Βασίλης Ρώτας. Ένας διαλεχτός άνθρωπος από τους κορυφαίους του λαϊκού πολιτισμού μας
Ο Βασίλης Ρώτας (23 Απρίλη 1889-30 Μάη 1977), γιος φτωχής οικογένειας χωρίς σταθερό εισόδημα, γεννήθηκε στις 5 Μάη 1889 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, το 1889 η οικογένειά του μετακομίζει στην Κόρινθο και το 1903 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα.
Ο Ρώτας τελείωσε με άριστα το Βαρβάκειο, έχοντας από νωρίς ξεχωρίσει ως ιδιαίτερη προσωπικότητα μεταξύ των συμμαθητών του, καθώς η μεγάλη του αγάπη για την ευρύτερη μελέτη αλλά και η αντισυμβατική του συμπεριφορά είχαν εκδηλωθεί από νωρίς. Το πρώτο του ποίημα το έγραψε στην Α´ Δημοτικού και το πρώτο του διήγημα στην Β´ Γυμνασίου.
Η επιθυμία του Βασίλη Ρώτα, παρά την απαγόρευση από τον πατέρα του, ήταν να σπουδάσει Ιατρική. Έτσι γράφτηκε κρυφά στην Ιατρική Σχολή και στην συνέχεια στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην οποία φοίτησε ως το 1910. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τους Κώστα Βάρναλη και Μάρκο Αυγέρη.
Το 1910 μαζί με δημοτικιστές και προοδευτικούς συμφοιτητές του ιδρύουν την «Φοιτητική Συντροφιά», που αποτέλεσε ένα πυρήνα ζύμωσης του πιο προοδευτικού τμήματος της νεολαίας, ζύμωσης γύρω από μια σειρά καυτά ζητήματα της εποχής, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.
Την ίδια χρονιά, κατετάγη στον στρατό ως έφεδρος, αποστρατεύθηκε την ίδια χρονιά, για να επιστρατευθεί εκ νέου το 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους και έκτοτε έμεινε μόνιμα στον στρατό ως τις 5 Αυγούστου 1926 οπότε και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Το 1917 με το ψευδώνυμο «Βασίλης Κορίνθιος» κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Το τραγούδι των σκοτωμένων – κρυφός καημός» και το 1924 κυκλοφόρησε η πρώτη του μεταφραστική εργασία, η «Άννα Καρένινα» του Λέοντα Τολστόι.
Το 1921 ο Ρώτας παντρεύτηκε με την παιδική του φίλη και από την Κόρινθο, Κατερίνη Γιαννακοπούλου με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Ρένο-Παναγιώτη, την Μαρούλα και τον Νικηφόρο.
Το 1949 γνωρίστηκε με την λογοτέχνη Βούλα Δαμιανάκου με την οποία από το 1954 και μετά έζησε μαζί ως τον θάνατό του.
Οι πρώτες επιρροές του Βασίλη Ρώτα προέρχονταν από τα λαϊκά πανηγύρια, των οποίων τον κοινωνικό ρόλο διαπίστωσε από νωρίς, καθώς παρατήρησε ότι σε αυτά οι τσακισμένοι από την φτώχεια και τις δυσκολίες άνθρωποι, έστω σε εκείνες τις ώρες, με τον χορό και το τραγούδι σαν να έβγαζαν φτερά.
Ο Βασίλης Ρώτας, γέννημα και θρέμα του δημοτικού τραγουδιού, σ’ ένα τραγούδι του γράφει:
«Όταν οι μέρες θα γλεντάν κι οι νύχτες θα χορεύουν
και τη χαρά θα τη μετράν μ’ ολόγιομο φεγγάρι,
τότε να ζεις, αγάπη μου, θυμήσου με κι εμένα
θυμήσου αν ήμουν όμορφος, αν ήμουν παλλικάρι
τραγουδιστής και χορευτής και πρώτος στους αγώνες
θυμήσου με αν δεν έγραψα μ’ αίμα τ’ όνομά μου
σε βράχους, σε καστρόπορτες, σε δρόμους σε πλατείες
σε φαντασίες κοριτσιών, σε στόματα αντρειωμένων.»
