Χρόνος ανάγνωσης περίπου:20 λεπτά

Αλεξάντρ Πούσκιν – ο Λόγος της απεραντοσύνης, ο Ήλιος της ρωσικής ποίησης, ο φιλέλληνας επαναστάτης ποιητής | του Διογένη Σινωπέα

Σαν σήμερα στις 6 Ιούνη 1799 γεννήθηκε ο μεγάλος Ρώσος ποιητής και συγγραφέας Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν (Александр Сергеевич Пушкин, 1799 – 1837), Ρώσος λογοτέχνης, ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας, που θεωρείται και ο δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας και γνωστός φιλέλληνας.


Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε για τον Πούσκιν: «Ο Πούσκιν ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια και από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός». O Μαξίμ Γκόρκι είπε για αυτόν: «Για μας τους Ρώσους ο Πούσκιν είναι η αρχή κάθε αρχής».


Ο Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν ήταν γιος όχι πλούσιου αριστοκράτη, καταγόταν από παλιά οικογένεια βογιάρων. Δισέγγονος (από τη μητρική πλευρά) του Αβησσυνού Α. Π. Γκανιμπάλ, στρατιωτικού της εποχής του Μ. Πέτρου. Οι πρώτες ποιητικές δοκιμές του Πούσκιν, που διασώθηκαν, ανάγονται στα παιδικά του χρόνια. Το 1811 ο Πούσκιν φοίτησε στο Λύκειο του Τσάρσκογε Σελό, όπου η εκπαιδευτική αντίληψη διαπνεόταν από την ελεύθερη σκέψη του Διαφωτισμού και τις φιλελεύθερες τάσεις των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α’. Τα χρόνια του Λυκείου ήταν περίοδος έντονης δημιουργίας για τον Πούσκιν και έγραψε σειρά ποιημάτων μεγάλης τελειότητας («Αναμνήσεις από το Τσάρσκογε Σέλο», «Μια μικρή πολιτεία», «Το ρόδο» κ.ά.).

Το 1817 ο Πούσκιν αποφοίτησε από το Λύκειο και διορίστηκε ως γραμματέας στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων. Τα ποιήματά του της περιόδου 1817 – 1820 καθρεφτίζουν τη θυελλώδη ζωή του νεαρού ποιητή στην Πετρούπολη, τη συμμετοχή του στο λογοτεχνικό όμιλο «Η Πράσινη Λάμπα», και τον επαναστατικό φιλελευθερισμό της εποχής («Στον Κριφτσόφ», «Στον Ζουκόφσκι», «Στον Τσααντάγεφ», όλα το 1918 «Ντορίντα», «Η αναγέννηση», 1819 «Έχω εξοικειωθεί με τη μάχη», 1820 κ.ά.). Ο Πούσκιν παρότι σέβεται την ποίηση του 18ου – 19ου αιώνα προσπαθεί να πετύχει στα ποιήματά του ελευθερία έκφρασης. Αυτή την κατεύθυνση ακολουθεί και στο αφηγηματικό ποίημα «Ρουσλάν και Λιουντμίλα» (δημοσιεύθηκε το 1820), το οποίο προκάλεσε οξύτατες συζητήσεις και σήμανε την αρχή μιας καμπής στη ρωσική ποίηση. Με τα πολιτικά ποιήματα του Πούσκιν της περιόδου 1817 – 20 («Ελευθερία», «Στον Τσααντάγεφ», «Το χωριό» κ.ά.) γίνεται ο εκφραστής των επιδιώξεων ολόκληρης της γενιάς των ευγενών επαναστατών. Το Μάιο 1820 ο Πούσκιν, με το πρόσχημα της υπαλληλικής μετάθεσης, ουσιαστικά εκτοπίζεται στη Νότια Ρωσία.

Αφού επισκέφθηκε τον Καύκασο και την Κριμαία, ο Πούσκιν έζησε στο Κισινιόφ και την Οδησσό, συναντήθηκε με τους δεκεμβριστές Β. Φ. Ραγκέφσκι, Π. Ι. Πέστελ, Μ. Φ. Ορλόφ κ.ά. Τα επαναστατικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ευρώπη, οι αγροτικές και στρατιωτικές εξεγέρσεις στη Ρωσία ενίσχυσαν την τάση του για επαναστατική δράση, που καθρεφτίζεται στο «Στιλέτο» και σε άλλα ποιήματα του 1821. Από αθεϊστικό πνεύμα είναι διαποτισμένο το ποίημα «Γαβριηλιάδα» (1821). Η περίοδος της εκτόπισης στο Νότο σημάδεψε, για τον ποιητή, την άνθηση του ρομαντισμού του, που εκδηλώθηκε έντονα στα αφηγηματικά ποιήματα που έγραψε εκεί και που τον επέβαλαν σαν εξέχοντα Ρώσο ποιητή. Σημαντική θέση ανάμεσα στα ποιήματα αυτά κατέχει «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου» (1820 – 21), που προετοίμασε σε μεγάλο βαθμό τον «Εβγκένι Ονέγκιν». Τα θέματα της «επαναστατικής θέλησης» και του ηθικού νόμου εκφράστηκαν στους «Αδελφούς ληστές» (1821 – 22) και η αντίθεση, ηπιότητας και πάθους, «αγγελικού» και «σατανικού» πρωτοεμφανίστηκε στο «Σιντριβάνι του Μπαχτσέ Σαράι» (1823).

