Χρόνος ανάγνωσης περίπου:11 λεπτά

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Παγκόσμια Μέρα Ποίησης – Ανθολογία ποίησης (μέρος α)

Σας παρουσιάζουμε ένα μικρό δικτυακό αφιέρωμα για την Παγκόσμια Μέρα Ποίησης. Μια μικρή σταχυολόγηση ποιημάτων, για να τιμήσουμε την μέρα της ποίησης, που αφιερώνουμε στην πάλη για την παγκόσμια Ειρήνη, ενάντια στις διεργασίες που συσσωρεύουν «μπαρούτι» για γενικότερη ανάφλεξη.

Ο πόλεμος
 Μανόλης Αναγνωστάκης

 από τη συλλογή Εποχές, 1945, Τα Ποιήματα. 1941-1971,

 Εκδόσεις «Νεφέλη», Αθήνα 2000

Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια μέρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις· απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.

Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι, (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ.»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε από ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
Οσονούπω όμως, ας τ’ ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.

Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες κραυγές
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες

Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!

Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!

 

Ειρήνη
 Κωστής Παλαμάς

 «Τα Δεκατετράστιχα», Πέμπτη σειρά, αρ. 46, 1919

Πολύθεος, κοίτα, ο κόσμος. Μα δεσπότης,
και σαν απάνου από θεούς θεός,
ο Πόλεμος υπάρχει ο κραταιός,
και πληγή και πηγή της ανθρωπότης.
Μα όπου δε φτάνει ο θεός αιματοπότης,
των ιδεών ονείρων είν’ ο λαός·
της Ειρήνης εκεί ανοιχτός ο ναός,
και μέσα φωτοΐσκιος το είδωλό της.
Κι ο άνθρωπος λέει: —Θεοί, ζω, και, θεοί, πεθαίνω,
του Πολέμου και σκλάβος και θρεφτάρι,
μα πλάσμα πάντα, μέτωπο υψωμένο
προς της Ιδέας της άπλαστης τη χάρη·
τι, αν του Πολέμου το χορό χορεύω,
γονατιστός, Ειρήνη, Εσέ λατρεύω.

Χορός παρθένων
 Κωστής Παλαμάς

 Πολεμικοί χοροί, 1885

Πού θα μας φύγετ’, αγάπες μας;
Αχ! του πολέμου η φωτιά
καίει και τρώει τη λεβεντιά!
Κι εμάς κι εμάς τις άμοιρες
μαύρη μοναξιά θα φάγει
και θα κάψουνε οι πάγοι.
Θα μας ξεχάσετ’, αγάπες μας…
Παν τα φιλάκια κι οι αγκαλιές
τα βράδια στις ακρογιαλιές…
Θά ’ρθει ο χειμώνας —άμοιρες!—
και θα ’ρθεί το καλοκαίρι
να μας έβρουν δίχως ταίρι.
Σας καμαρώνουμ’, αγάπες μας!
Με τί λεβέντικο κορμί,
με τί λεβέντικη ορμή
μας φεύγετε! κι οι άμοιρες
νιώθουμ’ από σας πατρίδα,
παίρνουμ’ από σας ελπίδα.
Ναι! σας προσμένουμ’, αγάπες μας!
Να ’ρθείτε πάλι σταυραϊτοί
και νικηταί καμαρωτοί
και να μας πείτε —άμοιρες!—
τ’ είναι του πολέμου η φρίκη
και η δόξα και η νίκη.
Θα είστε πιο έμορφοι, αγάπες μας!
Και ο λαμπερός σας γυρισμός,
έρως, χαρά, και θαυμασμός
θα μας πλανούν τις άμοιρες
σε μαγευτικά παλάτια
με τα δάκρυα στα μάτια.
Όμως, αν γράφτηκε, αγάπες μας,
να μη ξαναγυρίστε πλια,
θ’ ανοίξει ο Χάρος μια αγκαλιά
να μας δεχθεί τις άμοιρες…
Κι έτσι θα σας ξαναβρούμε,
δε θα ξαναχωριστούμε.
Κι αν ο Θεός, αχ! αγάπες μας!
δε μας γλιτώσει απ’ τη ζωή,
της συμφοράς την αλοή
θε να γλυκάνουμ’ άμοιρες,
μέσα σ’ άλλο κοιμητήρι…
Καλογριές στο μοναστήρι.

