Παγκόσμια μέρα ποίησης – Κάντε ποίηση, όχι πόλεμο!
«…ποιητής δεν είναι μόνο αυτός που γράφει ποιήματα,
αλλά κι αυτός που αγαπάει το λαό, αυτός που αγαπάει την ομορφιά.»
Τόμας Μπόρχε (Jorge Francisco Isidoro Luis Borges)
Παγκόσμια Μέρα Ποίησης σήμερα και η θύμηση έχει την ανάγκη και τη δύναμη να προστρέξει σε κείνους τους εργάτες της τέχνης, που με μια ρηξικέλευθη ματιά μεταμόρφωσαν τη ζωή και τα πράγματα, στοχάστηκαν μέσω της ποίησης και δε «χάθηκαν». Η τέχνη της ποίησης μας κάνει να ξεπερνούμε τον εαυτό μας και να ανεβαίνουμε πιο ψηλά και όποιος δεν καταφέρει να ανέβει ψηλότερα, δε φταίει η ποίηση. Φταίει το ότι είναι πολύ χαμηλά. Η ποίηση – όπως και όλες οι Καλές Τέχνες – απευθύνεται τόσο στις νοητικές, όσο και στις συναισθηματικές μας ικανότητες, προσκαλώντας να εκλογικεύσουμε το θέμα και να απολαύσουμε την έκφραση. Το θέμα είναι το περιεχόμενο και η απαίτηση της λογικής μας να «μεταφράσει» την ιδέα, ενώ η έκφραση είναι ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ο ποιητής και απευθύνεται στην ευαισθησία μας και την αισθητική μας ανάγκη, αλλά και απαίτηση να νιώσουμε το ωραίο.
Η Ποίηση είναι τεχνική;
Ποιό είναι το σημείο ανάλυσης της ποίησης; Μια απλή απάντηση είναι, ότι όσο περισσότερο γνωρίζουμε για οτιδήποτε, τόσο πιο ενδιαφέρον γίνεται: ακούγοντας μουσική ή κοιτάζοντας ζωγραφιές με κάποιον, που μπορεί να μας πει κάτι για το τι ακούμε, βλέπουμε ή διαβάζουμε, είναι ένας τρόπος αύξησης της κατανόησης και της ευχαρίστησής μας. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η εκμάθηση πραγμάτων για τους ανθρώπους που μας έδωσαν καλλιτεχνικά έργα με τη γραφή, τη μουσική, τη ζωγραφική, με την τέχνη γενικότερα, μας ενδιαφέρει να μάθουμε και γιατί το έκαναν. Αυτό μπορεί επίσης να σημαίνει, ότι η κατανόηση του γιατί μια συγκεκριμένη φόρμα επιλέχθηκε παρά μιας άλλης. Για παράδειγμα, ο ποιητής επέλεξε να γράψει ένα σονέτο αντί μιας ωδής, μια μπαλάντα αντί μιας βιλανέλας. Γιατί χρησιμοποίησε πλεχτή (ΑΒΑΒ ΑΒΑΒ) ή η σταυρωτή (ΑΒΒΑ ΑΒΒΑ) ομοικαταληξία;
Το σονέτο Πατρίδα του Λορέντζου Μαβίλη με ομοιοκαταληξία τύπου ΑΒΒΑ ΑΒΒΑ ΓΔΕ ΓΔΕ:
Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ’ αγέρι
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
σα νύφ’ η γη, πόχει άμετρα άνθη προίκα
λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τ’ αστέρι.
Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα.
Τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ’ όλα τα μέρη.
Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα
να σου ξαναφιλήσω τ’ άγιο χώμα,
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκιά πατρίδα.
Για να εκτιμήσουμε την καταλληλότητα μιας φόρμας, πρέπει να γνωρίζουμε ένα φάσμα επιλογών που είναι διαθέσιμες στον συγκεκριμένο συγγραφέα στην συγκεκριμένη εποχή που δημιούργησε. Με τον ίδιο τρόπο, πρέπει επίσης να δώσουμε προσοχή στις επιλογές του. Γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη λέξη από μια ολόκληρη σειρά λέξεων που μπορεί να σημαίνουν το ίδιο πράγμα; Κοιτάζοντας τα χειρόγραφα, τα σχεδιάσματα της ποίησης, μπορεί να είναι πραγματικά διαφωτιστικά, δείχνοντας πόση προσπάθεια δαπανήθηκε για να βρει την καταλληλότερη ή πιο υποβλητική έκφραση.
