Λούζεις με, χτενίζεις με, κατέχω ποια’ναι η μάνα μου | της Άννας Τακάκη
Δυο αδερφίδες ήτονε όλες κι όλες, καλαναθρεμμένες, γνωστικές κι αγαπημένες. Η Αριάδνη και η Φιλαρέτη. Η μια παντρεύτηκε και παίδιωσε. Κοπέλια να θες με το σωρό. Το ένατο το’χε στη κοιλιά τζη. Η άλλη, η Φιλαρέτη, παρ’ όλο που’τονε μορφονιά, ήργησε να παντρευτεί, γιατί λέει «όποιος διαλέγει πάει από διαλεμάτου». Εν τέλει τση κάμανε προξενιά έναν ξενοχωριανό, μεγαλωπός μα με καλή κατάσταση ο Περικλής, κι ήπεψε ο Θεός κι ήβαλε κι αυτή στεφάνι, να μην έχει τον τίτλο τση γεροντοκόρης. Ίσα ίσα που προλάβαινε να κάμει κι εκείνη ένα κοπέλι. Περάσανε όμως τα χρόνια και δεν εγαστρώθηκε. Ο κύριός τση το’χε παράπονο και πού και πού, ήρχιζε κι η γρίνια. Άσε που του ’χωσε τα χρόνια τζη, γιατί έμου εμικρόδειχνε, έμου δεν την ήπαιρνε άλλο. Αν έχανε κι αυτή την ευκαιρία θα επόμενε στο ράφι. Και σαν ήρθε ο καιρός και του’πε την αλήθεια για την ηλικία τζη, τσ’ εγρίζουντανε ολοένα και δεν την ήφηνε σε χλωρό κλαδί. Εκείνος ήθελε να πάρει μικρή γυναίκα, για να του κάνει απογόνους. Ήθελε, πόσο το ’θελε ο έρμος άθρωπος ένα κοπέλι, μα μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, τζίφος η δουλειά. Κι η Φιλαρέτη είχε μεστώσει μπλιο.
-Μη στενοχωράσαι, Περικλή μου, και κοπέλι ανέ θέλομε θα το ’χομε. Να πάρομε ένα ανεθρεφτό, και το ίδιο κάνει. Το επίθετό σου θα να’ χει πάλι, εμείς θα το μεγαλώσομε, θα το προυκίσομε και θα το’χομε μια ασπεταντίβα. Και να μην πάμε αλάργο αλάργο. Η αμπλά μου είναι πάλι αγαστρωμένη και δεν το θέλει. Φτάνουνέ τη τ’ άλλα οχτώ. Αλλά τση’τυχε τσ’ έρμης και πολεμά να σκάσει. Κι ολοένα μου λέει: Πάρετέ το, ωρή Φιλαρέτη, που δεν έχετε κιανένα. Είντα λες, να το πάρομε, κύρη μου;
– Είντα’ναι αυτά που λες, μπρε γυναίκα; Ν’ ανεθρέψομε το κοπέλι τσ’ αμπλάς σου κι απόι να μας το πάρει οπίσω δα ύστερα; Είντα θαρρείς πως είναι; μουσκάρι να το δώσουνε με το λόγο; κοπέλι είναι.
-Είντα λογάται πως θα μας το πάρει η Αριάδνη. Ελόγου τζη ήκανε χίλια δυο για να το ρίξει, μα εδά μπλιο ερίζωσε μέσα στη μήτρα τζη και δεν πάει κάτω. Σε τρεις μήνες θα το γεννήσει, και μας το δίδει με την καρδιά τζη. Καλιά να πάρομε από την οικογένεια παρά να μασε τύχει κιανένα άλλο και να μη κατέχομε ποια’ναι ηφάρα του.
