Ναζίμ Χικμέτ: Για να γενούνε τα σκοτάδια λάμψη
Σαν σήμερα, 3 Ιούνη του 1963 αφήνει την τελευταία του πνοή μετά από καρδιακή ανακοπή ο Ναζίμ Χικμέτ ένας εκ των σημαντικότερων Τούρκων ποιητών και συγγραφέων του περασμένου αιώνα.
Θα γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε στο ‘χω πει ακόμα.
(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nazim Hikmet Ran), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην πολυεθνοτική και διατρεχόμενη από πολιτικά ρεύματα, τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, στις 15 Ιανουαρίου 1902, στους κόλπους μιας ευυπόληπτης οθωμανικής οικογένειας της πόλης, με γερμανοπολωνικές ρίζες από τη μητρική πλευρά. Οι συνθήκες της εποχής δεν άφησαν ανεπηρέαστη την οικογένεια του Ναζίμ Χικμέτ, μιας και ο πατέρας του Χικμέτ Μπέης ήταν ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος, ο οποίος παραιτήθηκε τρία χρόνια μετά τη γέννηση του Ναζίμ, με αποτέλεσμα να μετοικήσει μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη.
Την επαναστατική του κοσμοθεωρία διαμόρφωσε σε συναρπαστικούς καιρούς, πρώτα στην Τουρκία της αστικοδημοκρατικής επανάστασης των Νεότουρκων και των Κεμαλιστών κι αμέσως μετά, το 1922, στη Σοβιετική Ένωση της Σοσιαλιστικής επανάστασης του Οκτώβρη. Σε αυτό χρωστά την ικανότητά του να εκφράζει λιτά, απλά, διάφανα και περιεκτικά τη διαλεκτική της ιστορίας, που αναπόφευκτα οδηγεί στη σοσιαλιστική επανάσταση. Μην κλαίτε αδέρφια και μη στενάζετε, συνδέστε το χτες με το σήμερα και το αύριο, φωνάζει με το έργο του. Κι αυτό, γιατί είχε την ευκαιρία να συγκρίνει βιωματικά τους στόχους και το περιεχόμενο δύο διαφορετικών κοινωνικών επαναστάσεων αλλά και ν’ αφομοιώσει τις διαλεκτικές νομοτέλειες τους, να συνειδητοποιήσει πως η απελευθερωτική πορεία της ανθρωπότητας δεν είναι μια βαθμιαία και φυσική διαδοχή. Προϋποθέτει ποιοτικό άλμα, που συντελείται με τη συνειδητή δράση των ανθρώπων για τη βίαιη ανατροπή του παλιού κοινωνικού συστήματος και την οικοδόμηση του νέου.
Σε αυτές τις εποχές άντλησε πλούσια καλλιτεχνικά ερεθίσματα που συνέβαλαν καθοριστικά στην δημιουργική εξέλιξή του. Η ακτινοβολία όμως της ποίησης του οφείλεται στο θάρρος να λέει την αλήθεια με οποιοδήποτε τίμημα, που το αντλούσε από την ανθρωπιά της ιδεολογίας του. Γνώριζε ότι ο δημιουργός που πουλάει την ψυχή του και νοικιάζει το μυαλό του, καταντά απλός δεξιοτέχνης. Είχε κάνει άλλωστε την επιλογή του από πολύ νωρίς.
«Είμαι κομμουνιστής, είμαι αγάπη από την κορυφή ως τα νύχια»γράφει για την ένταξή του, το 1923, στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας. Και γι’ αυτόν ήταν καλύτερο να πεθάνει παρά να απαρνηθεί αυτήν του την απόφαση, ν΄ αγωνιστεί μέσα από τις γραμμές της επαναστατικής πρωτοπορίας. Αγάπη και πίστη στον άνθρωπο, στις στρατιές των καταπιεσμένων και πεινασμένων που μπορούν να νικήσουν αυτό που μοιάζει ακατανίκητο, ήταν οι αρχές του. Η αφοσίωση του στην κομμουνιστική ιδεολογία και στις θεωρητικές αρχές της ήταν το μόνο σταθερό, όχι μονάχα στην θυελλώδη ζωή αλλά και στο έργο του Χικμέτ, καθώς η σκέψη και η τέχνη του εξελίσσονταν διαλεκτικά, σε συνάρτηση με την κοινωνική πραγματικότητα που άλλαζε.
