Χρόνος ανάγνωσης περίπου:9 λεπτά

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Παγκόσμια Μέρα Ποίησης – Ανθολογία ποίησης (μέρος γ)

Σας παρουσιάζουμε ένα μικρό δικτυακό αφιέρωμα για την Παγκόσμια Μέρα Ποίησης. Μια μικρή σταχυολόγηση ποιημάτων, για να τιμήσουμε την μέρα της ποίησης, που αφιερώνουμε στην πάλη για την παγκόσμια Ειρήνη, ενάντια στις διεργασίες που συσσωρεύουν «μπαρούτι» για γενικότερη ανάφλεξη.

Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος
 Νίκος Γκάτσος

 1966

Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο
εκεί που ανθίζει η φοινικιά
δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο
δώρα κρατώντας και προικιά
Ο ένας ήταν ιρλανδός, ο άλλος ήταν ιουδαίος

Δίψα τους έκαιγε τα χείλη
μα πριν φωνάξουν τη βροχή
είδαν στην έρημο μια πύλη
που γραφε τέλος και αρχή
Μπροστά πηγαίνει ο ιρλανδός, πίσω πηγαίνει ο ιουδαίος

Πέρασαν τα μεγάλα τείχη
και κάπου εκεί στην αγορά
κάποιον ρωτήσανε στην τύχη
πού είναι ο γάμος κι η χαρά
Τον ρώτησε ο ιρλανδός, τον ρώτησε κι ο ιουδαίος

Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια
τους έδειξε στο χώμα εμπρός
δυο πεθαμένα περιστέρια
που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός
Δάκρυσε τότε ο ιρλανδός, δάκρυσε και ο ιουδαίος.

 Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει τον θάνατό του
 Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

 The Wild Swans at Coole, 1919

Τη μοίρα μου, το ξέρω, θ’ απαντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα απάνου,
Ούτε αυτούς που μάχομαι μισώ
Μα ούτε αυτούς που προστατεύω αγαπώ.

Πατρίδα μου είναι η γειτονιά Κιλτάρταν Κρος,
Συμπατριώτες, του Κιλτάρταν οι φτωχοί,
Αυτοί δεν έχουν τίποτα να χάσουν από ένα τέλος του πολέμου πιθανό
Μα κι η ζωή τους δεν θα είναι ευτυχέστερη από πριν.

Ούτε καθήκον ούτε νόμος μου υπαγόρευσαν να πολεμήσω,
Ούτε δημόσιοι άνδρες μα ούτε λαϊκές ζητωκραυγές,
Μια ώθηση μοναχική απόλαυσης
Μ’ οδήγησε στων σύννεφων τις ταραχές.

Τα ζύγιασα όλα, τά’ φερα μες στο μυαλό μου όλα,
Τα χρόνια που έρχονται θά’ναι σπατάλη αναπνοής,
Σπατάλη αναπνοής τα πίσω χρόνια,
Αυτός ο θάνατος ας είναι ζύγιασμα τούτης της ζωής.

VIII
Γιάννης Οικονομίδης

 Από τη συλλογή «Όλεθροι», 1927

Εσύ ήσουν η γαλήνια εκείνη πόλη,

που έλαμπε ο ήλιος στα παράθυρά σου!

Σ’ όργωσε τώρα της κακίας το βόλι

και σύντριψε την ήσυχη χαρά σου.

Τα ερείπια σου καπνίζουνε στο χώμα

σωροί απ΄ την ομορφιά σου τη χαμένη·

δεν τάσβυσε η βροχή κι αχνίζει ακόμα

στους δρόμους η ζωή σου συντριμμένη.

Στα πάρκα τα κορμιά των αγαλμάτων

σαν από φθόνο τάσπασαν οι οβίδες,

και τώρα με στη γύραθε ερημιά των

φοβούνται να φυτρώσουν κι οι τσουκνίδες.

Κι απ΄ τη ζωή σου κάτι αλήτες μόνο,

που τα καμένα ερείπια σου σκαλεύουν,

μες στο βουβό σου και τον έρμο πόνο

ελεύτερα φαντάσματα σαλεύουν…

 Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα
 Κατερίνα Γώγου

 από τη συλλογή «Ιδιώνυμο», 1980

Θα ’ρθει καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
–μη βλέπεις εμένα– μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θά ’ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θα ’μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι –σκέψου!– θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία –δε θέλω να λέω ψέματα–
δύσκολοι καιροί.
Και θά ’ρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω –μην περιμένεις κι από μένα πολλά–
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά Μαρία.

Ό,τι αγαπήσαμε
Μενέλαος Λουντέμης

από το «Κοντσέρτο για δυο μυδράλια κι ένα αηδόνι», 1973

Τον αγαπήσαμε, πολύ τον αγαπήσαμε
αυτόν τον απαίσιο – αυτόν τον θεσπέσιο –
κόσμο μας.
Τον αγαπήσαμε κι ας τον βλέπαμε
πίσω απ’ τα σίδερα.

