Το παράπονο τσ’ Ανθήλιας | της Ζωής Δικταίου
Δειλινό, ώρα που το μελτέμι φυσά απαλά και οι κορδέλες της ψυχής τινάζονται ψηλά. Ό, τι είναι του τόπου, είναι και δικό σου. Παρακολουθείς την πτώση ενός φύλλου και τον χορό του, έτσι συμβαίνει και με κάθε ανάμνηση μέχρι να φτάσει ν’ αγγίξει την καρδιά σου.
Στο Λασίθι δεν θα δυσκολευτείς να βρεις μια πίστη, ένα θρύλο, ένα μύθο και όταν γέρνεις απαλά στο χώμα, εκεί που είσαι, θ’ ακούσεις τα μεγάλα σήμαντρα να χτυπούν στα σπλάχνα της γης. Γι’ αυτό κλείσε τα μάτια σου και άσε τους δρόμους που είχες περπατήσει νά ’ρθουν να σε βρουν και τις φωνές που κατάπιε ο Χώνος να μιλήσουν. Μην πεις δεν υπήρξαν ποτέ, μην αφήσεις να φυσήξει ο αέρας της λήθης και κλείσει τις πόρτες, όχι, θυμήσου, ήταν κάποτε μια λέξη που κυβέρνησε τον κόσμο, μια ειλικρινής και σκληρή λέξη, η αγάπη…
Στο Οροπέδιο θα διαπιστώσεις πως οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί, ο ένας για χάρη του άλλου. Εδώ που είσαι, λένε πως είναι το βουλισμένο αλώνι. Κράτα το χέρι του. Κλείσε τα μάτια και μόλις βασιλέψει ο ήλιος αφουγκράσου:
«Μια θυγατέρα αλώνιζε, μια Κυριακή, μια σκόλη
δίκοκκο στάρι τ’ αοριού, μαυράγανο κριθάρι.
Είχε βολόσυρο παλιό και βίτσες κυδωνένιες
και το σκαμνί πελεκητό, ξύλο ασφενταμένιο.
Πυρώνει ο ήλιος, καίει τη, αθιβολή τσ’ αγάπης,
αμίλητο κρυγιό νερό και παραπονεμένο.
Μήδε αγγέλαμος κουνεί, μήτε άρτηκας λυγιέται
μήτε άθρωπος επέρνανε, ψυχή φανερωμένη.
Βγάνει τ’ άσπρο μπολίδι τζης,
μαύρα μαλλιά τσι ώμους,
λύνει το ζιπονάκι τζης,
σφιχτές δυο περδικούλες,
οι βούλες απ’ τα μάθια τζης,
κερήθρα και κανέλλα
και το γλυκό τραγούδι τζης μερώνει τα γεράκια.
“Γροικάτε όρη και βουνά,
γροικάτε δεντρουλάκια,
εγώ ’μαι η Ανθήλια η αρφανή,
από μάννα κι από κύρη
μήτε διψώ, μήτε πεινώ, μήτε έγνοιαν άλλην έχω,
μια ράπη το χειλάκι μου, ήσκισε και ματώνει
κι ανεστορούμαι
μιας φιλιάς που μ’ ανεμοκυκλώνει,
μα ήτονε ψεύτης, δίμουρος
και κομπωτής τσ’ αγάπης
για κειονά, αλώνι βούλισε
και βάλε με στο χώμα…”
«Ήκουσ’ ο αέρας τση κορφής,
ζερβά μαλαματίζει,
και ροζονάρισε τσ’ ανθούς
πού ’χενε στα μαλλιά τζης,
μα πάλι δεν επρόλαβε κι εσμίξανε οι χρόνοι
με τσι παντέρμους τσι καιρούς
και σπάσαν τα κερκέλια
κι εβγήκε ο Μαύρος Θεριστής,
κι εθέρισε τη νιότη.
Κόκκινο μήλο τσή ’βαλε στο κρουσταλλένιο χέρι
κι’ ήναψε την κεροδοσιά να τήνε κάμει ταίρι.
Όντε του μήλου τον κουμπέ,
μυρίσεις θα με νιώσεις
το μήλο Ανθήλια μην το φας,
κι αλλού να μην το δώσεις.»
Λένε πως αφού δεν πρόλαβε ο αέρας να την αγγίξει, άκουσε η γης και άνοιξε, και από τότε, όποιος θα περάσει κατακαλόκαιρο, στα βασιλέματα του ήλιου από τούτο το μέρος, του Χώνου, άμα έχει καλή καρδιά και πιστεύει στα μυστήρια, θα ακούσει μέσα από τα βάθη του βουλισμένου αλωνιού μαζί με τα στάχυα που τρίζουν και το παράπονο εκείνης της κόρης…
Χωρίς τα πρέπει, στο Λασίθι, μυρίζεις τη ραφή στο μεσοφόρι της ψυχής, μυρίζει αντίταμο κι ασπάλαθο ανθισμένο και χαίρεσαι και κλαις και λες αγάπησα, πόνεσα, αγριμολόγησα, γνώρισα, έμαθα, έπαθα, δεν ήταν και λίγο, έζησα …
Τα θέλω και τα μπορώ, δεν είναι απλές λέξεις, είναι από τα πιο αληθινά που νιώθεις, αυτά που φέρνουν την ανίκητη λαχτάρα, αυτά που γεμίζουν καμιά φορά μια μεγάλη αγκαλιά χωρίς ζητιανιά.