Τα πρώτα μετά από τη μύηση στο μαρξισμό ποιήματά του, επηρεασμένα έντονα από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ρώσικης Πρωτοπορίας, απηχούν όλο το δυναμισμό, την ορμή και την αδιαλλαξία της επαναστατικής περιόδου στη Ρωσία, επιχειρώντας να φέρουν την πνοή της στην τουρκική αστική πραγματικότητα. Να ένα απόσπασμα από το ποίημά του «Το τείχος του ιμπεριαλισμού» γραμμένο το 1925.
Εκείνοι που θα τα βάλουνε μαζί μας
θα πει πως τα βάλανε ενάντια:
στους αιώνιους νόμους της κίνησης μες την ύλη,
της πορείας των λαών.
Στάση δεν υπάρχει. Υπάρχει κίνηση.
Το σήμερα για το αύριο οδεύει,
το αύριο αδιάκοπα κυλά
κυλά
κυλά.
Στην άνοδο του φασισμού που ακολουθεί ο Χικμέτ δεν βλέπει μόνο την ωμότητα και την απανθρωπιά αλλά την επιβεβαίωση της ανάγκης ο σάπιος καπιταλιστικός κόσμος, που τον γεννά, να καταργηθεί. Το 1936 κυκλοφορούν τα «Γράμματα στην Ταράντα Μπαμπού» όπου μιλά για την καπιταλιστική κρίση και τις αντιφάσεις και αντιθέσεις του καπιταλισμού…
Για μας η πείνα είναι χαμός
κι ο πλούτος ευτυχία…
Κι όμως Ταράντα Μπαμπού
τι περίεργο πράγμα,
εδώ το αντίθετο συμβαίνει.
Είναι εδώ πέρα ένας κόσμος τόσος παράξενος
που μέσα στην αφθονία κανείς πεθαίνει,
μέσα στην σιτοδεία ζει,
Στις συνοικίες
σαν άρρωστοι λυσσασμένοι λύκοι
τριγυρνούνε οι άνθρωποι
κι οι αποθήκες είναι κλειδωμένες
γιομάτες σιτάρι.
…
Είναι εδώ
ένας κόσμος τόσος παράξενος
που ενώ τα ψάρια πίνουνε καφέ
τα μωρά δεν βρίσκουνε γάλα.
Ζούνε οι άνθρωποι με λόγια
κι οι χοίροι με πατάτες…
Η στράτευσή του στο κομμουνιστικό κίνημα είχε ως συνέπεια την μακρόχρονη φυλάκισή του από το 1938 ως το 1950.
Τη χρονιά που ρίχτηκα σε αυτή την τρύπα
ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε αρχίσει
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου
οι φούρνοι αερίου δεν είχαν χτιστεί
η ατομική βόμβα δεν είχε εκραγεί στη Χιροσίμα.
Ωχ, ο καιρός κύλησε
όπως το αίμα του σφαγιασμένου παιδιού
Τώρα όλα πέρασαν
αλλά το αμερικανικό δολάριο
μιλά ήδη
Όσο απομακρυνόμαστε από το τέλος του πολέμου, τόσο δυναμώνει η διεθνής κατακραυγή για τη φυλάκιση του Χικμέτ. Το 1949 προσωπικότητες απ’ όλο τον κόσμο διαμαρτύρονται για την κράτησή του. Ανάμεσά τους ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζολιό Κιουρί, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Πάμπλο Νερούντα, ο Πάμπλο Πικάσο και πολλοί άλλοι, ενώ πραγματοποιούνται και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από αμερικανικές πρεσβείες και προξενεία που ζητούσαν την αποφυλάκισή του. Την επόμενη χρονιά αρχίζουν να διαδίδονται σενάρια αμνηστίας. Ο Χικμέτ, προκειμένου να πιέσει για την αποφυλάκισή του και παρά τα σημαντικά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, ξεκινά απεργία πείνας στις 8 Απρίλη, την οποία διέκοψε τρεις μέρες αργότερα. Αλλά επανήλθε στις 2 Μάη με νέα απεργία πείνας που διέκοψε έπειτα από 17 ημέρες. Αυτή η περίοδος της αλληλεγγύης και των αγώνων για την απελευθέρωσή του καταγράφεται ποιητικά στο έργο του ως εξής:
Αδέρφια μου
σκοπό δεν το ’χω να πεθάνω,
κι αν δολοφονηθώ,
πάλι θα ζω, το ξέρω, ανάμεσά μας.
