Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Βουκολικό | του Δήμου Σθένη

Πολλές φορές, περισσότερο συμμετέχοντας παρά παρακολουθώντας μια συζήτηση, και ενώ ακούμε κάποιες λέξεις, που δε γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία, τις προσπερνάμε κι αφού τις καταλαβαίνουμε – καμιά φορά δεν τις καταλαβαίνουμε κιόλας – δεν επιμένουμε στην ανάλυση της κυριολεκτικής τους σημασίας.

Φυσικά και δεν είναι κατακριτέο κάτι τέτοιο, αφού οι λέξεις αυτές καθαυτές σύμφωνα με μια γλωσσολογική άποψη δεν έχουν συγκεκριμένη σημασία, αλλά δηλώνουν την κυριολεκτική έννοιά τους αναλόγως του λοιπού λεκτικού περιβάλλοντός τους.

Για παράδειγμα η λέξη «προσβολή» από μόνη της δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από τη γενική και αόριστη σημασία που της προσδίδουν οι επιμέρους συλλαβές που τη συνθέτουν. Γενικά κι αόριστα η λέξη αυτή – όπως και ολες – δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Μόνο με τις συνοδευτικές της λέξεις αποκτά την οργασνική σηνμασία της στο λόγο.

Έτσι η προαναφερθείσα λέξη «προσβολή» αποκτά άλλο περιεχόμενο, όταν συνοδεύεται από το επίθετο «καρδιακή», άλλη από το επίθετο «στρατιωτική» κι άλλη από το «προσωπική» κ.ο.κ. Είναι βέβαια ευδιάκριτο ότι και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις η λέξη αποκτά εντελώς διαφορετική σημασία. Αυτή ακριβώς η παρατήρηση αποτελεί την αφορμή του σημερινού μου σημειώματος.

Πριν από μερικές μέρεςi – καλή ήταν η ώρα όπως είναι πάντα μαζί του – βρεθήκαμε στο ζεστό, φιλικό και παραδοσιακά φιλόξενο κονάκι του «Τσουρλοδημήτρη» ακριβώς έξω από το μοναστήρι της Παναγιάς της Καλυβιανής στη Μεσαρά, έξω απ’ τις Μοίρες.

Πολύ δε θέλει ο Δημήτρης – άνθρωπος τση ζωής και τση καλά καλής παρέας – με μια καλή συντροφιά να ξεδιπλώσει την καρδιά, να χουφτώσει το αηδονάκι του – εκείνο το μαντολινάκι που μόνο στα δάχτυλά ν-του γλυκολαλεί τον τρόπο ν-του – και ν’ αρχίσει να φορτώνει τις καρδιές έρωτα, γλύκα και βάλσαμο, πολλές φορές κι απ’ το δικό του υστέρημα.

«Δεν έχω μπλιό μου απομονή, το μ-πόνο δε νταντεύγω

Σα ν-το διμανισμένο αρνί λαλιέμαι, δε μερεύγω!»

Εγώ πάλι ακούγοντας τον αστείρευτο πλούτο της κρητικής ντοπιολαλιάς, ένοιωσα εκείνο το γλυκό της «ψυχαγωγίας παραξένισμα» μόλις ήχησε στ’ αυτιά μου η μελωδία της λέξης «διμανισμένο» με όλο το παράπονο που κουβαλούσε μέσα της.

Γνωστή είναι η σημασία του ρήματος «μανίζω» και της μετοχής του «μανισμένος» με τις γενικές σημασίες του «οργίζομαι», «θυμώνω», «νευριάζω», ακόμη και «εκνευρίζομαι» και «προκαλώ ή μου προκαλεί κάποιος εκνευρισμό». Με βάση, λοιπόν, τη σημασία αυτή η μετοχή «διμανισμένος» θα μπορούσε να σημαίνει τον διπλά οργισμένο, τον διπλονευριασμένο ή τον απόλυτα εξοργισμένο άνθρωπο.

