ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος. – 97 χρόνια από τη γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη
Ενεργός πολίτης, ποιητής, κριτικός, δοκιμιογράφος, αρχισυντάκτης κι εκδότης δύο σημαντικών περιοδικών, ανθολόγος, βιογράφος, μια πολύπλευρη προσωπικότητα.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 σε μια περιοχή που χωροταξικά εντάσσεται κοντά στη σημερινή ρωμαϊκή αγορά. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Τα ιστορικά χρόνια του μεσοπολέμου κορυφώθηκαν στη Θεσσαλονίκη με την απεργία του Μάη του 1936, κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας και τη δολοφονία απεργών. Τα γεγονότα αυτά, όπως θα διηγηθεί αργότερα ο ποιητής, ο εντεκάχρονος τότε Μανόλης τα παρακολούθησε από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Η Γερμανική Κατοχή και ο Εμφύλιος σημάδεψαν ανεξίτηλα τον βίο και την ποίηση του Αναγνωστάκη. Σπούδασε ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η ένταξή του στην ΕΠΟΝ συμπίπτει χρονικά με την έναρξη της φοιτητικής ζωής. Η πολιτιστική του δραστηριότητα κορυφώθηκε αυτήν την περίοδο με την ανάληψη της αρχισυνταξίας του πολύ ουσιαστικού και διαχρονικού λογοτεχνικού περιοδικού του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης με τον τίτλο «Ξεκίνημα».
Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στη διάρκεια του Εμφυλίου, το 1948, συνελήφθη μαζί με τα άλλα μέλη της ΕΠΟΝ. Ακολούθησε η δίκη του, καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο, η ποινή του μετατράπηκε αργότερα ισόβια. Παρέμεινε στο κάτεργο Γεντί Κουλέ από το 1949 μέχρι το 1951.
Την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων την πραγματοποίησε το 1945 με την ποιητική συλλογή «Εποχές». Ακολούθησαν οι «Εποχές 2» (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή). Ακολούθησαν οι «Παρενθέσεις», οι «Εποχές 3» (1951), η «Συνέχεια», η συγκεντρωτική έκδοση «Τα ποιήματα 1941-1956» (1956), η «Συνέχεια 2» και η «Συνέχεια 3» (1962 – συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Το 1970, δημοσίευσε ποιήματά του με τον τίτλο «Ο στόχος» στο συλλογικό τόμο «18 Κέιμενα».
Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού «Κριτική», μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονa ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή» και τα περιοδικά «Ελεύθερα Γράμματα», «Φιλολογικά Χρονικά», «Νέα Ελληνικά», «Διάλογος», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Εποχές», «Ο Αιώνας μας», «Θούριος», γράφοντας δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων.
Μετεκπαιδεύτηκε στην ακτινολογία στην Βιέννη (1955-1956 ). Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία. Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό «ποίηση της ήττας». Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, την ταύτιση ποίησης και ζωής. Όταν διαβάζουμε ποιήματα του Αναγνωστάκη και τα συγκρίνουμε με εκείνα άλλων μοντέρνων ποιητών, παρατηρούμε ότι η φωνή του διακρίνεται από αμεσότητα. Ο ποιητής δεν είναι στραμμένος προς τον εαυτό του, αλλά στραμμένος προς τον αναγνώστη. Επιδιώκει την επικοινωνία και θαρρείς ότι γράφει αποκλειστικά γι’ αυτήν την επικοινωνία.
Μες στην κλειστή μοναξιά μου Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου. Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους. [Πέντε μικρά θέματα, από τη συλλογή Εποχές, 1945]
Χάρη στο εγώ, το εσύ, το εμείς, ο αναγνώστης μοιράζεται με τον ποιητή αυτά τα συναισθήματα, και το ποίημα έρχεται κοντά μας, γίνεται οικείο.