Θάμαι στο στίχο του Αραγκόν
–στο στίχο που λέει
για τις καλές μέρες που θα ’ρτουν–
θα ’μαι στο άσπρο περιστέρι του Πικάσο,
θα ’μαι στου Ρόουμπσον το τραγούδι.
Ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Ο ιμπεριαλισμός αντεπιτίθετο, χρησιμοποιώντας τα ιδεολογήματα περί σιδηρού παραπετάσματος και ολοκληρωτικών σοσιαλιστικών καθεστώτων. Ο Χικμέτ απαντούσε:
Τα πλοκάμια της Γουόλ Στρητ μπορεί να σε αρπάξουν από το λαιμό
και να σε στείλουν στην Κορέα
μία από αυτές τις ημέρες
θα γεμίσεις εκεί ένα τάφο με τη σπουδαία σου ελευθερία.
Ναι, είσαι ελεύθερος
με την ελευθερία του άγνωστου στρατιώτη.
Μπορεί να διακηρύσσεις ότι κανείς πρέπει να ζει
όχι ως εργαλείο, ένας αριθμός ή ένας κρίκος
αλλά ως ανθρώπινη ύπαρξη
θα περάσουν χειροπέδες στον καρπό σου
είσαι ελεύθερος να συλληφθείς, να φυλακιστείς
ακόμα και να κρεμαστείς.
Δεν υπάρχει κανένα σιδερένιο, ξύλινο
ή τούλινο παραπέτασμα στη ζωή σου
δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να επιλέξεις την ελευθερία.
Είσαι ελεύθερος
αλλά αυτό το είδος της ελευθερίας
είναι μια θλιβερή υπόθεση κάτω απ’ τ’ άστρα
Όπως και ο ίδιος θα διαπιστώσει «Από την Κίνα ως την Ισπανία, απ΄ την Αλάσκα ως το Ακρωτήρι της Καλής ελπίδας» όπως γράφει, έχει φίλους και εχθρούς, γιατί ,στην πιο μεγάλη, την πιο σπουδαία πάλη» είχε «διαλέξει στρατόπεδο, ανοιχτά και δίχως φόβο». Έτσι, όσο ζούσε αντιμετωπίζονταν από την τάξη των καταπιεστών με την πιο άγρια μοχθηρία. Όταν πέθανε γίνεται συστηματική προσπάθεια να μετατραπεί σε αβλαβές εικόνισμα, με την άμβλυνση κάθε επαναστατικής αιχμής της τέχνης του.
Στους δεκαπέντε συντρόφους
Δε χύνουν δάκρυ
τα μάτια που συνήθισαν να βλέπουνε φωτιές.
Δε σκύβουν το κεφάλι οι μαχητές
κρατάν ψηλά τ’ αστέρι
με περηφάνεια.
Δεν έχουμε καιρό να κλαίμε τους συντρόφους.
Το τρομερό σας όμως κάλεσμα
μες στην ψυχή μας
κι οι δεκαπέντε σας καρδιές
θενά χτυπάν
μαζί μας.
Το σιγανό σας βόγγημα
σαν προσκλητήρι
χτυπάει στ’ αυτιά μας
σαν τον αντίλαλο βροντής.
Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε
σου είναι γραφτός ο δρόμος
της συντριβής.
Και δε μπορείς να μας λυγίσεις
σκοτώνοντας τ’ αδέρφια μας της μάχης.
Και να το ξέρεις
θα βγούμε νικητές
κι’ ας είν’ βαριές μας
οι θυσίες.
Μαύρη εσύ θάλασσα γαλήνεψε
τα κύματά σου.
Και θάρθει η μέρα η ποθητή
η μέρα της ειρήνης
της λευτεριάς σου.