Και πραγματικά. Ο Ρώτας ήταν λεβέντης στο χορό και στο τραγούδι όσο και στον πόλεμο για την εθνική ανεξαρτησία και τη λευτεριά, όπως είπε και ο Μάνος Κατράκης «ο Ρώτας χορεύει σαν αητός».
Ταυτόχρονα ο Ρώτας με τις μελέτες του για την λαϊκή παράδοση και το έργο του, στη συνέχεια, θωράκιζε την παράδοση, όχι για να την κλείσει σε κάποιο σεντούκι, αλλά βλέποντάς την ως την πρώτη πηγή δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης καθώς σε αυτήν έβλεπε ένα θησαυρό αξιών του εργαζόμενου λαού.
Η δεύτερη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα ήταν το οικογενειακό του περιβάλλον το οποίο απέπνεε μια πνευματικότητα και δεν είναι τυχαίο ότι και τα πέντε παιδιά της οικογένειας ασχολήθηκαν με τα γράμματα και τις τέχνες.
Η τρίτη επιρροή στον Βασίλη Ρώτα έρχεται από το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και από το ευρύτερο λογοτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον της εποχής του.
Ο Ρώτας λατρεύει το δημοτικό τραγούδι, την βυζαντινή και κλασική μουσική που έχει σπουδάσει, ψέλνει υπέροχα, αποδίδει θαυμάσια άριες των Μότσαρτ και Βάγκνερ, τραγουδά ξένα λαϊκά τραγούδια, μαθαίνει μόνος του ξένες γλώσσες και χορεύει.
Υπάρχει όμως και μια άλλη επίδραση στην προσωπικότητα του Βασίλη Ρώτα που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωσή του και αυτή ήταν το έργο του Άγγλου δραματουργού Ουίλιαμ Σαίξπηρ το οποίο μετέφρασε στο σύνολό του.
Πέρα από την μετάφραση του έργου του Σαίξπηρ, ο Ρώτας μετέφρασε και μια σειρά έργων άλλων μεγάλων δημιουργών, από τέσσερις γλώσσες.
Η θεατρική καριέρα του Βασίλη Ρώτα ξεκίνησε πριν ο 20ος αιώνας συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία του. Στα παιδικά του χρόνια, οι θεατρικές του εμπειρίες ήταν ελάχιστες. Υπήρχε όμως το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης. Από μικρό παιδί άρχισε να φτιάχνει φιγούρες και να δίνει παραστάσεις. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο: Η απαγγελία ποιημάτων η οποία απαιτεί ορθοφωνία και κάποια θεατρικότητα. Ο Ρώτας είχε έμφυτο ταλέντο στην απαγγελία και μάλιστα «δίδασκε» και τους συμμαθητές του στο σχολείο.
Την περίοδο 1906-1910 ο Βασίλης Ρώτας σπουδάζει θέατρο στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Σχολή Καλησπέρη και στην Δραματική Σχολή του Ωδείου Λόττνερ. Θαυμάζει πολύ τον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και ο θαυμασμός του γίνεται κίνητρο για να μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά εντελώς μόνος του.
Από το 1926 και μετά διδάσκει στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στο Ωδείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύει και λειτουργεί στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Αυτό το θέατρο ήταν το όνειρό του. Δημιούργησε μία σκηνή όπου οριοθέτησε την ιδεολογία του για το τι σημαίνει «λαϊκό». Πιστεύει πως το λαϊκό θέατρο είναι μια υπόθεση δημοκρατική που αφορά την πνευματική ανύψωση και εξέλιξη του λαού, των εργαζομένων και επιθυμεί να αναπτυχθεί μέσα στον λαό, για τον λαό με εθνικά και ταξικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας νέα θέματα συνδεδεμένα με την κοινωνική πράξη των απλών ανθρώπων και να αντιπαρατίθεται στην αστική δραματουργία και την θεματολογία της.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πενταμελής οικογένεια του Ρώτα μένει μέσα στο θέατρο και πρέπει να είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του θεάτρου μας.