Ο Πούσκιν αρχίζει τον Μάιο 1823 να γράφει το έμμετρο μυθιστόρημα «Εβγκένι Ονέγκιν», όπου ιστορικά και κοινωνικά ενσαρκώνονται δύο αντίθετοι τύποι συνείδησης, ο σκεπτικιστής (Ονέγκιν) και ο ονειροπόλος ρομαντικός (Λένσκι), ενώ η Τατιάνα αντιπροσωπεύει το ιδεώδες της αρμονικής κοσμοαντίληψης. Το άτομο και η κοινωνία, τα όρια ανάμεσα στην ελευθερία του ατόμου και την αυθαιρεσία είναι τα κεντρικά θέματα του ποιήματος «Τσιγγάνοι» (1824), το οποίο αποτελεί την κορύφωση και το τελευταίο έργο της ρομαντικής δημιουργίας του Πούσκιν. «Οι Τσιγγάνοι» έθεσαν με οξύτητα το ζήτημα της ευτυχίας σαν τραγικό φιλοσοφικό πρόβλημα και άνοιξαν το δρόμο για τη βαθύτερη διείσδυση στο κύριο θέμα του Πούσκιν, το θέμα άνθρωπος και κόσμος.

Τον Ιούλιο του 1824 ο Πούσκιν, εξαιτίας των διενέξεων του με τους προϊσταμένους του, απολύεται από τη δημόσια υπηρεσία ως πρόσωπο αναξιόπιστο και περιορίζεται στο οικογενειακό του κτήμα το Πσκόφ (χωριό Μιχάηλοφσκογε), υπό την επιτήρηση των τοπικών αρχών. Εδώ, δημιουργεί μια σειρά αριστουργημάτων ανάμεσά τους και ο γεμάτος δύναμη και πίστη κύκλος «Μιμήσεις του Κορανίου». Ο Πούσκιν γράφει τα κεντρικά (3 – 6) κεφάλαια του «Εβγκένι Ονέγκιν», το σατιρικό αφηγηματικό ποίημα «Ο κόμης Νούλιν», μελετά την ιστορία της Ρωσίας και τα χρονικά, καταγράφει λαϊκά τραγούδια και παραμύθια. Στα ποιήματα «Το καμένο γράμμα», «Ο πόθος της δόξας», «Θυμάμαι την εξαίσια στιγμή», «Ρίχνει το δάσος την πορφυρή του φορεσιά» κ.ά. επικρατούν οι νέες αρχές της ποίησης: η λυρική συγκίνηση δεν είναι κάποιο έτοιμο και στατικό αντικείμενο περιγραφής, αλλά ζωντανή ψυχική ενέργεια, δημιουργός δύναμη, που γεννιέται κατά την επαφή του ποιητή με την πραγματικότητα.

Ο Πούσκιν με τον Νικολάι Γκόγκολ. Έργο του ζωγράφου Николай Михайлович Алексеев

Ορόσημο στη δημιουργική εξέλιξη του Πούσκιν ήταν η τραγωδία «Μπορίς Γκοντουνόφ» (1825). Θέμα της τραγωδίας είναι η ιστορία και ο άνθρωπος. Στο επίκεντρο βρίσκονται όχι τόσο τα πρόσωπα, όσο η ίδια η Ιστορική διαδικασία, η ζωή με τους αντικειμενικούς νόμους της όχι τα «έργα» των προσώπων, αλλά οι τύχες τους.

Στο ιστορικό μυθιστόρημα του «Η κόρη του λοχαγού», συνεχίζει τη μελέτη «της ανθρώπινης και της λαϊκής μοίρας» που είχε αρχίσει με τον «Μπορίς Γκοντουνόφ». Η αντικειμενική άποψη εκφράζεται εδώ από τον έντιμο και αμερόληπτο αφηγητή – μάρτυρα, που συμπαθεί τον Πουγκάτσεφ, ο οποίος ενσαρκώνει τη δύναμη και τα χαρίσματα του λαού, όμως παραμένει πιστός στο ταξικό χρέος του ως αριστοκράτης. Την 1η Οκτωβρίου 1833 ο Πούσκιν επισκέπτεται για δεύτερη φορά το Μπόλντινο. Το δεύτερο «Φθινόπωρο του Μπόλντινο», που κράτησε ενάμισι μήνα, είναι περίοδος νέας δημιουργικής έξαρσης. Ο Πούσκιν τελειώνει εδώ την «Ιστορία του Πουγκάτσεφ», γράφει το ποίημα «Άντζελα», τη σειρά «Τραγούδια Δυτικών Σλάβων», «Το παραμύθι του ψαρά και του ψαριού», «Το παραμύθι της Νεκρής Τσαρίνας», και ορισμένα από τα καλύτερα έργα του όπως το αφηγηματικό ποίημα «Ο μπρούντζινος καβαλάρης», το μυθιστόρημα «Ντάμα Πίκα», το ποίημα «Φθινόπωρο». Στα έργα αυτά μελετά τις τραγικές αντιφάσεις της ζωής  υπό το φως των αντικειμενικών νόμων της ύπαρξης. Στον «Μπρούντζινο καβαλάρη», αποκτούν οικουμενική σημασία τα θέματα του κράτους και του ατόμου, της Ιστορίας και της ξεχωριστής μοίρας, των σχέσεων μεταξύ του ανθρώπου και του κόσμου του. Στο συμβολικό επίπεδο των αιώνια τραγικών συγκρούσεων, που δημιουργούν αυτές oι σχέσεις, αποκτά βαθύ φιλοσοφικό νόημα το θέμα της παραφροσύνης («Ο μπρούντζινος καβαλάρης», «Ντάμα Πίκα», το ποίημα «Ας με φυλάξει ο Θεός να μην τρελαθώ» κ.ά.). Όμως, η τραγικότητα ερμηνεύεται όχι σαν ζοφερή απελπισία, αλλά σαν δυναμική ποιότητα της ίδιας της ζωής: Στο ποίημα «Το φθινόπωρο», με την τραγικότητα του κεντρικού θέματος του «θανάτου», αποκαλύπτεται η σχέση του δημιουργικού ανθρώπινου πνεύματος με τις αθάνατες δυνάμεις της φύσης και του σύμπαντος.