 

Ειρήνη
 Γιάννης Ρίτσος

 Από τη συλλογή «Αγρύπνια» 1941-1953

Τ᾿ ὄνειρο τοῦ παιδιοῦ εἶναι ἡ εἰρήνη
Τ᾿ ὄνειρο τῆς μάνας εἶναι ἡ εἰρήνη
Τὰ λόγια τῆς ἀγάπης κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ὁ πατέρας ποὺ γυρνάει τ᾿ ἀπόβραδο
μ᾿ ἕνα φαρδὺ χαμόγελο στὰ μάτια
μ᾿ ἕνα ζεμπίλι στὰ χέρια του γεμάτο φροῦτα
καὶ οἱ σταγόνες τοῦ ἱδρώτα στὸ μέτωπό του
εἶναι ὅπως οἱ σταγόνες τοῦ σταμνιοῦ
ποὺ παγώνει τὸ νερὸ στὸ παράθυρο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ὅταν οἱ οὐλὲς ἀπ᾿ τὶς λαβωματιὲς
κλείνουν στὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου
καὶ μὲς στοὺς λάκκους ποὔσκαψαν οἱ ὀβίδες
φυτεύουμε δέντρα
καὶ στὶς καρδιὲς ποὔκαψε ἡ πυρκαγιὰ
δένει τὰ πρῶτα της μπουμπούκια ἡ ἐλπίδα
κι οἱ νεκροὶ μποροῦν νὰ γείρουν στὸν πλευρό τους
καὶ νὰ κοιμηθοῦν δίχως παράπονο
ξέροντας πὼς δὲν πῆγε τὸ αἷμα τους τοῦ κάκου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι ἡ μυρουδιὰ τοῦ φαγητοῦ τὸ βράδυ,
τότε ποὺ τὸ σταμάτημα τοῦ αὐτοκινήτου στὸ δρόμο
δὲν εἶναι φόβος,
τότε ποὺ τὸ χτύπημα στὴν πόρτα
σημαίνει φίλος,
καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου κάθε ὥρα
σημαίνει οὐρανός,
γιορτάζοντας τὰ μάτια μας
μὲ τὶς μακρινὲς καμπάνες τῶν χρωμάτων του,
εἶναι εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι ἕνα ποτήρι ζεστὸ γάλα
κι ἕνα βιβλίο μπροστὰ στὸ παιδὶ ποὺ ξυπνάει,
τότε ποὺ τὰ στάχυα γέρνουν τό ῾να στ᾿ ἄλλο λέγοντας:
τὸ φῶς, τὸ φῶς
καὶ ξεχειλάει ἡ στεφάνη τοῦ ὁρίζοντα φῶς,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Τότε ποὺ οἱ φυλακὲς ἐπισκευάζονται νὰ γίνουν βιβλιοθῆκες,
τότε ποὺ ἕνα τραγούδι ἀνεβαίνει ἀπὸ κατώφλι σὲ κατώφλι τὴ νύχτα,
τότε ποὺ τ᾿ ἀνοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ σύγνεφο
ὅπως βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κουρεῖο τῆς συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ὁ ἐργάτης τὸ Σαββατόβραδο,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Τότε ποὺ ἡ μέρα ποὺ πέρασε,
δὲν εἶναι μιὰ μέρα ποὺ χάθηκε,
μὰ εἶναι ἡ ρίζα ποὺ ἀνεβάζει τὰ φύλλα τῆς χαρᾶς μέσα στὸ βράδυ
κι εἶναι μιὰ κερδισμένη μέρα κι ἕνας δίκαιος ὕπνος,
ποὺ νιώθεις πάλι ὁ ἥλιος νὰ δένει βιαστικὰ τὰ κορδόνια του
νὰ κυνηγήσει τὴ λύπη ἀπ᾿ τὶς γωνιὲς τοῦ χρόνου,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Εἰρήνη εἶναι οἱ θημωνιὲς τῶν ἀχτίνων στοὺς κάμπους τοῦ καλοκαιριοῦ
εἶναι τ᾿ ἀλφαβητάρι τῆς καλοσύνης στὰ γόνατα τῆς αὐγῆς.
Ὅταν λές: ἀδελφές μου, – ὅταν λέμε: αὔριο θὰ χτίσουμε.
ὅταν χτίζουμε καὶ τραγουδᾶμε,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ἡ εἰρήνη εἶναι τὰ σφιγμένα χέρια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι τὸ ζεστὸ ψωμὶ στὸ τραπέζι τοῦ κόσμου
εἶναι τὸ χαμόγελο τῆς μάνας
Τίποτ᾿ ἄλλο δὲν εἶναι ἡ εἰρήνη.
Καὶ τ᾿ ἀλέτρια ποὺ χαράζουν βαθιὲς αὐλακιὲς σ᾿ ὅλη τὴ γῆ,
ἕνα ὄνομα μονάχα γράφουν:
Εἰρήνη.
Τίποτ᾿ ἄλλο. Εἰρήνη.
Πάνω στὶς ράγες τῶν στίχων μου
τὸ τραῖνο ποὺ προχωρεῖ στὸ μέλλον
φορτωμένο στάρι καὶ τριαντάφυλλα,
εἶναι ἡ εἰρήνη.
Ἀδέρφια,
μὲς στὴν εἰρήνη διάπλατα ἀνασαίνει ὅλος ὁ κόσμος
μὲ ὅλα τὰ ὄνειρά μας
Δῶστε τὰ χέρια ἀδέρφια μου,
αὐτό ῾ναι ἡ εἰρήνη.