Το 1935 ο Βασίλης Ρώτας παραχώρησε το θέατρο στο ΚΚΕ για να πραγματοποιήσει την προεκλογική του συγκέντρωση. Από τότε άρχισε να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια.
Με πρόσχημα την μη επαρκή πυρασφάλεια του κτιρίου, η δικτατορία του Μεταξά έκλεισε το θέατρο.
Στις 30 Οκτωβρίου 1940 ο Βασίλης Ρώτας πήρε πρωτοβουλία για την συγκρότηση πολεμικού θιάσου, η οποία όμως απέτυχε.
Στις 9 Νοεμβρίου 1940 με επιστολή του στο ΓΕΣ ζήτησε έγκριση και υποστήριξη για την δημιουργία ενός θιάσου που θα ήταν κοντά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αλλά και στα χωριά, καθώς και στα νοσοκομεία. Η αίτηση απορρίφθηκε.
Το καλοκαίρι του 1942 με την σύμφωνη γνώμη του ΕΑΜ, ο Βασίλης Ρώτας ιδρύει το Θεατρικό Σπουδαστήριο με διοικητική επιτροπή που αποτελούν οι Μέμος Μακρής, Κώστας Ζαΐμης και Βασίλης Ρώτας. Το Σπουδαστήριο –πρώτη περίοδος λειτουργίας καλοκαίρι 1942 μέχρι Μάρτη 1944– στάθηκε σχολείο αγώνα, θέατρο, φυτώριο της ΕΠΟΝ και καταφύγιο της σκλαβωμένης νεολαίας.
Και μόνο η αναφορά στις δραστηριότητες του Θεατρικού Σπουδαστηρίου και στα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί θα αρκούσε για να γράψει κανείς ξεχωριστό βιβλίο.
Μέσα στην Κατοχή έγραψε το μονόπρακτο «είδος φάρσας» «Το Πιάνο» («κωμωδία για κούκλες»), το οποίο εκδόθηκε το 1943. Ένα από τα καλύτερα θεατρικά έργα του για παιδιά, το οποίο ευτύχησε να παρουσιαστεί αρκετές φορές μέσα στην Κατοχή, κάτω από τη μύτη των Γερμανών, ορισμένες φορές μαζί με την άλλη σημαντική κωμωδία του για εφήβους «Οι Γραμματιζούμενοι» (1943).
Τον Μάρτιο του 1944 ο Βασίλης Ρώτας μαζί με τον Νίκο Καρβούνη ανέβηκαν στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας.
Η πρόσκληση στον Ρώτα ερχόταν από την ΠΕΕΑ ώστε να συμβάλλει στην πολιτιστική ανόρθωση των κατοίκων των χωριών και στην εμψύχωση των αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1944 συγκρότησε τον Θεατρικό Όμιλο ΕΠΟΝ Θεσσαλίας.
