Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Οι σταγόνες τση βροχής | του Αντώνη Κουκλινού

.

Δυό καμεράκια σπίτι είχενε κ’ ένα παρακούζινο, ίσα, ίσα να μαγερεύγουνε κ’ ένα σοφρά να καθίζουνε να τρώνε. Το χειμώνα, άστα αξεκαθάριστα… Πέρα, πόδε, βάνανε λεκανίδες να στάσει το νερό απου το δώμα και κάθα ντίς και ντάι εξεσέρνανε τα κρεβάθια να μη γραίνουνται οι πατανίες και τα γιοργάνια.

Φτωχοί αθρώποι και δύσκολοι καιροί. Ότι και ξετζιτζικώσανε τα κοπέλια και μπήκανε στο σκολιό και ντακάρανε οι γονέοι τσ’ εργάτες πέρα, πόδε. Αξημέρωτα εσηκώνουντονε να ποκατασέσου ντα κοπέλια και να τα ‘φήσουνε τω γερόντω, να μολάρουνε για το μεροκάματο. Ευτυχώς απου σέρνονται οι γέροι ακόμη και βοηθούνε τη κατάσταση. Μεγάλο πράμα να γιαγέρνεις αργά στο σπίτι και να βρίχνεις μαγερεμένα. Να θες να ποσαστείς, να διαβάσεις τα κοπέλια και να κάμεις κολάι για ταχιτέρου που θα πάς κ’ ίντα θα κάμεις.

Πρωινιάτικα εσηκώθηκε να μαζώξει τα λεκανίδια, απου ήβρεχε πάλι τη νύχτα.

-Δε παλεύγεται ο καιρός μπλιό μπρέ γυναίκα, βρέχει, βρέχει και σταματημό δε ν’ έχει.

-Ίντα να πούμενε… Χειμώνας είναι…

-Δε πάει άλλο με τσι μοσώρες καθ’ αργά, να βαστούνε το σπίτι, απου στάζει το δώμα, σ’ ούλα τα μεσοδόκια θωρώ και τρέχει νερό.

-Δε ν’ έπχιασε η λεπίδα οφέτος απου βάλαμε, μα δε γατέχω γιάιντα….

-Δε ν’ ήτονε πρέπως καλή ίντα να πώ.

-Να πας να σκάψεις αλλού να φέρεις, άμα θα σάσει ο καιρός και σταθεί να βρέχει.

-Δε μα σε σώνει ετονά το πράμα γυναίκα και σα καλοκαιρέψει, θα ιδώ ίντα θα κάμω να ρίξομε ταράτσα.

-Κακομοίτση ντα που θα βρούμενε άμμο και πως θα τη κουβαλήσεις.

-Εσκέφτηκα να βρώ δυο τρείς γαιδάρους, να ντακάρω να γυρίζω τσι ποταμούς και θα τη νε φκαιραίνω έπαε στη ν’ αυλή, τσουβαλάκι, τσουβαλάκι.

-Να σάσει ο καιρός κ’ απώς θα ν’ άρχομαι και του λόγου μου, να σε βοηθήσω.

-Λεφτά θέλει και άντε δά να πάμενε στο μεροκάματο, να μαζώξομε και το λάδι οφέτος κ’ έχει ο Θιός να μα σε βοηθήσει.

Ετσά θα πάει ο χειμώνας… Θα στρώνει τα κρεβάθια οπου δε στάσει νερό κ’ απός θα βάνει λεκανίδια πέρα πόδε, κάθα που βρέχει τη νύχτα. Να μαζώξει λεφτά για το τσιμέντο, τα σίντερα και να πλερώσει τσι μαστόρους απου θα καλουπχιάσουνε, να ρίξει τη ταράτσα. Τόπο να βάλει τη σιρμαγιά απου θ’ αδειάσει το σπίτι, δε ν’ έχει, μα ας’ είναι καλά οι γειτόνοι. Σε δυο τρείς αυλές θα τα βάλουνε και θα κοιμούνται όξω καλοκαιργιάτικα, σάμε να ποκαταστέσει το σπίτι.

