω ανέ βρεχουλίζει. Θέσε συ ακόμη, αντράκι μου, κι άσε με μένα. Εγώ θα πα να ποταγέψω τα ζα μας και τσ’ όρνιθες κι απόι θα μολάρω. Κατέχω ένα καλό τόπο που βγαίνουνε αγκαθίτες ομανίτοι, μη μπα να τσι βάλει άλλος κιανείς. Θέσε συ κανακάρη μου, κουκουλώσου και την πατητή ανέ κρυγιαδώνεις.
-Εγέρασες κακομίτσα, μπλιο, και δε λες να καταλαγιάσεις. Μα απού κοπελομάθει, φαίνεται, δε γεροντοξεχνά.
Ποσινάσσει μάνι μάνι τα ζωντανά τως η Μορφούλα, βάνει και στο γεμοντρουβά τζη μια κριθινοκουλούρα , ελιές και ένα κομματάκι λαδοτύρι, βάνει και κρασάκι στο παγουράκι τζη και μολέρνει. Αυτή ’ναι ζωή! Στα όρη, στα κατσάβραχα και στα ριζά τ’απάτητα. Εκειδά εμεγάλωσε. Εκειά ελαχτάριζε να σκαρφαλώνει ωσάν τ’ αγρίμι κι εδά ακόμη το λαχταρά στα εξήντα τζη το σβέρτο γυναικάκι. Όσο ανέβαινε την Κεφάλα, τόσο ανέπαιρνε η ψη τζη κι ερέγουντανε το δροσερό αεράκι να τση χτυπά και να δροσίζει το αναψοκοκκινισμένο μαγουλάκι τζη.
Επορπάτειε φαίνεται κιαμιάν ώρα… το χωριό μπλιο το’φηνε οπίσω. Κι ύστερα χάθηκε ολότελα από τα μάτια τζη που δεν εθωρούσανε άλλο πράμα μόνο εκείνα τ’ αγαθόκαλα που’θελε να μαζώνει. Κι ομανίτους ήβρισκε κι αγκαθίτες και σκαλουκαρές, και κορκολεκανίδες, κι αγριαγκινάρες κι ασκολίμπρους και χοχλιδάκια, χαράς το κουράγιο τζη, να σηκώνει κι ένα γεμοντρουβά κοντογεμάτο. Ώσαμε που κινήσανε τα βρονταρίδια στσι κορφές τ ’ουρανού, κι ύστρερα οι αστραπές. Μπαμ και μπουμ τ’αστραπόβροντα, να και οι ψιχαλιδούρες, …μπακαλούμου μη τύχει να ρίξει κεραυνό, συλλογάται η γυναίκα. Αγριεύγει ο καιρός. κι ως φαίνεται σιμώνει η μεγάλη μπόρα. Αναπετά τα μάτια δεξά ζερβά η Μορφούλα και θωρεί ανάδια τζη μια σπηλιά, και γλακά μάνι μάνι και τρυπώνει μέσα πριχού μουσκέψει. Ευτυχώς απούχει και το καφαλτί τζη στο ντρουβά. Τρώει το ψωμοτυράκι και τα ελιδάκια, πίνει και δυο κρασά, κι απόι λέει… δε μπα χαλά ο κόσμος όξω, καλά ’μαι εγώ επαδά. Κι ας βρέχει ο Θιος του Θιου. Βρέξει γή χιονίσει, ήλιος θα βγει πάλι. Έλα σου δα που τηνε πήρε ο ύπνος μισοζαλισμένη και κουρασμένη κι ήγυρε στο γωνιδάκι τση σπηλιάς κι εποκοιμήθηκε. Σαν εξύπνησε ήρχιζε να σκοτεινιάζει κι εβρεχούλιζε ακόμη, ω, διάλε την αποκοτιά τζη, να τηνε πιάσει έτσα καιρός στα μουντάνια! Κι εδά, είντα να γενεί; Απού μπορεί να μπει στην έγνοια ο κύριός τση και να τηνε γυρεύγει. Ώφου, μη μπα να πιάσει κι αυτός τα διάπλατα και χαθεί απού νυχτιάζει. Είχε να γενεί η Ευμορφία και δίνει ατζές ογλήγορα και φεύγει να μη σοσκοτινιάσει και ξομείνει στα βουνά και στα φαράγγια. Τάξε, όι πως την ήγνιαζε ανέ βραχεί, γιατί από μικιό κοπέλι στα βουνά εμεγάλωσε πότε στεγνή πότε βρεμμένη. Αλλά εδά ανησυχεί για το συζυγάτο τζη απού’ναι άμοχρος, μη μπα να σηκωθεί και τηνε γυρεύγει στα κατσάβραχα και πάθει εκείνος πράμα, απού τον είχε μιαν ασπεταντίβα κι ένα θάρρος. Απού το ζόρε τζη να γλακά να μη νυχτωποδώσει, τση φάγανε τα πόδια τ’αχινοπόδια και τα πρινάργια, σοσκά και σε μια τσουγκρόπετρα, και κάνει τα γόνατά τζη μπλάβα, κι ήτρεχε το αίμα ποταμός, «ώ διάλε σε για ξεπόρτισμα σήμερο» ήλεγε κι επήγαινε.