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες. Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις. Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη, Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω. Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω. [Κι ήθελε ακόμη, από τη συλλογή «Η Συνέχεια», 1954]
Το 1954 γράφει:
Έλα να παίξουμε... Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη Θα σου χαρίσω τους πύργους μου Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου Έχουν πεθάνει από καιρό πριν από μένα Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις Έλα να παίξουμε... Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω! Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω που έρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά αναστατώνοντας τις έριες παρατάξεις Έλα να παίξουμε... Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα... [Το σκάκι, από την ποιητική του συλλογή «Η συνέχεια», 1954]
Ένα χαρακτηριστικό ποίημα του Αναγνωστάκη, που αρχίζει με τη λέξη «μιλώ», είναι η αποκορύφωση της αμεσότητας.
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει [Από τη συλλογή «Η Συνέχεια 2», 1956]
Ο ποιητής «μιλά» σ’ εμάς, για όλα εκείνα που βιώνουν οι άνθρωποι σε εποχές κρίσης. Και καθώς μιλά, τα μοιράζεται μαζί μας, δημιουργεί ένα κλίμα εγγύτητας, μας καθιστά συντρόφους του. Διαπιστώνουμε ότι το ποίημα έχει ως κεντρικό θέμα του μια απεχθή όσο και συνηθισμένη ανθρώπινη στάση: την προδοσία, και ειδικότερα την προδοσία των ιδανικών. Μπορεί να φοβάται τις ηττημένες συνειδήσεις ο Αναγνωστάκης, να θλίβεται και να οργίζεται όταν βλέπει τους παλιούς αγωνιστές να συμβιβάζονται και να προδίδουν τα ιδανικά τους, να εξοντώνονται ηθικά αλλά και ανθρώπινα, αλλά ο ίδιος συνεχίζει να μιλάει για εκείνους που δεν πρόδωσαν, κι εδώ ο ποιητής αναφέρεται αλληγορικά στους «ψαράδες»…
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έγραψε για τον Αναγνωστάκη: «Eκείνο που έφερε στην ποίησή μας ο Aναγνωστάκης είναι η χαμηλόφωνη κουβέντα με τον εξομολογητικό χαρακτήρα. Όχι πια λυρικές κορδέλες και τραγούδια αλλά κάτι από τη θέρμη της προφορικής ομιλίας, ένας λόγος γυμνός, μια κουβέντα ανθρώπινη· όχι πια πετάγματα της φαντασίας εκφρασμένα με τις πιο απίθανες και αλλεπάλληλες εικόνες, αλλά μια έκφραση της εμπειρίας που μας καίει, του καημού που μας τρώει, της λαχτάρας που μας παιδεύει».
Διαβάζοντας τα θέματα του Αναγνωστάκη από την πρόσφατη ιστορία, πρέπει να σκεφτόμαστε την καταστροφικότητα του Β ́ Παγκόσμιου Πολέμου, να κάνουμε μια μικρή αναφορά στα νούμερα των νεκρών: 420.000 στην Ελλάδα, 10.000.000 στην Ευρώπη, 20.000.000 στη Ρωσία. 6.000.000 ήσαν Εβραίοι που εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα, στην επιχείρηση γενοκτονίας που διοργάνωσε ο ναζισμός, το Ολοκαύτωμα. Ήταν ο πιο καταστροφικός πόλεμος μέχρι τότε στην ιστορία, και ξεκίνησε στο ευρωπαϊκό έδαφος, με συνολικό αριθμό θυμάτων σε ολόκληρο τον κόσμο περίπου 80.000.000! Να δείξουμε την καταστραφικότητα του εμφύλιου πόλεμου που ακολούθησε στην Ελλάδα, με θύματα 154.000 συνολικά, και για τις δυο πλευρές, του ελληνο-αμερικάνικο-αγγλικού στρατού από τη μια και του λαϊκού στρατού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες. Πώς να μιλήσω; Το πλήθος δάμαζε Τους δημεγέρτες και τους πλάνους. Με στιλέτα Καρφώναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω Όταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο Και τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα10 Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί Πώς να εξηγήσω πιο απλά τί ήταν ο Ηλίας Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου Η 3η Μαΐου, το τραμ 8, η «Αλκινόη» Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο. Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές Το άψογο πρόσωπο της Ιστορίας θολώνει Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει Και δεν την υποψιάζεται ακόμα Όμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς Στα καφενεία και στα χρηματιστήρια Στις βροχερές ώρες, στ’ άδεια πάρκα, στα μουσεία Μέσα στα σπουδαστήρια και στα μαγαζιά Αλλάζει τη σύνθεση της ατμοσφαίρας Τη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας Το χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας. Έχει στηθεί η σκηνή μα δε φωτίζουν οι προβολείς Κι όλα τα πρόσωπα είν’ εδώ —αντάξια του δράματος— Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη Ο άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος Τα κουδουνάκια του τρελού, κάθε κατώτερη ράτσα Άρχοντες και πληβείοι κι αυτοτιμωρούμενοι. Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο Να επιστρέψουν τ’ άγια στους σκύλους, τα βρέφη στις μήτρες Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο. 9η Θερμιδώρ 1955 [Όταν αποχαιρέτησα, από τη συλλογή Η Συνέχεια 2, 1956]
Στο ποίημά του «Αντί να φωνασκώ…», κάνει αναφορά και στους Εβραίους Θεσσαλονικιούς φίλους του, που εξοντώθηκαν από τους ναζί.
Αντί να φωνασκώ και να συμφύρομαι Με τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες —Μάντεις κακών και οραματιστές— Όταν γκρεμίστηκε το σπίτι μου Και σκάφτηκε βαθιά με τα υπάρχοντα (Και δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια) Πήρα τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας. Ήτανε βέβαια μεγάλη η περιπέτεια Όμως η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα Ασύλληπτα πυροτεχνήματα ανεβαίνανε Στον πράο ουρανό με διαφημίσεις Αιφνίδιων θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων. Σε λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως Κάηκαν όλα τα επίσημα αρχεία και βιβλιοθήκες Οι βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία Όλες οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων Και θανάτων —έτσι που πια δεν ήξερε Κανείς αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα— Όλα τα δούναι και λαβείν των μεσιτών12 Από τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών Τα πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων. Εξαίσια νύχτα τελεσίδικη και μόνη Οριστική (όχι καθόλου όπως οι λύσεις Στα περιπετειώδη φιλμ). Τίποτα δεν πουλιόταν πια. Έτσι λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους Βρήκα την Κλαίρη βγαίνοντας Απ’ τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι Κάτω απ’ τις αψίδες των κραυγών Περάσαμε στην άλλη όχθη με τις τσέπες Χωρίς πια χώματα, φωτογραφίες και τα παρόμοια. Τίποτα δεν πουλιόταν πια. [Αντί να φωνασκώ, από τη συλλογή «Η Συνέχεια 2», 1956]
Κατά την διάρκεια της μετεμφυλιακής εποχής ήρθε στην επιφάνεια ένα σκηνικό ερειπίων, ενός εκδικητικού ξενοκίνητου κράτους, στο οποίο κυριαρχούσε η ασταθής πολιτική κατάσταση, η τρομοκρατία, τα ξερονήσια. Κορύφωση της προβληματικής λειτουργίας της δημοκρατίας και της νοσηρής κατάστασης που επικρατούσε υπήρξε η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963. Ο Αναγνωστάκης δίνοντας το παρών σε νέους αγώνες και σε προκλήσεις των καιρών βρίσκεται την περίοδο αυτή στο ζενίθ της πνευματικής του ολοκλήρωσης. Εξέδωσε τρεις νέες ποιητικές συλλογές με τον τίτλο «Συνέχεια». Επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας διανοητικής κοινότητας, ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη το 1959 το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961), επικεντρωμένο στην παραγωγή ενός καινούριου, αριστερού, αντιδογματικού κριτικού λόγου. Πολλά από τα ποιήματα των τριών ποιητικών συλλογών έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου κλπ.