 

Λόγος σε συνέδριο ειρήνης
 Νικηφόρος Βρεττάκος

 1950

Η παρουσία σου είναι παντού όπου οι άνθρωποι
μιλάνε για την ειρήνη, κ’ είναι παντού
όπου τ’ αδέρφια μου την βλέπουνε όνειρο
να γεφυρώνει τη γης με το ουράνιο τόξο της,
φωτίζοντας κάτω τα τρύπια καλύβια τους.

Κ’ είμαι κοντά στα λουλούδια της γης, που μοιάζουν
σα να ’ναι η γραφή της ειρήνης πάνω στο χώμα της.
(Γιατί ένα λουλούδι είναι ήλιος που σκέφτεται).

Και σε κάθε πουλί του Μαγιού που συνθέτει
τη λέξη ειρήνη στο φως με τις τρίλιες του.
(Γιατί η φωνή είναι ήλιος που σκέφτεται).

Και σε κάθε ρυάκι που ρέοντας σαν ένας προαιώνιος
ψαλμός, κυλά συνεχώς τη λέξη ειρήνη.
(Γιατί το νερό είναι ήλιος που σκέφτεται).

Και θέλω πολύ, ικετεύω και δέομαι
να γίνουμε όλοι αυτό το λουλούδι,αυτό
το πουλί, αυτό το ρυάκι. Να γίνει ο καθένας μας
ένας ήλιος που σκέφτεται.

 

Μεταπολεμικό τοπίο
 Ρίτα Μπούμη-Παπά

 1950

Ω έλα συ, ατσαλομάτα κόρη
μεσ’ στης αγρύπνιας μας τη μουσκεμένη αυγή
έλα από κει που μας τους πήραν
και τώρα ουρλιάζουν μόνο τα σκυλιά,
θα υψώσουνε το μπόι σου οι λόφοι των κορμιών τους
το δάσος των χεριών μας θα σε προφυλάξει
σου’ χουμε καταφύγιο σκάψει μεσ’ στην καρδιά μας
σκήνωμα, Ειρήνη, ν’ αποκτήσεις
να μην πλανιέσαι μέσα σε τόσες στάχτες
επαίτισσα-
δαρμένη από έναν άπληστο χειμώνα…

 

Ειρηνοποιός
 Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 Ερείπια, Εκδόσεις «ΡΕΩ», 2010

Ποτέ μου δεν είδα
πιο «ειρηνική» σκέψη:
Θα κάνετε ειρήνη,
αλλιώς θα σας σκοτώσω και τους δύο,
θα σας πολεμήσω,
ώσπου να βασιλέψει
επί γης ειρήνη…

 

Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο
 Nικηφόρος Βρεττάκος

 «Τα ποιήματα», τόμος πρώτος, Εκδόσεις «Τρία φύλλα», Αθήνα, 1981

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;

Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατηφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντηλιού: ένας κόσμος χαμένος.

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ’ το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.

Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκκαλα μέσα στ’ αμπριά· εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ’ ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ’ το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ’ το θάνατο.

Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα ‘ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Οφειλή
 Τίτος Πατρίκιος

 1957 – συλλογή Μαθητεία 1952-1962

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Μάχη στην Άκρη της Νύχτας
 Τάσος Λειβαδίτης

 Το χρονικό της Μακρονήσου, Εκδόσεις «Ο Κέδρος», 2009

Πέντε δίκοχα γύρω
ο λοχαγός δίχως όνομα
ένα παιδί γυμνό
κρεμασμένο απ’ τα χέρια
αυλακωμένο το σώμα του
κουρελιασμένο απ’ τις βουρδουλιές
μόλις πατάν τα νύχια του στο πάτωμα
όπως σηκώνεται κανείς να δει
ένα κορίτσι πού γελάει πισ’ απ’ το φράχτη.

Ο λοχαγός τον ρωτάει.

Ο βούρδουλας καίει το πετσί
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα
ύστερα θυμάται
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί
για τόσο μεγάλες πέτρες
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά
δεν πρόφτασε να πιαστεί
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες
άνοιξε
μια γυναίκα αλαλίασμένη
φώναζε μονάχα: μη…

Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να θυμάται
και να ζήσει.
Θέλει να ζήσει
όπως θέλετε κι εσείς.

