Η Πολυκατοικία | της Αθηνάς – Ιωάννας Λειβαδάρα
Απέναντι από την πολυκατοικία μου στέκει ένα νεκρό παιδί. Το βλέπω από το παράθυρο να κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα την κλειδαμπαρωμένη πόρτα, σα να περιμένει κάποιον να βγει. Ποτέ όμως κανείς δε βγαίνει. Όλοι είναι κλεισμένοι στα διαμερίσματα τους. Οι πόρτες τους όντας κλειδωμένες, ανοίγουν συγκεκριμένες ώρες της μέρας και μόνο για την παραλαβή τροφίμων. Μια φορά το μήνα μας δίνεται η ευκαιρία να βγούμε έξω από το σπίτι αλλά, προς θεού, ποτέ έξω από την πολυκατοικία. Απαγορεύεται. Η πόρτα φτιαγμένη από ατσάλι είναι καλά κλεισμένη. Δυο δράκοι με φλεγόμενα στόματα τη φυλούν νυχθημερόν, όχι για να μη βγει έξω κάποιος από μας. Αυτό αποκλείεται! Όλοι γνωρίζουμε ότι αν ανοίξει η πόρτα κινδυνεύουμε. Δεν ξέρω από τι. Ξέρω μονάχα ότι κινδυνεύουμε και δεν πρόκειται να το ρισκάρω ποτέ. Το μόνο που τολμώ να κάνω είναι να κοιτάζω που και που από τις χαραμάδες του παραθύρου του δωματίου μου. Μ’ αρέσει να βλέπω το φως να τρεμοπαίζει. Καμιά φορά το ανοίγω ελάχιστα. Τότε είναι που βλέπω τα φύλλα να πέφτουν, τα κλαδιά να γυμνώνουν, τα λουλούδια να μυρίζουν, τα πουλιά να κελαηδούν, τις σειρήνες να ηχούν αδιάκοπα. Κάπου εκεί ανάμεσα σε όλα αυτά είδα ένα πρωί εκείνο το νεκρό παιδί. Από τότε έχουν περάσει μήνες ολόκληροι και δεν έχει φύγει. Οι μεγάλοι μιλούν μεταξύ τους για μια νέα απειλή. Εγώ νομίζω ότι υπερβάλλουν. Ένα παιδί δεν μπορεί να κάνει κακό, πόσο μάλλον ένα νεκρό παιδί. Εκείνοι όμως επιμένουν.
«Πιστεύω ότι πρέπει να το εξοντώσουμε» άκουσα κρυφά να λέει ο διοικητής στην τηλεδιάσκεψη των ενοίκων.
«Μα πως; Αφού είναι νεκρό;» Αναρωτήθηκε ο αρχιστράτηγος.
«Δεν ξέρω, κάποιος τρόπος θα υπάρχει», απάντησε.
«Αν του βάζαμε φωτιά;» ρώτησε ο επιστάτης.
«Θα δούμε. Θα επικοινωνήσω με τις άλλες μονάδες ώστε να ακολουθήσουμε κοινή ταχτική. Απ’ ότι φαίνεται τα νεκρά παιδιά απειλούν όλες τις μονάδες. Μερικές μάλιστα τις έχουν περικυκλώσει. Ζήτημα χρόνου να έρθουν σμήνη νεκρών παιδιών και στη δική μας μονάδα. Οπότε ας αρχίσουμε να τα ξεφορτωνόμαστε από τώρα, πριν να είναι αργά» συμπλήρωσε ο διοικητής.
«Αν το θάβαμε;» πετάχτηκε μία ένοικος με τρεμάμενη φωνή.
«Αυτό αποκλείεται! Δεν επιτρέπεται να βγει κανείς από το κτήριο αυτό. Η συζήτηση τελειώνει εδώ. Καλή σας μέρα» είπε ο διοικητής και έκλεισε τη συνομιλία.
Επέστρεψα αθόρυβα στο δωμάτιο μου και κοίταξα από το παράθυρο. Το νεκρό παιδί δεν ήταν μόνο του πια. Δίπλα του στεκόταν άλλο ένα νεκρό παιδί. Αυτή τη φορά κορίτσι γύρω στα 5. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα με βούλες κόκκινες και κρατούσε μία κούκλα αγκαλιά. Έπεσα για ύπνο ελπίζοντας πως όταν ξυπνήσω τα νεκρά παιδιά θα έχουν εξαφανιστεί. Το όνειρο δεν κράτησε για πολύ, άναρθρες κραυγές και βογκητά με έκαναν να σηκωθώ. Μπροστά από την πολυκατοικία ένα σμήνος νεκρών παιδιών είχε συγκεντρωθεί. Δεν ήταν αυτά όμως που φώναζαν. Ήταν οι ένοικοι. Πανικόβλητοι ένιωθαν το τέλος να πλησιάζει. Πρώτη φορά βλέπαμε ένα σμήνος νεκρών παιδιών. Εγώ δεν φοβήθηκα. Ήξερα μέσα μου πως ένα σμήνος από νεκρά παιδιά δεν μπορούσε να κάνει κακό. Κοίταξα απέναντι από την πολυκατοικία, ψάχνοντας για το δικό μου νεκρό παιδί. Ευτυχώς ήταν ακόμα εκεί, στο ίδιο σημείο με τα μάτια στραμμένα στην εξώπορτα.
Αθηνά – Ιωάννα Λειβαδάρα