Τσι μεγάλες Αποκρές, κουζουλένονται κι οι γρες!
Μέρες που ’ναι, είπαμε από τη «Σβούρα» να επισκεφθούμε με βάση ένα ωραίο κείμενο του Γιώργου Χουστουλάκη την Αποκριά, όπως γιορταζόταν στα χωριά της υπαίθρου του νησιού μας τα παλιά χρόνια. Τότε, που η ηθική ξεπερνιόταν απ’ τη χαρά του ερχομού της άνοιξης και η φυσική αθυροστομία και η διασκέδαση (= διασκόρπιση του κεφιού και της οργιώδους δύναμης της φυσικής ανάστασης – παράδοσης που κρατούσε από τα αχανή χρόνια του παρελθόντος) ξεπερνούσε κάθε περιορισμό στο «λέγειν» και στο «φαίνεσθαι» κάθε ταμπού και ορίου!
Τη βάση του κειμένου του Γιώργου Χουστουλάκη συμπλήρωσε με ορισμένα ενθέματα ο Δημοσθένης Καραγιάννης.
Το σκηνικό στήνεται στο χωριό Γαλιά της Μεσαράς. Φανταστείτε το κι αποπλαύστε το!
Αποκρές στη Γαλιά μιας άλλης εποχής και τα αξεμούριστα!
Οι συγγενείς όλοι συγκεντρωμένοι στο τραπέζι στις τελευταίες Αποκρές. Όπως σ’ όλη τη Χριστιανοσύνη, έτσι και στο χωριό μου, τη Γαλιά, που ήταν χωριό με πλούσιες παραδόσεις, ποκριγιόνανε την τρίτη Κυριακή του Τριωδίου της Τυρινής, δηλαδή τη τελευταία των Απόκρεω. Όμως ξεφαντώματα διάφορα, αλλά σε μικρότερο βαθμό, είχαμε και τις δυο προηγούμενες Κυριακές και κυρίως την Τσικνοπέμπτη.
Την τελευταία πάντως Κυριακή, όλοι και κυρίως οι συγγενείς, αδέρφια, ξαδέρφια, κουνιάδοι, μπαρμπάδες, μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι, συνήθως σε αυτόν από τους συγγενείς, που είχε το πιο μεγάλο. Εκεί η κάθε οικογένεια κρατούσε μαζί της το δικό της φαγητό, όπως είναι με το τσικάλι, ή με το ταψί, και δεν περίμενε κάθε νοικοκύρης, την οικογένεια του να την τραπεζώσουν οι υπόλοιποι!
Όμως στο τραπέζι της βραδιάς, έκαναν ένα κοινόβιο φαγοπότι, και ο κάθε ένας έτρωγε από το δικό τους αλλά και από των άλλων! Είχαν για φαγητά κυρίως βραστά κρέατα με μακαρόνια μια που ήταν της Τυρινής, και έβαζαν μπόλικο ξύσμα από τυρί, αλλά και ψητά στα κάρβουνα ή με πατάτες στο φούρνο. Το φαγητό συνοδευόταν με κρασί και το κρασί με αστεία και καλαμπούρια μέχρι δακρύων και στο τέλος γινόταν ένας κακός χαμός! Η μέρα το καλούσε και έπρεπε να σπάσουν οι καθημερινές τυπικότητες και γρήγορα να μπουν στο κλίμα της ημέρας, να πουν διάφορα χωρατά μεταξύ των οποίων και πολλά λίγο ως πολύ άσεμνα. Όλα αυτά χωρίς παρεξήγηση και να μην ξεπερνάνε πάντα κάποιο λογικό μέτρο. Παρακάτω θα αναφερθούμε σε κάποια τέτοια φραστικά σόκιν παραδείγματα κάποιων από αυτά. Το επισημαίνουμε απλά, για όσους δεν θέλουν να προχωρήσουν παρακάτω το κείμενο.
O οικοδεσπότης μπορούσε να είναι ο ίδιος μασκαρεμένος, ή να έχει μουζωμένο (μουτζουρωμένο) το πρόσωπο του, με μπογιά μαύρη από κάμελ, καπνιά από το τηγάνι, ή από την παρασθιά. Βέβαια μπορούσαν και άλλοι από την παρέα, όσοι ήθελαν να πάνε μασκαρεμένοι!