Ποίηση στρατευμένη στην κοινωνία
Η ποίηση κατασκευάζεται, γίνεται με λέξεις. Αν όμως τη θάλασσα των λέξεων που πυκνώνει μέσα μας δεν τη δονήσει, δεν την ταράξει, δεν τη συνεπάρει μια μεγάλη συγκίνηση, μια αληθινή ευφορία ή ένας βαθύτατος πόνος, θα μείνει εκεί σαστισμένη κι αρυτίδωτη. Για να ξυπνήσουν όμως οι δυνατές, οι μεγάλες, οι καθαρές συγκινήσεις πρέπει ν’ αφήνουμε να εισβάλει μέσα μας ακέρια, σ’ όλες της τις μορφές, η φοβερή πραγματικότητα. Πρέπει να μετέχουμε στο κοινωνικό γίγνεσθαι, να το βιώνουμε και να το διαμορφώνουμε. Τότε κι η έμπνευση μας αδιάκοπα και δημιουργικά θα κεντρίζεται, τότε η λεκτική μας περιουσία αναπαυτικότερα θα μορφοποιείται, τότε η ποίηση μας θα μπορεί να γίνει πραγματικά ουσιαστική και άξια.
Είμαστε νέοι στα χωράφια της ποίησης; Για να εντρυφήσουμε στις ατραπούς της ποίησης, πρέπει να μελετήσουμε, να μάθουμε για πρόσωπα, κείμενα, ροπές, αλλά και ιδέες που διαμόρφωσαν το τοπίο της ποίησης ανά τους αιώνες. Να διερευνήσουμε τις συνθήκες – πολιτικές, κοινωνικές, πνευματικές, και ευρύτερα νοούμενες πολιτισμικές – που συνέβαλαν στην εξέλιξη της ποίησης τόσο παγκόσμια όσο και στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερα στον καιρό μας, στον ελλαδικό χώρο η μελέτη μας ας αρχίζει από τους πρώτους μεταπολεμικούς ποιητές (Χατζόπουλος, Γρυπάρης, Πορφύρας κλπ), με την εμφάνιση των οποίων, γύρω στα 1890, το ποιητικό γίγνεσθαι αποκτά νέα, αναγεννητικά στοιχεία και φτάνει στις πρόσφατες εμφανίσεις νέων ποιητών.
Ιδιαίτερη αναφορά στην στρατευμένη στην κοινωνία ποίηση αποτελεί ο Γιάννης Ρίτσος ο οποίος έλεγε: «Η ποίηση είναι η μνήμη του μέλλοντος». Η αξιωματική αυτή ρήση του Γιάννη Ρίτσου ήταν και η συνειδητή επιλογή του για το ρόλο της ποίησής του. Ο Ρίτσος με ένα τεράστιο μέρος του έργου του απομνημόνευσε και μνημειοποίησε το συλλογικό βίωμα των οραμάτων, αγώνων και παθών του λαού μας στον 20ό αιώνα. Και, μάλιστα, μετέχοντας ο ίδιος «οργανικά» στο συλλογικό βίωμα και εντάσσοντας σ’ αυτό και το ατομικό, το προσωπικό του βίωμα, επιλέγοντας όχι να ξεχωρίσει, αλλά να σμίξει με τον κόσμο. Αυτό ήταν και θα παραμένει το μεγαλύτερο από όλα τα μεγαλεία του ανθρώπου και ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Και θα παραμένει υπεράνω οποιωνδήποτε υποκειμενικών «αναγνώσεων» του έργου του.
