Κρητομινωική θαλασσοκρατορία | του Μιχάλη Λουκοβίκα
Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ο κορυφαίος των Αιγαιακών πολιτισμών τής λεγόμενης «εποχής του χαλκού»,i γεννήθηκε στο νησί τής Κρήτης, άκμασε από τον 30ό έως τον 15ο αιώνα ΠΚΧ, κι έπειτα πέρασε στη λήθη. Ήρθε ξανά στο φως στις αρχές του 20ού αιώνα ΚΧ, χάρη στον Βρετανό αρχαιολόγο Arthur Evans. Ο όρος «μινωικός» αναφέρεται στον θρυλικό Μίνωα. Στοιχεία δεν υπάρχουν, όμως θεωρούμε ότι δεν ήταν όνομα, αλλά βασιλικός τίτλος. Στην Ὀδύσσεια,, την οποίαν ο Ὅμηρος συνέθεσε αιώνες αφότου έπαψε να υφίσταται ο πολιτισμός αυτός, οι κάτοικοι του νησιού λέγονται Ἐτεοκρῆτες («αληθινοί Κρῆτες»). Προφανέστατα, υπήρξαν όντως απόγονοι των Μινωιτών. Τ’ όνομα Μινώα είχε δοθεί σε αρκετούς οικισμούς του Αἰγαίου και του Ἰονίου, ενώ απαντάται επίσης στη Σικελία και την Χαναάν. Η ρίζα μιν– εμφανίζεται σε ορισμένες γλώσσες του Αιγαίου, σε τοπωνύμια, αλλά και στ’ όνομα κάποιων αυτοχθόνων του αρχιπελάγους, που ονομάζονταν Μινύες.
Υποθέτουμε πως οι Κρήτες δεν ήταν Ινδοευρωπαίοι, αλλά μεσογειακός λαός, συγγενικός, ίσως, με τους Πελασγούς και με τους Μινύες – τους κατοίκους του Αιγαίου πριν από την έλευση των Ἑλλήνων. Η Κρήτη δεν δέχθηκε επιδρομές για πολλούς αιώνες και κατάφερε ν’ αναπτύξει πολιτισμό που διακρινόταν για την προσωπικότητα και την ιδιομορφία του, έναν από τους πιο προηγμένους στη Μεσόγειο κατά την εποχή του μπρούντζου, μαζί μ’ εκείνον της Αιγύπτου. Η Γραμμική Α, η μινωική γραφή, δεν έχει μέχρι στιγμής αποκρυπτογραφηθεί – σε αντίθεση με την παράγωγή της, Γραμμική Β, τη μυκηναϊκή γραφή, παρά τις ομοιότητες. Συνδέεται, προφανώς, με μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα του Αιγαίου.
«Η Κρήτη ήταν σ’ ευνοϊκή θέση ως προς τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους», παρατηρεί εύστοχα ο Eugene Hirschfeld στο κείμενό του, Η χάρη στο Αιγαίο: η τέχνη των Μινωιτών. «Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο Μίνωας ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ναυτικό:
«Ο πρώτος άνθρωπος που ξέρουμε από την παράδοση πως ίδρυσε ναυτικό είναι ο Μίνως. Έγινε κύριος της θάλασσας που τώρα λέγεται ελληνική και κυβέρνησε τις Κυκλάδες, δημιουργώντας στα περισσότερά τους νησιά τις πρώτες αποικίες… κι έτσι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε να καταστείλει την πειρατεία στα νερά αυτά, αναγκαίο βήμα ώστε να εξασφαλίσει τα έσοδα για λογαριασμό του.ii
«Με τον εμπορικό τους στόλο, οι Μινωίτες έφτασαν να κυριαρχούν στις θάλασσες, καλύπτοντας αποστάσεις εκατοντάδων μιλίων αναζητώντας εμπορικά αγαθά, από την Ισπανία στα δυτικά ως τη Συρία στ’ ανατολικά… (3)iii Είναι πιθανόν μέτρο τόσο της γεωγραφικής απομόνωσης των Μινωιτών, όσο και της δύναμης του στόλου τους, το ότι οι παράκτιες πόλεις τους δεν φαίνεται να χρειάζονταν ιδιαίτερη οχύρωση. Κι έτσι, η περίοδος της ακμής τους ονομάστηκε από τον Arthur Evans, Pax Minoica, «Μινωική ειρήνη» – μια εποχή που οι πόλεις δεν χρειάζονταν τείχη.iv Φυσικά, όπως και στην Pax Romana, μια τέτοια ειρήνη, αν όντως υπήρξε, θα ήταν αποτέλεσμα στρατιωτικής ισχύος μάλλον, παρά πασιφισμός.»
● Το πλοίο ήταν παρόμοιο μ’ ελληνορωμαϊκά σκάφη μεταγενέστερης εποχής, και βρέθηκε το 1982 από έναν σφουγγαρά στη νοτιοδυτική Τουρκία. Έτσι ήρθε και πάλι στο φως μια από τις καταπληκτικότερες συλλογές ειδών τής ύστερης εποχής του μπρούντζου που έχουν βρεθεί στη Μεσόγειο, χρονολογημένη στα τέλη του 14ου αιώνα ΠΚΧ.
● Οι Μινωίτες Κρήτες χρησιμοποιούσαν την αστρονομική ναυσιπλοΐα. Άλλωστε, όπως φαίνεται, είχαν γνώσεις αστρονομίας: στ’ ανάκτορα και στα ιερά τους, στις κορυφές των βουνών, υπάρχουν αρχιτεκτονικά στοιχεία που ευθυγραμμίζονται με τον ανατέλλοντα ήλιο στις ισημερίες, ή και με την ανατολή και δύση ορισμένων αστέρων. Οι Κρήτες πήγαιναν στην Θήρα, την Αίγυπτο, την Ιβηρία…
Ακόμη και για το ταξίδι στη Σαντορίνη, χρειάζονταν πάνω από μια μέρα. Άρα, ήταν στο μέσον τής θάλασσας τη νύχτα, και οι ναυτικοί παρατηρούσαν για τον προσανατολισμό τους κάποια αστέρια, ιδίως τον αστερισμό τής Μεγάλης Άρκτου. Η αστρονομική ναυσιπλοΐα αποδεικνύεται… «εγγράφως» στην Ομήρου Οδύσσεια, όπου η Καλυψώ δίνει οδηγίες στον Ὀδυσσέα να έχει την Άρκτο στ’ αριστερά του, και ταυτόχρονα να παρατηρεί την θέση των Πλειάδων (της πούλιας), του Βοώτη που δύει αργά, και του Ωρίωνα, καθώς θα φεύγει από την Ωγυγία και θα διασχίζει τον ωκεανό, με κατεύθυνση προς ανατολάς. Η αστρονομική ναυσιπλοΐα ήταν εξίσου σημαντική με τη ναυπηγική: η ανάπτυξη της ναυτικής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας αποτελεί προϋπόθεση της επέκτασης του μεσογειακού πολιτισμού.