Τα θέλω και τα μπορώ, στο Οροπέδιο, γίνονται τα ασημένια κλειδιά της ψυχής, και ξεκλειδώνουν το φως. Απόψε ανοίγει ο ουρανός, άνοιξε κι εσύ την ψυχή να μεταλάβει τα μυστικά και τα θαύματα, άνοιξε να σου φυσήξει άλλος καιρός, Μαδαρίτης …
Και αν σου έχουν συμβεί τα πάντα, άστα να πάρουν άλλη στράτα, εσύ για το τέλος κρατάς μόνο αυτά που σου ταιριάζουν, αυτά που σου αξίζουν και τα ξαναβρίσκεις όλα εδώ, απείραχτα κι αμάλαγα, στο μικρό Μέγα τόπο, τον τόπο σου. Τα άλλα, τα αφήνεις να σβήσουν εκεί που είναι, δεν έχεις λόγο πια να τα κρατάς, έκλεισες πίσω σου εκείνη τη βαριά σιδερένια πόρτα για πάντα.
Χτυπάς το μαντεμένιο κερκέλι. Στο Λασίθι, σου ανοίγει ο αορίτης αέρας μιαν άλλη δίφυλλη, παλιά λαθρακιασμένη πόρτα και μαζί της έναν γνώριμο κόσμο, αυτόν που ευωδιάζει στη θύμηση ροδόνερο…
Προσκυνάς το κυπαρισσόξυλο στο πανωπόρτι.
Διπλοσφαλίζεις τα μάτια. «Τα μάθια σου είναι δικαστές…», η ανάμνηση…
Ένα βλεφάρισμα στη ρωγμή του χρόνου. «Των αμαθιώ σου το νερό, να πιω να μεταλάβω…», δεύτερη φορά η ίδια ανάμνηση…
Κρατάς την αναπνοή, ν’ ακούσεις το κάλεσμα. «Κάμε ρεμέδιο κι έλα μπλιό, μη φοβηθείς τη στράτα… », η παρακάλεση…
Μαλλιά ξεχτένιστα, όπως τότε. Οι μαύρες, σγουρές μπούκλες χορεύουν στους γυμνούς ώμους.
Ο νους ξεθάμπωσε, ξεστράτισε η αφούρα. «Κάνω γραφή και πέμπω σου, με κόκκινο μελάνι… », το γράμμα του.
Λασίθι! «Σ’ ένα περβόλι όμορφο, δεντρό βαγιοκλαδίζω, και στον παχύ του ασκιανιό, δυο μάθια μπεγεντίζω…» , ο αορίτης…
Μην ανοίγεις τα μάτια. Ζήσε, αυτό που ποθείς.
«Ψυ – χή μου…» , αργά, συλλαβιστά η ηχώ στον γκρεμό…
Θα κολλήσεις τα χείλη σου, στα δικά του. Το ίδιο καίνε. Γεύση από μέλι πικρό. Ο ανείπωτος πόθος σε παρασύρει. Πιο εύγλωττα θα χτυπήσουν οι φλέβες του λαιμού. Ό ξεχασμένος έρωτας μερικές φορές, τό ’χει αυτό, εκφράζεται σαν εσωτερικό μυστήριο των ψυχών που σμίγουν, κι αφήνουν με μοναδική ευγένεια, την έστω προσωρινή μα γλυκιά λάμψη του, στο προσωπικό σημειωματάριο της αβέβαιης ζωής καθ’ ενός. Όνειρο ήτανε…
«Άνοιξη μπαίνει στο χωριό κι ας έστρωσε το χιόνι
γιατί μια βεργολυγερή, από μακριά σιμώνει…» ,
μαντινάδα του Πάρι Περυσινάκη, με αυτή θα σε υποδεχτεί, με τη φωνή του Βασίλη Σκουλά.
Ροζονάρει η σκέψη σου, θαρρετά θα το κάνεις το επόμενο βήμα… Όχι όμως τώρα. Αύριο… λες. Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο.
.
Κέρκυρα Μάης 2020
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών»]
Ζωή Δικταίου
Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα. Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις. Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο». Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ` ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου. Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία:
Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, 1996, Αθήνα
Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:
«Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία, 2020, Αθήνα
«Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, 2017, Αθήνα