Ω, ναι θαρθεί
η μέρα που θαρπάξουμε τις λόγχες
που μες στο αίμα το δικό μας
έχουν βαφτεί.
***
«Eίμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ τη κορφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται,
το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις τ’ ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορφή ως τα νύχια…»
***
Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε
σου είναι γραφτός ο δρόμος
της συντριβής.
Και δε μπορείς να μας λυγίσεις
σκοτώνοντας τ’ αδέρφια μας της μάχης.
Και να το ξέρεις
θα βγούμε νικητές
κι’ ας είν’ βαριές μας
οι θυσίες…”
***
Τραγουδάνε οι χτίστες
Να χτίζεις μη θαρρείς πούναι να τραγουδάς ένα τραγούδι
Είναι μια υπόθεση
κάπως πιο δύσκολη
Των οικοδόμων η καρδιά είναι σα μια πλατεία για γιορτές
Λαμποκοπάει
Μα η σκαλωσιά δεν είναι μια πλατεία για γιορτές
Εκεί ΄ναι λάσπη κι άνεμος και χιόνι,
Τα χέρια που ματώνουν,
Εκεί δεν είναι πάντα φρέσκο το ψωμί
Πάντα ο καφές ζεστός δεν είναι
Κάποτες λείπει η ζάχαρη
Όλοι οι ανθρώποι εδώ δεν είναι κ’ ήρωες
Και πάντοτες πιστοί δεν είναι οι φίλοι.
Να χτίζεις μη θαρρείς πούναι να τραγουδάς ένα τραγούδι
Μα είναι λεβέντες όλο πείσμα οι χτίστες
Κ’ η οικοδομή ανεβαίνει, μ’ έφοδο τον ουρανό κυριεύει
Ψηλά και πιο ψηλά, πάντα ψηλότερα.
Στο πρώτο κιόλας πάτωμα
Αράδιασαν τις γλάστρες τα λουλούδια
Και πάνου στα φτερά τους τα πουλιά
Τον ήλιο φέρνουνε στο πρώτο μπαλκονάκι
Μέσα σε κάθε τούβλο μια καρδιά χτυπάει
Κ΄η οικοδομή ανεβαίνει και ψηλώνει
Ψηλώνει μες στον ιδρώτα και στο αίμα.
***
Ύμνος στη ζωή
Τι όμορφο που είναι να ζεις
να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο
τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Κι όμως είναι ν’ απορείς
πώς αυτό το ωραίο τραγούδι
πώς αυτή η ζωή η γεμάτη χαρά
έχει γίνει σκληρή
έχει γίνει φτηνή
και τόσο πικραμένη
που να ‘ναι σιχαμένη.
Το όμορφο που είναι να ζεις
να σου λένε καλημέρα του κόσμου τα χείλη
τη ζωή να την κάνεις τραγούδι χαράς
τι όμορφο που είναι να ζεις
σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
***
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα
***
Γιὰ τὴ ζωή
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτεύεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ ζυγαριά.
***
Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε
Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε
δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοῦ
μαῦρε ἀδερφέ μου
δόντια ποὺ ἔχεις
μαργαριτάρια
δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή.
Φοβοῦνται Ῥόμπσον
φοβοῦνται τὴν αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται
καὶ ν᾿ ἀγγίσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ
(Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ
οἱ νέγροι πῶς νὰ τόνε λένε Ῥόμπσον;)
Φοβοῦνται τὰ γεννήματα
τὴ γῆς
τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς
φοβοῦνται
νὰ θυμοῦνται
καὶ τὶς χαρές τους
τὸ χέρι ἑνὸς φίλου δὲν ἔσφιξε ποτέ τους
τὸ χέρι τους
ζεστὸ
σὰν τὸ πουλὶ
χωρὶς νὰ θέλει σκόντα
προμήθειες
ἡ κάποια ἀναβολὴ
στὴ πλερωμή.
Φοβοῦνται τὴν ἐλπίδα
φοβοῦνται Ῥόμπσον νὰ ἐλπίσουν
φοβοῦνται καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοὺ
φοβοῦνται τὰ τραγούδια μας
μὴ τοὺς τσακίσουν.