● Η γνώση αυτή χαρακτήριζε όλους τους μεγάλους ναυτιλιακούς πολιτισμούς. Πριν από τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους, πολύ πριν από τους Φοίνικες, που έπονται όλων, ένας τέτοιος θαλασσινός λαός, που κάλυπτε μεγάλες αποστάσεις με τα πλοία του, ήταν οι Κᾶρες. Κατά τον Θουκυδίδη, ήταν κυρίως οι Κάρες αυτοί που είχαν εγκατασταθεί στις Κυκλάδες (και σε άλλα νησιά του Αιγαίου) πριν από τους Κρήτες. Η επέκταση των Μινωιτών σε αυτήν την περιοχή, κατά τη μέση εποχή του μπρούντζου, φαίνεται πως έγινε σε βάρος τους, αφού απωθήθηκαν προς ανατολάς, προς τη μετέπειτα Καρία τής Μικρασίας, και πολλοί στράφηκαν στην πειρατεία ως τρόπο ζωής.
Είναι τότε που ο Μίνως δημιουργεί το ναυτικό του, ώστε να ελέγχει το Αιγαίο, καταστέλλοντας την πειρατεία. Η ειρωνεία τής ιστορίας είναι πως οι Κάρες δεν βρήκαν την ησυχία τους ούτε στα μικρασιατικά παράλια. Οι ελληνικές αποικίες τής Δωρίδας και της Ιωνίας τους απώθησαν στην ενδοχώρα, και αυτοί που ξεκίνησαν ως θαλασσινός λαός κατέληξαν στεριανοί… (βλέπε τον χάρτη).
Το ένα μετά το άλλο, τα μοναδικά χαρακτηριστικά αυτου του αξιοθαύμαστου πολιτισμού φαίνεται να προκύπτουν από ένα και μόνο: την θαλασσοκρατορία των Μινωιτών, τη «γεωγραφική απομόνωση και τη δύναμη του στόλου τους», όπως λέει ο Eugene Hirschfeld, εξηγώντας αμέσως μετά:
«Ως πολιτισμός θαλάσσιων συναλλαγών, δεν αποτελεί έκπληξη πως οι Μινωίτες μάς άφησαν ορισμένες όμορφες νωπογραφίες πλοίων τους, εκείνων των ξύλινων ιστιοφόρων που ήταν ανώτερα όλων στη Μεσόγειο. Ίσως λόγω αυτου του στόλου και της προστασίας των θαλασσών, οι στρατιωτικές παραστάσεις στη μινωική τέχνη είναι ασυνήθιστες. Ως το 1450 π.Χ., δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως οι Μινωίτες διεξήγαγαν πολέμους με οποιονδήποτε άλλον πολιτισμό. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους συγχρόνους τους: οι πόλεις-κράτη τής Μεσοποταμίας ήταν διαρκώς σ’ εμπόλεμη κατάσταση, απαθανατίζοντας τα κατορθώματά τους σ’ έργα όπως η Στήλη των Γυπών, ενώ οι Αιγύπτιοι κάλυπταν τα τοιχώματα των τάφων με παραστάσεις στρατιωτικής μεγαλοπρέπειας. Οι Μινωίτες προτιμούσαν σκηνές ελεύθερου χρόνου ή αθλοπαιδιές. Τους άρεζε να διακοσμούν τους τοίχους με τοιχογραφίες δελφινιών, λουλουδιών, και ψαριών. Η τέχνη τους έχει χάρη, κίνηση και ζωντάνια, που την ξεχωρίζει από την τέχνη τής Αιγύπτου και της Σουμερίας, και… η δεξιοτεχνία τους δεν έχει ταίρι.»
Παράδοξος πολιτισμός: μεγάλη δύναμη χωρίς μιλιταρισμό· παλάτι που δεν ήταν βασιλική κατοικία, ούτε ο άναξ δοξαζόταν· θρησκεία χωρίς μεγαλοπρέπεια· οι γυναίκες ίσες με τους άνδρες κι ελεύθερες.
Ο πολιτισμός αυτός είναι, πράγματι, ένα εκπληκτικό παράδοξο: Μια μεγάλη δύναμη χωρίς στρατιωτική αριστοκρατία· ένα παλάτι που δεν ήταν βασιλική κατοικία, ούτε και ο άναξ δοξαζόταν· μια θρησκεία χωρίς μεγαλοπρέπεια· ενώ οι γυναίκες (φαίνεται πως) ήταν ίσες με τους άνδρες κι ελεύθερες. Η ελευθερία έκφρασης, άλλωστε, υπήρξε βασικό χαρακτηριστικό τής μινωικής τέχνης.
«Οι Μινωίτες ήταν ικανότατοι αρχιτέκτονες, με υψηλή αισθητική, και τ’ ανάκτορα περιλαμβάνονται στα σπουδαιότερα έργα τής τέχνης τους. Το πιο γνωστό είναι το ανάκτορο της Κνωσού, που συχνά αποκαλείται το «Παλάτι του Μίνωα»: είναι ένα πολυώροφο συγκρότημα, με διαδρόμους, δωμάτια και σκάλες, χτισμένο γύρω από μια κεντρική αυλή, διέθετε εντυπωσιακές υδραυλικές εγκαταστάσεις, υπέροχες νωπογραφίες, κίονες και κήπους.v Το μπέρδεμα των επισκεπτών, που βρίσκονταν μέσα σε αυτήν την πολύπλοκη αρχιτεκτονική ενός παλατιού με χίλια και πλέον δωμάτια, πιστεύεται πως ενέπνευσε τον μύθο του Λαβύρινθου του Μινώταυρου. Η Κνωσός ήταν μια ολόκληρη κοινότητα, κέντρο θρησκευτικό, παραγωγής αγγείων και αποθήκευσης εμπορικών αγαθών, αλλά και χώρος εορταστικών εκδηλώσεων. Γι’ αυτόν τον λόγο ο όρος «παλάτι» δεν είναι κατάλληλος για την περιγραφή αυτών των μινωικών συγκροτημάτων».