Αποχαιρετισμός του Πούσκιν στη θάλασσα, Ιβάν Αϊβαζόφσκι Հովհաննես Կոստանդինի Այվազովսկի, 1887

Το 1833 – 34 αρχίζει η τελευταία, εξαιρετικά δύσκολη περίοδος της ζωής του Πούσκιν. Η αίγλη του πρώτου Ρώσου ποιητή διατηρείται, όμως μόνο σαν ανταύγεια της δόξας του ρομαντικού Πούσκιν της δεκαετίας του 1820. Τα επιτεύγματα του ώριμου Πούσκιν θεωρούνται από το κοινό, τους κριτικούς ακόμα και από μερικούς φίλους του σημάδια «παρακμής». Λιγοστά πρόσωπα, όπως ο Ν. Β. Γκόγκολ, καταλαβαίνουν τη σημασία των έργων αυτών. Στο μεταξύ η λογοκρισία των έργων του όλο και κλιμακώνεται. Οι κοινωνικές υποχρεώσεις του, η συντήρηση μιας μεγαλύτερης τώρα οικογένειας, απαιτούσαν μεγάλα έξοδα. Τα δάνεια από το δημόσιο ταμείο φέρνουν τον Πούσκιν σε ταπεινωτική εξάρτηση από τις αρχές στην παράκληση του να του επιτραπεί να παραιτηθεί από τη δημόσια υπηρεσία και να εγκατασταθεί επί ένα διάστημα «Στο χωριό», για να τακτοποιήσει τα περιουσιακά του, ο τσάρος απαντά με την απειλή της δυσμένειας και της απαγόρευσης να μελετά τα ιστορικά αρχεία. Στα τέλη του 1833 δόθηκε στον Πούσκιν ο βαθμός του Καμεργιούνκερ, μειωτικός για την ηλικία του και την κοινωνική του υπόσταση, που τοποθετεί τον ποιητή στη θέση του μικροαυλικού. Σύντομα ο Πούσκιν μαθαίνει ότι οι αρχές ανοίγουν και διαβάζουν την αλληλογραφία του. Η ελευθεροφροσύνη του και η περιφρόνηση που δείχνει προς τη «νέα αριστοκρατία» προκαλούν την εχθρότητα της «καλής κοινωνίας» και της γραφειοκρατικής κορυφής, ενώ η ανεξαρτησία των αντιλήψεων του και η άρνηση του να συνεργαστεί σε φτηνές αντιπολιτευτικές ενέργειες προκαλεί τις επιθέσεις των φιλελεύθερων κύκλων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1830 δέχεται συνεχώς επιθέσεις του αντιδραστικού τύπου oι οποίες κατευθύνονται από τον Φ. Β. Μπουλγκάριν.

