Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Η θάλασσα μέσα μου | της Βαγγελιώς Καρακατσάνη

.

Μαζί σου ταξίδεψα σε κόσμους άγνωστους και σκοτεινούς.

Σε κόσμους ποθητούς κι ονειρεμένους.

Δεν ονειρεύτηκα, είναι η αλήθεια, μακριά.

Ούτε φαντάστηκα τους σπόρους του έρωτά μας.

Ίσως, λέω, ίσως δεν μου πρόσφερες ποτέ συναισθηματική ασφάλεια.

Δεν μου ‘δωσες τη σιγουριά που τόσο πεθυμούσα.

Φοβόσουν, είναι η αλήθεια, τη θάλασσα.

Γεύτηκες λίγο από την αύρα της, περισσότερο απ’ την αλμύρα της, σχεδόν τίποτα απ’ τη μαγεία…..

Κι εγώ ήμουν θάλασσα!

Άλλοτε γαλήνια και λαμπερή απ’ τα παιχνιδίσματα του φωτός, άλλοτε τρικυμιώδης και σκοτεινή… στη δύνη των καιρών, μα πάντοτε αλμυρή!

Η θάλασσα, το ξέρεις, έχει παράξενη γλυκάδα όταν αγγίζεις με τα βαθύ κόκκινα χείλη σου τους κυματισμούς που ζωγραφίζει στα αφρισμένα κορμιά.

Η θάλασσα, το ξέρεις, έχει μιαν αλλιώτικη αίσθηση όταν αφήνεσαι να εξερευνήσεις τον πλούτο που κρύβει στο μαγικό είναι του βυθού της.

Η θάλασσα, το ξέρεις, έχει μια ατέρμονη γαλήνη όταν απολαμβάνεις το χάδι που σχηματίζει η ακύμαντη παρουσία σου..

Μα είναι αλμυρή, παραμένει αλμυρή… Και πονηρή!

Προπαντός πονηρή!

Απρόβλεπτη στα γυρίσματα των ανέμων….

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αφήνεσαι, ένα μικρό ρεύμα αρκεί για να σε ρουφήξει μέσα της και να σε πετάξει στα κοφτερά βράχια…

Ένα ρεύμα σε κλάσματα δευτερολέπτου αρκεί για να δημιουργηθεί ασυνείδητα ο φόβος. Κι εσύ, το ξέρω, φοβάσαι!

Πώς να απλώσεις ατάραχος την ύπαρξή σου στην απεραντοσύνη της, όταν νιώθεις πως είσαι μια τόσο ‘δα ύπαρξη,

ένα μυρμηγκάκι στη γη, μια νιφάδα χιονιού στις βουνοκορφές,

μια στάλα στους παγωμένους του νερού καταρράκτες το κατακαλόκαιρο,

ένα πλατανόφυλλο έτοιμο να εγκαταλείψει τον ομφάλιο λώρο το φθινόπωρο,

μια χαραμάδα φωτός που περνά μέσα απ’ την κλειδαριά στο σκοτεινό κόσμο σου;

Κι είμαι εγώ που τ’ αγκαλιάζω όλα τούτα γιατί είμαι εγώ το δάσος, το χιόνι, η βροχή, ο ήλιος του πρωινού και ο αποσπερίτης…

Όχι εγώ, η θάλασσα! Η θάλασσα που τ’ αγκαλιάζει όλα τούτα…

Δεν τόλμησες να ταξιδέψεις μαζί μου στους αστερισμούς…

Κι εκείνη ίσως το μόνο που θα ‘θελε είναι να σταματήσει να λυσσομανούν οι άνεμοι και να γαληνέψει για ‘σενα κι αν όχι να ακροβατήσει.

Να σε πάρει μέσα της, να γνωρίσεις τους θησαυρούς του βάθους της κι έπειτα, να σε βγάλει στην επιφάνεια, για να ανασάνεις λεύτερα πάμπλουτος και δυνατός.

Κι ωστόσο, το ξέρεις, θα ‘χεις ζήσει πιότερα τον αγώνα κόντρα στον καιρό και το πάθος της να σε φυλάξει απ’ το κακό κι ας θαρρείς, εσύ, πως εκείνη το προκαλεί!

Το μπόι σου πιο μεγάλο απ’ τον ασκιανό σου.