Αγαπήσαμε τις χειροπέδες μας
πιο πολύ κι απ’ τα βραχιόλια
που θα βάζαμε στα χέρια της αγαπημένης
κι ας ζύγιζαν πολύ πιο βαριά
(είκοσι καράτια δάκρυα!)

Μα αν δε λέγαμε «όχι» τότε
αν δε λέγαμε τότε «ποτέ»
οι αλυσίδες που αρνηθήκαμε
θα δένανε τα χέρια των παιδιών μας.

Και τα βιβλία μας, αυτά που γράψαμε
για τον έφηβο του «Τώρα» και του «Αύριο»
για τον έφηβο του σημερινού
και για τον έφηβο του αυριανού – Αιώνα
αν δεν λέγαμε τα «όχι» και τα «ποτέ»
τότε τα βιβλία μας
θα ’πεφταν απ’ τα χέρια τους ντροπιασμένα.
Όσο για σένα, ωραίε ψαλμωδέ του Στίχου,
αν δεν έχεις τη δύναμη,
αν δεν έχεις την τόλμη –
να δείξεις ένα δρόμο…
Κόψε καλύτερα το χέρι σου!
Μη δείχνεις το γκρεμό!

Ο Ρωμηός
Γεώργιος Σουρής

Τα άπαντα Γεωργίου Σουρή. Κωμικοσατιρικοί διάλογοι,

Εκδόσεις «Χρ. Γιοβάνη», Αθήναι 1966

Στον καφενέ απ’ έξω σαν μπέης ξαπλωμένος
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ
και στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένος
κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ

Σε μια καρέκλα το `να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγο παρεκεί
αφήνω το καπέλο και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.

Ψυχή μου! τι λιακάδα, τι ουρανός, τι φύσις!
Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.

Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους και όποιους άλλους θέλω
και στρίβω το μουστάκι μ’ αγέρωχο πολύ
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιον εαυτό μου και γίνομαι σκυλί.

Φέρνω το νου στο Διάκο και εις τον Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.

Τη φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ…
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω
κι όσες βλασφήμιες ξέρω, αρχίζω να τις πω.

Στον καφετζή ξεσπάω… φωτιά κι εκείνος παίρνει,
αμέσως άνω-κάτω του κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει
και τέλος… δεν πληρώνω δεκάρα στον καφέ.

(Νοέμβριος 1880)

Το Κορμί και το Σαράκι
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Μικρά ποιήματα, «Διαγώνιος»

Τα πρόβατα απήργησαν

ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής

«όταν πεθάνω, να με θάψτε στο χωριό» –

θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους

την πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους

ωραία ερμηνεύεις τα τραγούδια

ας δούμε πως τα καταφέρνεις και στα παρατράγουδα

και τι δεν κάνατε για να με θάψετε

όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος

Ιλιάδα
Ομήρου ραψ. Ζ, 429-489

Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη – Ἰ. Θ. Κακριδῆ, Αθήνα 1955

Έχτορα, τώρα εσύ πατέρας μου και σεβαστή μου μάνα

κι αδέρφι, εσύ και λεβεντόκορμος στην κλίνη σύντροφος μου.

Αχ έλα τώρα πια, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο,

μην κάνεις ορφανό το σπλάχνο σου, μην κάνεις χήρα έμενα.

Στην άγρια τη συκιά το ασκέρι σου για στήσε δίπλα τώρα,

κει πού το κάστρο ευκολοπαίρνεται και τα τειχιά πατιούνται.

Ν ̓ ανέβουν τρεις φορές δοκίμασαν με διαλεγμένο ασκέρι

οι γιοι του Ατρέα κι ο πολυδόξαστος ο Ιδομενέας κι ο γαύρος

Διομήδης κι ο Αίας κι ο συνονόματος υγιός του Οϊλέα, δω πάνω ̓

θες κάποιος μάντης τους αρμήνεψε, τις θείες βουλές που ξέρει,

θες και μονάχοι τους δοκίμασαν κι από δικού τους ήρθαν.»

Κι ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας απηλογιά της δίνει:

« Κι εγώ όλα τούτα τα στοχάζομαι, καλή μου, αλήθεια ̓ ωστόσο

μπροστά στους Τρώες περίσσια ντρέπουμαι και στις

μακρομαντούσες

Τρωαδίτισσες, μακριά απ ̓ τον πόλεμο σαν τον κιοτή να φεύγω’

μήτε το λέει η καρδιά μου, τι έμαθα να ‘μαι αντρειωμένος πάντα

και μέσα στη σφαγή να βρίσκομαι στους Τρώες τους

μπροστομάχους,

την τρανή δόξα του πατέρα μου και μένα να κρατήσω’

τι εγώ στο νου μου και στα φρένα μου καλά το ξέρω αλήθεια:

Θα ξημερώσει μέρα κάποτε πού θα χαθεί το κάστρο

της Τροίας κι ο Πρίαμος ο πολέμαρχος κι όλος μαζί ο λαός του.