Χειρόγραφο πρόζας του Αλεξάντρ Πούσκιν

Κατά την τραγική αυτή περίοδο ο Πούσκιν δεν έπαψε να έχει στραμμένη την προσοχή του στην Ιστορική τύχη και τα σύγχρονα προβλήματα της χώρας, του λαού και της κοινωνίας, στην ανάπτυξη της εθνικής κουλτούρας, στο φιλοσοφικό νόημα της ζωής και της Ιστορίας. Ετοιμάζει υλικό για την «Ιστορία του Μεγάλου Πέτρου», σχεδιάζει να γράψει την «Ιστορία της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης» και την «Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας», μελετά το αριστούργημα της αρχαίας ρωσικής λογοτεχνίας «Η ιστορία της Εκστρατείας του Ίγκορ», προσπαθεί να επηρεάσει την κοινωνική συνείδηση, με διάφορες μορφές υπενθυμίζει την κακή τύχη των δεκεμβριστών. Το 1836 ο Πούσκιν άρχισε την έκδοση του περιοδικού «Ο Σύγχρονος» που συνέχιζε σε νέο επίπεδο τις παραδόσεις της προοδευτικής ρωσικής δημοσιογραφίας. Συγκέντρωσε γύρω του τις καλύτερες λογοτεχνικές δυνάμεις, δημοσίευσε πολλά κριτικά και δημοσιολογικά έργα, που πρόβαλαν τον πρωτοποριακό κοινωνικό και ηθικό ρόλο της λογοτεχνίας και αντιτάσσονταν στις ξεπερασμένες, αντιδραστικές αισθητικές αντιλήψεις. Η καλλιτεχνική δημιουργία του Πούσκιν τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει κάποια κάμψη, δίνοντας τη θέση της στην κριτική, τη δημοσιογραφία, τη θεωρητική και Ιστορική εργασία. Η ποίηση παραμερίζεται από τον πεζό λόγο ο Πούσκιν γράφει τη φιλοσοφική νουβέλα «Αιγυπτιακές νύχτες» (1835), όπου το θέμα της ιστορίας συνδέεται με το ζήτημα της ουσίας της ποιητικής δημιουργίας. Επεξεργάστηκε πεζά έργα, πολλά από τα οποία («Περάσαμε ένα βράδυ στην εξοχή», «Ο Καίσαρ ταξίδευε», κ.ά.) είναι σημαντικά για την εσωτερική τελειότητα, το βάθος, την πυκνότητα και προοιωνίζουν τη μέλλουσα ρωσική πεζογραφία. Τελείωσε την «Κόρη του Λοχαγού» (1836), όπου τα θέματα της ρωσικής λαϊκής ιστορίας και κρατικής ζωής, συνδυάζονται με τη μελέτη του ηθικού προβλήματος της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε περίπλοκες Ιστορικές συνθήκες και του φιλοσοφικού προβλήματος της μοίρας. Η σχέση της μοίρας με τη συμπεριφορά στη ζωή είναι το θέμα του φιλοσοφικού γκροτέσκο «Παραμύθι του χρυσού πετειναριού», που είναι το τελευταίο παραμύθι του Πούσκιν και ο μοναδικός ποιητικός καρπός του τρίτου «Φθινόπωρο Στο Μπόλντινο» (1834).

Προτομή του Πούσκιν στη Λεμεσό.

Τα ποιήματα των τελευταίων του χρόνων είναι στοχαστικός λυρισμός νέου είδους: ο τόνος της αφήγησης και οι φιλοσοφικοί στοχασμοί δεν έχουν ποιητικά «στολίδια». τα ποιήματα αυτά εκφράζουν τη βαθιά μελαγχολία της μοναξιάς του ανθρώπου που δεν τον καταλαβαίνουν. («Ήρθε ή ώρα, φίλε μου, ήρθε» 1834, «Ο στρατηλάτης», «Ο στρατοκόπος» 1835, «Από τον Πιντεμόντε, στην εξοχή» 1836). Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίοδο δεν επικρατεί η απαισιοδοξία και η εγωιστική κατάθλιψη. Στο ποίημα «Πήγα ξανά» (1835) και «Στο φιλοσοφικό κύκλο ποιημάτων» 1836 (που απηχεί θέματα από τις «Μιμήσεις του Κορανίου» και καταλήγει στο προφητικό ποίημα «Έχτισα το μνημείο μου», που είναι το ποιητικό πιστεύω και η διαθήκη του Πούσκιν), κυριαρχεί η γενναία νηφαλιότητα, η απαιτητικότητα απέναντι στον εαυτό του και ο υψηλός στοχασμός.

Το γενεολογικό δέντρο του Πούσκιν

Το Νοέμβριο του 1836, ο Πούσκιν και μερικοί οικείοι του πήραν με το ταχυδρομείο ανώνυμο λίβελο, προσβλητικό για την τιμή της συζύγου του και του ίδιου του ποιητή. Αποτέλεσμα προσχεδιασμένης σκευωρίας των κοσμικών κύκλων ήταν να προκληθεί μονομαχία μεταξύ του Πούσκιν και ενός θαυμαστή της συζύγου του, του Γάλλου εμιγκρέ Ζ. Νταντές. Στις 27 Ιανουαρίου (8 Φεβρουαρίου) 1837 στη μονομαχία που έλαβε χώρα στα περίχωρα της Πετρούπολης, κοντά στον ποταμό Τσερνάγια ο Πούσκιν τραυματίστηκε στην κοιλιά και πέθανε ύστερα από δύο μέρες, αφού υπέφερε με στωικότητα, φοβερούς πόνους. Το σπίτι του, στην προκυμαία του ποταμού Μόικα το επισκέφθηκαν πλήθη κόσμου από τα πιο διαφορετικά στρώματα. Στα ποιητικά σχόλια των Μ. Γ. Λέρμοντοφ, Φ. Ι. Τιούτσεφ, Α. Β. Κολτσόφ κ.ά. περιγράφεται το πένθος του λαού, που θεώρησε το θάνατο του Πούσκιν εθνική τραγωδία. Φοβούμενη το «θόρυβο», η κυβέρνηση επέβαλε αυστηρό έλεγχο στον τύπο. Η κηδεία έγινε σε διαφορετικό τόπο από τον αρχικά καθορισμένο και η σορός μεταφέρθηκε κρυφά τη νύχτα και ενταφιάστηκε εσπευσμένα στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκι (σημερινό χωριό Πουσκίνσκιε Γκόρι της περιοχής του Πσκόφ).