«Ευρισκόμενοι επικεφαλής μιας εμπορικής αυτοκρατορίας, οι Κρήτες βασιλιάδες ήταν εξαιρετικά πλούσιοι. Συνεπώς, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν φαίνεται να είχαν παραγγείλει καθόλου αγάλματα, μνημεία, καταλόγους βασιλέων, ή άλλα έργα, ώστε να καυχηθούν για την εξουσία και το αξίωμά τους… Δεν βρίσκουμε τίποτε ανάλογο με τα επιβλητικά μνημεία των βασιλέων-θεών τής Αιγύπτου. Δεν έχουμε καμιά καταγραφή, είτε για τον βασιλιά Μίνωα, ή για οποιοδήποτε άλλο όνομα μονάρχη, άνδρα ή γυναίκας… Κατά τον ιστορικό R. F. Willetts, η προφανής μετριοπάθεια της μινωικής αριστοκρατίας μπορεί να εξηγηθεί από τη διαφορά στις θρησκευτικές προτεραιότητες: οι Μινωίτες δεν είχαν σκοπό να συνδέσουν τον βασιλιά με τους αθάνατους θεούς, όπως οι Αιγύπτιοι, ή και οι Μεσοποτάμιοι, αλλά μάλλον λάτρευαν την φύση με τον ιδιαίτερο τρόπο που την αντιμετώπιζαν. Από την άποψη αυτή, οι παραστάσεις που εξυμνούσαν τον βασιλιά ήταν περιττές.»
«Οι γυναίκες του μινωικού πολιτισμού φαίνεται πως απολάμβαναν υψηλότερη θέση από ό,τι συνηθιζόταν κατά την εποχή του μπρούντζου… Υπηρετουσαν ως διοικητικές υπάλληλοι και ιέρειες… Η σχετική ισότητα των γυναικών ενδεχομένως να οφείλεται στην απουσία στρατιωτικής απειλής, δίνοντας έτσι πολύ μικρότερη ώθηση στην καλλιέργεια της ιδέας ενός άνδρα πολεμιστή και, άρα, μεγαλύτερο ρόλο και σεβασμό στις γυναίκες. Βλέποντας εικόνες νεαρών γυναικών να κάνουν τουμπες πάνω σε ταύρους μαζί με άνδρες, το δελεαστικό συμπέρασμα είναι πως οι γυναίκες απολάμβαναν μεγάλη ελευθερία… Όσον αφορά την θρησκεία, η μινωική τέχνη διαθέτει ειδώλια φαγεντιανής τής «θεάς των φιδιών», και νωπογραφίες… στις οποίες οι ιέρειες είναι περισσότερες των ιερέων. Παραστάσεις ανδρών θεών του μινωικού πολιτισμού κατά την ακμή του δεν έχουν βρεθεί. Η εξέχουσα θέση που είχαν προφανώς οι γυναίκες στη μινωική θρησκεία μάς κάνει να υποθέτουμε πως η κύρια θεότητα ή οι θεότητες της μινωικής Κρήτης μπορεί να ήταν θηλυκού γένους, λ.χ. θεά γη ή θεά μητέρα».
«Η απουσία μαχών, βασιλιάδων, κομπαστικών επιγραφών και ιστορικών γεγονότων στη μινωική τέχνη είναι κάτι το εκπληκτικό για την εποχή». (Eugene Hirschfeld)
Τι συμπεράσματα βγαίνουν;
«Η μινωική τέχνη δίνει, όντως, μεγαλύτερη έμφαση στον αυθορμητισμό και την επινοητικότητα, και είναι λιγότερο θρησκευτική και τυποποιημένη… είναι λιγότερο περιορισμένη από άκαμπτες συμβάσεις και τη γεωμετρία», παρατηρεί επίσης ο Eugene Hirschfeld. «Η απουσία μαχών, βασιλιάδων, κομπαστικών επιγραφών και ιστορικών γεγονότων στην ἐν λόγῳ τέχνη είναι κάτι το εκπληκτικό για την εποχή. Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε τις διαφοροποιήσεις αυτές, αλλά χωρίς να πέσουμε σε χονδροειδείς διατυπώσεις που χρησιμοποιούνταν κάποιες φορές στο παρελθόν, όπως ν’ αντιπαραθέτουμε καλλιεργημένους Μινωίτες σε βάρβαρους Μυκηναίους.
«Η πρώτη εξήγηση του Arnold Hauser για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τής τέχνης των Μινωιτών είναι ο σχετικά περιορισμένος ρόλος τής θρησκείας στην κοινωνία τους. Τα μινωικά ιερά φαίνεται πως ήταν μικρά, ακόμα και στ’ ανάκτορα, βρίσκονταν σε σπίτια ή σε σημεία απόμερα, όπως σε λόφους και σπηλιές. Καμιά σύγκριση με τη μεγάλη λατρεία των νεκρών που βλέπουμε στην Αίγυπτο, ή τα μεγαλεπήβολα έργα που τη συνόδευαν. Υπήρχε, επομένως, μικρότερη ώθηση προς συμβάσεις αυστηρά επιβαλλόμενες. Θαυμάζει επίσης τον αστικό χαρακτήρα τής πολιτιστικής ζωής που εμφανίστηκε μ’ επίκεντρο τ’ ανάκτορα:
«Η ελευθερία τής κρητικής τέχνης μπορεί να εξηγηθεί ἐν μέρει από τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που η αστική ζωή και το εμπόριο έπαιξαν στην οικονομία του νησιού… Η αστική ζωή δεν ήταν πιθανόν πουθενά τόσο πολύ ανεπτυγμένη όσο στην Κρήτη».
«Το ‘ανάκτορο’ ήταν το κέντρο τής μινωικής ζωής: του εμπορίου και της γεωργίας, αλλ’ επίσης της τέχνης. Ήταν πιθανόν αυτός ο συνδυασμός του εμπορίου και της κουλτουρας, στο πλαίσιο μιας μακράς εσωτερικής σταθερότητας, που έδωσε στη μινωική τέχνη την αστική της ζωντάνια. Η γεωπολιτική κατάσταση της Κρήτης ενδεχομένως να άσκησε επίσης κάποιαν επίδραση. Με την φυσική προστασία τής θάλασσας και στηριζόμενοι στον στόλο τους, οι Μινωίτες δεν είχαν σχεδόν καμιάν ανάγκη να φοβούνται εισβολή. Ελλείψει μιας τάξης πολεμιστών, όχι μόνον τα δικαιώματα των γυναικών ήταν πιο σεβαστά από ό,τι στους περισσότερους πολιτισμούς τής εποχής του μπρούντζου, αλλά και η τέχνη επίσης αντιμετώπιζε λιγότερους περιορισμούς επιβαλλόμενους από τον στρατό και την θρησκεία».
