Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Μετοχάρικη αποσπερίδα, του Εμμανουήλ Συμιανάκη

Απής εποσάζανε τα οζά ντως κι εκατεβάζανε το τσικάλι από τη μ-παρασθιά, επιάνανε τη γειτονιά οι μετοχάριδες στου Ζβούρο, μόλις εβράδιαζε. Καθανείς επήγαινε, όπού ’χε-νε πλιά πολύ θάρρος, γ-ή ήτονε δικολογιά ν-του. Ντα κοντό τηλέφωνο τσοι παίρνανε πλιά μπρος, για νά ‘χουνε τ’ αμέντε ντως; Από το πανωπόρτι εβάνανε μέσα τη γ-κεφαλή ν-τως και χωρίς χτυπήματα στη μ-πόρτα και τα γνωστά τω μ-προτευουσιάνω, ελέγανε:

– Έπαδά ’στε, μπρε;

– Έπαέ, πυρώνομε τ΄ατζά μας στο μ-πυρόμαχο, μόνο κοπιάσετε.

Δίχως να τα πολυλογώ, εμαζώνουντάνε γύρου-γύρου από τη μ-παρασθιά κιαμιά δεκαρά νομάτοι, νέοι γέροι και κοπέλια. Η οικοδέσποινα ήβανε τα καλά τζη να ευχαριστήσει τη μ-παρέα. Ο γέρος τσης εξεπασούλιζε συνέχεια το σκοινοκούτσουρο στη μ-παρασθιά με τη μαχιά, εφύσα ν-το με τη φυσηχτήρα και ’κειο-νά ελαβρουδάνιζε και αντιφέγγιζε στα πρόσωπα τω βεγγεριστάδω.

Τη δουλειά αυτή εσύντρεμε κι ο λύχνος με το χαμηλό, γλυκύ και υποβλητικό ν-του φως. Τα πρόσωπα ήπαιρναν άλλες διαστάσεις με τ’ αντιλαρίσματα τση φωθιάς και του λύχνου, που εξεφτίλιζε κάθε λίγο και λιγάκι η νοικοκερά. Κάποια στιγμή ήβανε στο τηγάνι ροβύθια, τα καβούρντιζε στη μ-παρασθιά και τα περίχυνε με σαλαμούρα, να τα κάμει στραγάλια. Το ίδιο ήκανε και με τα κουκιά.

Κιαμιά βολά, ήβανε και μια ολιά χοιρομέρι γή λουκάνικο στα κάρβουνα κι επίνανε και κιανένα γ-κρασάκι. Περιζήτητοι στσι αποσπερίδες ήτανε κάποιοι χωριανοί, απού εγατέχανε πολλές ιστορίες κι είχανε το χάρισμα τση αφήγησης. Αφηγούνταν ανεβοκατεβάζοντας το ν-τόνο τση φωνής ν-τως, εκάνανε μικιές παύσεις και όλοι εκρέμουντάνε απού τ’ αχείλια ν-τως.

Ελέγανε παλιές ιστορίες, παραμύθια, ανιώματα και μεγάλα πήματα σα ν-το ν-Ερωτόκριτο, το πήμα τση Ροδαθης και άλλα. Τύφλα νά ‘χει η τηλεόραση! Όποιος επέρνα απόξω α-πού το κονάκι, εγρίκα τσι κουβέντες τω βεγγεριστάδω, μέσα στη ν-απόλυτη ησυχία του μετοχιού. Δεν ήκουες κιανένα θόρυβο πέρα από το κράξιμο τω μ-πετεινώ και τα γκανίσματα τω γαϊδάρω. Εκκωφαντική σιγή!

Μέσα σ’ αυτές τσι αποσπερίδες, εκοινωνικοποιηθήκανε τα νέα κοπέλια του παλιού καιρού. Άκουαν, άκουαν και τι δεν άκουαν κάτω από το φως του λύχνου. Σήμερο τα καημένα τα σημερινά κοπέλια, κρατούνε, όπου πάνε, ένα γ-κινητό και ζουν στο γ-κόσμο ν-τως, σχεδόν μοναχικά.