Σκίτσο – αυτοπορτραίτο του Πούσκιν

Η σημασία του έργου του Πούσκιν και oι διαστάσεις της μεγαλοφυΐας του τον τοποθετούν στη σειρά των εξαιρετικών μορφών του παγκόσμιου πολιτισμού. Στα 25 χρόνια της συγγραφικής του ζωής, ο Πούσκιν αφομοίωσε τα επιτεύγματα του ρώσικου και παγκόσμιου πολιτισμού και τις παραδόσεις των παλαιότερων Ρώσων συγγραφέων και της λαϊκής φιλολογίας. Προχώρησε από τα συμβατικά συστήματα του 18ου αι., στον αναπτυγμένο ρεαλισμό, που αποδίδει τη ζωή στην ανεξάντλητη πολυμορφία της. Η γλώσσα του Πούσκιν, που συνδυάζει λόγιους τύπους με την καθομιλουμένη, παραμένει ως σήμερα η βάση της ρωσικής λογοτεχνικής γλώσσας. Οι νεωτερισμοί του προκαθόρισαν την ανάπτυξη όχι μόνο της ρωσικής λογοτεχνίας (έργα των Γκόγκολ, Λέρμοντοφ, Ν. Α. Νεκράσοφ, Μ. Ε. Σαλτικόφ – Σεντρίν, Λ. Ν. Τολστόι, Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι κ.α.) αλλά και όλων σχεδόν των εκφράσεων της ρωσικής τέχνης και της πνευματικής ζωής του 19ου – 20ού αιώνα.

Τα έργα του Πούσκιν μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου.

[Ινστιντούτο Πούσκιν]

Την 6η Ιούνη εορτάζεται από το 2010 η Παγκόσμια Ημέρα της Ρωσικής Γλώσσας, με πρωτοβουλία του ΟΗΕ, με αφορμή τα γενέθλια του μεγάλου Ρώσου ποιητή Αλεξάντρ Πούσκιν. Η γλώσσα, στην οποία έγραφε τα έργα του, έγινε βάση της σύγχρονης λογοτεχνικής ρωσικής γλώσσας. Ο συγγραφέας πάντα ζητούσε να αναζωογονούμε τη λογοτεχνία με λαϊκά ιδιώματα, αλλά ταυτόχρονα να διατηρούμε αυτό που έχει αποκτήσει η γλώσσα κατά τη διάρκεια των αιώνων.

Ο προφήτης
Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Τη δίψα μου για να χορτάσω τη πνευματική
στη μαύρη έρημο πλανιόμουν. Εκεί,
στο σταυροδρόμι φτάνοντας μπροστά,
εξάφτερο ένα σεραφείμ βλέπω να σταματά.
Λες όνειρο ήταν -απαλά
μου μάλαξαν τα βλέφαρα τα δάχτυλά του, σαν τρομαγμένου αϊτού αναπετάρισαν τα μάτια μου
καθώς από τα μάτια τα δικά του
μια όραση επήρανε προφητική.
Μετά τ’ αυτιά μου αγγίζει. Η ακοή
γιομίζει αμέσως φωνές και ήχους
σαν να σημαίνανε καμπάνες. Το ρίγος ένιωσα με μιας του ουρανού.
Σε βουνά πάνω αγγέλους βλέπω να πετάνε,
ενώ στα βάθη μέσα του ωκεανού
της θάλασσας τα τέρατα έρχονται και πάνε.
Και πέρα οι κάμποι με τ’ αμπέλια μαραμένοι.
Τα χείλη μου έπειτα αγγίζει κι από μέσα
τη γλώσσα μου, την κολασμένη από τα κούφια κι επηρμένα λόγια μου,
τραβάει και ξεριζώνει.
Νιώθω το στόμα μου να παγώνει, μα εκεί
η δεξιά του, στο αίμα όλη,
φυτεύει του φιδιού το πάνσοφο κεντρί. Το θώρακά μου με τη ρομφαία του χτυπάει
και τον ανοίγει, την καρδιά
που ακόμα σπαρταράει
τραβάει έξω και τ’ αναμμένο κάρβουνο
το μπήγει μες το στήθος μου το ανοιγμένο.
Στην άμμο της ερήμου, κορμί δίχως πνοή,
ακούω από πάνω το Θεό να λέει:
«Σήκω προφήτη, άκουγε και βλέπε,
το θέλημά μου πράττε καθώς θα σ’ οδηγεί
κι όπου διαβαίνεις, θάλασσα και γη,
κάμε του ανθρώπου την καρδιά ο λόγος να την καίει».