Πώς να απλώσεις ατάραχος την μεγαλοπρεπή υπόστασή σου στην απεραντοσύνη της όταν το νιώθεις πως είσαι μια τόση δα ύπαρξη.

Η χιονισμένη κορφή του Ψηλορείτη ανάμεσα σε δεκάδες κορφές και οροσειρές,

ο Αχέροντας που αναβλύζει νερό απ’ την πέτρα ανάμεσα σε εκατοντάδες ποτάμια και παραπόταμους;

Ένα κυκλάμινο ή μια ορχιδέα ανάμεσα σε εκατοντάδες αγριολούλουδα στις πεδιάδες, τα φρύγανα και τα δάση;

Ένας αστερίας στο ακρογιάλι ανάμεσα σε εκατομμύρια κόκκους άμμου;

Ναι! Εσύ είσαι το βατράχι κι ο καρχαρίας, εσύ τα απόκρημνα βράχια και το απάγκιο, εσύ το δάκρυ στο φεγγαρόφωτο και το χαμόγελο στον ήλιο της Ανατολής.

Κι είμαι εγώ που αγκαλιάζω το χώμα και σμίγω με τον ουρανό.

Όχι, εγώ! Η θάλασσα!

Δεν τόλμησες να ταξιδέψεις μαζί μου στις ουράνιες έριδες,

να χαθείς στα νεφελώματα των άστρων,

να σχηματίσεις το τόξο του ήλιου,

να ανακαλύψεις το φεγγάρι στη συννεφιασμένη νύχτα.

Τρόμαξες στο χορό του σύμπαντος που μας περικλείει…

Σ’ τα ψιθύρισα, το ξέρεις, ακόμα και άστρα συγκρούονται και δημιουργούνται νέοι γαλαξίες.

Σ’ το φώναξα , το ξέρεις, οι δυνάμεις του σύμπαντος συνωμοτούν…

Το ζώο πείνασε για να ανακαλύψει την τροφή,

ο άνθρωπος κρύωσε για να ανακαλύψει τη φωτιά και ναυάγησε για να φτιάξει τη σχεδία,

και φαντάστηκε για να φτάσει στο φεγγάρι.

Κι εγώ, τα έσμιγα όλα τούτα και σε ταξίδευα ολόγυμνο στην αρμονία των αντιθέσεων, στην βρωμιά της ομορφιάς, στην ισορροπία της ανισορροπίας… στην ομορφιά του κόσμου, την ίδια τη ζωή!

Όχι, εγώ! Η θάλασσα!

Έγινα, το ξέρεις, σύννεφο και πλανεύτηκα ατάραχα στο σύμπαν και αντάμωσα μ’ άλλα και σχημάτισα τον κεραυνό και βρόντηξε ο κόσμος κι έγινα βροχή και πότισα τα λιόδεντρα και το διψασμένο χώμα, και τάισα τα χελιδόνια και τραγούδησα τη δίνη των ανεμοστρόβιλων.

Ναι, εγώ, η θάλασσα!

Που έρχομαι από μακριά και τραβώ πολύ μακριά κι αγκαλιάζω τον κόσμο όλο και ταξιδεύω όλον τον κόσμο, τον απλό, τον λιτό, που αγαπά κι αγαπιέται αληθινά!

Έλα, δεν θα χαθείς… Θα δεις από μακριά τις σημαίες του πολέμου και των πειρατών κι όταν χρειαστεί θα σφίξεις τη γροθιά και θα δαγκώσεις με δύναμη τα δόντια που θα ‘χουν καιρό να φάνε φαγητό και δαγκώνουν αέρα κοπανιστό γιατί το φαϊ τους έγινε όπλα κι ό,τι απέμεινε το έκλεψαν τα πειρατικά βαπόρια.

Έλα, λοιπόν, μην φοβάσαι!

Μην πνίγεις τις ανάγκες σου, μονάχος στη στεριά!

Ούτε εκεί δεν έχει φαγητό… μονάχα πτώματα.

Ταξίδεψε τις ελπίδες σου για να γίνει το αδύνατο δυνατό!

Πρόσεξε μονάχα τα ρεύματα των καιρών… αν παρασυρθείς το ξέρεις, θα ναυαγήσεις…

Ακολούθα την αύρα της καρδιάς σου.

Χωρίς φόβους και πάθη.

Ζήσε!

.

[από την ποιητική συλλογή «Τα αναγκαία»]

Βαγγελιώ Καρακατσάνη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:83