«Ήταν ίσως ο συνδυασμός του εμπορίου και της κουλτουρας, στο πλαίσιο μιας μακράς εσωτερικής σταθερότητας, που έδωσε στη μινωική τέχνη την αστική της ζωντάνια». (Eugene Hirschfeld)
«Είναι πολύ πιθανόν η γραφή να εμφανίστηκε στον μινωικό πολιτισμό για τον ίδιο λόγο που αυτό έγινε και στη Σουμερία: για να κρατουν λογαριασμούς», προσθέτει ο Hirschfeld. «Μια πρώιμη εικονογραφική γραφή… αντικαταστάθηκε, γύρω στο 1700 π.Χ., από μιαν άλλη που αντιπροσώπευε ήχους, δηλαδή ένα πραγματικό αλφάβητο, γνωστό ως Γραμμική Α… [που] δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμη… Αν υπάρχει μυθοπλαστική λογοτεχνία μεταξύ των γραπτών αυτών, δεν μπορούμε να τη διαβάσουμε. Δεν έχουμε καθόλου μινωική ποίηση, ούτε τραγούδια, ούτε ιστορία, ούτε και ιερή γραφή. Είναι ένας μεγάλος πολιτισμός, αλλά σιωπηλός»…vi
● Ο δίσκος, πλάτους 15 εκατοστών, είναι όντως μοναδικός, επειδή όλα τα σύμβολα φαίνεται να έχουν εντυπωθεί στον πηλό με 45 σφραγίδες, αναπαράγοντας ένα σώμα κειμένου με τους επαναχρησιμοποιήσιμους χαρακτήρες. Ο Γερμανός τυπογράφος και γλωσσολόγος, Herbert Brekle, τονίζει πως ο δίσκος είναι ένα πρώιμο έγγραφο κινητών τυπογραφικών στοιχείων, αφού πληροί τα βασικά κριτήρια της τυπογραφίας, ενώ ο Αμερικανός γεωγράφος, ιστορικός ανθρωπολόγος και συγγραφέας, Jared Diamond, τον περιέγραψε ως «μακράν το παλαιότερο έντυπο έγγραφο στον κόσμο». Ο δίσκος ανακαλύφθηκε στο ανάκτορο της Φαιστου το 1908, από τον Ιταλό αρχαιολόγο, Luigi Pernier, εξάπτοντας την φαντασία επαγγελματιών, όπως κι ερασιτεχνών. Από τότε πολλοί επιχείρησαν να τον αποκρυπτογραφήσουν – αλλ’ εἰς μάτην…
«Δεν έχουμε καθόλου μινωική ποίηση, ούτε τραγούδια, ιστορία, ή ιερή γραφή. Αν υπάρχει μυθοπλαστική λογοτεχνία, δεν μπορούμε να τη διαβάσουμε. Είναι ένας μεγάλος πολιτισμός, αλλά σιωπηλός». (Eugene Hirschfeld)
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΜΙΝΩΙΚΟΥ πολιτισμού εκτός Κρήτης φαίνεται με τα μινωικά τεχνουργήματα που εντοπίζουμε στην ηπειρωτική Ἑλλάδα. Μετά από το 1700 ΠΚΧ, ο υλικός πολιτισμός των Ελλήνων βρέθηκε σε νέο, υψηλότερο επίπεδο, λόγω μινωικών επιρροών. Οι σχέσεις τής Κρήτης με την Αίγυπτο ήταν σημαντικές, καθώς εξήγαγε διάφορα είδη, όπως αγγεία, και εισήγαγε ποικίλα εμπορεύματα, ιδίως πάπυρο, μαζί με τις καλλιτεχνικές ιδέες. Επίσης, τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά χρησίμευσαν ως πρότυπο για τα μινωικά εικονογράμματα, από τα οποία προέκυψε η Γραμμική Α. Τα μινωικά παλάτια καταλήφθηκαν αργότερα από τους Μυκηναίους (μέσα 15ου αιώνα ΠΚΧ), με την προσαρμογή τής μινωικής γραφής στις ανάγκες τής γλώσσας τους, μιας μορφής ελληνικών: ήταν η Γραμμική Β. Οι Μυκηναίοι προτίμησαν, γενικά, να προσαρμόσουν, αντί να καταστρέψουν, την κρητική κουλτουρα, θρησκεία, και τέχνη, διαχειριζόμενοι το οικονομικό σύστημα και την γραφειοκρατία των Μινωιτών. Μετά από σχεδόν δυο αιώνες μερικής ανάκαμψης, κατά τον 13ο αιώνα ΠΚΧ, οι πιο πολλές κρητικές πόλεις μαζί με τ’ ανάκτορά τους έπεσαν σε παρακμή. Όταν κάποια στιγμή η εποχή του μπρούντζου κατέρρευσε, η Κρήτη δεν θα ένιωσε την αγωνία του θανάτου…
Οι Μινωίτες Κρήτες ήταν έμποροι, και οι πολιτισμικές τους επαφές έφτασαν πολύ πιο πέρα από τον χώρο τής Κρήτης – στην χαλκοφόρο Κύπρο και τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Χαναάν, τα Βαλκάνια και την περιοχή του Εὐξείνου, ιδίως στην Κολχίδα (Αμπχαζία–Γεωργία), στη Μεσοποταμία, μέχρι και στο μακρινό Αφγανιστάν. Παραστάσεις στις Θήβες τής Αιγύπτου, από τον 15ο αιώνα ΠΚΧ, απεικονίζουν κάποιους Μινωίτες να φέρουν δώρα. Επιγραφές καταγράφουν αυτους τους ανθρώπους ως προερχόμενους από τα «νησιά στο μέσον τής θάλασσας», και μάλλον αναφέρονται σε Κρήτες εμπόρους, ή επισήμους, που έφεραν δώρα από τη μεγαλόνησο. Οι μινωικές τεχνικές και τεχνοτροπίες στα κεραμικά απετέλεσαν, παράλληλα, πρότυπο για την κυρίως Ελλάδα. Εκτός τής Θήρας, κρητικές αποικίες ιδρύθηκαν και στα Κύθηρα, ένα νησί κοντά στην ηπειρωτική χώρα, που δέχθηκε μινωικές επιδράσεις κατά την 3η χιλιετία, και παρέμεινε μινωικό στον πολιτισμό για χίλια χρόνια, μέχρι την κατάληψή του από τους Μυκηναίους στον 13ο αιώνα, καθώς επίσης στη Μῆλο, την Κέα, την Αἴγινα, την Ρόδο, και τη Μίλητο. Οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν σε τροχιά γύρω από τον κρητικό πολιτισμό. Ορισμένες τοποθεσίες στην Κρήτη τονίζουν την εξωστρέφεια της κοινωνίας. Το ανάκτορο της Κάτω Ζάκρου λ.χ. βρίσκεται σ’ έναν κόλπο, εκατό μέτρα από την τωρινή ακτογραμμή. Ο μεγάλος αριθμός των εργαστηρίων και ο πλούτος των υλικών εκεί, υποδηλώνουν ένα κέντρο εισαγωγών κι εξαγωγών. Αυτές οι δραστηριότητες αποδίδονται περίτεχνα στις καλλιτεχνικές παραστάσεις τής θάλασσας, με πλοία και ναύτες, όπως Η ζωφόρος του στόλου στην Θήρα. Ο Όμηρος κατέγραψε μια παράδοση πως η Κρήτη είχε 90 πόλεις. Οικοδομήματα μεγάλα, με πολλά δωμάτια, ανακαλύφθηκαν ακόμα και σε «φτωχές» περιοχές, φανερώνοντας μια κοινωνική ισότητα με την ίση κατανομή του πλούτου που προερχόταν από το εμπόριο.