Στο τραπέζι χαρτιά
ένα μονόφθαλμο πηλήκιο
το αίμα του κάτου στο πάτωμα
ζωγράφιζε σχέδια φανταστικά.

Ο βούρδουλας κάνει έν’ αυλάκι
ένα χέρι στο σκοτάδι
το ταβάνι στάζει νερά
η αδερφή του
δίπλα στο σβηστό μαγκάλι
δε μιλάει
κοιτάζει μακριά.
Κείνο το βράδυ ήταν παράξενη
μιλούσε ώρες
θυμάται μοναχά μια λέξη
ακατανόητη λέξη
— χαρά.

Το ίδιο βράδυ χάθηκε με κάποιον.
Πέθανε στη γέννα μάθαμε.

Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει να ονειρεύεται
και να ζήσει.

Η μέρα είναι ακόμα μακριά
και φοβάται μη γονατίσει
όπως φοβόσαστε κι εσείς.

Ένα τετράγωνο νύχτας
στ’ ανοιχτό παράθυρο
το πρόσωπο του ματωμένο
σαν τις αποκριάτικες μάσκες
που μας τρομάζανε παιδιά.

Ο λοχαγός ανάβει τσιγάρο.
Το φυτίλι πήρε φωτιά
τα χέρια του συντρόφου του είναι γρήγορα
όπου να ‘ναι θα φτάσει στο δυναμίτη
όπου να ‘ναι έρχεται η άνοιξη.
Σωπαίνανε στο γυρισμό
κάθε τόσο τα χέρια τους άγγιζαν
ο σύντροφός του μίλαγε ψευδά
ντρεπόταν και μιλούσε λίγο.

Ο λοχαγός τον ρωτάει
ξαναρωτάει
η γυναίκα αλαλιασμένη
όλο φωνάζει: μη…

Τώρα πρέπει να μιλήσει
για να σωθεί
πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει
και να ζήσει.
Ο λοχαγός λέει: μίλησε
ο βούρδουλας λέει: μίλησε
η νύχτα του λέει: μίλησε
μα η νύχτα είναι λίγη
οι σύντροφοι πολλοί
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνατε κι εσείς.

Σταμάτησαν δυο φορτηγά
τα φανάρια τους πάνω μας.
Εμείς
όλο περιμένουμε.
Ένα κομμάτι ασβέστη
στα μάτια μας το φως
σαν ένα σακί με κόκκαλα
στην πλάτη μας η νύχτα.

Ένας κοντόχοντρος λοχαγός
ξεκόλλησε απ’ το σκοτάδι
το πηλήκιο στραβά
έν’ αποτσίγαρο στα δόντια
οι σκοποί
χαμηλώνουν τα κράνη τους
ακροβολίζονται.
Μα γιατί τα χαμηλώνουν.

Τότε ένα σφύριγμα
και ξαφνικά
ακούστηκαν τα πολυβόλα
τα-τα-τα
μια κραυγή
ένα ουρλιαχτό
τα πολυβόλα δεν ακούνε
τα-τα-τα
τα-τα
τρέχουμε στο σκοτάδι
που πάμε
σε κάθε ύψωμα μας περιμένουν
τα-τα-τα.

Οι σφαίρες σφυρίζουν μια στιγμή
ένα σκισμένο πρόσωπο
οι σφαίρες καρφώνουν το σκοτάδι
κάποιος σηκώνει το σακάκι του
μήπως κρυφτεί
κανείς δε θέλει να πεθάνει
ο άλλος κουλουριάζεται
γίνεται ένα μικρό κουβάρι
να σωθεί.

Ένα κομμάτι μολύβι
ξέρετε τι θα πει
όταν κρυώνει κανείς.
Όταν δε θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.

Κάποιος κολλάει στο χώμα
Θα ‘θελε να ‘ναι
ένα με το χώμα.
Τα πολυβόλα
δεν ξέρουν πως έχουμε μητέρα
τα-τα-τα
τα-τα.
Ένας κάνει να τρέξει
ο άλλος κρεμιέται πάνω του
δεν τον αφήνει
ένας ουρλιάζει
όλο το πρόσωπο ένα στόμα
τα-τα-τα.

Οι σφαίρες δαγκώνουν μια στιγμή
ύστερα τίποτα
οι σφαίρες δε βλέπουν στο σκοτάδι
ξέρετε τι θα πει ζωή
τα-τα-τα
τα-τα

Ακολουθεί το δεύτερο μέρος του αφιερώματος.

 

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:47