Γινόταν λοιπόν πειράγματα μεταξύ τους, και όσο πέρναγε η ώρα, το έριχναν και στο τραγούδι με σατυρικές μαντινάδες, με αστεία σόκιν ποιήματα, τα κοινώς «καθαρογλωσσίδια» κατ’ ευφημισμό, γιατί μόνο μια καθαρή γλώσσα δεν τα λέει, αλλά και «αξεμούριστα», δηλαδή ξεδιάντροπα, επειδή ήταν εν μέρει άσεμνα. Στη Γαλιά βέβαια αυτά τα καθαρογλωσσίδια, τα έλεγαν και «τσαμούρικα», από την τουρκική λέξη «tsamur», που θα πει ξεδιάντρωπος. Αυτά όλα τα έλεγαν όσοι το ήθελαν, γιατί το καλούσε η μέρα, σαν Διονυσιακή γιορτή που κρατάει από την αρχαιότητα. Επίσης δεν παρέλειπαν να λένε και πολλούς σόκιν γλωσσοδέτες.
Διασκέδαση με καθαρογλωσσίδια
Θυμάμαι παλιά στο χωριό μας τη Γαλιά τον πατέρα μου, Μιχάλη Χουστουλάκη, που έλεγε πολλά τέτοια σόκιν τις Απόκριες, που ήταν γνωστός στη Μεσαρά σαν «Μηχαήλος». Ο πατέρας μου ήταν ειδικός σε αυτά, σαν έπινε δυο τρία ποτηράκια και ερχότανε στο κέφι! Έλεγε, θυμάμαι ένα τέτοιο σόκιν, το οποίο στην ουσία δεν ήταν καν αξεμούριστο, αλλά λειτουργούσε παραπλανητικά στον ακροατή! Το έλεγε τραγουδιστά, όπως ακριβώς το είχε ακούσει και ο ίδιος από κάποιον παλαιότερο του. Για να δώσει δε έμφαση, πήγαινε κοντά σε κάποιον που είχε το θάρρος να τον «πειράξει», και σαν να απευθυνόταν στον ίδιο, του το τραγουδούσε αργά –αργά, σε στιλ αμανέ, και μάλιστα με έμφαση στα «επίμαχα» δήθεν σημεία:
«Της μάνας σου το μνή-, της μάνας σου το μνή-, της μάνας σου το μνή-, το μνήμα χάλασε!
Του κύρη σου ο ψό-, του κύρη σου ο ψό-, του κύρη σου ο ψό-, ο ψόφιος γάιδαρος!
Του παππούς σου τ’ αρχί-, του παππού σου τ΄αρχί-, τ’ αρχίξαν οι δουλειές!
Της θείας σου ο κό-, της θείας σου ο κό-, ο κότσος χάλασε» κλπ!
Αυτούς τους στίχους θυμάμαι τουλάχιστον εγώ. Μπορεί βέβαια να έφερνε τον άλλο σε κάποια προσωρινή αμηχανία, αλλά κανείς δεν τα παρεξηγούσε αυτά, και όλοι τελικά γελούσαν!
Έλεγαν επίσης άλλα τραγούδια όπως το παρακάτω:
«Απο ν-τα ψες τη ν-ταχινή πάει ο άντρας μου στο μύλο,
να παντρευτώ γειτόνισσα γ-η χήρα να ‘πομείνω?
-Παντρέψου εσύ γειτόνισσα, κι άστον τον κακομοίρη,
μα σα δεν ηύρε ξαλεσά, γιάντα να μη γιαγείρει?
Παντρέψου συ γειτόνισσα, και χήρα μη μ-πομείνεις,
αν τύχει και έρθει θα γενεί, μεγάλο πανηγύρι!»
