Η κερα Γιώργαινα, του Αντώνη Κουκλινού
Ολομόναχη επόμεινε… Χήρα εδά και δέκα χρόνους. Καλοστεκούμενη κοντοφτάνει τα ογδόντα μπλιό.
Ένα κοπέλι ούλο κ’ ούλο ήκαμε κ’ αυτό εξενιτεύτηκε στη ν’ Αυστραλία. Μνιά φορά ήρθενε τα πρώτα χρόνια, μα σαν ήκαμε οικογένεια, δε ν’ εξαναφάνηκε. Πέμπει τση γράμματα, μα ίντα το θες, από τη φωτογραφία γνωρίζει τα δυό εγγόνια τζη, απου εγενίκανε ολόκληροι άντρες. Τη νύφη τζη κ’ αυτή μόνο σε φωτογραφία τη ν’ έχει θωρώντας.
Ετσά λογιώς αμπώθει τον καιρό κ’ όπου φτάξει. Κοντοσιμώνει η Λαμπρή και ούλες οι νοικοκεράδες αγλακούνε πάνω, κάτω να προλάβουνε.
Στη γειτονιά τζη, ούλα τά ’χουνε νοικοκυρεμένα. Φρεσκοασπρισμένο το σοκάκι, μοσκομυρίζει ασβέστη και παρασερμένες ούλες οι αυλές, λαμποκοπούνε με τσι ανθισμένες βγιόλες στσι κάτασπρες ντενέκες. Το φούρνο απού χει στη ν’ αυλή τζη, θα το ν’ ανάψουνε κ’ οφέτος οι γειτόνισσες, να ψήσουνε τα τσουρέκια και τα αυγοκούλουρα. Και για τούτο νά, τση κάμανε επίσκεψη σήμερο.
-Καλημέρα θεία Γιώργαινα!
-Καλώς τσι κοπελιές, εμπάστε μέσα, μη στέκετε στη μ-πόρτα.
-Θέμενε να σου πούμενε πάλι για το φούρνο, ανε μας το νε δώσεις κ οφέτος, να ετοιμάσομε τα τσουρέκια και τα καλιτσούνια.
-Και θέλει ρώτημα ετούτο νά το πράμα; Κιαμε δε θα σας τονε δώσω;
-Νασαι καλά, απου δε μας αρνήθηκες κιαμνιά χρονιά, να σου κάμωμε καπατουμά, τη ν’ αυλή σου.
-Σιγά το πράμα… να μη ντο λέτε καθόλου… ελάστε να κάμετε τη δουλειά σας, μα γω δε με γνοιάζει, δε ν’ εχω δα και περίσσες φροντίδες να κάμω, ολομόναχη επόμεινα η μαύρη.
-Καλά θειά, αύριο θα φέρομε τα ξύλα και θ’ ανάψουνε οι γ’ άντρες το φούρνο, ότι θες και του λόγου σου να το ετοιμάσεις θα στο ψήσομε.
-Δε ν’ έχω παιδί μου σκοπό να σάσω πράμα οφέτος, για δε μπορώ μπλιό, δε με βαστούνε και τα πόδια μου να σου πω τη ν’ αλήθεια.
Το παράπονό τζη εφάνηκε στα μάθια τζη ντελόγω και δε ν’ εχρειάστηκε να καταλάβουνε γιάντα.
-Σα ν’ είναι σκιάς ετσά θειά και δε μπορείς αμοναχή σου, ούλες θα βάλωμε ένα χεράκι παραπάνω και θα σου σάσωμε τη μπάρτε σου.
-Όηηη Παναγία μου…!!!
-Ντα πχιός θα τα φάει παιδί μου, αμοναχή απού μαι, δε μπατεί άθρωπος στο σπίτι μου.
-Το σπίτι μου παιδί μου, ήκλεισε απις ήχασα και το ν’ άντρα μου.
