Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Το διακονιαράκι, του Μιχάλη Στρατάκη

Ποπιωμένο είχα τον καφέ μου στο παλιό καφενείο στην κεντρική αγορά του Μεγάλου Κάστρου και ετοιμαζόμουνα να σηκωθώ από την ψάθινη καθέκλα ομπρός στο σιντερένιο στρογγυλό τραπεζάκι.

Κάμποση ώρα είχα κάτσει, όχι γιατί δεν είχα πράμα άλλο να κάμω, μα γιατί δεν ήθελα ν’ αποχωριστώ από τση μυρωδιές της 1866, που ήτανε εκείνες απού με πέμπανε στον ουρανό και που μόνο σε τούτο το δρόμο βρίσκει η ψυχή μου.

Τότε σας, με κοντοσίμωσε ένα διακονιαράκι, ήτανε δε θά ‘τανε δέκα χρονώ.

Μαυριδερό αντράκι, εφόριε πάνινα παπούτσα πολύ μεγαλύτερα από τση πατούσες του.

Σαν αστραπή ήρθαν και σφηνωθήκανε στο νου μου τα μικράτα μου, ετότες απού εφορούσα κι εγώ ετόσονα μεγάλες γαλότσες, που άμα επατούσα σε λάσπες ο πόδας μου έβγαινε όξω από τη γαλότσα κι αυτή επόμενε κολλημένη στη λάσπη.

«Πάρε δρόμο, δε σου ‘πα να μη ξανασιμώσεις επαέ;» ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του καφετζή, που λες και επυροβόλιε το κοπέλι.

«Άσε το, εγώ το φώνιαξα» του ‘πα κι έκαμα νόημα στο κοπελιδάκι να σιμώσει.

«Θείο, πεινώ, δώσε μου δυο ευρά να πάω να πάρω ένα σουβλάκι», μου πε, ξανοίγοντας με το ‘να αμάτι του εμένα και με τ’ άλλο τον καφετζή.

«Από πού θα το πάρεις το σουβλάκι;» το ρώτηξα, πιότερο γιατί κουβέντα ήθελα.

«Να, από κεί πέρα» μου ‘πε και μου δειξε με το δαχτύλι του κατά την ανεβασιά της μεγάλης Έβανς.

Αλήθεια μου ‘λεγε, γιατί κατέχω το εκείνο το σουβλατζίδικο, δεξιά όπως ανεβαίνουμε την Έβανς για την Καινούργια Πόρτα.

Του ‘δωσα δυο δίευρα.

«Πάρε να φας δυο σουβλάκια» του ‘πα.

Μ’ ευχαρίστησε, επήρε τα κέρματα και έφυγε.

Σηκώθηκα κι εγώ για να φύγω, μα κάτι με παρακινούσε να ακλουθήξω τον πιτσιρικά, για να δω αν μου ‘χε πει ψόμματα.

Δεν υπήρχε περίπτωση να τονε χάσω, αφού από το καφενείο ίσαμε το σουβλατζίδικο, είναι δε θα ‘ναι 300 μέτρα απόσταση.

Τον εθώρουνα να πορπατεί κατά την Έβανς, ξαφνικά εσταμάτησε στο Βαλιδέ τζαμί μπροστά σ’ ένα αναπηρικό καρότσι μ’ έναν ανάπηρο γεροντή απάνω του, ύστερα επέρασε τα φανάρια και λίγο πριν φτάξει στο σουβλατζίδικο, έκαμε δεξιά προς την Εθνική τράπεζα, όπου καθότανε μια γυναίκα στο πεζοδρόμιο μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της.

Κάτι της είπε, κάτι του ‘πε κι έφυγε από κοντά της.

Εσκέφτηκα, εδά θα πάει να φάει τα σουβλάκια.

Επαραξενεύτηκα όταν τον είδα να μη συνεχίζει τα ζάλα του προς το σουβλατζίδικο, αλλά να παίρνει το δρόμο δεξιά, προς τον Άη Μηνά.

Μ’ έτρωγε η περιέργεια και εζόρισα τα ζάλα μου για να τον προλάβω.

«Ψόμματα μου ‘πες πως πεινάς» του ‘πα.

Έσκυψε το κεφαλάκι του κι ύστερα το σήκωσε για να με ξανοίξει στα μάθια.

«Δε σου ‘πα ψόμματα θείο, επεινούσα, μα εδά δεν πεινώ» μου ‘πε.

«Πάμε να φάμε μαζί σουβλάκια, εγώ κερνώ» του ‘πα και το ‘πιασα από τον ώμο.

Εφάγαμε και σαν εποφάγαμε και βοσκηθήκαμε, του ‘καμα την ερώτηση που με ‘τρωγε.

«Γιάντα εμοίρασες τα λεφτά που σου ‘δωσα στους άλλους, αφού επείνας;»

Δε μου απάντησε αμέσως.

Μόνο σαν έφευγα, μου ‘δωσε την απάντηση.

«Θείο, αυτοί πεινούνε πιο πολύ».

Ένα διακονιαράκι, θα ‘ναι δε θα ‘ναι δέκα χρονώ, με δίδαξε ίντα θα πει Αθρωπιά.

Μιχάλης Στρατάκης

Γραφιάς

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:120