Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

30 Μάη 1941 «Υπεξηρέθη η γερμανική σημαία». Δυο παλληκάρια κατέβασαν το σύμβολο του ναζισμού από την ακρόπολη

«Τα προπύλαια της Αντίστασης»
Στον ΓΛΕΖΟ και στον ΣΑΝΤΑ

Κάποτε οι πράξεις των ανθρώπων, έργα τέχνης είναι:
Δυο παλικάρια διέσχισαν μια νύχτα όλο το θάνατο,
έριξαν τον αγκυλωτό σταυρό απ’ τους ώμους των αιώνων,
κι έστησαν δυο καινούριους κίονες στο ναό της Παλλάδος.
Μες απ’ αυτούς τους κίονες, η Ελλάδα πέρασε
προς τη νέα ιστορία της.
Και τότε, οι ζώντες,
μαζί κι οι νεκροί και οι ελιές και τα έλατα, ανηφόρισαν
τα κράκουρα της λευτεριάς, κουβαλώντας στη ράχη τους
την τιμή της πατρίδας, το μικρό καπνοδόχο του σπιτιού τους,
τη στάμνα, το δρεπάνι, το άροτρο, και τον καπνό της Ιθάκης

[Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σύγχρονη Εποχή]

Η ένοπλη αντίσταση πριν από την ίδρυση του ΕΑΜ είναι δεδομένη. Από την ηρωική Αντίσταση της Κρήτης, από την άρνηση πολλών στρατιωτών να παραδώσουν τα όπλα τους, οι οποίοι πήγαν κατ’ ευθείαν στα βουνά, και σχημάτισαν τις πρώτες αντάρτικες ομάδες «Οδυσσέας Ανδρούτσος», μ’ επικεφαλής τον δάσκαλο Θανάση Γκένιο (Λασάνη) και «Αθανάσιος Διάκος» μ’ επικεφαλής τον δάσκαλο Χρήστο Μόσχο (καπεταν – Πέτρο).

Στις 27 Απρίλη 1941, έφτασαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, όπου ο μεν λαός είχε κλειστεί στα σπίτια του, ενώ τη «φιλική υποδοχή» έκαναν τα φασιστικά κατάλοιπα της κυβέρνησης Μεταξά, δηλαδή ο διορισμένος δήμαρχος και ο δήθεν στρατιωτικός διοικητής, ενώ ο τότε μητροπολίτης Χρύσανθος αρνήθηκε να συμμετάσχει, όπως επίσης αρνήθηκε να συναντήσει τον Γερμανό στρατηγό και να κάνει δοξολογία.

Μια βδομάδα μετά, δηλαδή στις αρχές Μάη 1941 συγκροτήθηκε στην Ελασσόνα η αντιστασιακή οργάνωση «Απελευθέρωσις της Ελλάδας». Στις 14 Μάη 1941 ιδρύθηκε στη Λαμία το «Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας». Στις 15 Μάη 1941 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η αντιστασιακή οργάνωση «Ελευθερία». Στις 22 Μάη 1941 ιδρύθηκε στην Καρδίτσα το «Εθνικό Μέτωπο» και στη Λάρισα η «Φιλική Εταιρεία», στην Καλαμάτα, στη Μεσσήνη, στην Τριφυλία, στη Σπάρτη, στη Μεγαλόπολη και την Τρίπολη ιδρύθηκαν οργανώσεις με τον τίτλο «Νέα Φιλική Εταιρεία». Στις 28 Μάη 1941 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Εθνική Αλληλεγγύη». Κάθε άλλο παρά φιλικά υποδέχθηκε ο ελληνικός λαός τα γερμανικά στρατεύματα και η Εθνική μας Αντίσταση άρχισε από την πρώτη μέρα της Κατοχής.

Οι φίλοι Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας φοιτητές.

Το πρωί της 31 Μάη 1941 η χιτλερική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, που μόλυνε με την παρουσία της τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, δεν υπήρχε πια. «Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου», έλεγε το γερμανικό Φρουραρχείο, όταν ο Μανόλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβασαν το σύμβολο του ναζισμού.

