Η ζήλεια…, γράφει ο Αντώνης Κουκλινός
Όμορφη γυναίκα, όμορφος άντρας, ταιργιαστό ζευγάρι…
Πόσες φορές λέμε-νε ετούτη-νά τη γ-κουβέντα, όντε θα ιδούμε-νε δυό αγκαλιαζμένους χέρι, χέρι να σαλεύγουνε στη στράτα.
Το όμορφο, το ωραίο, όντεν είναι ταιργιαστό, μαγνητίζει τα βλέμματα και ξεχωρίζει.
Όσο βέβαια περνά η ‘’μπογιά’’, γιατί ο χρόνος δε στένεται ποτές του, μονο μετρά σαφή αντίστροφα.
Ντελικάτος, ψηλός και σπουδαγμένος ήρθε-νε η γ-ώρα ν-του να ’νοίξει σπιτικό.
Εταιργιάξανε με τη κοπελοπούλα κι ογλήγορα τακιμνιάσανε.
Δεν επέρασε πολύς καιρός, κι αφού αρέσει ο γείς τ’ αλλού, το στεφάνι ήτονε εύκολη υπόθεση.
Ταιργιαστό ζευγάρι…
Και οι δυό καλλωπισμένοι να κλουθούνε τση μόδας, εκάνανε καλή ζωή με ταξίδια, παρέες και διασκέδαση.
Όπου και να πηγαίνανε η κοπελιά, έκλεβγε τη μ-παράσταση.
Είπαμε το ωραίο, το ελκυστικό, αρέσει σε ούλους και χωρίς να προκαλεί, συζηθιέται.
Τα κομπλιμέντα σε κάθε παρέα και μάζωξη, πάνε κι έρχουνται.
-Πολύ όμορφη είσαι απόψε, Ευρυδίκη.
-Πόσο ωραία ντυμένη…
-Πωπωπω! Κούκλα η γυναίκα σου, Θάνο…!!!
-Μα πόσο ταιργιαστό ζευγάρι είσαστε!!!
-Φτού να μη στη μαθιάσω ετσά κοπελάρα πού ’χεις…!
-Χυτή λαμπάδα, η γυναίκα σου! Να τη χαίρεσαι…!
Όσο δίδουνε και παίρνουνε οι φιλοφρονήσεις και τα πειράγματα, εντάκαρε ο ντελικανής να στρουφίζει και να γρινιάζει.
Ο λεβεντάντρας απου διάλεξε να βάλει στη ζωή τζη, εξελίχτηκε σε παθολογικό ζηλιάρη, που μειονεχτεί μπροστά τζη και βγάνει ούλα ν-του τ’ απωθημένα πάνω τζη, χωρίς λόγο και αφορμή.
Κάθ’ α-που θελ-α γιαγύρουνε στο σπίτι, τσή ’βανε πόστα, χωρίς να φταίει.
-Ίντα ήτονε πάλι απόψε ετούτο-νά το πράμα, όπου γυρίσω τη γ-κεφαλή μου, να σε ξανοίγουνε και να με ζαλίζουνε από δεξά κ αριστερά; «Και ίντα ωραία γυναίκα α-πού ’χεις! Και ίντα κοπελάρα! Χυτή λαμπάδα» και, και, και, ένα σωρό γλυκόλογα και σαλιαρίσματα… Εβγάλανέ με από τα ρούχα μου, να μη μπορώ να βρώ τη ν’ εξά μου». Όσο τση κενώνεται το-νε ξανοίγει με παράπονο.
-Πε μου, εγώ, ίντα φταίω, για ούλα ετούτα-να α-που μου λες; Είδες η γυναίκα σου να προκάλεσε κιανένα, η να παραφέρθηκε πουθενά; Αντί να χαίρεσαι που η γυναίκα σου αρέσει και ξεχωρίζει και σου το λένε μπροστά σου, θά πρεπε να ’σαι περήφανος κι όχι να με κατσαδιάζεις άδικα.
Εγούρλωσε τσ’ αμάτες του και ξαγριγεύτηκε….
-Από κακού δεν ήτονε να μου κάνεις και τσιριτσάντολες! Να τσιλιμπουρδίζεις κ από πάνω! Σφαμένη ’θελ-α σ’ έχω! Δε θέλω να σε γλυκοξανοίγουνε και να γροικώ τα σαλιαρίζματα ντος.
Δεν ήδωκε συνέχεια στη γκρίνια και τη ζήλεια ν-του, μα η ψυχή τζη το κατέχει, πως με τον άθρωπο α-που διάλεξε να βάλει στεφάνι, δε θα ’ναι τα πράματα καθόλου εύκολα.
Η ζωή τρέχει και μαζί τζη κλουθούμε-νε ούλοι μας.