Πες και πες εσυβάστηκε εν τέλει ο κυριός τση να πάρουνε το κοπέλι που θα εγέννα η αδερφή τζη. Κι αν ήτονε ασερνικό, χαράς την τύχη τζη, απού θα το’χε στα ώπα ώπα, ο Περικλής. Ασερνικό το ’θελε ο έρμος για να του δώσει τ’όνομα του αποθαμένου κυρού του και να τον «αναστήσει» καθώς λένε, μια και δεν είχε άλλο ασερνικό . Θα ’παιρνε τα σουσούμια του Περικλή, μα και τσι χάρες του, αφού θα το ανέθρεφε κατά πώς ήθελε.
Κι ήρθε ο μήνας ο καρπερός που η Αριάδνη εγέννησε ένα θηλυκουδάκι. Πεσίχαρη η Φιλαρέτη, που θα του’ραβε τα φουστανάκια, και θα το’χε μια συντροφιά στο σπίτι κι ένα αποκούμπι, στα γέρα ντως. Θα το’κανε νοικοκεραδάκι, θα του μάθαινε πλέξιμο και κέντημα, μα ο Περικλής ήτονε όλο μούτρα, γιατί δεν του γίνηκε, πούρι, η χάρη να βγει ασερνικό. Την αρχή ήκανε πως δεν το ’θελε, μα εν τέλει εσυβάστηκε και είπε να το γράψουνε με το επίθετό του.
Με το που γεννήθηκε το κοπέλι, η Φιλαρέτη ήθελε να το πάρουνε στο σπίτι ντως, και να πάνε στο διπλανό χωριό που εμένανε, μα η μάνα του ήπρεπε να το βυζάνει, που τση’τρεχε το γάλα ποταμός. Κι ετσά αναγκάστηκε να ξομένει τον πλια πολύ καιρό με την αδερφή τζη, να τη βοηθά, μα πλια πολύ να μαθαίνει και να συνηθίζει το μωροκόπελο που θα γινότανε εκείνη η μάνα του κι η πραματική θα’τονε η θεια του. Σαν ήπιε γάλα μητρικό και εμέστωσε κι εγίνηκε τριώ μηνώ το θηλυκουδάκι, το πήρανε η Φιλαρέτη με τον Περικλή στο νοικοκυριό ντως και το μοσκαναθρέφανε. Μόνο πως του εδίδανε γάλα από την κατσίκα, μα έτσι κι αλλιώς το κοπέλι ανεθράφηκε κι εμεγάλωσε.
Εβαφτίσανέ το με γλέντια και χαρές και εβγάλανέ το Αρετούσα, να’χει τσ’ αρετές και τη φρονιμάδα τσ’ Αρετούσας. Ετραγούδειε ντου και τον Ερωτίκριτο η Φιλαρέτη, που τον πλια πολύ τον εκάτεχε απ’ όξω.
Όμορφο και νοητερό εξετέλεψε το θηλυκούδι, καλοταϊσμένο και καλοντυμένο το’χανε, και καλούς τρόπους του μάθανε και πράμα δεν του’λειπε. Το πέψανε και στο σκολειό, κι απού ’παιρνε τα γράμματα εθέλανε να το σπουδάξουνε. Ετσά επέρνα ο καιρός μα το ’χανε μυστικό του κοπελιού για το ποια ήτονε η καθαυτή ντου μάνα. Οι χωριανοί κι από το ’να κι από τ’ άλλο χωριό, εκατέχανε πούρι την αλήθεια, μα δεν εβγάνανε άχνα. Είντα τσι γνοιάζει, μαθές, τσ’αθρώπους να μπαίνουνε στα οικογενειακά;
Σαν ήτονε πλια μική η Αρετούσα τηνε πηγαίνανε στο χωριό τση «θειας» Αριάδνης απού ’χε πολλά κοπέλια θηλυκά να παίζουνε. Κι ήλεγε θεια τη μάνα που τη γέννησε και ξαδέρφια τ’ αδέρφια τζη. Η μάνα τζη η πραγματική την ήσφιγγε στην αγγαλιά τζη και δεν ήθελε να την αποχωριστεί αν είχε και άλλα οχτώ κοπέλια.