Αλλά τότε; Ποια θα ήταν η λειτουργία – σημασία της λέξης στο στίχο του γλυκόλαλου Δημήτρη και σ’ ολόκληρη τη μαντινάδα;. Το κατεξοχήν ήμερο και ήρεμο αρνάκι πως μπορεί (και γιατί;) να εξοργίζεται τόσο – έστω και μεταφορικά – και γενικά πως μπορεί να εξοργίζει ο πόνος τον πονεμένο κατά τη διάρκειά του; Είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο ότι αυτό είναι αδύνατο να το κατανοήσει και πολύ περισσότερο να το υιοθετήσει η λαϊκή μούσα. Αυτή η … διαπλοκή των συναισθημάτων είναι ακατανόητη για τον απλό, λαϊκό ποιητή και άνθρωπο ακόμη και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης!!!

Αλλά τότε τι ακριβώς σημαίνει η μετοχή «διμανισμένος» της μαντινάδας; Τι σημαίνει αυτός ο αυτοχαρακτηρισμός του ερωτευμένου;

Προφανώς θα πρόκειται για διαφορετική σημασία της λέξης. Ας προσπαθήσουμε να την ξεκλειδώσουμε.

Το ό,τι η λέξη είναι σύνθετη διακρίνεται από την πρώτη ματιά. Το πρώτο συνθετικό της είναι το επίρρημα «δις» που σημαίνει «δυο φορές», «διπλά». Το πρόβλημα όμως αναφύεται από το δεύτερο συνθετικό της λέξης. Το ρήμα «μανίζω» ποια σημασία έχει; Μπορεί να σχετίζεται με τις σημασίες που του αποδώσαμε στην αρχή του σημειώματός μας; Προφανέστατα όχι. Το ρήμα και η σημασία του πρέπει να αναζητηθεί στο ιδιαίτερο κρητικό βουκολικό λεξιλόγιο. Εδώ το ρήμα «μανίζω» που είναι θαμιστικό και παράγεται από τη λέξη «μάνα» σημαίνει «τρίβομαι ή προσπαθώ να γίνω δεχτός από άλλη μάνα, προσπαθώ να γίνω αποδεχτός από άλλη μάνα». Η λέξη στις βουκολικές περιοχές της Κρήτης χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το αρνάκι ή κατσικάκι που έχασε τη μητέρα του (επόθανε η μάνα ν-του) και προσκολλάται για να βυζαίνει σε μια άλλη, μια δεύτερη μάνα για να επιζήσει.

Ο «διμανισμένος», λοιπόν, της μαντινάδας είναι αυτός που δεν μπορεί να ηρεμήσει, που συνθλίβεται από την ανασφάλεια και την πίκρα, που βασανίζεται τόσο δυνατά από την ανάγκη να ζήσει αφενός και να αγαπηθεί από μια άλλη μητέρα αφετέρου. Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει την ψυχολογική κατάσταση του «διμανισμένου».

«Διμανισμένος»… είναι αυτός που συνθλίβεται, που παραπαίει ανάμεσα σε δυο συναισθήματα ισχυρά, έντονα, βασανιστικά, καταλυτικά, ανυποχώρητα… κι ερωτευμένα

«Ξεπετασάρικο πουλί, έρωντα αβγανιάρη

αγάλι’ – αγάλια μ’ έκαμες ωσά ν-το διμανιάρη»

Αθάνατη λαϊκή μούσα!!!

ΔΗΜΟΣ – ΣΘΕΝΗΣ

 

 

 

 

.

i Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν μερικά χρόνια όταν ακόμα ήταν «εν ζωή» ο υπέροχος Δημήτρης. Αυτή η δημοσίευση (για πρώτη φορά) ας είναι ένα φτωχό μνημόσυνο στη θύμησή του!

Στο παρακάτω βίντεο μπορεί όποιος προκρίνει ν’απολαύσει το παίξιμο του Δημήτρη με μεσαρίτικες μαντινάδες.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:193