Διασκέδαση με γλωσσοδέτες
Εκείνη την ημέρα σε παρέες που παρευρίσκονταν, κυρίως νέοι, ήταν κατάλληλη και για σόκιν γλωσσοδέτες, με σκοπό να κάνουν τον άλλο να μπερδέψει τα λόγια του, να πει την επίμαχη λέξη, για να ξεσπάσουν μετά όλοι στα γέλια! Στους γλωσσοδέτες έπρεπε κάποιος να πει γρήγορα και πολλές φορές μια φράση, για να τα μπερδέψει και να πει την επίμαχη λανθάνουσα λέξη που όλοι περίμεναν! Έτσι κάποιος μπορεί να έλεγε:
«Ποιος μπορεί να πει γερά – γερά «νουμί – νουμάκι»;
Ή το παρακάτω:
«Πάνω στο ψηλό κλαδάκι κάθεται νουμί – νουμάκι, ξεσκεπάζω και θωρώ, δίπλι – τρίπλι το νουμάκι».
Επίσης έλεγαν και το παρακάτω σχετικό, για να το πει κάποιος πολύ γρήγορα:
«Πίσω στη πιθαρόπλακα στο πιθαροπλακάκι, πάω να πιάσω το νουμί, και πιάνω το νουμάκι.
Έπρεπε να το πει κάποιο, αγόρι ή κορίτσι, «εφτά φορές γερά- γερά χωρίς να πάρει αναπνοή»!
Ανάλογα είχαμε διάφορα άλλα τέτοια καθαρογλωσσίδια:
«Ήφαγα ξερά σκαστά κουκιά, με τη ξέσκαστη σκαστή κουτάλα»!
«Στου παππού μου τη ζωνάρα, μια ψιλή χονδρή ξομπλάρα, ποιός την ξομπλοξεροεξόμπλιασε, ο μπάρμας μου ο διπλογερογεροξομπλιατής»!
Άλλο ήταν τα εξής πολύ γρήγορα:
«Ψωμί μαλάσσω, ψωμί μαλάσσω, ψωμί – μαλλί μαλάσσω!
«Ήθελα να φάω στάκα από τη μητατόστακα απ’ τη μητατοσακούλα, και με τη μητατοκουτάλα».
Ή έλεγαν:
«Πήγα στο μητάτο μας κι ήφαγα στάκα , μητατόστακα μητατοστακόπιτα»!
Όλα αυτά βέβαια τα λέγανε σε όλη τη Κρήτη, αλλά με μικρές παραλλαγές.
Φυσικά αποσκοπούσαν στο σχεδόν σίγουρο λάθος κάποιου να πει την επίμαχη ακατάλληλη κατά τα κοινά λέξη, για να προκληθεί έντονο γέλιο.
Και τα παιδιά είχαν τα δικά τους
Μα και τα παιδιά, κυρίως τα μεγαλύτερα, είχαν τα δικά τους αστεία σόκιν.
Μπορούσε ένα παιδί στη δικιά του παρέα να πει:
«Ποιος μπορεί να πεί εφτά φορές γερά γερά «κοιλιάμ πονεί» χωρίς να πάρει αναπνοή!»
«Εψοφήσανε 40 γαιδάροι, κατέχεις πού»? «Όχι, που»; «Στο Μονοφάτσι»!
Εννοεί το ρήμα μονο φά τσοι, δηλαδή φάε τους μονομιάς!
Σατυρικά ποιήματα και τραγούδια
Ποιήματα που καυτηρίαζαν τις γριές, τους γέρους, αλλά και τα σεξουαλικά όργανα, είχαμε πάρα πολλά, αλλά κάποια είχαν μεγάλο βαθμό ακαταλληλότητας, και δεν επιτρέπεται να τα αναφέρουμε από εδώ, αν και αυτά ανήκουν φυσικά στη λαογραφία του τόπου μας, όπως πολύ καλά τα έχει συμπεριλάβει σε βιβλίο ο κ. Λενακάκης Ανδρέας, με τίτλο τα «Κρητικά Αξεμούριστα». Πολλά από τα αξεμούριστα της Ελλάδας, τα έχουν τραγουδήσει διάφοροι χορευτικοί σύλλογοι.
Λιγότερο σόκιν τραγούδια σε αυτόν τον τομέα, ήταν και το παρακάτω αξεμούριστο, που και αυτά ανά χωριό υπήρχαν σε διάφορες παραλλαγές:
«Με τη θειά μου τη Θοδώρα επηγαίναμε στη χώρα.