Υπήρχε υψηλός βαθμός οργάνωσης, αλλά χωρίς ίχνος των στρατιωτικών αριστοκρατιών, που χαρακτήρισαν τους επόμενους πολιτισμούς. Ενώ οι Μυκηναίοι βασίζονταν στις επεκτατικές κατακτήσεις, οι Μινωίτες ήταν λαός εμπορικός, ασχολούμενος πρωτίστως με το εξωτερικό εμπόριο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα πρέπει να είχαν εμπλακεί και στο τόσο κρίσιμο κατά την εποχή του μπρούντζου εμπόριο του κασσίτερου: η κράση κασσίτερου με χαλκό, προφανώς από την Κύπρο, χρησίμευε στην παραγωγή μπρούντζου. Η μινωική παρακμή φαίνεται πως συσχετίζεται με την παρακμή τής χρήσης των μπρούντζινων εργαλείων και την αντικατάστασή τους από τα σιδερένια.
Μεγάλα οικοδομήματα βρέθηκαν ακόμα και στις «φτωχές» περιοχές, φανερώνοντας μια κοινωνική ισότητα και ίση κατανομή του πλούτου. Υπήρχε υψηλός βαθμός οργάνωσης, χωρίς ίχνος των στρατιωτικών αριστοκρατιών που χαρακτήρισαν τους επόμενους πολιτισμούς…
● Ο μπρούντζος φτιαχνόταν αρχικά με την φυσική ή τεχνητή κράση χαλκού και αρσενικού. Στα τέλη τής 3ης χιλιετίας ΠΚΧ, το αρσενικό αντικαταστάθηκε από τον κασσίτερο, επειδή η διαδικασία κράσης μπορούσε να ελεγχθεί ευκολότερα, και το κράμα ήταν πιο ανθεκτικό. Επίσης, σε αντίθεση με το αρσενικό, ο κασσίτερος δεν είναι τοξικός. Το κασσιτερούχο κρατέρωμα εμφανίζεται στα τέλη τής 4ης χιλιετίας στην Περσία, τη Μεσοποταμία, την Κίνα. Τα μεταλλεύματα κασσίτερου και χαλκού σπάνια γειτονεύουν (ανάμεσα στις λίγες εξαιρέσεις ήταν μια περιοχή τής Περσίας). Άρα, η επεξεργασία μπρούντζου προϋπέθετε ανέκαθεν το εμπόριο. Η κύρια πηγή κασσίτερου στην Εὐρώπη ήταν τα κοιτάσματα της Κορνουάλλης στην Αγγλία, που μεταφέρονταν μέχρι και στην ανατολική Μεσόγειο. Αν και το κρατέρωμα είναι γενικά σκληρότερο από τον σφυρήλατο σίδηρο, η εποχή του μπρούντζου έδωσε την θέση της στην εποχή του σιδήρου, αφού οι άνθρωποι μπορούσαν ευκολότερα να βρουν κι επεξεργαστουν τον σίδηρο, έστω και αν το μέταλλο δεν ήταν καλής ποιότητας. Γι’ αυτό και το κρατέρωμα ήταν περιζήτητο ακόμη και στην εποχή του σιδήρου: Ρωμαίοι αξιωματικοί λ.χ. είχαν μπρούντζινα σπαθιά, ενώ οι «πεζικάριοι» σιδερένια. Αρχαιολόγοι υποψιάζονται πως κάποια πολύ σοβαρή διαταραχή στην εμπορία κασσίτερου προκάλεσε την μετάβαση. Οι μαζικές μεταναστεύσεις λαών (±1200–1100 ΠΚΧ) περιόρισαν την αποστολή κασσίτερου πέριξ τής Μεσογείου (ή και από την Βρετανία), εξαντλώντας τ’ αποθέματα και αυξάνοντας τις τιμές. Όταν οι άνθρωποι έμαθαν πώς να παράγουν τον χάλυβα, απέκτησαν ένα μέταλλο πολύ ανθεκτικότερο του μπρούντζου, με κόψη που διατηρείται πιο αιχμηρή. Υπάρχουν πολλά κράματα κρατερώματος. Το σύγχρονο είναι κατά κανόνα 88% χαλκός και 12% κασσίτερος.
Ιστορικά οι μπρούντζοι έχουν σύνθεση που ποικίλλει πάρα πολύ, καθώς οι περισσότεροι μεταλλουργοί θα χρησιμοποιούσαν, προφανώς, ό,τι υλικό είχαν στη διάθεσή τους.
● Ο μπρούντζος, όπως είδαμε, συγχέεται πολύ συχνά με τον ὀρείχαλκο. Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρουν τον ορείχαλκο, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως εννοούν το ίδιο μέταλλο μ’ εμάς. Εκείνος ο ορείχαλκος αναφέρεται κυρίως στην ιστορία τής Ἀτλαντίδος, όπως την αφηγείται ο Πλάτων στον διάλογό του, Κριτίας. Πρώτος ο Ἡσίοδος λέει, στον 7ο αιώνα ΠΚΧ, πως ο Ἡρακλῆς φορούσε ορειχάλκινες κνημίδες, ενώ κι άλλη αναφορά υπάρχει σ’ έναν oμηρικό ύμνο προς την Ἀφροδίτη. Ο Πλάτωνας λέει ότι το μέταλλο υπολειπόταν σε αξία μόνον έναντι του χρυσού.