Στην διάρκεια του Δεκέμβρη του ’44 ο Βασίλης Ρώτας βρίσκεται στην Αθήνα και παίρνει μέρος στον αγώνα. Το σπίτι του στο Παγκράτι λεηλατείται, ενώ Εγγλέζος αξιωματικός οδηγημένος από Έλληνες συνεργάτες του, κλέβει το προσωπικό του ημερολόγιο με πρόσωπα και γεγονότα από την δράση των ανταρτών στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Από το 1944 ο Ρώτας άρχισε να γράφει την εξαιρετική τραγωδία του για παιδιά και εφήβους «Ελληνικά Νειάτα», η οποία εκδόθηκε το 1946. Πρόκειται για αξιόλογο αντιστασιακό θεατρικό έργο, γραμμένο στα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, με δάνεια υφολογικά στοιχεία από το σαιξπηρικό δράμα, το ελληνικό λαϊκό θέατρο σκιών, τα δημοτικά μας τραγούδια κ.λπ. Οι χαρακτήρες του δράματος προσφέρουν πρότυπα συμπεριφοράς και στάσεις ζωής αξιοπρέπειας, ηρωισμού, αγώνα και θυσίας για τη λευτεριά και την εθνική ανεξαρτησία. Για μια ακόμη φορά, ο Ρώτας δείχνει πόσο απαξιώνει τους προδότες της πατρίδας μας, τους δοσίλογους Γερμανοτσολιάδες – συνεργάτες των Γερμανών και πόση σημασία δίνει στην αξιοπρέπεια και αγωνιστικότητα για τα υψηλά ιδανικά της λευτεριάς, της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής δημοκρατίας, για τα οποία αγωνίστηκε η ΕΑΜική Εθνική μας Αντίσταση.
Το 1945 ανεβαίνει στην Θεσσαλονίκη όπου εκδίδει και το περιοδικό «Λαοκρατία», ενώ το 1946 επαναλειτουργεί το Θεατρικό Σπουδαστήριο.
Το επίγραμμα που είχε γράψει το 1947 για τον Νίκο Καρβούνη:
«Τη λευτεριά ζητώντας σε όρη και λαγκάδια
την ήβρα στον αγώνα με πστούς συντρόφους
μπήκα μπροστά χορεύοντας και τραγουδώντας
Μην ψιχαλίσει δάκρυ, αν έπεσα στη μάχη
χαμογελώντας έπεσα, όπως πέφτει ο ήλιος
μεγαλοσύνη ολόλαμπρη σταφανωμένη
με δάφνες απ’ τα λεύτερα τα κορφοβούνια
αυτά κι ας μολογάνε την παλικαριά μου
μ’ ένα τραγούδι κλέφτικο, ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΟΥΝΗΣ,
να λέει για λεβεντιά, για λευτεριά, γι’ αγώνα».
Το 1950 παραπέμπεται στο Στρατοδικείο με το αίτημα της αποτάξεως λόγω των ιδεών του, ενώ το 1951 αθωώνεται από το Στρατιωτικό Συμβούλιο.
Το 1959 το Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα ανεβάζει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν σε μια μόνο παράσταση στο Ηρώδειο, γιατί οι υπόλοιπες παραστάσεις απαγορεύθηκαν με εντολή του υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Στην περίοδο 1961-1967 ο Βασίλης Ρώτας βοηθά με την εμπειρία του την προσπάθεια για το Παιδικό Θέατρο του Γιώργου Δήμου και της κόρης του Μαρούλας Ρώτα. Ιδρύεται και λειτουργεί η Παιδική Αυλαία την οποία αργότερα οργανώνει και λειτουργεί ο Γιάννης Καλαντζόπουλος.
Το 1962 με υποκινητή τον, έστω και δευτερογενή, λόγο του Βασίλη Ρώτα ο Μίκης Θεοδωράκης κατέθεσε την πρώτη ολοκληρωμένη του μουσική για το νεότερο θέατρο και θριάμβευσε. Το έργο: «Ένας όμηρος» του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν – ο Βασίλης Ρώτας είχε κάνει τη μετάφραση. Τα περισσότερα από τα 16 θαυμάσια τραγούδια του έργου πήγαν στα στόματα εκατομμυρίων Ελλήνων: «Ήταν 18 Νοέμβρη», «Το γελαστό παιδί», «Άνοιξε λίγο το παράθυρο», «Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι», «Είμαι Άγγλος νιος και τυχερός», «Θα σου στείλω μάνα»… Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά στις 12 Απρίλη του 1962 στο Κυκλικό Θέατρο της Αθήνας.