Σήμερα, η γραφή πολλών νέων ποιητών είναι συχνά δαιδαλώδης, επιτηδευμένη, κρυπτική και βρίθει σπάνιων και παράξενων λέξεων. Η ποίηση αυτή η εγκεφαλική, του εργαστηρίου, η κρυπτική, η στρυφνή και βασανισμένη είναι σήμερα της μόδας. Θεωρείται σπουδαία κι όποιος δεν γράφει έτσι, αντιμετωπίζεται από τους «ειδικούς» ειρωνικά, δεν θεωρείται καν ποιητής. Παράλληλα, συχνά, γίνεται προσπάθεια εκμετάλλευσης των δημιουργημάτων μεγάλων ποιητών, διαστρεβλώνοντας το νόημα τους, ευτελίζοντας, προσβάλλοντας και απογυμνώνοντας το έργο τους από το κοινωνικό τους περιεχόμενο.
Ασφαλώς και δεν έχει να φοβηθεί τίποτε η ποίηση και η αξία των ποιητών, αλλά στο όνομα όσων σπουδαίων μας κληροδότησε γενικότερα η ελληνική ποίηση οφείλουμε να αντιδράσουμε στην ισοπέδωση και την ευτέλεια αρχών και αξιών που πηγάζουν από μεγάλους και ιερούς αγώνες του λαού μας.
Καθώς η Νέα Τάξη της καπιταλιστικής βαρβαρότητας προσπαθεί να ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς του αίματος, η Ποίηση χαμογελάει γιατί ξέρει πως εκείνη είναι πάντα χρεώστης απέναντι στον κόσμο…
«Ανάμεσα σε κρότους και σε κλαυθμούς
έρχεται αιφνιδίως ο θάνατος των ημερομηνιών»,
γράφει ο Παναγιώτης Καραβασίλης. Τα κανόνια των Αμερικανών δολοφονούν τα κύματα του ωκεανού που μπροστά σε αυτά δοκίμαζε τη δύναμη της ποίησής του ο Γουόλτερ Γουίτμαν, ο Πάμπλο Νερούδα εκτελείται με ριπές σιωπής, το «πλοίο των τρελών» που ζωγράφισε ο Ιερώνυμος Μπος δεν είναι άλλο από την Αφρική που πεθαίνει μέσα στην τρέλα, τη φτώχεια, την πείνα και την αρρώστια, στα πέτρινα γεφύρια των Βαλκανίων τροχίζουν τα μαχαίρια τους οι δολοφόνοι, που έγραφε ο Αρθούρος Ρεμπό, πριν σταματήσει να γράφει οριστικά στα 19 του…
Με το τρυπημένο, από τις σφαίρες των φασιστών, σακάκι του Λόρκα, σκεπάζει η Ποίηση τους ώμους της πολιτείας για να μην κρυώνει από τους αγέρες της Λήθης και του Εφησυχασμού, με τη φλόγα της ποίησης του Μιχάλη Κατσαρού προσπαθεί να διαλύσει τα σκοτάδια που σκορπάνε οι φωτεινές διαφημιστικές πινακίδες…
Μαύρο πουλί στον ουρανό της πόλης, η Ποίηση, ανασαίνει τον βαρύ αέρα του ανθρώπινου μόχθου, με τα νύχια της σκάβει την γκρίζα άσφαλτο, στο αντικαθρέφτισμα των τζαμιών των πολυκατοικιών βλέπει τα βήματα της αυριανής μας πορείας, ψίχουλο το ψίχουλο μαζεύει τα όνειρά μας που τα πατάνε ανύποπτοι περαστικοί και ύστερα με τούτα τα ψίχουλα στο στόμα πετάει ψηλά, για να ταΐσει με το Λόγο, τους νεοσσούς της, αυτούς που θα πάρουν θέση «στο σχηματισμό αλληλεγγύης των πουλιών που μας σώζει»…
Αντιπολεμική ποίηση
Η ποίηση, απ’ την εμφάνισή της μέχρι και σήμερα, δίνει απλόχερα τη συμβολή της στην υπεράσπιση της ειρήνης. Η αντιπολεμική ποίηση αποφαίνεται σαν η μύχια φωνή. Συντάσσεται με τις στρατιές των ανθρώπων. Αντιστέκεται στη βαρβαρότητα του πολέμου.