Ήταν το βράδυ της 30ης Μάη του 1941. Την επόμενη μέρα από την κατάληψη της Κρήτης. Δυο νεαροί φοιτητές – γνήσιοι πατριώτες – ταπείνωσαν το Γ Ράιχ, κατεβάζοντας τη σημαία τους, τη χιτλερική σβάστιγκα απ’ τον ιερό βράχο της Ακρόπολης.

Η ιστορία είναι γνωστή. Οι δυο νέοι που είχαν την τόλμη και την «αποκοτιά» να κατεβάσουν το σύμβολο του ναζισμού απ’ την Ακρόπολη ήταν δυο δεκαεννιάρηδες φοιτητές: Ο Μανώλης Γλέζος της ΑΣΟΕΕ και ο Απόστολος (Λάκης)  Σάντας της Νομικής. Η γερμανική Κομαντατούρ ανακοίνωσε στις 31.5.1941 το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας: «Κατά τη νύκτα της 30ής προς την 31ην Μαϊου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».

Οι δυο Έλληνες πατριώτες δεν είχαν μόνο το θάρρος να κατεβάσουν το σύμβολο του ναζισμού, αλλά είχαν και την τόλμη να αφήσουν και τα αποτυπώματά τους πάνω στο κοντάρι της σημαίας για να τα βρουν οι αρχές της κατοχής και να μην κάνουν εκτελέσεις αθώων για αντίποινα.

Να πώς αφηγείται ο Λάκης Σάντας το «πολύ απλό, αλλά και πολύ μεγάλο» εγχείρημά τους (Από ένα δακτυλογραφημένο κείμενο του 1945 που υπάρχει στο Αρχείο του Ηλία Πετρόπουλου και δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» το 1993):

«Είχε περάσει ένας μήνας που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και η Κρήτη είχε λυγίσει… Κι έξαφνα ένα δειλινό που ήμαστε στο Ζάππειο και ο ήλιος έγερνε, λούζοντας τον ορίζοντα με εκείνα τα χρώματα που μόνο ο αττικός ουρανός έχει, τα μάτια μας γύρισαν στο βράχο της Ακροπόλεως. Μέσα στον υπέροχο φόντο της δύσης, σταθήκαμε και κοιτούσαμε. Και τότε… το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους, που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά – ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάμωμε! Ηρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρωμε. Να την γκρεμίσωμε και να την ξεσχίσωμε και να πλύνωμε έτσι τη βρωμιά απ’ τον Ιερό Βράχο.Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα, που απ’ αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας. Μια σημαία σήκωσε στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μια σημαία θα κατεβάζαμε εμείς στις 31 Μάη 1941. Συμβολικό και το πρώτο, συμβολικό και το δεύτερο».

Και έβαλαν σ’ ενέργεια αμέσως το σχέδιό τους. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και απ’ την Εγκυκλοπαίδεια βρήκαν το τοπογραφικό της Ακρόπολης και αποφάσισαν τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν. Στις 9.30 μμ της 30ής Μάη 1941, ο Λ. Σάντας και Μ. Γλέζος έφτασαν στα Προπύλαια.

Συνεχίζει την αφήγησή του ο Λάκης Σάντας:

«Ακούγαμε από μακριά τα κτηνώδη χάχανα των Γερμαναράδων, που έπιναν μπύρα και κρασί, μαζί με μερικές κακές Ελληνίδες, απ’ αυτές που πουλούσαν τον έρωτά τους στα Προπύλαια, όπου είχαν το Φρουραρχείο. Σφίγγαμε ακόμη περισσότερο τα δόντια μας. Όταν έφτασε η ώρα κοιταχτήκαμε. Ισως να μην ξαναβλέπαμε τον ήλιο ν’ ανατέλη. Είναι αλήθεια ότι νιώθαμε ένα δυνατό χτυποκάρδι, μα αυτό δεν ακουγόταν παραέξω. Τα στήθη μας τα ελληνικά το πνίγανε. Είναι γλυκός ο θάνατος όταν πεθαίνης για τα ιδανικά σου. Σ’ αυτές τις στιγμές δεν έχεις παρά να θυμηθής την Ιστορία…».