Το 1963 στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τους εξόριστους και κρατούμενους αγωνιστές. Το 1964 του αποδίδεται το δίπλωμα του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.
Στο Μηνιάτικο περιοδικό ζωής και τέχνης «Λαϊκός Λόγος», αρ. φύλ. 1, Αύγ. 1965, δημοσιεύει δυο ποιήματα για τον Γρηγόρη Λαμπράκη και την Ειρήνη:
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
«Λαμπράκη, ανθέ της άνοιξης, μπουμπούκι της ελπίδας,
πώς με χωσιά σε τσάκισαν οι δούλοι του τυράννου!
Σφαχτάρι αιματοστάλαχτο και χαμωκυλισμένο,
πώς να σε φέρω σε ομορφιά, να σε νεκροστολίσω,
να ντύσω σέβας την αντρειά και χάρη τη θυσία;
Θε να σε κάνω εικόνισμα φωτοστεφανωμένο
και θα σε στήσω σε ναό και σε προσκυνητάρι
προστάτην άγιο αγωνιστή και μάρτυρα αθλοφόρο,
ν’ ανάβει μπρος στη χάρη σου το ακοίμητο καντήλι,
καντήλι της ελευτεριάς, λαμπάδα της ειρήνης,
να σ’ έχει λάβαρο ο λαός, τραγούδι της η νιότη
αγώνισμά τους τα παιδιά και σύνθημα οι στρατιώτες.»
ΠΟΡΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ
«Εμπρός, περήφανο και λεύτερο
πνεύμα της νιότης
για την ειρήνη γίνου κήρυκας
και στρατιώτης.
…
Όλοι μαζί να πολεμήσουμε [ή Εμπρός ν’ ανοίξουμε το πέρασμα]
για την ειρήνη
να σταματήσουμε τον πόλεμο
να μη γίνει.
…
Κανένας να μην έχει πύραυλον
ούτε κανόνι
ούτε κανένας το δικαίωμα
να σκοτώνει.
…
Εμπρός ξεκίνα από τα μνήματα
του Μαραθώνα,
γενναίο πνεύμα ρίξου ολόψυχα
στον αγώνα.
…
Για την ειρήνη εμείς θα κάνουμε
κάθε θυσία
κι όλος ο κόσμος είναι πίσω μας
στην πορεία.
…
Να πρωτοπόρος ο Λαμπράκης μας [ή Μπροστά ο Λαμπράκης –νάτος– προχωράει]
με τη σημαία,
Εμπρός, προχώρα με το βήμα του,
Νεολαία!»
Το 1967 συλλαμβάνεται από την χούντα και εξορίζεται στην Γυάρο. Επιστρέφοντας στη Νέα Μάκρη όπου μένει με την Βούλα Δαμιανάκου δίνει συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους και στέλνει δέματα και χρήματα στους κρατούμενους της Γυάρου.
Το 1974 ολοκληρώνει την μετάφραση όλων των θεατρικών και ποιητικών έργων του Σαίξπηρ, καρπός τεράστιας δουλειάς σε συνεργασία με την Δαμιανάκου. Το εγχείρημα αυτό ολοκληρώθηκε και εκδοτικά το 1985.
Μια επιπλέον πτυχή του έργου του Βασίλη Ρώτα αποτελεί η συγγραφή των κειμένων 47 τευχών από την περίφημη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με την οποία πραγματικά μεγάλωσαν παιδιά για δύο δεκαετίες περίπου, ενώ το εγχείρημα δεν επανελήφθη. Υπάρχουν μόνο οι επανεκδόσεις.
Ο κομμουνιστής θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, κριτικός, πεζογράφος Βασίλης Ρώτας, ήταν πάνω από όλα ένας αγωνιστής. Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα. Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός.