«Τώρα το δίχως άλλο πόλεμος θα εκραγεί ανέσπλαχνος κακός
Φταίχτες, για μένανε οι θεοί αυτοί έριξαν πάνω μας των Αχαιών τον πόλεμο δακρύων κρήνη»
(Όμηρος)
Στα Ομηρικά Έπη τονίζεται η απέχθεια του πολέμου, με πλήθος επιθέτων (ολοός: ολέθριος, δακρυρόεις: πολυδάκρυτος, φθησήνωρ: ο καταστρέφων τους ανθρώπους…).
Ο Πίνδαρος, αρχαίος Έλληνας ποιητής, γράφει:
«Πόλη πάει να στηρίξει
τη χαρά των πολιτών της
στο λαμπρό και φεγγοβόλο
της Ειρήνης μεγαλείο».
Οι τραγικοί ποιητές γράφουν:
«Αχου, στέναζε, τώρα μαδήσου, ξεφώνιζε,
ως στα μεσούρανα πια βαριά συμφορά σου
και γοερά τις τριδύστυχες, σέρνε θλιβερές σου κραυγές»
[«Πέρσες», Αισχύλος].
«Των πολέμων τα δεινά… το χορό αυτός τη Θήβα που τραντάζει»
[Σοφοκλής, Αντιγόνη].
Και ο Αριστοφάνης, λέει για την Ειρήνη:
«Γι’ αυτό συκιές, αμπέλια
και λάχανα και δέντρα με προθυμιά και γέλια
θα σε δεχτούν, αφέντρα ειρήνη».
Ο Ευριπίδης, γράφει για τις συμφορές του πολέμου:
«Και κάποια μάνα που τα παιδιά της είναι σκοτωμένα μαλλιοτραβά το άσπρο κεφάλι και τα μάγουλα/ με νύχια ματωμένα οργώνει…».
Με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Μέρας Ποίησης, θυμόμαστε δύο κείμενα υπεράσπισης της ποίησης, του αλησμόνητου Γιώργου Κακουλίδη.
Για την υπεράσπιση της ποίησης, έχοντας πάντα στο νου τους προφήτες της
του Γιώργου Κακουλίδη
1. Μακριά από την ποίηση τα διάφορα, παγερώς αδιάφορα, ευαγή ιδρύματα πολιτισμού, κέντρα βιβλίου, που λειτουργούν ως βιτρίνα για το θεάρεστο έργο της Νέας Δημοκρατίας. Αξίζουν μόνο την περιφρόνησή μας.
2. Μακριά από την ποίηση η Εκκλησία, ο άμβωνας, το ρασοφόρο πάχος. Γεμάτοι ενοχές, σπρώχνουν τις τύψεις τους στους άλλους. Αφανίζουν τον άνθρωπο, στο όνομα του Θεού, πνίγουν κάθε αίσθηση ελευθερίας, ως εκ τούτου είναι οι πρώτοι εχθροί της ποίησης .
3. Μακριά από την ποίηση οι δημοσιογραφίσκοι, οι κριτικοί, αυτά τα σοκολατούχα παιδιά που επιπλέουν μαζί με τα αφεντικά τους σε μια θάλασσα πνιγμένων λέξεων. Χωρίς να έχουν πληρώσει τίποτα στη ζωή τους – αντιθέτως μάλιστα -, κυνηγούν το βίωμα όπου το βρουν, και με το δίκιο τους. Πρέπει να το θάψουν, για να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
4. Μακριά από την ποίηση όλα τα ανθρωπάκια που φαντασιώνονται με λέξεις μια ιστορία που στήνεται με αίμα όπως αυτή της ποίησης , γιατί οι λέξεις έρχονται πάντα στο τέλος, καμιά φορά όμως μπορεί και να μην έρθουν. Το ποίημα ωστόσο έχει συντελεστεί ερήμην των λέξεων. Το νιώθεις από τον τρόπο που αλλάζουν όλα γύρω σου.