Τα δαιμόνια
Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Πάω, πάω, η στέπα γυμνή.
Ντιν ντιν ντιν το κουδουνάκι…
Κι από μέσα η καρδιά
απ` το φόβο της χτυπά!
«Χτύπα, χτύπα, αμαξά! …»
«Άλλο τ’ άλογα δεν παν, δαιμονισμένη
η θύελλα τα μάτια μου κλειστά
κρατεί κι οι δρόμοι χιονισμένοι.
Τίποτα δε φαίνεται και δεν ξεχωρίζει,
σημάδι γνώριμο ούτ` ένα πουθενά!
Δαίμονας στη στέππα μας κλωθογυρίζει
μια εδώ μια εκεί μας περιπλανά.
Κοίτα τόνε πώς γελάει,
Πώς με φτύνει, πώς φυσάει.
Τώρα τ’ άλογά μας διώχνει,
ίσα στο γκρεμό τα σπρώχνει.
Εκεί σαν θεόρατη κολόνα
Αστράφτει και βροντάει,
Εδώ σπίθα γίνεται και σκάει,
Στο σκοτάδι χώνεται και πάει».
Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Η δύναμή μας σώνεται, γονάτισε η ψυχή.
Δε χτυπάει το κουδουνάκι, εσταθήκαν τ`άλογα…
«Τι έγινε; Τι φαίνεται στη στέππα αμαξά;»
«Ένα κούτσουρο ή λύκος – πίσω μου σ` έχω σατανά…»
Μαίνεται η θύελλα, μοιρολογάει, Τ` άλογα φρουμάζουν τρομαγμένα.
Νά τος, φεύγει τώρα, πέρα πάει, Φέγγουνε τα μάτια του αναμμένα.
Πάλι τ’ άλογα τραβάνε,
ντιν ντι ντιν το κουδουνάκι
-στη στέπα πέρα την ασπρουδερή
πνεύματα εγιόμισε η γη.
Αμέτρητοι, στραβοφτιαγμένοι όλοι.
Στου φεγγαριού το φέγγρισμα
-άλλο τέτοιο να μη σ’ έβρει-
χίλιοι δυο στροβιλίζονται διαόλοι
σαν τα φύλλα του Νοέμβρη…
Πόσοι να ‘ναι, που τους πάνε;
Και γιατί μοιρολογούν;
Μήπως κάνα δαίμονα στον τάφο προβοδάνε;
Μήπως καμιά μάγισσα κακιά παντρολογούν;
Νέφη τρέχουν, βουρλίζονται νέφη.
Ένα φεγγάρι αόρατο
στο χιόνι φεγγρίζει που πέφτει.
Σκοτεινός ουρανός, νύχτα σκοτεινή.
Σμάρια σμάρια τα δαιμόνια πάνε
κι ανεβαίνουνε ψηλά,
όσο νους δεν το μετρά.
Και μουγκρίζουν και βογγάνε
και μου σκίζουν την καρδιά…

Ο Φτωχός Ιππότης
Απόδοση: Άρης Αλεξάνδρου

Ήταν στον κόσμο εις φτωχός ιππότης
απλός και σιωπηλός μ’ όψη χλωμή,
συννεφιασμένο τ’ όνειρο της νιότης
κι αλύγιστη η γενναία του ψυχή.
Κάποια οπτασία που ποτέ δε σβήνει
και που κανείς δεν έχει φανταστεί
του ‘τυχε κι από τότε η εικόνα κείνη
στα φύλλα της καρδιάς του έχει γραφτεί.

Στάχτη κι αποκαΐδια πια η ψυχή του,
σ’ άλλη γυναίκα μήτε μια ματιά
δεν έριξε κι ως τη στερνή πνοή του
δεν άλλαξε ούτε λέξη με καμιά.

Αντί μαντήλι στο λαιμό του πίσω
δένει το κομποσκοίνι του ασκητή,
κι απ’ τη μορφή του τ’ ατσαλένιο γείσο
δε σήκωσε, κανένας να τον δει.

Κείνη η οπτασία μόνη του ηλιαχτίδα,
γεμάτος έρωτα πιστό κι αγνό,
Αλφα. Μι. Δέλτα. πάνω στην ασπίδα
με το αίμα του είχε γράψει το ζεστό.
Στης Παλαιστίνης τις ερήμους. Βράχοι
ολόγυρα, κι οι Παλαδίνοι εκεί
κραυγάζαν, καθώς ρίχνονταν στη μάχη,
τ’ όνομα της καλής τους -μουσική.

Και, Lumen coeli, sancta Rosa*! Κείνος
εφώναζε άγριος και σαν κεραυνός
στων Μουσουλμάνων πάνωθε το σμήνος
έπεφτε της φοβέρας του ο αχός.
Κι ως γύρισε, στον πύργο του κλεισμένος,
τυλίχτηκε σε μοναξιά αυστηρή,
πάντοτε σιωπηλός, πάντα θλιμμένος,
και σαν τρελλός τέλειωσε τη ζωή.

* Φως τ’ ουρανού, Αγία Ρόζα!