«…Αϊντε, σε καρτεράν, μπάρμπα Βασίλη,
να ξαποστάσεις και να ξεδιψάσεις στην Πηγή των Αθανάτων,
αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο λαϊκό σου τραγούδι
για τη μεγάλη μάχη της Ειρήνης»
[1.7.1977, Γιάννης Ρίτσος]
Ο μπάρμπα Βασίλης ο αβασίλευτος κατά τον ποιητικό χαρακτηρισμό του Γιάννη Ρίτσου, πέθανε στις 30 του Μάη 1977, σε ηλικία 88 χρόνων, μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο στην Πολυκλινική Αθηνών και κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας σε τάφο που παραχωρήθηκε από το Δήμο Αθηναίων.
Άφησε πίσω του ένα έργο που αποτελεί μόνιμη πηγή έμπνευσης για το λαό, για κάθε άνθρωπο της προόδου. Εκτός από τις ποιητικές συλλογές του κυκλοφόρησε τα έργα Παλιές ιστορίες (διηγήματα), το ιστορικό δράμα Κολοκοτρώνης, τα Καραγκιόζικα (δύο τόμοι – Ίκαρος 1956, 1978), τα Διηγήματα, δύο τόμους με τα θεατρικά έργα Ρήγας Βελενστινλής, Ελληνικά Νειάτα, Παραμύθι της Ανέμης, Ερωτόκριτος, Ο σύζυγος τρελαίνεται, Γραμματιζούμενοι , Προμηθέας και άλλα.
Ο Βασίλης Ρώτας, ως αυθεντικός λαϊκός άνθρωπος, ως στοχαστής που θεωρούσε το λαό την υπέρτατη αξία, ως αγωνιστής που έθεσε τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του λαού, μας άφησε ένα έργο στενά δεμένο με τη λαϊκή δημιουργία, με τη δημοτική ποίηση και τα λαϊκά μέτρα, ένα έργο που πηγάζει από το λαό και σ’ αυτόν απευθύνεται. Γι’ αυτό και δίκαια μπορεί να ονομαστεί λαϊκός ποιητής και συγγραφέας.
Το δημώδες ποίημά του, σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, «Έχετε γεια ψηλά βουνά»:
Έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς κοντοραχούλες
που αντάρτης σας περπάτησα, λεύτερος ελασίτης
για λευτεριά παλεύοντας, για δίκιο πολεμώντας
με τα μακριά μου τα μαλλιά, με τα όμορφά μου γένεια,
τ’ ορθό το λεβεντόκορμο με τ’ άρματα ζωσμένο,
δεξιά ριχτό το αυτόματο, ζερβά οι χειροβομβίδες
και σταυρωτά δεξόζερβα τα έρμα τα φουσεκλίκια.
…
Κοιμόμουνα στους λόγγους σας, ξυπνούσα στα φαράγγια
και στα ζυγά σας φύλακας ξημεροβραδιαζόμουν.
Κουρελιασμένος έτρεχα ξυπόλητος στα χιόνια
τα ρούχα μου δεν άλλαξα σ’ εξάμηνο σε χρόνο.
Κι εσείς με τον αγέρα σας και με τα κρύα νερά σας
μου δώσατε ψυχή βαθιά κι απλοχωριά στο νου μου
και κράτησα με δύναμη και πείσμα τον αγώνα
με ιταλούς κανάγηδες, με γερμανούς θερία,
με ωμούς βουλγάρους άρπαγες, φασίστες και ναζίδες
και με τους πιο χειρότερους τους ντόπιους τους προδότες.
Κοπέλια της περίστασης, δούλους της ευκαιρίας,
που ’πιαν το αίμα του λαού με των εχτρών τις πλάτες.
…
Και τώρα πανελεύτερα βουνά μου, σας αφήνω,
τώρα ντουφέκια δε λαλούν, κανόνια δε βροντάνε
τώρα τ’ αηδόνια θα το ειπούν και θα το κελαϊδήσουν
πως λευτερώθη ο τόπος μας κι ο φασισμός πεθαίνει.