5. Μακριά από την ποίηση η φλυαρία του κάθε Εγώ, που είναι το βασίλειο του μικροαστού. Μακριά της οι δήθεν καταραμένοι, οι κατ’ επίφασιν αντεξουσιαστές – όλοι τους, μα όλοι, παραδίδονται σε κάθε εξουσία. Πρόκειται για γατούλες που τις ψωνίζει η δύναμη σε τιμή ευκαιρίας.
6. Μακριά από την ποίηση η λεγόμενη «σχολή της ήττας». Πρόκειται για βολεμένους που χρησιμοποίησαν ως άλλοθι το τέλος του Εμφυλίου, για να αναρριχηθούν και να καταξιωθούν κοινωνικά. Μην έχοντας το κουράγιο να αναμετρηθούν – με την αλήθεια τους κι αφού τους ζύγισε η Ιστορία, σέρνονται από δω κι από κει περιφέροντας το χλομό σαρκίο τους, κενοί όπως ακριβώς στο ξεκίνημά τους.
7. Μακριά από την ποίηση όλα τα παπαγαλάκια της εξουσίας που διαρκώς μιλούν για το πώς η πολιτική πράξη δεν έχει καμία σχέση με τη λογοτεχνία. Λακέδες που φροντίζουν να διατηρούν την πραγματικότητα στάσιμη. Αξιος ο μισθός τους, γιατί δεν είναι εύκολο να στηρίζεις αυτή τη βαρβαρότητα με λογοτεχνικούς όρους.
8. Μακριά από την ποίηση η ιδέα ότι αυτή αφορά μόνο τα βιβλία. Το τελευταίο πράγμα που έχει σχέση με την ποίηση είναι το βιβλίο. Υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν ποίηση με τις πράξεις τους και την ίδια τη ζωή τους, και σαν ζωντανά ποιήματα πορεύονται. Υπάρχουν πράξεις που δε θα αξιωθούν ποτέ να καταχωρηθούν σε βιβλία, αλλά από αυτές ξεπηδά η όποια πνευματικότητα μας κατακλύζει. Υπάρχει και το ρίγος, που κανείς δεν μπορεί να μας πει ακριβώς τι είναι, αλλά συντηρεί την απαραίτητη συγκίνηση στη ζωή. Και υπάρχει και η σιωπή των νεκρών, των αγαπημένων νεκρών, που με τη σιωπή τους μας κατευθύνουν.
9. Μακριά από την ποίηση τα ανθρωπάκια που μια ζωή μόνο ζητούν και θέλουν να θέλουν. Ο ποιητής είναι ο τελευταίος δότης μέσα σε μια κοινωνία που σπαράσσεται και, όπως λέει και ο Μπλανσό, όσο η κοινωνία θα σπαράσσεται η λογοτεχνία θα σπαράσσεται κι αυτή.
Η ποίηση κατοικεί παντού
του Γιώργου Κακουλίδη
1. Ποίηση είναι ο χωμάτινος δρόμος, τότε, στην Καισαριανή, που οδηγούσε στο Σκοπευτήριο. Μου άρεσε να τον διασχίζω μόλις έπεφτε η νύχτα, σφυρίζοντας στο δρόμο για να ξορκίζω τις κακές σκέψεις.
2. Ποίηση είναι να κοιτάς τον έναστρο ουρανό και να δίνεις στα άστρα ονόματα των αγαπημένων προσώπων που έχουν φύγει από τη ζωή. Να, εκεί είναι το άστρο Νίκος Καρούζος, και πιο πέρα το άστρο Μιχάλης Κατσαρός! Να γεμίσει ο ουρανός από ονόματα φίλων και αγαπημένων.
3. Ποίηση είναι οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που βρίσκονται πεταμένες στα σκουπίδια ή πωλούνται στο Μοναστηράκι. Συχνά τις χαζεύω και πάντοτε αγοράζω την πιο μοναχική, θλιμμένη μορφή. Ετσι, σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβω, έγινα συλλέκτης παλαιών φωτογραφιών που είχαν πεταχτεί, προσώπων που προφανώς δεν ενδιέφεραν τους απογόνους τους (αν υπήρχαν) και κοιτούσα αυτά τα θλιμμένα πρόσωπα που είχαν φωτογραφηθεί για την αιωνιότητα αλλά είχαν περάσει πια στη λήθη.