Ογλήγορα ήρθε-νε το πρώτο κοπέλι και το-νε βόλεψε μνιά χαρά. Εμάντρισε τη κοπελιά στο σπίτι μέσα να βυζάνει το γλάνι.
Ετσά δε θα ν-έχει τον ένα και τον άλλο, να το-νε μπικίζει «και ίντα όμορφη γυναίκα έχεις» και ούλα τ’ αποδέλοιπα.
Το ταιργιαστό κι ευτυχισμένο ζευγάρι στα μάθια των αθρώπω, δεν ήτονε παρά μνιάν εξωτερικά όμορφη εικόνα.
Λένε κι ετσά ’ναι πως απής θα κλείσει η πόρτα του σπιθιού, βγαίνει ο αληθινός χαραχτήρας του κάθα ’νούς αθρώπου.
Κάτω από ένα στεφάνι, μνιά γυναίκα εμπήκενε σε μνιά φυλακή χωρίς σιντεργιές, να τη πνίγουνε τα σκινιά τση ζήλειας του και να ’χει σε ούλα, αυτός, το πάνω χέρι.
Ήρθε-νε κι άλλο γλάνι στη κοιλιά, με αποτέλεσμα να ’σωκλειστεί μέσα, για να του μεγαλώνει κοπέλια.
Αφέντης α-που δε σηκώνει μύγια στο σπαθί ντου, κουβαλητής να μη γ-ξελείπει πράμα στο σπίτι ν-του και σπουδαγμένος με τη σοβαροφάνεια ν-του να φαίνουνται ούλα πως είναι μέλι-γάλα.
Όσο μεγαλώνει η οικογένεια, η ψηλή, λιγνή ομορφογυναίκα, μαραζώνει μέσα στσι οικογενειακές υποχρεώσεις. Μνιά ζωή κουζίνα, πλυσταργιό και ό,τι γράμματα εκάτεχε επήγανε ούλα αμόντες, μνιάς και ο αφέντης δεν τζη επιτρέπει να δουλέψει.
Οι νόμοι των αθρώπω, δεν αφήνουνε πολλές φορές περιθώρια στη δημιουργία. Σε ταυτίζουνε με τη ν-ταμπέλα τση γυναίκας για σπίτι. Τση νοικοκεράς α-που θα σου μεγαλώνει τα κοπέλια που θα τση ‘’σπείρεις’’.
Για τα κολλημένα μνυαλά και νοοτροπίες τση οικογενειοκρατίας, εκεινη-νά είναι η δουλειά και ο προορισμός τση. Αν-ε ν-τολμήσει και σηκώσει μπαϊράκι εγούγια τζή το… Μόνο στι γλώσσες του κόζμου να μπεις, φτάνει, να λέει ο γεις το κοντό κι ο άλλος το μακρύ ν-του.
Ελούφαξε στο να μη ντου δίδει τροφή να ξεσπά απάνω τζη και μέσα στη σιωπή και τη ψιλοκατάθλιψη, συμβιβάστηκε στο ‘’ρόλο’’ τση νοικοκυράς, δίχως όνειρα και προσδοκίες.
Ετσά περνούνε τα χρόνια, τα κοπέλια μεγαλώσανε, κάμανε δική ντος φαμίλια κ’ εδά γιαγιά πλέον μεγαλώνει τα εγγόνια.
Για τσι γνωστούς έχει τη νταμπέλα τση καλής νοικοκεράς, τση συζύγου, τση καλής μάνας και γιαγιάς. Για εκείνο είναι η γυναίκα που διάλεξε να του στέσει ντρέτα το σπίτι. Για τσ’ εδικούς τση, είναι το παράδειγμα αφοσίωσης και τιμιότητας.
Για ούλους ήκαμε το χρέος τση…
Ούλοι ευχαριστημένοι και περήφανοι α-που έχουνε να το λένε, πως είναι ένα το νάμι τζη.
Ούλοι εχτός από τη δική τζη τη μ-ψυχή, αποδεχόμενη τη σιωπή, φορώντας το ‘’ράσο’’ της αφοσίωσης έκανε το σωστό για τους απόξω.
Η ζωή τρέχει, μαζί και οι θύμησες…
Μνιά φορά κ ένα καιρό…
Ένας έρωντας έσμιξε δυό αθρώπους…
Ένα ταιργιαστό ζευγάρι, έκλεβγε τα βλέμματα του κόσμου και μαζί μ’ αυτά την αποδοχή για τη σιγουργιά της ευτυχίας…
Αντώνης Κουκλινός
* Η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο είναι έργο του Adam Howie με τίτλο « Jealous Love» από τη σειρά του «Love, Romance, and Relationships»