Ο Σινεματζής | της Ιφιγένειας Μανουρά
«Το βράδυ στσι 9 στα Δαμάνια θα ρθεί ένας σινεματζής λέει να παίξει σινεμά στο καφενείο του Λεωνίδη και παίρνει ό, τι έχει ο κάθα εις». Ήτανε η φωνή της θείας της Κατίνας που κάθε φορά που ήθελε να κάνει μια ανακοίνωση, έπαιρνε δειλά -δειλά και ντροπαλά το μικρόφωνο. Το ίδιο έκανε και όταν ήθελε να φωνάξει κάποιον στο τηλέφωνο – το κοινοτικό -που είχε στο σπίτι της, και μοναδικό βέβαια την εποχή εκείνη.
-Σινεμά στα Δαμάνια ;
-Και ίντα είναι κινοσάς ο Σινεμάς απορούσαμε εμείς τα παιδιά.
Μας εξήγησε ο Γιώργης του Στάθη ένα παιδί από το χωριό μου που είχε πάει στο Ηράκλειο στο γυμνάσιο και ήξερε. Οι απορίες μας ατελείωτες.
-Σε ένα μεγάλο πανί που βάνουνε στον τοίχο, ένα μηχάνημα βγάνει αθρώπους και κουνιούνται και μιλούνε σαν και εμάς.
-Και πώς είναι σαν και εμάς αφού είναι πάνω στον τοίχο δεν πέφτουνε; ρωτούσε ένα παιδί.
-Και πολλοί είναι οι αθρώποι; ρωτούσε ένα άλλο.
-Ναι πολλοί.
-Και τόσονά μεγάλο είναι το μηχάνημα που μπορούνε να μπούνε όλοι μέσα; Tι να απαντούσε και ο καημένος ο Γιώργης λές και μπορούσε και εκείνος να ξέρει τόσες λεπτομέρειες!! Από τις επτά ετοιμάστηκε το τσούρμο για τα Δαμάνια ένα κεφαλοχώρι που απείχε από τα Αρκάδι το χωριουδάκι μου, 1800 μέτρα. Μπροστά τα παιδιά και πίσω οι μεγάλοι λες και είχαμε πορεία, έτσι συντεταγμένα πηγαίναμε. Από τα παιδιά το μοναδικό κορίτσι ήμουν εγώ.
«Ντροπή κορίτσι πράμα να πηγαίνει στα καφενεία!»
Ο μπαμπάς μου βέβαια που είχε ξεπεράσει αυτά τα ρατσιστικά θέματα και που το μόνο που τον ένοιαζε ήτανε να ευχαριστήσει την Γκαλίνα του όπως με αποκαλούσε, δεν άκουγε κανέναν. Στο δρόμο μας εξηγούσε ότι αυτό που θα δούμε δεν είναι αληθινό ,αλλά φωτογραφίες. Ξέραμε από φωτογραφίες γιατί ο θείος Μίλτος που ήτανε φοιτητής στην Αθήνα, είχε φιλοξενήσει το καλοκαίρι εκείνο την Τούλα και τον Σωτήρη και μας είχαν βγάλει φωτογραφίες.
Φτάσαμε στο χωριό με την αγωνία να δούμε το θαύμα. Βλέπουμε έναν ανθρωπάκο ενάμισι μέτρο και ούτε- εμείς μάλλον περιμέναμε να δούμε κανένα γίγαντα – να έχει μπροστά του ένα μηχάνημα με κάτι καρούλια και ένα πράμα σαν κορδέλα και ετοιμαζόταν να αρχίσει το θέαμα. Για πληρωμή κρατούσε ο καθένας ό,τι είχε αυγά, τυρί, μυζήθρα κ.λ.π. Εκείνα τα χρόνια τα χρήματά μας ήτανε σε είδος. Ειδικά που ήτανε αρχές καλοκαιριού και δεν είχαμε μαζέψει ακόμα την σταφίδα και τα σταφύλια για να έχουμε έστω κάποια λιγοστά χρήματα.
Ατελείωτες μας φάνηκαν οι ώρες για να αρχίσει το θέαμα. Το πρώτο έργο που είδα. Το χώμα βάφτηκε κόκκινο. Τι μαγικό ήτανε όλο αυτό!!! Πού χωρούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, τα ζώα, τα χωράφια;
Εμείς τα παιδιά συνέχεια κλαίγαμε αλλά και οι μεγάλοι δεν πήγαιναν πίσω . Άλλοι έκαναν ότι έβηχαν ,άλλοι ότι φτερνίζονταν, μην φανεί δα, αν και άντρες, πως βάλανε τα κλάματα !!!
Τελειώνοντας το έργο, πληρώσαμε με τα προϊόντα μας και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε για το χωριό μας μες στο σκοτάδι, με το λιγοστό φως του φεγγαριού. Άλλος έλεγε το ένα, άλλος το άλλο και τα παιδιά πια ακούγαμε χωρίς να μιλούμε, για να καταλάβουμε εκ των υστέρων το έργο, που από ό,τι θυμάμαι πολύ μας μπέρδεψε. Το έργο ήταν το θέμα των συζητήσεών μας για αρκετές ημέρες.
Πολύ θα ήθελα να ξαναζούσα εκείνη την περιπέτεια .Και αν πάλι φέρουν στα Δαμάνια σινεμά θα πάω με τα πόδια, για να θυμηθώ εκείνη την μοναδική βραδιά. Αλλά όλα πια έχουν αλλάξει και ειδικά την ίδια Παρέα δεν θα την βρω ποτέ ξανά!!!
Ιφιγένεια Μανουρά
.