Ήλεγέ μου κι ήλεγά τζη κι ήκαμέ μου κι ήκαμά τζη.
Και στον μ-Πανασό στο δέτη, τη φωτίζει ο Θιός και θέτει.
Είδα τόπο και λιβάδι, άχι, θεια μου, να ‘σουν άλλη!
-Κάμε, γιε μου, τη δουλειά σου, κι ύστερα ’μαι πάλι θεια σου!
Να κι ο μπάρμπας μου ’πό πέρα και ετριγούνα τη μαχαίρα:
-Ήντα κάνεις, μπρε, τση θειας σου κι είν’ τα πόδια τζη στ’ αυθιά σου;
-Αφαλόπονος την πιάνει και ζουλίζω τη να γιάνει.
-Ζούλιζέ τηνε, παιδί μου, απού να ’χεις την ευκή μου!»
Άλλο αντίστοιχο τραγούδι είναι και το εξής:
«Ήρθενέ ’νας ντασκερές να παντρεύονται κι οι γρες,
και οι γράδες σαν τ’ ακούσαν σα φοράδες αγλακούσαν.
Και μια γρα απ’ τα πολλά απού ’χε ν-τόσα γεραθειά
δεν εμπόργειε να γλακά και φωνιάζει των αλλώ :
-Βαστάτε μου και μένα δυο, ένα γέρο κι ένα νιό,
ένα γέρο για βουλή και ο νιό για το φιλί!»
Πολλά βέβαια είχαν βγάλει και για παπάδες, όπως:
«Ο παπάς από τη Κράνα, ελειτρούγα στη Κοπράνα
κι έπαιζε το σημαντήρι, και μαζώνονταν οι χοίροι!
Κι ο παπάς από τη Βόνη, τη γαϊδούρα του ζυγώνει
στα πλακάκια την-ε φτάνει, στην ορά την-ε δακάνει
κι ο παπάς εμάνιζε, κι η γαϊδούρα γκάνιζε!
Κι ο παπάς επορδοκόπα, κι η γαϊδάρα τσινοκόπα!»
Πολύ γνωστό και το παρακάτω τραγούδι:
«Τρεις σπανοί από την Πόλη, πέντε τρίχες είχαν όλοι,
κι ένας γέρος Τηνιακός, πέντε τρίχες μοναχός.
Ω καλώς τον Πολυγένη κι από πούθε κατεβαίνεις;
Απ΄ την Πόλη κατεβαίνω και στη Βενετιά πηγαίνω.
Πάω ν’ αγοράσω χτένια, γιατί μ’ έφαγαν τα γένια»
Επίσης άλλο:
«Την τρανή, μπρε, την τρανή, την τρανήν την Απουκριά,
την τρανή την Απουκριά π’ απουκρεύουν τα φαγιά,
π’ αποκρέ-, άντε καλέ, π’ αποκρεύουν τα φαγιά
π’ απουκρεύουν τα φαγιά, απουκρεύουν κι από μ’νιά
π’ απουκρέ- , π’ άπουκρέ-, π’ απουκρεύουν το τυρί,
π’ απουκρεύουν το τυρί, κι από μπούτσο κι από μ’νί.
Τσελιγκάδ-, άντε καλέ, τσελιγάδες ψήν’ αρνια
Τσελιγκάδες ψην’ αρνιά, τσελιγκούδες ξουν τα μ’νιά
Και την κά-, και την κά-, και την κάθαρή Δευτέρα
και την Καθαρή Δευτέρα δίνουν τα μουνιά τσ’ αέρα.»
Σατυρικές μαντινάδες
Από σατυρικές μαντινάδες είχαμε πολλές.
«Στου Ψηλορείτη τη γ-κορφή, γκανίζει ένα γαϊδούρι
μα δε ν-το καλοξάνοιξα και σου ’μοιαζε στη μούρη!
Ανάθεμά τη ρακή, ήντα ’ναι αυτό που κάνει,
κι όταν τη μ-πίνω γίνεται το πάτωμα ταβάνι.