-Καλά, καλά, ποτές δε γατέχεις θειά, Λαμπρή είναι και ο μουσαφίρης σου τυχαίνει εκειά απου δε ντο περιμένεις… εμείς δε σ’ αφήνομε ετσά λογιώς.
Ταχινή, ταχινή, οι γ’ άντρες επχιάσανε δουλειά. Εμαζώξανε τσι δεμαθιές τα ξύλα και τα ντανιάσανε στο γύρω τσ’ αυλής. Ο ένας ήναψε το φούρνο κ’ οι γ’ αποδέλοιποι, κουβαλούνε τσι τάβλες τα ψωμνιά.
Σαν επανίσανε με το μπανιστή το φούρνο, ένα, ένα ψωμί παίρνει τη θέση ντου. Οι νοικοκεράδες ετοιμάζουνε και τσι λαμαρίνες με τα τσουρέκια, τα καλιτσούνια και τ’ αυγοκούλουρα. Η δουλειά θα σύρει να πάει αργά και η αυλή τση Γιώργαινας εγέμισενε κόσμο να μπαινοβγαίνει. Εκείνη δε ν’ εσταμάτησε να σάζει καφέδες και να κουβαλεί νερό να πχιούνε. Στα στερνά στη τελευταία φουρνιά, ήρθανε οι νοικοκεράδες και κάμανε τη ν’ αυλή λαμπίκο. Ούλα στη θέση ντος και τση φήκανε μνιά λαμαρίνα ανετρουλί, ψωμνιά, τσουρέκια, αυγοκούλουρα και καλιτσούνια.
-Παναγία μου….!!!!
-Ίντα μου φήκετε ετούτανε να τα κάμω ίντα…!!!
-Πάρετέ τα παιδί μου μα γω δε θέλω…!!!
-Θειά γροίκα μου έπαε… βάλετα στο τραπέζι σου, στόλισέ το και οντε θα βάψωμε τ’ αυγά θα σου φέρω, να μη σου λείπει πράμα.
-Ώφου μπρέ παιδί μου και γιάιντα δε μου φρουκάστε, ίντα θα τα κάμω γριά γυναίκα και αμοναχή απού με, κρατήξετέ τα απού’ χετε κοπέλια και θα τα φάνε.
-Θειά τα κοπέλια μας έχουνε και δε στερούνται, αδε σου χρειαστούνε, έπαέ ‘μαστονε και θα τα καταναλώσομε.
-Ίντα να σα σε πω, απου το κάμετε και δε θέλω να σας σε στενοχωρήσω, απις αδειάσω τη λαμαρίνα θα τη νε πάρετε σκιάς.
Τη ν’ επαύριο, τση φέρανε σκουτελικό αυγά βαμμένα και τά ’βαλε στη μέση, μέση στο τραπέζι. Σα ν’ ήφταξε το Μεγάλο Σάββατο, εβγήκενε όξω στη ν’ αυλή, να ποτίσει τσι βγιόλες τση και να μαζώξει τα ρούχα από τη ν’ απλώστρα. Ότι και είχενε ποκάμει τσι δουλειές τση κ’ έκατσε μια ολιά να λιαστεί. Αξάφνου, θωρεί να κατεβαίνουνε δυό νεαροί στο σοκάκι και βαστούνε δυό βαλίτσες. Εφτάξανε στη μ-πόρτα και στεκουλίζουνε απόξω.
Επαραξενεύτηκε αλήθεια είναι, μα δε ν’ ήδοκενε σημασία. Σ’ ένα λεφτό, θωρεί μνιά πατούλια να κατεβαίνει, και σέρνουνε και δυό τζαναβάργια. Εσηκώθηκε απάνω και σιμώνει στη ν’ αυλόπορτα. Ξανοίγει καλά, καλά να ιδεί ανε γνωρίζει κιανένα ντος, μα μπά… δε ν’ αφέγγουνε τα μάθια τζη και δε ντη βοηθούνε. Σα ν’ εκοντοσίμωσε η πατούλια στη πόρτα τζη απόξω, τσι ξανοίγει καλά, καλά και τω σε λέει.