Στη Τροφό Μου
Απόδοση: Ρίτα Μπούμη -Παπά

Συντρόφισσα, των μαύρων ημερών μου,
καλή μου, ερειπωμένη μου γριούλα
σ’ ένα σπίτι χαμένο μες στα δάση
από καιρό με περιμένεις μοναχούλα.
Πικρή συλλογισμένη στη βεράντα
κάθεσαι κει φρουρός άγρυπνος πάντα.
Το έρημο προαύλιο κοιτάζεις
το μακρυνό που σκοτεινιάζει δρόμο
η έγνοια μου, η λαχτάρα σε βαραίνει
κι ο νους σου φτερουγά στον ταχυδρόμο.

Εμπρός Ελλάδα
Απόδοση: Κώστας Βάρναλης

Εμπρός, στηλώσου, Ελλάδα επαναστάτισσα,
βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου!
Μάταια δεν ξεσηκώθηκεν ο Όλυμπος,
η Πίνδο, οι Θερμοπύλες -δόξασμά σου.
Απ’ τα βαθιά τους σπλάχνα ξεπετάχτηκεν
η λευτεριά σου ολόφωτη, γενναία
κι απ’ τον τάφο του Σοφοκλή, απ’ τα μάρμαρα
της Αθήνας, πάντα ιερή και νέα.
Θεών κι ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα
το ζυγό σου και την εναντίον Μοίρα
με τον ηχό, που βγάνει του Τυρταίου σου,
του Μπάιρον και του Ρήγα η άξια λύρα.

Σε Μια Πιστή Γραικιά
Απόδοση: Κώστας Βάρναλης

Πιστή Γραικιά μη τον θρηνείς! Έχει σαν ήρως πέσει
βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια μες σ τη μέση…
Μη τον θρηνείς… Τάχατε συ δεν του ‘δειξες το δρόμο
σαν κίνησε περήφανος μ’ όπλο βαρύ στον ώμο
και του ‘πες με μελωδική φωνή: «Μπροστά σου νάτος
ανοίγει ο δρόμος της τιμής από θυσίες γιομάτος»;
Σ’ αποχαιρέτησε σεμνά κι αμίλητα ο καλός σου
ξέροντας πως παντοτεινός θαν’ ο αποχωρισμός σου…
Αλαφροχάιδεψε μ’ ευχή το τρυφερό βλαστάρι
των σπλάγχνων του, που κράταγες στον κόρφο με καμάρι!
Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο η παντιέρα
της λευτεριάς η ολόμαυρη κι έφτασε η τίμια μέρα
καθώς ο Αριστογείτονας μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
στην ατσαλένια σπάθα του, που κρέμασε στη μέση.
Ετσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη: Ένας γενναίος
για το που δεν ορίζεται και δε μετριέται χρέος!… (1830)

Πιντεμόντε
Απόδοση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

Στων μεταλλείων της Σιβηρίας τα βάθη
αγέρωχα φυλάχτε την υπομονή,
χαμένα δεν θα παν του μαρτυρίου σας τα πάθη,
ούτε και των ονείρων σας η σκέψη η υψηλή.
Η ελπίδα, αδερφή πιστή στη δυστυχία,
στα έγκατα της γης τα σκοτεινά
το πνεύμα θα ξυπνήσει και την ανδρεία
– η ώρα θα ‘ρθει η ποθητή ξανά:
Θα φτάσουν ως εσάς η αγάπη κι η φιλία,
στη σκοτεινή θα μπούνε φυλακή,
όπως στο κάτεργο απ’ την ελευθερία
έρχεται η φωνή μου να σας βρει.
Θα πέσουν τα βαριά δεσμά,
οι φυλακές θα γκρεμιστούν κι η λευτεριά
απόξω απ’ την πόρτα θα σας καρτερεί
κι οι αδελφοί στο χέρι σας θα ξαναβάλουν το σπαθί.

Υπάρχουν δικαιώματα ηχηρά,
ξέρω, πολλά θαμπώνουνε μυαλά,
όμως εγώ δεν τα τιμώ· παράπονα δεν κάνω που οι θεοί
μου αρνηθήκαν το γλυκό προνόμιο στην πληρωμή
των φόρων να μετέχω· ούτε κι εμπόδια να βάλω
στο ‘να βασίλειο να πολεμάει τ’ άλλο.
Λίγο με νοιάζει μπορεί ή δεν μπορεί η δημοσιογραφία
να σατιρίζει τους μωρούς και η μυγιάγγιχτη λογοκρισία
των περιοδικών να περικόβει την αμετρολογία.
Λόγια, λόγια, λόγια όλα αυτά.
Άλλα, καλύτερα, δικαιώματα μου είναι σεβαστά.
Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία:
Να σε ορίζει ο τσάρος, να σε ορίζει ο λαός
το ίδιο δεν μας κάνει;
Είθε ο θεός να τους φυλάει!
Μα κανενός υπόλογος ο άνθρωπος δεν είναι,
σημασία ας δίνει μόνο στη ζωή του
τον εαυτό του να φροντίζει και να ‘περετεί.
Για τη λιβρέα, για την εξουσία,
η σκέψη, η συνείδηση του μη καμφθεί
– γι αυτά μη σκύψει το κεφάλι.
Όπου θελήσει γυρνάει τα βήματα του,
ό,τι ορίσει η καρδιά και η ψυχή:
Τις θεϊκές της φύσης ομορφιές, της τέχνης πάλι
και της έμπνευσης τα έργα
να τα γλεντήσει και να τα χαρεί
– αυτά τα δικαιώματα του…