Στην εποχή του, ωστόσο, ο ορείχαλκος ήταν γνωστός μόνον ως όνομα. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, έπαψε να κυκλοφορεί επειδή τα μεταλλεία είχαν πλέον εξαντληθεί. Ο διεθνής όρος ορείχαλκος προέρχεται από τα ελληνικά (ὄρος + χαλκός). Θεωρείται πως ο ορείχαλκος του Πλάτωνα ήταν είτε κράμα χρυσού-χαλκού, ή ένα άγνωστο πλέον μέταλλο, ή ακόμα μυθικό, όπως η Ατλαντίδα. Οι Ρωμαίοι μετέγραψαν το orichalcum ως aurichalcum, που μάλλον σημαίνει κυριολεκτικά χρυσός χαλκός. Το κράμα tumbaga των Άνδεων είναι κάτι αντίστοιχο, δεδομένου ότι πρόκειται για κράμα χρυσού-χαλκού. Στην Αἰνειάδα, του Βιργιλίου, γίνεται λόγος για ένα κράμα χρυσού-αργύρου. Η λέξη ορείχαλκος χρησιμοποιήθηκε σε νεότερα χρόνια για να περιγράψει τον χαλκοπυρίτη, ή το μπράσο (brass), δηλαδή ένα κράμα χαλκού-σιδήρου, ή χαλκού-ψευδαργύρου. Το χρώμα του ορείχαλκου-μπράσου είναι χρυσοκίτρινο, ενώ εκείνο του μπρούντζου-κρατερώματος καφέ-κόκκινο. (7)vii
● Ανάλογη φενάκη, με την ευκαιρία, είναι και η ιδέα περί «ανωτερότητας» του μονοθεϊσμού έναντι του πολυθεϊσμού, ενώ στην πραγματικότητα είναι τεράστια οπισθοδρόμηση – μάρτυς μου ο… χριστιανικός σκοταδισμός: όταν ο φανατικός διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην αλήθεια, όταν χάνεται η πολυθεϊστική ανεκτικότητα, τότε το αποτέλεσμα είναι η Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα… όχι του Ισραήλ, αλλά του μίσους μεταξύ των μονοθεϊστών!
● Τα σιδερένια όπλα, που προέκυψαν ἐξ ἀνάγκης, ήταν «φτωχά όπλα» και, ταυτόχρονα, τα «όπλα των φτωχών». Έπαψε, συνεπώς, το μονοπώλιο των αριστοκρατών στον πόλεμο. Και κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως… «εκδημοκρατίστηκε ο πόλεμος». Είναι, όμως, «δημοκρατικό» το δικαίωμα του φονεύειν;(!)
Πού έβρισκαν οι Κρήτες κασσίτερο για την παραγωγή μπρούντζου;
Αναμφίβολα, τα μινωικά πλοία μετέφεραν βρετανικό κασσίτερο…
Η ΚΥΠΡΟΣ ΗΤΑΝ ΤΟ «ΧΑΛΚΙΝΟ νησί» τής Μεσογείου. Η λέξη copper προέρχεται από τη λατινική φράση Cyprium (aes), δηλαδή «Κυπριανόν (μέταλλο)». Το τοπωνύμιον Κύπρος μάλλον προέρχεται ετυμολογικά από τις σουμεριακές λέξεις για τον χαλκό, ή και τον μπρούντζο (zubar / kubar), λόγω των τεράστιων κοιτασμάτων χαλκού. Άρα, το κρίσιμο ερώτημα είναι: πού έβρισκαν οι Μινωίτες κασσίτερο – το απαραίτητο μετάλλευμα – για την παραγωγή μπρούντζου; Ο κασσίτερος ήταν πολύ σπάνιος στην ανατολική Μεσόγειο. Η μόνη γνωστή πηγή κασσιτερίτη στην περιοχή βρισκόταν στο Kestel-Göltepe του Ταύρου, στη νότια-κεντρική Ανατολία. Η εξόρυξη άρχισε στα τέλη τής 4ης χιλιετίας και τερματίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα ΠΚΧ, όταν πλέον έγινε αντιοικονομική, είτε το μετάλλευμα εξαντλήθηκε. Υπήρχαν άλλες τρεις πηγές στη διάθεση των Μινωιτών: το μακρινό βορειοανατολικό Αφγανιστάν, η κεντρική Ευρώπη (Βοημία κυρίως), και η Δύση, με τις τεράστιες ποσότητες κασσίτερου σε μέρη όπως η Ιβηρία, η
Βρετάνη, της βορειοδυτικής Γαλλίας, και ιδίως η Κορνουάλλη, της νοτιοδυτικής Βρετανίας. Για τους
Κρήτες θαλασσοπόρους, η Δύση ήταν ο προορισμός που μάλλον προτιμούσαν. (8)viii Και όταν τα μεταλλεία στον Ταύρο έκλεισαν, ο δυτικός κασσίτερος έγινε σαφώς κρισιμότερος, και τότε οι Κρήτες θα μονοπώλησαν τη διάθεση κασσίτερου στην ανατολική Μεσόγειο με τον στόλο τους, εμπορικό και πολεμικό. Μινωικά προϊόντα δείχνουν πως υπήρχε εκτεταμένο δίκτυο με την ηπειρωτική Ελλάδα, την Ανατολία, την Κύπρο, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, και δυτικά, ως την Ιβηρία, ή και παραπέρα.
Το εμπόριο σε κοντινές αποστάσεις γινόταν απευθείας, ενώ σε μακρινά μέρη θα μπορούσε κάλλιστα να γίνεται έμμεσα, μέσω μεσαζόντων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μινωικά πλοία μετέφεραν βρετανικό κασσίτερο. Αν έριχναν και άγκυρα στα βρετανικά λιμάνια είναι μια άλλη ιστορία.
Σε αντίθεση με τη Βαβυλωνία και την Αίγυπτο, που στηρίζονταν κυρίως στη γεωργική παραγωγή, το πλεόνασμα της Κρήτης προερχόταν από το εμπόριο. Οι Κρήτες ήταν απαράμιλλοι υπερπόντιοι έμποροι, αφέντες των θαλασσών, έχοντας στη διάθεσή τους το πιο προηγμένο ναυτικό που είχε υπάρξει ποτέ.