Τώρα που χωριζόμαστε βουνά μου, σας αφήνω
τα γένεια μου και τα μαλλιά στολίδια στα λογγά σας,
αφήνω το ντουφέκι μου και τις χειροβομβίδες,
τα φουσεκλίκια σταυρωτά που φάγαν το κορμί μου.
Σε σας βουνά μου, τ’ άρματα, σε σας τα παραδίνω.
Τ’ άρματα τούτα σκότωσα φασίστες και τα πήρα,
κι έχουν περίσσια την τιμή, περίσσια και τη δόξα.
…
Και τώρα εγώ στους κάμπους μας κάτω θα ροβολήσω
να πιάσω τσάπα και κασμά, σφυρί και κλαδευτήρι
να καψοσυγυρίσουμε, να καψομπαλωθούμε
λιγάκι ν’ ανασάνουμε και να ξεκουραστούμε,
γιατί έχουμε πολλή δουλιά ξοπίσω που προσμένει
κι αν ψόφησεν ο φασισμός ζουν όμως οι φασίστες
που χίλια δυο στοχάζονται και χίλια δυο πασκίζουν
για να μας ξαναβάλουνε στη ζεύγλαν αποκάτω.
…
Ε τώρα θέλει προσοχή να μη μας ξεπουλήσουν
γιατί ’ναι αυτοί παμπόνηροι, πολλά τερτίπια ξέρουν
και ρίχνουνε το δόλωμα, το χρήμα, το ταγήνι,
και παζαρεύουν τις ψυχές μ’ αλεύρι και κονσέρβα
με λίρα στρογγυλούτσικη, χρυσήν οπού γυαλίζει
ως να σε βάλουν στον ζυγό απ’ όπου πια δε βγαίνεις.
Ολοζωής για χάρη τους σκυφτός θα καματεύεις
κι αυτή τη λίρα τη χρυσή θα την ξεράσεις αίμα.
…
Κι εσείς έρμα χαλάσματα, κι εσείς χωριά καημένα
που το καθένα εγίνηκε κι απόνα Μεσολόγγι
με τόσους ήρωες σημερνούς, γενιά τρισδοξασμένη
από το γέρο ως το παιδί, γυναίκες και κορίτσια,
έχετε γεια και γλήγορα θα ξανανταμωθούμε
να χτίσουμε τα σπίτια σας, τις ομορφοκλησιές σας,
να στήσουμε και το χορό, να ειπούμε και τραγούδια,
τραγούδια για λεβεντονιούς και λεβεντοκοπέλες.
Από το ποίημα του «Ηλέχτρα», που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρας Αποστόλου:
«Και τώρα οι δυο μας,
Ηλέχτρα.
Εμείς οι δυο
κλεισμένοι εδώ,
να η ζωή κι ο κόσμος.
Σε λεν Ηλέχτρα,
με λεν Καθρέφτη.
Εσύ ‘σαι φως
κι εγώ σκοτάδι
και σε σβήνω.
Εσύ ‘σαι θάρρος
κι εγώ ‘μαι φόβος
και σε χτυπάω.
Εσύ ‘σαι ελπίδα
κι εγώ ‘μαι αγκούσα
και σε δαγκώνω.
Εσύ η χαρά
κι εγώ ‘μαι η θλίψη
και σε πατάω.
Εσύ ομορφιά
κι εγώ η ασκήμια
και σε στραβώνω.
Εσύ ‘σαι η αγνότη
κι εγώ ‘μαι ασέλγεια
και σε μολέβω.
Εσύ τιμή
κι εγώ ντροπή
και σε λερώνω.
– Ανόητε δούλε,
δεν ξέρεις τι ‘σαι,
ούτε τι κάνεις:
το σκοτάδι δεν μπορεί
να σβήσει το φως(…)».
.
[Πληροφοριακά στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη «Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2007, ISBN 978-960-451-049-8]