Ο Θάνατος Του Αητού
Απόδοση: Βασίλης Ρώτας

Ένα βόλι πικρό τα φτερά του ‘χει σπάσει
κι από κει που περήφανος πρώτα πετούσε
αστραπή μελανή, πέφτει μέσα στα δάση,
μες στα δάση που κάποτε είχε αγκαλιάσει.
Σε μια ρίζα πλατάνου βουβού, που δε ξέρει
παρηγόρια γλυκειά στο φτωχό να χαρίσει,
τα φτερά του διπλώνει δειλά κι υποφέρει,
των ματιών η φωτιά μες στη στάχτη ΄χει σβήσει.
Βασιλιάς τ’ ουρανού, κυβερνήτης τ’ αγέρα,
την ορμή του αντικρύζει να σβήνει, με θάρρος
κι έχει μπρος του ορθωθεί με θυμό και φοβέρα
και ζητά να τον πάρει ο κατάμαυρος χάρος.
Μ’ ένα βλέμμα στερνό τον αιθέρα ικετεύει
να του δώσει ξανά τα μεγάλα φτερά του.
Φτερουγά μια στιγμή, μα τη δύναμη κλέβει
των σπασμένων φτερών, ο ρυθμός του θανάτου.
Δεν του μέλλει τ’ αητού που πεθαίνει και μόνος
ξεψυχά σε μια ρίζα θλιμμένος, πλατάνου.
Είναι κι άλλος βαθύς, μεγαλύτερος πόνος,
απ’ τα δάση αν θα πάψει να χαίρεται πάνου,
μια περήφανη σκέψη ταράζει τα βάθη
της πικρής του ψυχής και λυγά τα φτερά του:
Τάχα ποιός δυνατός θα βρεθεί για να μάθει
πως πετούν οι αητοί στ’ αρφανά τα παιδιά του.

Αγκάθι
Απόδοση Γιάννης Αηδονόπουλος

Η ψυχή μου είναι τριαντάφυλλο κι είμαι πάνω της αγκάθι…
Μην το πείτε και τ` ακούσουνε
η καλή μου μην το μάθει…
Θε ναρθεί γλυκιά κι υπέροχη
την αυγούλα κάποιου Απρίλη
με χαμόγελο στα μάτια της,
μ` ομορφιά πάνω στα χείλη.
Θαμπωμένη από την κόκκινη
καταματωμένη μου όψη
με τ` αργό της το βημάτισμα,
θα σιμώσει να με κόψει.
Μα το κάτασπρο χεράκι της
που αγαπώ και τρέμω τόσο
θα χαρώ -χαρά περήφανη-
με κακία να τ` αγκυλώσω.
Και μια στάλα απ` το αίμα πέφτοντας πέταλά μου ματωμένα
θα χαθεί μέσα στο χρώμα σας
θα γενεί μαζί σας ένα…

Μνημείο
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Exegi monumentum.*
Για μένα μνημείο ανήγειρα αχειροποίητο
που ο περπατημένος δρόμος του χορτάρι δε θα βγάλει
κι από του Αλέξανδρου τον οβελίσκο ανυπότακτο**
ψηλότερα σήκωσε κεφάλι.
Όχι, ολότελα δε θα χαθώ, χάρη στη λύρα μου την ξακουσμένη
η ψυχή μου τη σποδό θα προσπεράσει και τη σήψη μου θα σβήσει,
κι ονομαστός θα γίνω εγώ μέσα στην οικουμένη,
σ’ όλη την πλάση έστω κι ένας ποιητής αν ζήσει.
Η φήμη μου θα απλωθεί στην τρανή χώρα της Ρωσίας
και κάθε γλώσσα που μιλούν σ’ αυτή για με θα κάνουν θέμα,
κι ο περήφανος απόγονος του Σλάβου, κι ο γιος της Φινλανδίας,
κι ο πρωτόγονος Τουνγκούς, κι ο Καλμίκ, της στέπας θρέμμα.
Για πολύ θα είμαι τόσο αγαπητός που το δίκιο των ανθρώπων θα πρεσβεύω
όσο με τη λύρα μου αισθήματα καλά θενά ξυπνώ,
όσο στον σκληρό αιώνα μας την ελευθερία θα βραβεύω
και την επιείκεια για το φταίχτη θα ζητώ.
Στη θεϊκή την προσταγή, μούσα μου, να υπακούς,
την προσβολή μη φοβηθείς, δάφνες να μη ζητάς,
το παίνεμα και τη μομφή αδιάφορα ν’ ακούς
και τοις κυσί τα άγια ποτέ να μην πετάς.
(1836)
* Επίγραμμα από τα έργα του Οράτιου (65-8 π.Χ.) «Μνημείο ανήγειρα».
**Στήλη του Αλέξανδρου: Μια στήλη προς τιμήν του βασιλιά Αλέξανδρου Α’ στην πλατεία Ανακτόρων της Αγίας Πετρούπολης.


Διογένης ο Σινωπεύς


 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:400