Τα μάτια σου είναι σαν αυγά τ’ αυτιά σου σα ν-του χοίρου,
και το υπόλοιπο κορμί ωσά ν-του κατσοχοίρου.
Αν έχεις τρύπα τρύπωξε και μαλαχούνα χώσου
και γάϊδαρο γυρεύουνε, μη-μπας και σε φορτώσου!»
Σατυρικές μαντινάδες για κακές πεθερές
Δεν εξέλειπαν βέβαια και μαντινάδες για τις κακές πεθερές, που ήταν ευκαιρία αυτή τη μέρα να τις «στολίσουν» καταλλήλως οι γαμπροί!
«Εγώ είδα και τον Χάροντα, μα εμένα δεν με νοιάζει
το μόνο που κατάλαβα τση πεθεράς μου μοιάζει!
Στον κόσμο τρία πράγματα δε γ-κάνουν σ’ ένα σπίτι,
δυο πετεινοί, δυο κούνελοι, μια πεθερά, μια νύφη
Την πεθερά μου να τη δω, στα χασαπιά σφαμμένη
με το κιλό να τη μ-πουλούν, κιανείς να μη ν-τη μ-παίρνει.
Θεέ μου μεγαλοδύναμε, πάρε τη μ-πεθερά μου,
κι εγώ θα γράψω στσ΄εκκλησιές, ότι ΄χω στ’ όνομά μου.
Τη μ-πεθερά μου οψές αργά στον ύπνο μου την είδα
και θάρρουνα πως πάλευγα με την Λερναία Ύδρα.»
Για κοπελιές:
«Εσύ είσαι μικρή μου όμορφη, μα εν πάσει περιπτώσει.
να δούμε κι ο πατέρας σου, πόσα λεφτά θα δώσει.
Από τη μ-πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω.
κι α δε μ-προβάλεις να σε ιδω, σου κατουρώ τον τοίχο.
Άμα τη δεις τη γ-κοπελιά και έχει στα πόδια τρίχες
έχει διαόλους μέσα της και γλώσσα δέκα πήχες.
Άμα τη δεις την κοπελιά κι έχει πολύ ν-αέρα,
στείλε τήν-ε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα.
Σε όσο κόσμο κι αν επήγα, τέθοιο διάολο δεν είδα,
να χει στο λαιμό τα σβάχια και στα σκέλια τα μουστάκια!»
Για γέρους:
«Όταν γεράσει ο άνθρωπος, θαμπώνεται το φως του,
θαρρεί πως κατουρεί μακριά, μα κατουρεί ομπρός του.
Όταν γεράσει ο άθρωπος και σα μεγαλουργήσει
ούτε μπορεί να φάει μπλιό, μηδε να κατουρήσει!
Ω κακομοίρη γέροντα, ίντα σε περιμένει.
οξεία παίρνει το μ(ουνί) κι όχι περισπωμένη!»
Για ζωηρές και γλωσσούδες γυναίκες:
«Καλιά ’ναι να σου παίξουνε με το πιστόλι δέκα.
παρά να πας να παντρευτείς μία γλωσσού γυναίκα!»
Έλεγαν μάλιστα να μην υποτιμούμε τη γυναίκα, γιατί εκείνη είναι που έβαλε το διάολο στο μπουκάλι! Και όχι μόνο τον έβαλε, αλλά «τον-ε σφήνωσε και με τη τάπα να μη πορίσει»!
«Δουλειά δεν είχε ο διάολος και πήρε μια γυναίκα
κι από τα δυο του κέρατα του βγήκανε άλλα δέκα!»
Το μεγάλο γλέντι το πρωί στην εκκλησία
Φυσικά ήταν πολλά τα σόκιν ποιήματα και αστεία της ημέρας, που ο κόσμος εκμεταλλευόταν την ημέρα στο έπακρο και πολλές φορές πέρναγε η ώρα χωρίς να το καταλάβουν και τους έβρισκε στο ίδιο σημείο και το πρωινό της Καθαρά Δευτέρας!
Κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα, όσοι δεν είχαν βγει στις γειτονιές μασκαρεμένοι, οι χωριανοί μας συνήθιζαν να μαζεύονται από όλο το χωριό έξω από την εκκλησία, τον Άγιο Γεώργιο. Μπορεί να ήταν κατάλοιπα ειδωλολατρικά κάποια έθιμα της Αποκριάς με τους μασκαράδες, αλλά πάντως οι παλιοί τα είχαν βρει και τα συνδύαζαν και με τη θρησκεία, και οι παπάδες τότε, όχι μόνο δεν τα καταπολεμούσαν, αλλά τα υποστήριζαν κιόλας! Εκεί κάθε χρόνο περνούσαν τη μέρα τους όλοι μαζί οι χωριανοί, κρατώντας ό,τι νηστίσιμα είχε ο καθένας, κυρίως χαλβά, λουμπίνους, φασόλες βραστές, μαγεργιά, ψωμί, ελιές και άλλα, και κρασί.
Οι άνδρες πάλι σπάνια νήστευαν τη Καθαρή Δευτέρα, και κρατούσαν μαζί τους ότι κρεατικό τους είχε περισσέψει από την προηγούμενη, και το δικαιολογούσαν λέγοντας:
«Δεν τα κατέχετε καλά τα πράματα! Καθαρή Δευτέρα λέγεται, γιατί πρέπει, λέει, να «καθαρίσουμε» ότι επόμεινε από οψάργας την Αποκριά!»
Η αλήθεια πάντως κρύβεται στο γεγονός ότι οι παλιοί λυπόταν το κρέας που περίσσευε να το πετάξουν και προτιμούσαν να το φάνε με την παρέα! Έτσι συνέχιζαν να τρώνε και να πίνουν και ο κεραστής γύριζε με το ασκί στην αμασχάλη, όπου είχε το κρασί, ή με μια μπουκάλα και κερνούσε όλους, άνδρες γυναίκες ακόμη και τα παιδιά! Άλλος από πίσω τους έδινε μεζέδες και ψωμί από το πανέρι για «να το σκεπάσουν». Ήταν μάλιστα εκεί και γυναίκες «κρασοκανάτες», που έπιναν περισσότερο κρασί κι από πολλούς άνδρες, γιατί τους άρεσε κι όμως δεν μεθούσαν!
Πολλές τέτοιες γριές «ξινολάινα» υπήρχαν κάποτε, που αγαπούσαν το κρασάκι και μια έλεγε μάλιστα, πως της άρεσε να, να το πίνει «στο περπατητό»! Δηλαδή μια που είχε εφτά παιδιά, και τα πέντε ήταν παντρεμένα στο χωριό μας, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι, μπορούσε να πίνει ένα ή και δυο κρασά σε κάθε σπίτι! «Την ευχή μου να ‘χεις παιδί μου, ο θεός να στο ανταποδώσει»! Έλεγε κατευχαριστημένη μετά από κάθε ποτήρι.
Μια άλλη γριά από το χωριό μας, έλεγαν πως μπορούσε «με μια ελιά να πιει δέκα κρασά»! Κάποιες βέβαια γυναίκες αγαπούσαν και τη ρακή, δηλαδή ένα ρακάκι στο μικρό ποτηράκι «τση ρακής» σε τυχόν κέρασμα, το έπιναν άνετα! Για αυτό το λόγο, στο καζάνι που έβγαινε η ρακή, την έκοβαν σε χαμηλούς βαθμούς, και κάτω από 20, για να είναι αλαφριά, επειδή ήξεραν ότι την έπιναν και οι γυναίκες!
Στην εκκλησία, στο προαύλιο, οι γεροντότεροι καθόταν στις πέτρες που ήταν γύρω – γύρω, οι γυναίκες στα πεζούλια, κι αν ήταν πολύς κόσμος έφερναν και τάβλες που είχαν για τα ψωμιά του φούρνου, και τους έκαναν πάγκους, τους ακουμπούσαν σε δυο καρέκλες, και στρώνανε επάνω πατανίες. Από τα συνεχή κεράσματα, ο κόσμος ερχότανε στο κέφι, οπότε άρχιζαν πάλι τα αστεία, τα πειράγματα, πάλι προς τις γριές και όχι μόνο, μια και εκείνη την ημέρα δεν τα παρεξηγούσαν, απλά γελούσαν.