ΜΕΤΟΧΑΡΙΚΗ (Μετόχια ήταν τα χειμωνιάτικα χωριά των Λασιθιωτών που κατέβαιναν για τις ελιές τους κυρίως) ΑΠΟΣΠΕΡΙΔΑ =(εσπερινή επίσκεψη)

Αφότου τελείωναν το φτιάξιμο των ζώων τους και κατέβαζαν την κατσαρόλα από τη φωτιά του τζακιού, έπιαναν την γειτονιά οι μετοχάριδες (Λασιθιώτες που είχαν κατέβει στα χειμαδιά) στου Ζβούρου το Μετόχι (σημερινή Ανάληψη κοντά στον Λιμένα Χερσονήσου), μόλις βράδιαζε. Καθένας πήγαινε εκεί όπου είχε πιο πολύ θάρρος, ή ήταν συγγενολόι. Μήπως τους έπαιρναν τηλέφωνο πιο μπροστά για να το έχουν υπόψη τους; Από το πανοπόρτι (παράθυρο στην πάνω μεριά της παλιάς ξύλινης πόρτας) έβαζαν μέσα το κεφάλι τους και χωρίς να κτυπήσουν την πόρτα και τα γνωστά των πρωτευουσιάνων έλεγαν :

– Εδώ είσαστε βρε;

– Εδώ ζεσταίνουμε τις γάμπες μας στον πυρόμαχο (το μέρος δίπλα από το τζάκι) μόνο ελάτε.

Χωρίς να πολυλογώ, μαζευόταν γύρο από το τζάκι καμιά δεκαριά άτομα, νέοι, γέροι και παιδιά. Η οικοδέσποινα έβαζε τα καλά της για να ευχαριστήσει την παρέα. Ο γέρος άντρας της σκάλιζε συνέχεια το αναμμένο κούτσουρο από σκίνο στο τζάκι με την μασιά, φυσούσε με τον φυσητήρα και αυτό λαμπάδιαζε και έφεγγε στα πρόσωπα αυτών που είχαν πάει για νυκτερινή επίσκεψη.

Την δουλειά αυτήν, βοηθούσε και το λυχνάρι με το χαμηλό, γλυκό και υποβλητικό του φως. Τα πρόσωπα έπαιρναν άλλες διαστάσεις με τις σκιάσεις από την φωτιά του λυχναριού, που σκάλιζε με ένα ξυλάκι κατά τακτά χρονικά διαστήματα η νοικοκυρά. Κάποια στιγμή έβαζε στο τηγάνι ρεβίθια, τα καβούρντιζε στο τζάκι και τα περιέχυνε με άλμη. Το ίδιο έκανε και με τα κουκιά.

Καμιά φορά έβαζε λίγο χοιρομέρι ή λουκάνικο (ξυδάτο) στα κάρβουνα και πίνανε και κανένα κρασάκι. Περιζήτητοι στις νυκτερινές επισκέψεις ήταν κάποιοι χωρικοί, που ήξεραν πολλές ιστορίες και είχαν το χάρισμα της αφήγησης. Αφηγούνταν ανεβάζοντας και κατεβάζοντας τον τόνο της φωνής, έκαναν μικρές παύσεις και όλοι κρέμονταν από τα χείλη τους.

Έλεγαν παλιές ιστορίες, παραμύθια, αινίγματα και μεγάλα ποιήματα σαν τον Ερωτόκριτο, το ποίημα της Ροδάνθης και άλλα. Τύφλα να έχει η τηλεόραση! Όποιος περνούσε απέξω από το σπίτι, άκουγε τις κουβέντες των νυκτερινών επισκεπτών, μέσα στην απόλυτη ησυχία του μετοχιού. Δεν άκουγες κανένα θόρυβο πέρα από το κράξιμο των κοκόρων και τα γκαρίσματα των γαϊδουριών.

Μέσα σε αυτές τις νυκτερινές επισκέψεις κοινωνικοποιήθηκαν τα νέα παιδιά του παλιού καιρού. Άκουγαν, άκουγαν και τι δεν άκουγαν κάτω από το φως του λυχναριού. Σήμερα τα καημένα τα σημερινά παιδιά, κρατούν όπου πάνε ένα κινητό και ζουν στον κόσμο τους, σχεδόν μοναχικά.

.

Κείμενο: Συμιανάκης Μανόλης

Επιμέλεια – Νεοελληνική απόδοση: Χατζάκης Κωστής

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:68