Στον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα | της Άννας Τακάκη
(αφιέρωμα στον Β. Κορνάρο)
Την κρίση ’χε του έρωτα, τση λεβεντιάς τη χάρη
στη Στείαν εγεννήθηκε κι η Κρήτη τον εχάρη.
Λέγα’ ντον Ερωτόκριτο κι ήμελλε να περάσει
δύσκολη στράτα τση ζωής, πάθη ν’ αποβαστάξει.
Πετρά μεγάλη ήπαιξε στου παλατιού την πόρτα
μα κατά πως ’ποφάνηκε, άδικα δεν εβρόντα.
Απού ’χει τρόπους να μιλεί, παλληκαριά και θάρρη
κι είν’ η βουλή ντου γνωστική, τα που ποθεί θα πάρει.
Πούρι, βαθιά μες την καρδιά ο πόθος σα’ ριζώνει
μούδε φωνή τονε κρατεί, μούδ’ άθρωπος τον σώνει.
Σαν το δεντρό ριζοβαστά, αθίζει, καρποδένει
θρέφει γενιές με τσοι καρπούς κι αθούς πάλι ’ποστένει.
Για τούτο κι ο Ρωτόκριτος ’πομένει ξακουσμένος
κι από γενιά σ’ άλλη γενιά χιλιοτραγουδισμένος
περνά, γιατί οι έρωτες, τα πάθη και τα μίση
ίδια ’ναι πάσα εποχή, έτσά ’ν’ τ ’αθρώπου η φύση.
Κι ας πούμε για το ταίρι ντου το πολυαγαπημένο
το κρίνο το τρισεύγενο, το μοσκομυρωμένο
που ’χε πολλές τσι χάριτες, πανάκριβα τα λούσα
και τ’ όνομά τζη το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα.
Κι ήτονε νια και όμορφη, αρχοντοθυγατέρα
αγάλια ήζε, μπιστικά με νένα και πατέρα…
Μα τσέρκουλό ’ναι ο καιρός, τροχός απού γυρίζει
είντα θα φέρει η στιγμή κιανείς μας δε γνωρίζει.
Κι ο κύρης τσ’ Αρετούσας μας εκαταδίκασέ ντη
κι αν ίδιο αίμα είχανε, πολυβασάνιζέ ντη
γιατί το σφάλμα τζη ’τονε, φτωχό νιο ν’ αγαπήσει
σα’ σκλάβα και σαν ένοχη θα τηνε φυλακίσει….
Έτσά το ποδεινάστηκε, μα ολπίδα ’χε κρουμμένη
η Αρετή στη φυλακή, ωφ, την αραχνιασμένη!
«Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα»
φουσάντα, λούσα και τιμές, όλα μια μέρα ’φύγα’.
Κι απ’ τα λαμπρά, τα παστρικά, μες στα πηλά επάτειε
μα τση ζωής μπροστάθηκε, στα χέρια τζη την κράτειε.
Απ’ αγαπά με δύναμη κι είν’ καθαρή η ψυχή ντου
το λέει ο νόμος τση καρδιάς να γίνετ’ η βουλή ντου!
Πλάστης μας είναι ο Θεός κι αυτός, πούρι, γνωρίζει
του καθενούς το ριζικό όσο η γης γυρίζει.
Κι ο ποιητής πλάθει ψυχές, τούτος τσι καθορίζει
δρα σα’ Θεός στο έργο ντου, π’ αυτός το κουλαντρίζει.
Τούτος, κριτής ορίζεται κι αθάνατος πομένει
γιατί τριζακουνά καρδιές κι άλλες πολλές υγιαίνει.
Του ποιητή οι λογισμοί, στη γη δεν ακουμπούνε
τσ’ αλήθειας έχουνε φτερά και στα ψηλά πετούνε.
Περήφανα το διαλαλειώ, το λέγω το φωνιάζω
στη γλώσσα π’ ανεθράφηκα, ’πιδέξα ορδινιάζω:
Bαστούμεν ’πό τον Όμηρο, ώσαμε τον Κορνάρο…
αιώνες θα κρατούμενε τση Ποίησης το φάρο!
.
Από την ποιητική συλλογή «Στσι γειτονιές του Ρώκριτου»
Άννα Τακάκη
.
.