Πείραζαν και τις κοπελιές, αλλά ποτέ κακοπροαίρετα, μια και πάντα θα παρευρίσκονταν ή κάποιος αδερφός ή ο πατέρας της κοπέλας, οπότε υπήρχε αναγκαστικά σεβασμός. Είχαν δηλαδή το θάρρος και τις πείραζαν.
Την Αποκριά όλα ήταν διαφορετικά
Σε κάθε χωριό υπήρχαν δυο τρεις μαντιναδολόγοι άνδρες ή γυναίκες, που είχαν έμφυτο ταλέντο, και πολλές φορές μπαίνανε σε συναγωνισμό, και δίνανε απανωτές απαντήσεις με μαντινάδες, ακόμα και σόκιν, που συζητιόταν για ένα δυο μήνες οι μαντινάδες τους στο χωριό! Όταν όλοι έφταναν στο τσακίρ κέφι, φώναζαν κι ένα λυράρη, του έδιναν μια καρέκλα να καθίσει στο κέντρο να παίζει, και στήνανε όλοι ένα μεγάλο κυκλικό χορό. Πρώτος βέβαια άνοιγε το χορό πάντα ο παπάς του χωριού.
Ο κάθε Κρητικός που μέσα του είχε έμφυτη τη κουζουλάδα, δεν θα έχανε ποτέ μια τέτοια ευκαιρία σαν την Αποκριά, να σπάσει το κατεστημένο! Ο κόσμος είχε βαρεθεί την καθημερινότητα με τις τυπικούρες όλο το χρόνο, και αποζητούσε μια μέρα να την περάσει διαφορετικά, όπως αισθανόταν μέσα του, χωρίς υποκρισίες! Όλο το χρόνο φορούσε τα ρούχα του κανονικά, αλλά ήθελε και μια μέρα να τα φορέσει ανάποδα! Όλο το χρόνο είχε τον γάιδαρο του ή τα βούγια να σέρνουν το αλέτρι, μια ημέρα ήθελε να το σέρνει κι ο ίδιος να δει πως είναι! Έτσι θα φορούσε και ο ίδιος τον κάσο στον λαιμό του, θα παριστάνει τον γάιδαρο που τραβάει το δίφτερο αλέτρι, και άλλος θα κάνει τον ζευγά, και θα κάμουν και μερικές αυλακές, αφού θα του παίζει και μερικές ξυλιές με τη βουκέντρα!
Με το ίδιο σκεπτικό θα κάνει την έγκυο γυναίκα, τον αρκουδιάρη με την αρκούδα, το μαϊμούνι με τον μαϊμουνιέρη, τον Σατανά με τα κέρατα στο κεφάλι και κουδούνια στο λαιμό στη μέση και στα χέρια, τον παπά, και ό,τι ήθελε ο κάθε ένας, ανάλογα με την φαντασία του! Σκοπός κάθε ενός χωριστά, ήταν να κάνει τους άλλους να γελάσουν και όλοι μαζί να διασκεδάσουν!
Έτσι κυρίως οι νέοι μασκαρευόντουσαν την Αποκριά, το πρωί τα παιδιά και το βράδυ οι μεγάλοι. Το πρωί τα παιδιά βαφόταν στο πρόσωπο με «μουζωτήρια», που έκαναν τα σπαρτά σαν είχαν χολεριάσει, ή με καπνιά, ή μπογιά μαύρο «τω παπουτσώ». Έτσι μουζωμένα τα κοπέλια ή οι τσούμαροι (ζωηροί έφηβοι) γύρναγαν στους δρόμους και στις γειτονιές και κάποια, τα μικρότερα, τα είχαν ντύσει αποκριάτικα οι μανάδες τους.