Κατά την περίοδο της αμερικανοκίνητης δικτατορίας των Συνταγματαρχών, οι διώξεις, η καταπίεση, η λογοκρισία, και η σιωπή κυριάρχησαν τόσο στον πολιτικό βίο όσο και την πολιτισμική σκηνή. Η ποιητική συλλογή του Αναγνωστάκη «Ο Στόχος», αποτελεί συγγραφικό καρπό της περιόδου αυτής, με έντονο στηλιτευτικό και ειρωνικό χαρακτήρα.
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,19 Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας. Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά. [Στο παιδί μου, από τη συλλογή «Ο Στόχος», 1970]
Στην περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας ο Αναγνωστάκης γράφει το «Περιθώριο’68-’69», συλλογή που αποτελείται από σύντομα ελλειπτικά κείμενα. Ο λόγος του κυριαρχείται από έντονο σαρκασμό και ειρωνεία, καθώς κατασταλάζουν οι πικρές εμπειρίες των κοινωνικών αλλαγών, αλλά και της πολιτικής συνθήκης της δικτατορίας.
Τώρα, μπορεί πια ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει, για την αγωνία της εποχής, το αδιέξο- δο, την απανθρωπία του αιώνα, τη χρεωκοπία των ιδεολογιών, τη βαρβαρότητα της μηχανής, για δί- κες, για ρήγματα, για φράγματα, για ενοχές, για γρανάζια. Όλα έχουν κωδικοποιηθεί, ταξινομηθεί, από- δελτιωθεί, έχουν περάσει στα λεξικά και στις εγ- κυκλοπαίδειες, προσφέρονται έτοιμα σε πακετάκια αυτοσερβιρίσματος, σε κάθε βαλάντιο προσιτά. Θα 'ρθει ένας καιρός, που σε ζωολογικούς κή- πους, σε τσίρκα και σε κέντρα παιδικής χαράς, θα συντηρούνται σε ειδικούς στεγανούς κλωβούς, άν- θρωποι-δείγματα μιας περασμένης εποχής, προς ικανοποίησιν της περιεργείας του κοινού και προς χρήσιν των σχολείων και των επιδόξων συγγραφέων. [Απόσπασμα από το το «Περιθώριο’68-’69»]
Στις συλλογές του «Ο Στόχος» και «Το περιθώριο», ο Αναγνωστάκης εισχωρεί επίπονα στον πυρήνα της Ιστορίας, ως ενεργό υποκείμενο, μάρτυρας και υπόλογος, ψηλαφεί και μετρά τις καταστροφές, τα τραύματα, τις πληγές, και αναρωτιέται για την ίδια τη λειτουργία της ποίησης σε καιρούς απόλυτης απανθρωπιάς.
Κυρίαρχη στα ποιήματα είναι η αναφορά στην καταστροφή και στις συνέπειες που έφερε ο πόλεμος στον ψυχισμό και στη στάση των ανθρώπων: άλλοι σκοτώθηκαν στην Αντίσταση, άλλοι σε βομβαρδισμούς, άλλοι πέθαναν από την πείνα, οικογένειες ξεκληρίστηκαν, όμως υπήρξαν κι εκείνοι που πρόδωσαν και πλούτισαν από αυτόν τον πόλεμο, οι ταγματασφαλίτες, συνεργάτες των ναζί και οι μαυραγορίτες, άνθρωποι που επωφελήθηκαν από τη δυστυχία των άλλων. Και όταν τέλειωσε ο πόλεμος το ξενοκίνητο μεταπολεμικό και μετεμφυλιακό καθεστώς δεν σκέφτηκε τίποτε άλλο, παρά να σκεπάσει ό,τι έκαναν, επιβραβεύοντάς τους με θέσεις και αξιώματα.