***
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο
Ἔχω πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ θανατικὴ καταδίκη.
***
Μονάκριβή μου
Μονάκριβή μου ἐσὺ στὸν κόσμο
μοῦ λὲς στὸ τελευταῖο σου γράμμα:
«πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου,
Ἂν σὲ κρεμάσουν, ἂν σὲ χάσω θὰ πεθάνω».
Θὰ ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις,
Ἡ ἀνάμνησή μου σὰν μαῦρος καπνὸς
θὰ διαλυθεῖ στὸν ἄνεμο.
Θὰ ζήσεις, ἀδελφή με τὰ κόκκινα μαλλιὰ τῆς καρδιᾶς μου
Οἱ πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν πιότερο ἀπό ῾να χρόνο
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
Ὁ θάνατος
Ἕνας νεκρὸς ποὺ τραμπαλίζεται στὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ
σὲ τοῦτον ῾δῶ τὸ θάνατο δὲν ἀντέχει ἡ καρδιά μου.
Μὰ νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
ἂν τὸ μαῦρο καὶ μαλλιαρὸ χέρι ἑνὸς φουκαρᾶ ἀτσίγγανου
περάσει στὸ λαιμό μου τὴ θηλειὰ
ἄδικα θὰ κοιτᾶνε μὲς στὰ γαλάζια μάτια τοῦ Ναζὶμ νὰ δοῦν τὸ φόβο.
Στὸ σούρπωμα τοῦ στερνοῦ μου πρωινοῦ
θὰ δῶ τοὺς φίλους μου καὶ σένα.
Καὶ δὲ θὰ πάρω μαζί μου κάτου ἀπὸ τὸ χῶμα
παρὰ μόνο τὴν πίκρα ἑνὸς ἀτέλειωτου τραγουδιοῦ.
Γυναίκα μου
Μέλισσά μου μὲ τὴ χρυσὴ καρδιὰ
Μέλισσά μου μὲ τὰ μάτια πιὸ γλυκὰ ἀπ᾿ τὸ μέλι
Τί κάθησα καὶ σοῦ ῾γραψα πὼς ζήτησαν τὸ θάνατό μου.
Ἡ δίκη μόλις ἄρχισε
Δὲν κόβουν δὰ καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἔτσι τὸ κεφάλι
ὅπως ἕνα γογγύλι.
Ἔλα, ἔλα, μή μου σκᾶς
Αὐτὰ εἶναι μακρινὰ ἐνδεχόμενα.
Ἂν ἔχεις τίποτα λεφτὰ
Ἀγόρασέ μου ἕνα μάλλινο σώβρακο
Μοῦ μένει ἀκόμα κείνη ἡ ἰσχιαλγία στὸ πόδι
Καὶ μὴν ξεχνᾶς πὼς ἡ γυναίκα ἑνὸς φυλακισμένου
Δὲν πρέπει νά ῾χει μαῦρες ἔγνοιες.
[ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος]
Χιονίζει μες στη νύχτα
Χιονίζει μες στη νύχτα
Ούτε ν’ ακούς μια φωνή απ’ τον άλλο κόσμο
Ούτε να βάζεις μες στο υφάδι των στίχων
πράματα αμύθητα
Ούτε ν’ αναζητάς τη ρίμα σάμπως χρυσικός
Ούτε όμορφα λόγια, ούτε μεγάλη πέννα.
Τούτο το βράδυ ― ευλογημένος νάναι ο Θεός ―
είμαι πιο πάνου
πολύ πιο πάνου απ’ όλα τούτα.
Τούτο το βράδυ
ένας τραγουδιστής είμαι των δρόμων
είναι γυμνή η φωνή μου δίχως μπιχλιμπίδια
Γυμνή φωνή που τραγουδάει για σένα
ένα τραγούδι που δε θαν τ’ ακούσεις.
Χιονίζει μες στη νύχτα
Κ’ είσαι μπροστά στις πύλες της Μαδρίτης
Έχεις μπροστά σου ολάκερη στρατιά από πολιτείες
Μια στρατιά που σκοτώνει ό,τι πιο ωραίο στον κόσμο ετούτο
Τη νοσταλγία, την ελπίδα, τα παιδιά, τη λευτεριά.