4. Ποίηση είναι ο «γύρος του θανάτου» στα παιδικά μου χρόνια. Σε μια τεράστια ξύλινη κατασκευή σε σχήμα βαρελιού, οι μοτοσικλετιστές κατάφερναν με τη δύναμη της ταχύτητας να υπερβαίνουν τη βαρύτητα και να ανεβαίνουν περιμετρικά μέχρι το στόμιο του βαρελιού. Μικροί και μεγάλοι κοιτάζαμε με δέος και τρόμο τους σύγχρονους αναβάτες με τις πολύχρωμες στολές και τον δυνατό σαματά των μηχανών, αγωνιώντας για την ευτυχή κατάληξη της κούρσας.
5. Ποίηση ήταν η γιορτή της 25ης Μαρτίου στο δημοτικό σχολείο του Βενιζέλου στην Καισαριανή, όταν φορούσαμε τη φουστανέλα και το περίφημο γιλέκο και απαγγέλλαμε το ηρωικό ποίημα που μας είχε αναθέσει η δασκάλα. Κι όλοι τρέμαμε μην κάνουμε κανένα λάθος, αλλά όλοι ήμασταν άψογοι. Και όταν γυρίζαμε στο σπίτι, βγάζαμε τη στολή και τη θαυμάζαμε για άλλη μια φορά. Και περνούσε η γιαγιά μου η Φιλιώ και έλεγε πάντα το ίδιο: «Του χρόνου δεν θα σου κάνει η στολή, πρέπει να πάρουμε καινούργια – άντε πάλι έξοδα». Αλλά το «του χρόνου» ήταν πολύ μακριά!
6. Ποίηση είναι το ποδόσφαιρο στην αλάνα. Πού να διαβάσεις όταν έξω από το παράθυρό σου γίνεται χαμός. Γυρνούσες ικετευτικά το κεφάλι στη μητέρα να σε αφήσει για λίγο να πας κι εσύ να παίξεις, αλλά το βλέμμα που εισέπραττες σου έκοβε κάθε επιθυμία. Και θαυμάζαμε τους συμμαθητές μας, τον Μηνά, τον Μπάμπη, που έπαιζαν καλή μπάλα, και αγαπούσαμε τον Εθνικό Αστέρα.
7. Ποίηση είναι τα όνειρά μας. Αλλόκοτα, αληθοφανή, άγρια, ειρηνικά, το ξημέρωμα φεύγουν σαν κλέφτες. Καμιά φορά αφήνουν το ίχνος τους αρκετές μέρες, όταν μας φέρνουν τους παλιούς αγαπημένους που δεν υπάρχουν πια.
8. Η ποίηση δεν κατοικεί μόνο τις σελίδες των βιβλίων. Τη συναντάς παντού, φτάνει να αφήσεις ελεύθερη την ψυχή σου να τη συναντήσει. Από το θρόισμα των φύλλων στο ανοιξιάτικο αεράκι μέχρι την άγρια φουρτουνιασμένη θάλασσα το χειμώνα. Από τις τρεις μεγάλες μορφές: Βούδα, Σωκράτη και Ιησού, που αποθέωσαν τον προφορικό λόγο, μέχρι τον πλανόδιο πωλητή στην Ομόνοια που γοητεύει με τον ευφάνταστο τρόπο που πουλά την πραμάτεια του. Η ποίηση κρύβεται παντού. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν γράφουν λογοτεχνία, αλλά η βιοτή τους ακολουθεί το δρόμο της ποίησης . Η ποίηση γράφει τον ποιητή και όχι ο ποιητής την ποίηση . Το μυστικό είναι να προσπαθείς να διευρύνεις τον ποιητικό χρόνο, να κατοικείς μέσα του, αφήνοντας όλο και περισσότερο απέξω ό,τι καταστρέφει την πρώτη σου ύλη, τη δική σου ζωή.