Πέθανες — κι έγινες και συ: ο καλός, Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες. Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τί κάθαρμα ήσουν, Τί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα ’ρθω την ησυχία σου να ταράξω. (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο). Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός, Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος. [Επιτύμβιον, από τη συλλογή «Ο Στόχος», 1970]
Και το παρακάτω ποίημά του «Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.»:
Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά― τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε. Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες θυμούνται τα λόγια του πατέρα: Εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους. Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών ―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται― Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως ―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν― Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές. Η Ελλάς των Ελλήνων. [Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ., από την συλλογή «Ο στόχος», 1970]
Μετά την μεταπολίτευση συμμετείχε στις πρώτες ελεύθερες εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής με την «Ενωμένη Αριστερά».
Την δεκαετία του ’80, παρουσιάζει το «Παιδική Μούσα -Τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία», από τον ανύπαρκτο εκδοτικό οίκο «Αμοργός» 1980, σαν Μανούσος Φάσσης, μια συλλογή που περιείχε έμμετρα, με ομοιοκατάληκτους στίχους, σατιρικά ποιήματα. Το ψευδώνυμο «Φάσσης», σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του ίδιου, το πήρε από το υποκοριστικό «Φάσσης» που είχε ο παππούς του Ανέστης, στα Ρούστικα Ρεθύμνου.
Τον Νοέμβρη του 1983 γράφει το «Φοβᾶμαι»
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας "Δώστε τη χούντα στο λαό". Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου `κλειναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν. Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα `σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και "απόψεις". Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο. Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους. Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Συνεχίζει το 1986 με την μπαλάντα «Ο Κατήφορος» από τις ανύπαρκτες εκδόσεις «Aids». Πρόκειται για 17 σατιρικά τετράστιχα δεκασύλλαβων και ενδεκασύλλαβων στίχων με πλεκτή ομοιοκαταληξία. Το 1987 στο βιβλίο «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του» παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του φανταστικού του φίλου Μανούσου Φάσση -εξαιρετικό υβριδικό είδος αυτοβιογραφίας- στον οποίο αποδίδει ελαφρότητα, ερωτοπληξία και ακραία σατιρική διάθεση.
Παιδάκια, πάντοτε ν’ακούτε τους γονείς σας που θέλουν μόνο το δικό σας το καλό. Να λέτε «ευχαριστώ», «παρακαλώ», να μην υψώνετε τον τόνο της φωνής σας. (...) Όλα στο σπίτι σαν ρολόι ρυθμισμένα. Ο μπαμπάς όλη μέρα στη δουλειά. Η μαμά τινάζει στο μπαλκόνι τα χαλιά κι ύστερα στρώνει τα κρεβάτια ένα ένα. Συνήθως βλέπουν τηλεόραση τα βράδια, καμιά φορά πηγαίνουν σινεμά. Κάποτε μένει μονή η μαμά και μας κακομαθαίνει με τα χάδια. Λείπει τότε ο μπαμπάς στο καφενείο εκεί που πάνε οι άντρες μοναχοί. Παίζουνε πρέφα, λεν αστεία, χι, χι, χι καμιά φορά ξεχνιούνται ως τις δύο. Τις Κυριακές μας έρχονται επισκέψεις. Βγάζει η μαμά καφέδες και γλυκά. Οι άντρες συζητούν πολιτικά και οι γυναίκες: “αύριο τι θα μαγειρέψεις;'. Έτσι τα βρήκαμε, πάππου προς πάππου και -προς Θεού- μην τα πειράξεις, πα, πα, πα! Ακολουθείστε τα γνωστά τα πρότυπα να φτάσετε κι εσείς μια μέρα κάπου. [Η μπαλάντα για τα καλά παιδιά, από ποιήματα του Μανούσου Φάσση]
Ο Αναγνωστάκης δείχνει με το χέρι τους μακελάρηδες κατακτητές, ντόπιους και ξένους, τραγουδά τους νεκρούς αγωνιστές, μιλά για τον απλό άνθρωπο που γίνεται παιχνίδι στα παιγνίδια των κυρίαρχων και ισχυρών.