Ούλοι κ’ ούλοι, εβοηθούσανε, το κατά δύναμη. Εκουβαλούσανε σκιας ένα μήνα τη ν’ άμμο με τσι γαιδάρους από το ποταμό και τη ν’ ήκαμε σωρό στη ν’ αυλή. Σα ν’ εντάκαρε να ρίχνει το δώμα, εβρεθήκανε κ εκειά χέργια να βοηθήσουνε. Ετσά νε αυτά δανεικά….

Ούλοι κ’ ούλοι να του δώσουνε μνιά ν’ ανεβάσταξη, για να προλάβει να μπεί μέσα πρίχου να ντακάρει να βρέχει. Σα ν’ εβγάλανε και τα μεσοδόκια, εντακάρανε οι καλουπατζίδες δουλειά. Σε μνια ν’ εβδομάδα εβάλανε και τα σίντερα. Ούλο το χωργιό Δευτέρα αξημέρωτα ήτονε στο πόδι. Οι γ’ άντρες ο καθένας εβάστα τη παλάμη από το σπίτι ντου και ήρχουντονε, αφιλοκερδώς. Εμαλάσανε και με τσι ντενέκες και τα ζεμπίλια, εκουβαλούσανε στο ν’ ώμο το τσιμέντο και ρίχνανε τη ν-ταράτσα.

Ο νοικοκύρης, ήκαμε το κολάι ντου να χει μπόλικο φαϊτό. Οι γυναίκες ανάψανε το φούρνο να βάλου ντα τεψά, για να φάνε ούλοι μαζί στα ξέτελα, μα ετοιμασανε και μεζέδες να τρατέρνουνε με το κρασί, κάθε πότε λίγο, για να πάρουνε δύναμη οι γ’ άντρες να ξεβγαρτίσει η δουλειά. Ασταμάτητα σάμε να τη ρίξουνε, δε ν’ είχενε ξάργητα κ’ απίς ετελειώσανε, ξεθεωμένοι τση κούρασης, εβάλανε δυο τραπέζα στη σειρά και τάβλες πάντα κ’ άλλη να κάτσουνε να φάνε.

Κουβαλούνε το κρασί με τσι κανάτες, να πχιούνε και να ευχηθούνε με το καλό να μπαινοβγαίνουνε και καλοστερεωμένο. Η χαρά ντου απου δε θα ξαναχρειαστεί τα λεκανίδια και να μεταξεσέρνει τα κρεβάθια οντε θα ξαναβρέξει, φαίνεται και στο χαμόγελο τση γυναίκας του.

-Εκαταφέραμέ ντα δόξα το Θεό και δε θα μασε πχιάσει ο χειμώνας γυναίκα.

-Παναγία μου κ όλας, να ναι καλά οι χωργιανοί, απου μα σε βρεθήκανε και ξενετάραμε ογλήγορα.

-Νάνε καλά μα και του λόγου μου δε ν’ ήφηκα τράτσα σάμε δα, να μη βαστώ τη παλάμη να γλακώ να πα να βοηθήσω.

Ένα σπίτι φτωχικό… Δυό κάμερες και το παρακούζινο… Μνιά οικογένεια που ανέθρεψε εκειά μέσα, έξε κοπέλια… Σε τούτονέ το σπίτι εξεχειλίζανε οι χαρές, χειμώνα καλοκαίρι. Το ψωμί κάθε που θελα κάτσουνε να φάνε, δε ν’ επερίσσευγε, μα η ευτυχία ήτονε το καθημερνό ντος ρούχο. Και σκέφται εδα κιανείς… μα γίαντα δε χαμογελούμενε σήμερο, απου τά ‘χομενε ούλα…

Δε θέλει και ρώτημα… Τα όνειρά σου δε ντα χτίζεις όπως και όπου να ναι… Ετονέ το ν- τόπο δε ντο ν’ αγαπήσαμε, όπως τού ‘πρεπε…. Και που φτάξαμε;

Να χεις ένα σπιτάκι στο χωργιό σου, χτισμένο με τσι παλάμες και τη ν’ άμμο του ποταμού, και να σου λέει ο νομοθέτης…

-Πλήρωσε χαράτσι, διαφορετικά θα στο πάρω….

Να γιάιντα ξεπουλιέται ο τόπος κομμάτι, κομμάτι…. Και συνεχίζει ο χειμώνας να μα σε γραίνει τη ψυχή κ ας μη χρειάζονται μπλιό τα λεκανίδια…

Αντώνης Κουκλινός

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:71