-Πού πάτε παιδί μου, από πού ‘στε…
Σιμώνει ο ένας και τση κάνει.
-Μάνα μου δε με γνώρισες ακόμη!
Σέρνει μούγκρος κ’ ανοίγει τη πόρτα…
Ανοίγει τη ν’ αγκαλιά τζη και χώνεται μέσα ο Νικολής και το νε πχιάνουνε τα κλάϊματα.
Ανεστουλουχά σα ντο μικιό κοπέλι, στη ν’ αγκαλιά τση μάνας του.
-Ωφου ιντά ‘παθα Νικολιό μου, παιδί μου; εγέρασα και δε θωρώ καλά να σε γνωρίσω αντράκι μου!
-Μάνα μου! αξώθηκα με τη δύναμη του Θεού να ’ρθω μάνα!!
-Και γιάντα δε μου το ‘γραψες να το κατέχω παιδί μου πως θα ‘ρθετε!
-Δε ν’ ήθελα να σε βάλω στη ν’ αγωνία μάνα, γιατί το ταξίδι είναι μεγάλο σάμε να φτάξομε.
-Έλα όμως εδά, να σου γνωρίσω τη νύφη σου!
-Ξάνοιξε το Γιώργη που ανέστησε το ν’ αφέντη μου!
-Ξάνοιξε και το δεύτερο εγγόνι σου, ένα μπόι τό ‘χει σερμένο.
Αποσβολωμένη, αγκαλιάζει και φιλεί αχόρταγα ένα, ένα τζη κοπέλι.
-Μάνα ο Γιώργης ήρθενε με τη γυναίκα ντου και τα δυό μου εγγόνια, τα δισεγγονάκια σου… ξάνοιξε παέ άντρες τσί ‘χεις…!
Εσκλήριζε απου τη χαρά τζη κ’ εξεταλάγιασε τη γειτονιά.
-Παναγία μου ίντα μού ‘πεψες σήμερο και που θα βάλω τσι χαρές μου, να μη τροζαθώ..!!
Εβγήκανε οι γειτόνισσες όξω, να μοιραστούνε τη χαρά τζη…
-Γειτόνισσα! Είδες εδά απου θα χρειαστούνε τα τσουρέκια;
-Ξάνοιξε επαέ κόσμο, απού ‘χεις εδά να κονέψεις!
-Εδά θα πας να γυρεύγεις κ’ αρνιά να σουβλίζετε αύριο!
-Είδες; ο Θεός σου τσί ‘πεψε μαζωμένες τσι χαρές οφέτος!
Τροζαμένη η καψερή, αγλακά, από το ν’ ένα στο ν’ άλλο και δε τζη πόμεινε μνιαλό, να τω σε πεί περάσετε μέσα, μονο σφιχταγκαλιάζουνται όξω στο δρόμο.
-Ίντα κάνω η κουζουλή, θωρείτε με γειτόνισσες;
-Όξω τσί ‘χω και στέκουνε ετόσηνά ώρα Παναγία μου και ήχασα το νού μου, από το χιαρχιντισμό μου.
-Ελάστε μέσα παιδιά μου! ελάστε κοπελάκια μου.
Ύστερα από χρόνια που στερήθηκε το βλαστάρι τζη, εδα θα πάρει μαζωμένες τσι χαρές.
Ολάκερη οικογένεια τσή ‘φερε, με εγγόνια και δισέγγονα.
Το καντηλάκι του μακαρίτη, θα τ’ ανάψουνε ούλοι μαζί και θα χαίρεται η ψυχή ντου.
Γιατί ένα σπίτι, άνοιξε τα πορτοπαράθυρα, να γεμίσει με χαρές και χαμόγελα και μνιά μάνα θα χαίρεται επι τέλους, τη φετινή Λαμπρή…
.
Αντώνης Κουκλινός