Σαν ήφταξε στο χωριό, αναμμένοι μπλιο οι λύχνοι, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού να δει το συζυγάτο τζη, μα εκείνος δεν ήτονε εκεί.
Κλέαρχε από δω, Κλέαρχε από κει, εφώνιαζε μα άχνα δεν εγροίκα.
-Ωφου και μπακαλού μου δεν ήπιασε κι εκείνος τα μουντάνια να με γυρεύγει, να πα πέσει ποθές; Άχι, άχι και πού να πάω η κακομοίρα να τονε γυρεύγω νυχτιάτικα; Καλά μου το’λεγες ελόγου σου, Κλεαρχάκι μου, όξω να μη βγω μ’ έτσα καιρό. Μα ο δαίμονας έχει πολλά πόδια και με ξεσήκωσε. Κι ύστερα με ξάργησε κι όλας. Ώφου αντράκι μου, μη μπα να κακοπέσεις ποθές, ετσά άμοχρος απού’σαι! Ώφου ασπεταντίβα μου! Ώφου, Κλεαρχάκι μου! Πάει έρχεται, ρωτά τσοι γειτόνους ανέ τον είδανε όλη μέρα, και τση λέει ένας γείτονας.
-Μην κλαις και μη σκοτώνεσαι Ευμορφία. Ο κύριός σου γλεντοκοπά στου Σάββα το καφενείο. Τρώει πίνει και τραγουδεί…
-Ήλεγα κι εγώ… κι είχα μεγάλη έγνοια, είπε η γυναίκα.
Μετά μισή ώρα έρεται ο κύριος τση κουνουπισμένος κι ολοχαριέντιστος. Λέει τση, Ωρέ το γυναικάκι μου, ήρθε; Εδά ακόμη εκόπιασες, Μορφούλα; Κι ειντά ’ναι αυτά τα χάλια που’χουνε τα πόδια σου; Γιάιντα σαι, μαθές, στα πηλά και στα αίματα; Είδες απού σου το ’λεγα; Κοπέλι θαρρείς ότι είσαι ακόμη να καμπανοπηδάς; Μα απού κοπελομάθει δε γεροντοξεχνά, ετσά δε λένε; Ο καιρός γυναικάκι μου, δεν ήτονε για βόλιτες στον Αγκαλαρέστη.
-Καλά μου το’πες εσύ αντράκι μου, μα δε σου ’κουσα η παζαβή. Καλιά, στα ίσα να πηγαίνει κιανείς και στα σομπατερά, μα κι έκειδά ακόμη, μερακλή μου, μπορεί να γκρεμιστείς και να σοσκάσεις. Πήγαινε δα, αντράκι μου, πήγαινε, κάτσε στη καδέγλα, γιατί θωρώ και δε βαστάς καλά, μην πέσεις και σπάσεις κιανένα πόδα. Κι ύστερα είντα θα γενώ, ποιος θα σε γιατρικουλίζει ανέ ρωστήσω, ή σπάσω κανα ποδόχερο; Γιατί όσο στέκω και πατώ, εγώ πόδα δε θα στέσω επαδέ μέσα! Πόδα δε θα στέσω, να το κατέχεις…
[διηγήματα από παροιμίες]
[Photo credit: Meet Shem – http://stradphoto.com]
Άννα Τακάκη