Αντάλλασσαν όχι μόνο τα δικά τους βιοτεχνικά προϊόντα «Made in Crete», λ.χ. κεραμικά ή μεταλλουργικά, μα ενεργούσαν και ως ενδιάμεσοι, εμπορευόμενοι πρώτες ύλες και τελικά προϊόντα σε όλη τη Μεσόγειο, και πέρα από αυτήν. Οι πολυτιμότερες επανεξαγωγές τους ήταν τ’ αγγεία, ο κασσίτερος, ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός. Δραστηριοποιούνταν όχι μόνον στην Ανατολή, μα και στη Δύση, ιδρύοντας παντου ἐμπόρια. Οι προνομιακοί τους εταίροι στην Ανατολή ήταν σίγουρα οι Αιγύπτιοι, ενώ σημαντικότεροι εταίροι τους στην Εσπερία θα πρέπει να ήταν οι Ίβηρες, καθώς η χερσόνησος ήταν πλούσια σε μέταλλα, όχι μόνον σε άργυρο, αλλά και κασσίτερο. Το εμπόριο του κασσίτερου ήταν πολύ προσοδοφόρο, ιδίως τότε, στην εποχή του μπρούντζου, επειδή, όπως είδαμε, πρόκειται για ένα ουσιαστικό συστατικό του κρατερώματος, και είναι σπάνιο: μόνον ο χρυσός κι ο άργυρος σπανίζουν περισσότερο. Επιπλέον, οι Ίβηρες θα πρέπει να ήξεραν, προφανώς, την ρότα προς τις Κασσιτερίδες… ix
Ταυροκαθάψια: «τα έμαθαν οι λαοί τής Ιβηρικής από τους Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή άραγε οι Ίβηρες ήταν οι δάσκαλοι, αφού οι ταύροι μεταφέρονταν στην Κρήτη από την χερσόνησο;» (Barreto)
Τα μέταλλα ήταν απλώς η απαρχή των πολύ ευρύτερων οικονομικών, αλλά και πολιτισμικών ανταλλαγών. Πολλοί Ίβηρες εντυπωσιάζονται τώρα από το γεγονός ότι, πριν από χιλιετίες, οι Μινωίτες είχαν δικές τους «ταυρομαχίες». Στο δίγλωσσο βιβλίο του (στα πορτογαλικά και αγγλικά) Fado – Λυρικές πηγές και ποιητική έμπνευση, ο Mascarenhas Barreto θεωρεί πως οι «pegas» (που αντιστοιχούν στα μινωικά ταυροκαθάψια, καθώς και σε άλλα ανάλογα παράτολμα «παιχνίδια» με τους ταύρους), ίσως προήλθαν από τις νεολιθικές κυνηγετικές τελετουργίες, και αναρωτιέται
«αν οι λαοί τής Ιβηρικής χερσονήσου τις έμαθαν από τους Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή αν οι ίδιοι ενδεχομένως να ήταν οι δάσκαλοι, αφού οι ταύροι μεταφέρονταν στο νησί τής Κρήτης από το φυσικό τους περιβάλλον στην χερσόνησο» (βλέπε και Χρονικό 5. Ιβήρου Οδύσσεια, Κρητοϊβηρικοί δεσμοί).
Αλλά, όταν κάποιος μιλάει για τέτοιες εκτεταμένες ανταλλαγές, που λάμβαναν χώρα κατά την 3η χιλιετία ΠΚΧ, με έθιμα που υιοθετουνταν, και ταύρους που μεταφέρονταν σε τόσο μακρινές αποστάσεις, είναι πράγματι τόσο σημαντικό να γνωρίζουμε ποιος μιμήθηκε ποιον;
Μιχάλης Λουκοβίκας
[Πρώτη δημοσίευση 06/082013]
https://peripluscd.wordpress.com/
.
Ο συνθέτης Μιχάλης Λουκοβίκας, γεννήθηκε σε μουσική οικογένεια της Θράκης, ασχολήθηκε με διάφορα είδη μουσικής από τα 15 του χρόνια: ποικίλη μουσική, rock, μελοποίηση ποίησης, τραγουδοποιία, μουσική για θέατρο και κινηματογράφο, ρεμπέτικο, τροπική μουσική. Πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, εργάστηκε ως καθηγητής αγγλικών, μεταφραστής, επιμελητής εκδόσεων, ραδιοφωνικός παραγωγός και δημοσιογράφος.
Θέλοντας να εμβαθύνει στις διαφορές τής μουσικής Δύσης και Ανατολής, εστίασε την προσοχή του στην τροπική παράδοση, λαϊκή ή κλασική. Κρίσιμοι σταθμοί στην έρευνά του ήταν η γνωριμία του με τον Ross Daly το 1987, και η συμμετοχή του στη Διεθνή Μουσικολογική Συνάντηση των Δελφών περί μεσογειακής μουσικής το 1988.
Η γνωριμία του με την Amélia Muge στη «Διαδικτυακή θάλασσα» οδήγησε από το 2009 σε μια μακροχρόνια, δημιουργική, καρποφόρα συνεργασία που παραμένει μέχρι σήμερα.
Η δισκογραφία του:
● 2002: Ραδιο… +θέσεις, Μουσικοί παραγωγοί τού 9,58 fm
● 2003: Αλεξάνδρεια – Αθήνα, Πάρις Παρασχόπουλος, Ακτίς Αελίου
● 2008: Το Χρυσάφι τ’ Ουρανού, Μιχάλης Λουκοβίκας, Άρης Αλεξάνδρου
● 2009: Uma Autora, 202 Canções, Amélia Muge
● 2011: O Ouro do Céu / Ares Alexandrou por Michales Loukovikas
● 2012: Periplus / deambulações luso-gregas, Amélia Muge, Μιχάλης Λουκοβίκας
● 2012: Periplus / Luso-Hellenic Wanderings (διεθνής έκδοση)
● 2014: Amélia com Versos de Amália, Amélia Muge, Amália Rodrigues
● 2017: ARCHiPELAGOS / Passagens, Amélia Muge, Μιχάλης Λουκοβίκας
Υποσημειώσεις:
iΑναζητώντας το λήμμα «εποχή του χαλκού» στην ελληνική Βικιπαίδεια, ανακατευθύνεσαι στο λήμμα «εποχή του ορείχαλκου». Ο όρος «εποχή του χαλκού» χρησιμοποιείται συμβατικά στα ελληνικά· είναι η λανθασμένη απόδοση του αγγλικού Bronze Age: ἐπι ̀ τῆς οὐσίας, πρέπει να μιλάμε για εποχή του μπρούντζου ή, αν θέλετε, του κρατερώματος. Προσπαθώντας ο συντάκτης του ἐν λόγῳ λήμματος να διορθώσει το λάθος, διαπράττει ένα άλλο, μεγαλύτερο, καθώς διακατέχεται από σύγχυση ως προς τα μέταλλα αυτά: τον χαλκό, τον ορείχαλκο (των προϊστορικών, ή των ιστορικών χρόνων), και το κρατέρωμα- προύντζο, που απουσιάζει από το λήμμα του, αφού εσφαλμένα το ταυτίζει με τον «ορείχαλκο». Έτσι προκύπτει τραγέλαφος, δεδομένου ότι ο ίδιος μιλά για μια χρονική περίοδο πριν από την εποχή του σιδήρου, αλλά ο αναγνώστης, αναζητώντας πληροφορίες περί «ορειχάλκου», μεταφέρεται στην… ελληνιστική εποχή, ἤτοι μετά από την εποχή του σιδήρου. Πιο πολλά περί μετάλλων στη συνέχεια…
iiΗ πειρατεία είναι πανάρχαια· καθώς φαίνεται, εμφανίζεται μαζί με τη ναυσιπλοΐα. Κατά την αρχαιότητα, γνωστοί πειρατές ήταν οι Τυρρηνοί, οι Ιλλυριοί, και οι Θρᾷκες. Οι κάτοικοι της Λήμνου, που ήταν ορμητήριο Θρακών πειρατών, αντιστάθηκαν στον εξελληνισμό τους για πολλά χρόνια. Κατά τον 1ο αιώνα ΠΚΧ, εμφανίστηκαν ως και πειρατικά κράτη στα παράλια της Μικρασίας, δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στο εμπόριο των ρωμαϊκών χρόνων.