Χιονίζει μες στη νύχτα.
Απόψε μπορεί να ξεπαγιάζουν
τα μουσκεμένα πόδια σου.
Χιονίζει
Και ίσως ενώ σε σκέφτουμαι
την ίδια τούτη τη στιγμή
μπορεί και να σε βρίσκει η σφαίρα
Και τότε πια ούτε χιόνι, ούτε άνεμος.
Χιονίζει.
Εσύ που τώρα μπρός στις πύλες της Μαδρίτης λες «δε θα περάσουν»
Υπήρχες δίχως άλλο κι από πριν.
Ποιος είσουν; πούθε ερχόσουν; ποιά ήταν η δουλειά σου;
Μπορεί και να ’χεις έρθει απ’ τα ορυχεία της Αστούριας
Μπορεί στο μέτωπό σου ένας επίδεσμος ματόβρεχτος
Να κρύβει μια λαβωματιά που πήρες στο Βορρά
Μπορεί και να ’ταν το ντουφέκι σου
πούριξε τη στερνή τη σφαίρα
όταν τα γιούνγκερς καίγαν το Μπιλμπάο.
Ή μπορεί νάσουν κάνας μεροκαματιάρης
στο αγρόχτημα ενός κάποιου κόμητα Φερνάντο Βαλεσιέρο ντε Καρτόμπαν
Ή μπορεί νάχες στην Πουέρτα ντέ Σολ κανένα μικρομάγαζο
και να πουλούσες φρούτα με τα χτυπητά της Ισπανίας χρώματα.
Μπορεί να μην είχες καν επάγγελμα
Μπορεί και νάχες μια ωραία φωνή
Μπορεί και νάσουν σπουδαστής ή της φιλοσοφίας ή του δικαίου
και νάχουν μείνει τα βιβλία σου κάτου απ’ τις ρόδες
των ιταλικών θωρακισμένων.
Μπορεί στον ουρανό να μην πιστεύεις
ή μπορεί νάχεις μες στον κόρφο σου
κανένα σταυρουλάκι περασμένο σ’ ένα σπάγγο.
Ποιός είσαι, πώς σε λένε, πόσο χρόνων είσαι;
Δεν έχω δει, μήτε θα ιδώ το πρόσωπό σου.
Μπορεί ‒ ποιός ξέρει ‒ να θυμίζει αχνά τα πρόσωπα
εκείνων που τσακίσαν τον Κολτσάκ στη Σιβηρία.
Μπορεί πάλι να μοιάζει με το πρόσωπο εκεινού
που κείται στο πεδίο της μάχης του Τουμλουμπουνάρ
Ακόμη μπορεί νάσαι ολόιδιος το πορτραίτο
του Ροβεσπιέρου.
Δεν άκουσες ποτέ σου τ’ όνομά μου, κι ούτε θα τ’ ακούσεις.
Ανάμεσό μας είναι θάλασσες, βουνά,
αυτή η καταραμένη μου ανημπόρια
κ’ η Επιτροπή της μη – επεμβάσεως.
Δε μπορώ μήτε νάρθω στο πλευρό σου
μήτε και να σου στείλω ένα κασόνι με φυσίγγια
ή λίγα φρέσκα αυγά
ή ένα ζευγάρι μάλλινα, τσουράπια.
Κι ωστόσο ξέρω πως τα πόδια σου
ριζωμένα στις πύλες της Μαδρίτης
κρυώνουνε σα δυο γυμνά παιδιά
και ξέρω ακόμη
πως ό,τι ωραίο κι ό,τι μεγάλο υπάρχει
ό,τι μεγάλο κι ό,τι ωραίο θα βρει μια μέρα ο άνθρωπος
(ετούτο πούναι η τρομερή λαχτάρα της ψυχής μου)
το ξέρω πως χαμογελάει μέσα στα μάτια του φρουρού μου,
μπρος στις πύλες της Μαδρίτης,
και ξέρω ακόμη πως εχτές, αύριο, κι απόψε βράδυ
αχ, δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο
παρά μονάχα να τον αγαπάω.
[μτφρ: Γιάννης Ρίτσος]