Οι μεγαλύτεροι μπορούσαν να πάνε μουζωμένοι στο τραπέζι της βραδιάς, ή αλευρωμένοι με αλεύρι στη μούρη τους, ή ντυμένοι με παλιά ρούχα. Ντυνόταν κυρίως ανάποδα, οι άνδρες ντυνόταν γυναίκες, και οι γυναίκες άνδρες. Σε πολλά χωριά μάλιστα, όπως και στο δικό μας, οι τότε νεολαίοι, οργάνωναν τα λεγόμενα «δρώμενα». όπως τα είχαμε περιγράψει σε αντίστοιχο περσινό άρθρο με τίτλο: «Οι Αποκριές – Τα μουζωτήρια – Τα καρναβάλια τα παλιά χρόνια στη Μεσαρά».
Για ένα διάστημα ο πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου Γαλιάς, ο κ. Γιάννης Ζαχαριουδάκης, οργάνωνε την παλιά παραδοσιακή Καθαρή Δευτέρα να γίνεται στο γήπεδο του χωριού μας, όπου εκεί μαζευόταν πολλοί χωριανοί, μαγείρευαν την παραδοσιακή φασολάδα, και έπιναν κρασί, και στη συνέχεια διασκέδαζαν με λύρα και κρητικούς χώρους, και φυσικά με πολλές σατυρικές μαντινάδες.
Οι αετοί της εποχής
Σχετικά με το πέταγμα του αετού, έχει καθιερωθεί να τον πετάνε τη Καθαρή Δευτέρα πανελλαδικά. Στην Κρήτη όμως και κυρίως στα χωριά, τα παιδιά πετούσαν αετό, όποτε ήθελαν! Όμως τις περισσότερες φορές πετούσαν αετούς όλες τις ημέρες των Απόκρεω και συνέχιζαν και τη Σαρακοστή, όποτε ο καιρός το επέτρεπε! Οι μεγάλοι, κυρίως τα μεγάλα αδέρφια, έφτιαχναν αετούς στα μικρότερα παιδιά με καλάμια και χαρτιά, εφημερίδες, κόλλες διάφορες, που τις κολλούσαν με αλευρόκολλα, ψαρόκολλα, κόλλα μυγδαλιάς, ή από βολβούς από μανούσα (μανουσάκια).
Πιο συνηθισμένοι βέβαια, ήταν οι μικροί κλασικοί χάρτινοι αετοί, γιατί ήταν εύκολοι, δεν κόστιζαν τίποτα, και δεν ήθελαν κόλλημα με κόλλα. Τους έφτιαχναν τα ίδια τα παιδιά από διπλά φύλλα τετραδίων, με τον κλασσικό τρόπο που έμαθαν από τους μεγάλους, και είναι αυτά που σήμερα τα λένε σαΐτες. Όσο πιο μεγάλο ήταν το φύλλο, τόσο μεγαλύτερος θα ήταν και ο αετός! Σαν κλωστή βέβαια εν ανάγκη καλό ήταν και το καρούλι με την κλωστή της μαμάς, που την ένωναν κάτω από τα ζύγια του αετού, στο σωστό σημείο για το κέντρο βάρους και πρόσθεταν και την ουρά!
Συνηθισμένη εικόνα ένα παιδί να τραβάει τον χαρταετό του, να τρέχει για να τον δει να σηκώνεται! Η χαρά που έδινε ο αετός στα παιδιά ήταν απερίγραπτη. Επίσης ευκαιρία μαζί με τον χάρτινο αετό, έκαναν και το κλασσικό χάρτινο καπέλο, που φορούσαν στο κεφάλι. Ήθελε τεχνική να φτιαχτούν σωστά και ισορροπημένα τα ζύγια του αετού και ο αετός να έχει τη σωστή ουρά, πράγματα που τα μάθαιναν με την πείρα.
Πάμπολλα λοιπόν τα διάφορα γεγονότα και δρώμενα των ημερών τις ημέρες των Απόκρεω, που ήταν η αιτία να διασκεδάζουν με έξω καρδιά μικροί και μεγάλοι, αλλά με τη πραγματική έννοια της διασκέδασης, που ίσως σήμερα οι νέοι δεν μπορούν καν να τη νοιώσουν ή να την κατανοήσουν, αλλά ούτε και να τη φανταστούν!
.
Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Συμπληρώματα: Δημοσθένης Καραγιάννης