iii«Δεν πρέπει να υποτιμούμε σε καμιά περίπτωση την έκταση των επαφών στον αρχαίο κόσμο», υποσημειώνει ο Hirschfeld. «Δείτε για παράδειγμα το ναυάγιο της ύστερης εποχής του μπρούντζου [στο Uluburun], μ’ εντυπωσιακά ποικίλο φορτίο διεθνών εμπορευμάτων από τη βόρεια Ευρώπη, την Αφρική και τη Μεσοποταμία».
ivΠαρ’ όλο που το όραμα του Evans περί Pax Minoica δέχθηκε πρόσφατα επικρίσεις, φαίνεται πως στο νησί είχαν γίνει ελάχιστες ένοπλες συγκρούσεις πριν από τη μυκηναϊκή περίοδο που ακολούθησε. Αρχαιολόγοι τονίζουν πως συχνά οι Μινωίτες παρουσιάζουν όπλα στην τέχνη τους, αλλ’ αποκλειστικά σε τελετουργικό πλαίσιο. Οι ισχυρισμοί ότι δεν παρήγαγαν όπλα είναι εσφαλμένοι: τα μινωικά ξίφη ήταν τα καλύτερα σε ολόκληρο το Αιγαίο. Επίσης, δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για την ύπαρξη μινωικού στρατου, ή για επικυριαρχία των Μινωιτών σε λαούς εκτός Κρήτης.
vΤο ανάκτορο της Κνωσού ήταν πενταπλάσιο του Buckingham, με 3-4 ορόφους, τουαλέτες με «καζανάκια», θερμαινόμενο νερό, και αποχέτευση. Χιλιετίες μετά, οι Βερσαλλίες δεν είχαν διόλου τουαλέτες, εκτός από τις βασιλικές, και τα κτήρια και οι κήποι βρομούσαν απαίσια!
vi«Ένα από τα πιο μυστηριώδη αντικείμενα της αρχαιολογίας είναι ο Δίσκος τής Φαιστου», σχολιάζει ο Hirschfeld. «Ένας πήλινος δίσκος που καλύπτεται και στις δύο πλευρές από σπείρες συμβόλων αποτυπωμένων με σφραγίδες… Τα σύμβολα αυτά δεν ανήκουν σε κανένα από τα προαναφερθέντα συστήματα γραφής».
viiΕίχα κάποτε στα νιάτα μου την αφελή εντύπωση, βάσει μιας μηχανιστικής αντίληψης περίδιαδοχής των εποχών (όπου αυτή που έπεται είναι… «νομοτελειακά» ανώτερη αυτής που προηγήθηκε), πως η εποχή του σιδήρου υπήρξε ανώτερη της εποχής του μπρούντζου – στα πάντα. Γενικά αυτό ευσταθεί. Υπάρχουν, όμως, κάποια λογικά κενά, μερικές παραδοξότητες, κυρίως στην αρχή τής νέας εποχής, αφού πρέπει ν’ αποδεχθείς πως οι «σιδερένιοι» Δωριεῖς ήταν φορείς ανώτερου πολιτισμού συγκριτικά με τους «μπρούντζινους» Ἀχαιούς.
viiiΌχι πως οι Μινωίτες αδιαφόρησαν για τον προερχόμενο ἐξ ἀνατολῶν κασσίτερο: πινακίδα των αρχείων τής Μάρι, ενός σπουδαίου εμπορικού κόμβου στον Ευφράτη, στη Μεσοποταμία, μνημονεύει κάποιον Κρήτα αγοραστή κασσίτερου από πράκτορες των ανακτόρων τής Μάρι, διευκρινίζοντας πως η συναλλαγή έγινε στην Ουγκαρίτ. Το μετάλλευμα προερχόταν, ἐν μέρει, από το ΒΑ Αφγανιστάν, όπου βρέθηκαν μινωικά τέχνεργα. Άλλοι, πάλι, λένε πως η πινακίδα αυτή, αντιθέτως, αναφερόταν στην αγορά κρητικού κασσίτερου από τη Μάρι (500 κιλά, το 1670 ΠΚΧ). Η Μεσοποταμία, λένε, εισήγαγε κασσίτερο από Κρήτη και χαλκό από Κύπρο για να φτιάχνει μπρούντζο. Ως προς τον κασσίτερο της κεντρικής Ευρώπης, αυτός μεταφερόταν στη Μεσόγειο μέσω του Δρόμου του Ἠλέκτρου, που ένωνε τη Βαλτική με την Αδριατική.
ixΟι Κασσιτερίδες, δηλαδή οι Νήσοι του Κασσίτερου (Cassiterides: το ελληνικό τοπωνύμιο, μέσω των λατινικών, πέρασε και σε άλλες γλώσσες), πιστεύεται ότι βρίσκονταν κάπου κοντά στις δυτικές ακτές τής Ευρώπης. Αρχαίοι συγγραφείς (λ.χ. Στράβων, Ποσειδώνιος, Διόδωρος Σικελιώτης, κλπ.) τις περιέγραψαν ως νησίδες στ’ ανοικτά τής ΒΔ Ιβηρίας· ενώ ο Διονύσιος ο Περιηγητής τις ανέφερε σε συνδυασμό με τις μυθικές Ἑσπερίδες. Ο Στησίχορος και ο Στράβων έγραψαν πως οι Εσπερίδες ήταν στην θρυλική Ταρτησσό (όπου θα ταξιδέψουμε ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ). Ωστόσο, η υπόθεση που γίνεται γενικά αποδεκτή τώρα, άσχετα από τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, είναι πως οι Κασσιτερίδες συνδέονταν με τα Βρετανικά νησιά ἐν γένει, ἕνεκα των τεράστιων τότε κοιτασμάτων κασσιτερίτη στην Κορνουάλλη. (Έχει απομείνει πια ελάχιστο μετάλλευμα λόγω της υπερεκμετάλλευσής του επί χιλιετίες.