Σαν εμεγάλωσε όμως ελιγοστεύγανε οι επισκέψεις, παρ’όλο που το κοπέλι ανεθιβόλευγε πότε θα πάνε πάλι στο χωριό τση «θειας» του. Και τελευταία η Αρετούσα παραπονιούντανε τση μάνας τση, γιάντα εκείνη δεν του’κανε αδέρφια ωσά τη «θειά» τζη την Αριάδνη απού’χε πολλά κοπέλια.
Έλα σου δα που πράμα δε πομένει κρυφό κάτω από τον ήλιο, και φως φανάρι ήτονε πως θα το μάθαινε μια των ημερώ η Αρετούσα ότι ήτανε υιοθετημένη από τη θεια τζη.
Κι αδέ τση το’πε κιανείς μεγάλος, τση το μολοήσανε τα κοπέλια στο δημοτικό σκολειό, μεγαλωπή τονε μπλιο στην πέμπτη τάξη. Πάει μια μέρα η κλάημενη στο σπίτι και λέει τση μάνας τση:
-Ώστε, δεν είσαι εσύ η μάνα μου, ε;
-Είντα λες, παιδί μου; πού το’μαθες;
-Γιάντα μου το κρύψετε; Εγώ θέλω να πάω στη μάνα μου και στον πατέρα μου, θέλω να ’μαι με τ’αδέρφια μου.
-Μα τα’χεις, παιδί μου! ήθελες να’σαι εκειά που δυστυχούνε; Εμείς σου δίδομε ό,τι ποθεί η ψυχή σου. Σ’ανεθρέφομε πριγκιπικά. Ποτέ δε σου’λειψε πράμα.
Μα του κοπελιού του’ρθε κατακέφαλα τούτο το ξαφνικό μαντάτο και για κάμποσο καιρό δεν εμπόργιε να συχάσει. Ήκανε τη μανισμένη και δεν ήθελε μήτε να φάει, μήτε να πιεί. Γιάντα να τηνε πάρει από τη μάνα τζη, περίσσα ήτονε αυτή; Ήλεγε και ξανάλεγε. Οι γονέοι που τη μεγαλώσανε, το σκυλομετανιώσανε που δεν τση ’πανε από την αρχή την καθαράν αλήθεια. Κι η Αρετούσα όσο μεγάλωνε αναρωτιότανε. Πώς εμπέρδεσε αναμεσώς σε δυο μανάδες; Η μια την ανέθρεψε στην άνεση και στην καλοπέραση, ή άλλη τση’διδε στοργή και αγάπη και δεν τηνε ξεχώριζε από τα άλλα τζη κοπέλια. Από σταν ώρας κι ήμαθε την αλήθεια το κοριτσοπούλι, εζήτα ολοένα να τηνε πηγαίνουνε στσι γονέους που τηνε γεννήσανε, να θωρεί και τ’αδέρφια τζη που τα κάτεχε για ξαδέρφια. Κι αν ήτονε εκείνα πλια παραιτημένα και πλια στερημένα, είχανε πολλά άλλα παραπάνω. Ήτανε όλοι μια μεγάλη συντροφιά, με το γέλιο, τσ’ ιστορίες και τα χωρατά ντως, ενώ εκείνη ήτονε όλο αμοναχή. «Λούζεις με, χτενίζεις με, κατέχω ποια ’ναι η μάνα μου», που λέει και η παραμιά. Μα, σάικα, και η Αρετούσα μας ήτονε πλια τυχερή κι αυτό το κατανόησε, μαθές, μεγάλη, γιατί είχε την πολυτέλεια να σπουδάξει, να βρει καλή δουλειά, και να έχει μια άνετη και καλή ζωή. Και γι’αυτό ευγνωμονεί και τις δυο μανάδες. Εκείνη που τηνε γέννησε και τση’δωσε ζωή, μα κι αυτή που τηνε μεγάλωσε και τση ’βαλε γερές βάσεις.
[διηγήματα από παροιμίες]
Άννα Τακάκη
.
.