Το περιεχόμενο της ποίησής του ορίζεται από συναισθήματα που γεννούν πικρές διαπιστώσεις: το συναίσθημα της χαμένης αθωότητας και την πτώση σε μια εποχή έκπτωσης των αξιών, αλλά και την αναζήτηση του αληθινού προσώπου του ανθρώπου, το οποίο έχει επικαλυφθεί από τις ανάγκες της προσαρμογής σε μια πραγματικότητα προσανατολισμένη στην ευμάρεια, στην τεχνολογία και στην απόφυση της πνευματικότητας.
Πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.
♦ Το ποιητικό έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη βρίσκεται συγκεντρωμένο στην έκδοση «Τα ποιήματα 1941-1971», Αθήνα: Νεφέλη, 2000 [1971], η οποία περιλαμβάνει τις παρακάτω συλλογές:
- Εποχές (α΄ έκδ. 1945, εκτός εμπορίου)
- Εποχές 2 (α΄ έκδ. 1948, εκτός εμπορίου)
- Παρενθέσεις (γρ. 1948-1951, α΄ έκδ. 1956)
- Εποχές 3 (α΄ έκδ. 1951)
- Η Συνέχεια (α΄ έκδ. 1954)
- Η Συνέχεια 2 (α΄ εκδ. 1956)
- Η Συνέχεια 3 (α΄ έκδ. 1962)
- Ο Στόχος (α΄ έκδ. 1970)
♦ Εργογραφία του Μανόλη Αναγνωστάκη
-
Εποχές, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1945, σσ. 32.
- Εποχές 2, Σέρρες, ιδιωτ. έκδοση, 1948, σσ. 24
- Εποχές 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1954, σσ. 16.
- Τα Ποιήματα (1941-1956) (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2), Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1956.
- Η Συνέχεια 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1962, σσ. 32.
- Υπέρ και Κατά, Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1965, σσ. 112.
- Τα Ποιήματα (1941-1971), (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2, Η Συνέχεια 3, Ο στόχος), Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1971· Αθήνα, Πλειάς, 1976· Αθήνα, Στιγμή, 1985· Αθήνα, Νεφέλη, 2000, σσ. 192, ISBN 960-211-538-6.
- Αντιδογματικά: Άρθρα και σημειώματα (1946-1977), Αθήνα, Πλειάς, 1978· Αθήνα, Στιγμή, 1985, σσ. 232.
- Το περιθώριο ’68-69, Αθήνα, Πλειάς, 1979· Αθήνα, Στιγμή, 1985· Αθήνα, Νεφέλη, 2000, σσ. 48, ISBN 960-211-552-1.
- Μανούσος Φάσσης: Παιδική Μούσα (τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία), Αθήνα, Αμοργός, 1980.
- Υ.Γ., Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1983· Αθήνα, Νεφέλη, 1992, σσ. 40.
- Τα Συμπληρωματικά (σημειώσεις κριτικής), Αθήνα, Στιγμή, 1985, σσ. 176.
- Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Αθήνα, Στιγμή, 1987, σσ. 144. ISBN 960-269-029-1.
- Η χαμηλή φωνή: Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς – μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1990, σσ. 224.
♦ Μελοποιημένα κείμενά και απαγγελίες του θα βρείτε στους δίσκους:
-
Αρκαδία VIΙΙ, 1974. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
-
Μπαλάντες, 1975. Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
-
Της εξορίας, 1976. Μουσική Μίκης Θεοδωράκης.
-
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη, 1976, Διόνυσος – Ελληνικά ποιήματα.
-
Τα τραγούδια της λευτεριάς, 1978. Συνθέτης: Θάνος Μικρούτσικος.
-
Η αγάπη είναι ο φόβος, 1980. Συνθέτης: Μιχάλης Γρηγορίου.
-
Φίλοι που φεύγουν, 1991. Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος.
-
Λόγω τιμής, 1996. Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου.
-
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη, 1977.