Και συνεχίζει:

«Λύσαμε τον συρματόσχοινο και τραβήξαμε για να την κατεβάσωμε. Μα, την είχαν μπλέξει στην κάτω άκρη της με τρία συρματόσχοινα που στήριζαν τον κοντό. Κρεμιόμαστε και οι δυο για να την κατεβάσωμε, μα δεν κατέβαινε. Αρχίσαμε με τη σειρά να σκαρφαλώνουμε στον σιδερένιο κοντό για να τη φτάσωμε και να την κόψωμε. Μα ήταν αδύνατο να τη φτάσωμε. Κουρασμένοι, σταθήκαμε για λίγο κι απογοητευτήκαμε, σκεφτόμαστε τι να κάνωμε. Να φύγωμε, χωρίς τη σημαία λάφυρο, δεν το σκεφτήκαμε ούτε στιγμή. Και μέσα στην ένταση της σκέψης μας, σκεφτήκαμε να σπάσωμε τα τρία συρματόσχοινα για να μπορέσωμε να τη σπάσωμε».

Και άρχισαν τότε με χέρια και με δόντια και σε λίγο το μισητό σύμβολο κατέβηκε. Έσχισαν ένα κομμάτι απ’ τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη την έκαναν ρολό και την πέταξαν στη σπηλιά. «Ακούσαμε το γδούπο της και ησυχάσαμε», αφηγείται ο Λ. Σάντας.

Την άλλη μέρα, επικράτησε πανικός στο γερμανικό στρατηγείο. Πήραν τα αποτυπώματά τους και με έκτακτο στρατοδικείο τους καταδίκασαν σε θάνατο ερήμην (γιατί δεν τους ήξεραν).

Το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή στην Ελλάδα. Η γενναία πράξη των Γλέζου – Σάντα, με το συμβολισμό της, προκάλεσε μεγάλο πατριωτικό ενθουσιασμό. Ενσάρκωσε τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας και την απόφασή του να μη σκύψει το κεφάλι και να μην υποταχτεί, όπως τον καλούσαν οι ντόπιοι πολιτικοί ηγέτες, που παρέδωσαν τη χώρα ή συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Την άλλη μέρα το Λονδίνο και το Κάιρο έπλεξαν εγκώμια γι’ αυτό… Η πράξη αυτή, θεωρήθηκε από τις πρώτες και πάντως πιο ηρωικές αυθόρμητες αντιδράσεις των λαών της Ευρώπης.

Με κύριο άρθρο της που φέρει τον τίτλο «Η σημαία», η δωσιλογική εφημερίδα της δεξιάς «Βραδυνή» του Αραβαντινού καταγγέλλει την πράξη και τους δράστες:

«Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξήρεσαν την γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Πάντως δεν είναι δυνατόν να ήσαν Έλληνες που αγαπούν το Έθνος τους. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μίαν τόσον επαίσχυντον, αλλά και τόσον επικίνδυνον, ως προς τας συνεπείας της, πράξιν».

«Το Ελληνικόν Εθνος απεδέχθη την σημαίαν του Νέου Ράιχ, που εδημιούργησεν η μεγαλοφυής διάνοια του Αδόλφου Χίτλερ […] ως εν σύμβολον δικαιοσύνης, ευνομίας και πολιτισμού. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματος της Ακροπόλεως περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα ελυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της Πατρίδος μας» (1.6.1941).