Μα τόσο για των Τρωών δε νοιάζομαι τα πάθη όπου ‘ναι να ‘ρθουν,

κι ουδέ για την Εκάβη νοιάζομαι και για τον Πρίαμο τόσο

και για τ ̓ αδέρφια μου, που κάποτε περίσσια κι αντρειωμένα

θα κυλιστούν στη σκόνη, πέφτοντας απ ̓ των οχτρών τα χέρια —

όσο για σένα, όταν χαλκάρματος κάποιος Αργίτης πάρει

τη λευτεριά σου και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη ̓

και στο Άργος πέρα υφαίνεις έπειτα στον αργαλειό μιας ξένης,

κι απ ̓ τη Μεσσήιδα η την Υπέρεια σου λεν νερό να φέρνεις,

πολύ άθελα σου, μα ανημπόρετη θα σε βαραίνει, ανάγκη’

και κάποιος πει τυχόν, θωρώντας σε να χύνεις μαύρα δάκρυα:

,,Γιά κοίτα τη γυναίκα του Έχτορα, που ήταν στη μάχη ο πρώτος

μέσα στους Τρώες τους αλογάρηδες, σύντας την Τροία χτυπούσαν.”

Αυτά θα πει, και τότε μέσα σου ξανά θ ̓ ανάψει ο πόνος,

τι έλειψε αυτός που δε θα σ ̓ άφηνε να σκλαβωθείς ποτέ του.

Μα κάλλιο να μη ζω, να βρίσκομαι βαθιά στη γη χωσμένος,

το σούρσιμό σου και το σκούξιμο προτού στ ̓ αφτιά μου φτάσουν!»

Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοιεί στο γιο τα χέρια’

μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας

με δυνατές φωνές, τι έτρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,

απ ̓ το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ ̓ τη φούντα

την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος.

Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα,

κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ ̓ το κεφάλι βγάζει

το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο.

Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια,

κι έτσι μετά στο Δία προσεύκουνταν και στους θεούς τους άλλους:

«Πατέρα Δία κι εσείς οι επίλοιποι θεοί, και τούτος δώστε,

ο γιος μου, όπως εγώ περίλαμπρος μέσα στους Τρώες να γένει,

άντρας τρανός, και πολυδύναμα την Τροία να κυβερνήσει’

κι ένας να πει: ,,πολύ καλύτερος απ ̓ το γονιό του ετούτος,”

σα θα γυρίζει από τον πόλεμο με κούρσα αιματωμένα ̓

οχτρού που σκότωσε, κι η μάνα του βαθιά ν ̓ αναγαλλιάσει.»

Έτσι μιλεί, και στης γυναίκας του τα χέρια τον υγιό τους

απίθωσε, κι αυτή τον δέχτηκε στο μυρωδάτο κόρφο

δακρυογελώντας ̓ την επόνεσε καθώς την είδε εκείνος,

και με το χέρι του τη χάιδεψε κι αυτά της λέει τα λόγια:

«Άμοιρη εσύ, μη μου πικραίνεσαι μες στην καρδιά σου τόσο’

κανείς, αν δεν το στρέγει η μοίρα μου, στον Άδη δε με στέλνει·

το ξέρω, απ ̓ το γραφτό κανένας μας, κιοτής για παλικάρι,

μια και στον κόσμο αυτό γεννήθηκε, δε γλίτωσε ποτέ του.

Ακόμα δεν μπόρεσα
Γιώργος Σαραντάρης

25.5.1940

Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ

Πάνω από την καταστροφή

Δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους

Δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε

Από τη συντροφιά μου

Πως έχασαν τον αγέρα που εγώ αναπνέω

Και πως η μουσική των λουλουδιών

Ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα

Δεν έρχεται στ’ αυτιά τους

Ακόμα δεν χλιμίντρισαν τ’ άλογα

Που θα με φέρουν πλάι τους

Να τους μιλήσω

Να κλάψω μαζί τους

Και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους

Όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος

Σαν τίποτα να μην είχε γίνει

Σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν…
Νίκος Καρύδης

Τα ποιήματα 1944-1984, Εκδόσεις «Ίκαρος», 1998

Τ’ αεροπλάνα πολυβολούσαν τα σπίτια μας,

οι όλμοι γκρεμίζανε τις πόρτες,

το σκοτάδι έμπαινε στις κάμαρες

απ’ τα σπασμένα τζάμια των παραθυριών…

Στο μπαλκόνι είχαμε κρεμάσει ένα σεντόνι

και ζητούσαμε βοήθεια·

σ’ ένα ματωμένο μαξιλάρι πέθαινε

ένας άγνωστος άνθρωπος.

Η ώρα δύο του μεσημεριού

κ’ έβρεχε…

Ανάμεσα στις πιπεριές και τους ευκάλυπτους,

εκεί στο γύρισμα του έρημου δρόμου

στυλώναμε τα μάτια της ελπίδας

και περιμέναμε να φανής

σα σημαία, σαν αγέρας –

έστω σα θάνατος.

Η ώρα δύο του μεσημεριού

κ’ έβρεχε…

Η ώρα δύο του μεσημεριού

και σε σκεφτόμουν…

Διαβάστε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος.

Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:109