Μετά την απελευθέρωση, αποκαλύφθηκε η ταυτότητα των δύο νέων που κατέβασαν τη σημαία. Η αποκάλυψη έγινε από την «Ελευθερία» και τον «Ριζοσπάστη» τη μέρα της εθνικής επετείου (25.3.1945). Την επομένη, η συντηρητική εφημερίδα «Εστία» δημοσίευε το σχόλιο με τίτλο «Δύο ήρωες»:

«Όλοι οι Αθηναίοι ενθυμούνται ακόμη τον ειλικρινή ενθουσιασμόν που τους ενέπνευσε το κατόρθωμα αυτό – μοναδικόν εις την ιστορίαν της Γερμανοκρατούμενης Ευρώπης – και την απερίγραπτον λύσσαν που προκάλεσεν εις τους Γερμανούς, φθάσαντας μέχρι του να καταδικάσουν όλους τους Αθηναίους εις την τιμωρίαν του κλεισίματος εις τα σπίτια των από τας οκτώ το βράδυ. Χαιρετίζομεν και ημείς με συγκίνησιν τους δύο αυτούς νεαρούς Έλληνας που λέγονται Απόστολος Σάντας και Εμμανουήλ Γλέζος. Μας λέγουν ότι είναι κομμουνισταί. Δεν μας ενδιαφέρει. Η πράξις των ήτο καθαρά ελληνική» (26.3.1945).

Από την αρχή της γερμανοϊταλικής φασιστικής κατοχής, οι κατακτητές πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να εξαφανίσουν ένα λαό που έξι μήνες αντιστάθηκε με ηρωισμό στ’ αλβανικά βουνά και νίκησε τους φασίστες του Μουσολίνι, όταν ολόκληρη η Ευρώπη είχε υποκύψει στα χιτλερικά τέρατα. Σε πέντε μήνες απ’ την εισβολή, με την πρωτοβουλία του ΚΚΕ είχε ιδρυθεί το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), όταν τα περισσότερα από τα τότε ελληνικά πολιτικά κόμματα συνιστούσαν «σωφροσύνη και σύνεση» και οι αρχηγοί τους είχαν ακολουθήσει τον Γλύξμπουργκ στη Μέση Ανατολή, με την καθοδήγηση των Άγγλων, των μόνιμων κατακτητών από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Οι αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης δεν αντιμετώπισαν μόνον τους Ιταλούς, Γερμανούς και Βουλγάρους φασίστες κατακτητές, τις κυβερνήσεις Κουίσλιγκ, τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας (Γερμανοτσολιάδες – που ιδρύθηκαν τον Ιούνη του 1943 από την κυβέρνηση του δωσίλογου πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη με την έγκριση των Γερμανών κατακτητών), τους κάθε λογής συνεργάτες των κατακτητών, αλλά και τις βρετανικές ραδιουργίες, τα αμαρτωλά παλαιά κόμματα και τις δήθεν αντιστασιακές οργανώσεις, που, σε αγαστή μεταξύ τους συνεργασία, επιδίωξαν τη διάλυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού. Τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όσο και μετά την απελευθέρωση, με ένοπλες επιθέσεις, με το Εθνικό Συνέδριο του Λιβάνου, με τη Συμφωνία της Καζέρτας, με το Δεκέμβρη του 44, τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τη μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία και τον εμφύλιο πόλεμο.

Το παράδειγμα των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, η θυσία, η αυταπάρνηση, η προσήλωση στα υψηλά ιδανικά τους είναι πηγή έμπνευσης, είναι ιερή παρακαταθήκη και βαρύτατη κληρονομιά που οφείλουμε να τη διατηρήσουμε.

Ειδικότερα σήμερα, που «η νέα ιμπεριαλιστική τάξη βομβαρδίζει, σκοτώνει και υποτάσσει χώρες, λαούς και προωθούν παγκόσμια σύρραξη, το ηρωικό έπος της Εθνικής μας Αντίστασης, οι ηρωικές πράξεις όπως αυτή των Γλέζου και Σάντα, μας δείχνουν ότι ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας που κάνουμε είναι αγώνας ζωής, είναι αυτό που περισσεύει από την αξιοπρέπειά μας.

Δανιήλ Τσιορμπατζής

Τι όμορφο που είναι να ζεις / να μπορείς να διαβάζεις τον κόσμο / τη ζωή να τη νιώθεις τραγούδι αγάπης / τι όμορφο που είναι να ζεις / σαν παιδί να απορείς και να ζεις.
Αναγνώσεις:161