Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

«Οἱ νεκροὶ περιμένουν» – Διδώ Σωτηρίου

Στο μυθιστόρημα αυτό η Διδώ Σωτηρίου αναφέρεται στα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής, τον ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών και τις σκληρές δοκιμασίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα.

[Απόσπασμα]

(…) Γιὰ πότε γινήκαμε πραγματικοὶ πρόσφυγες δὲν τὸ καταλάβαμε. Μέσα σὲ λίγα εἰκοσιτετράωρα ὅλος ὁ κόσμος ἀναποδογύρισε.

Βαπόρια φτάναν τὸ ἕνα πίσω ἀπό τ΄ ἄλλο καὶ ξεφόρτωναν κόσμο, ἕναν κόσμο ξεκουρντισμένον, ἀλλόκοτο, ἄρρωστο, συφοριασμένο, λὲς κι ἔβγαινε ἀπό φρενοκομεῖα, ἀπό νοσοκομεῖα, ἀπό νεκροταφεῖα. Ἔπηξαν οἱ δρόμοι, τὸ λιμάνι οἱ ἐκκλησιές, τὰ σχολειᾶ, οἱ δημόσιοι χῶροι. Στὰ πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιὰ καὶ πέθαιναν γέροι. Ἑνάμισι ἐκατομμύριο ἄνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικὰ ἔξω ἀπ΄ τὴν προγονικὴ τους γῆ. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιὰ καὶ γονιοὺς ἄταφους. Παράτησαν περιουσίες, τὸν καρπὸ στὰ δένδρα καὶ στὰ χωράφια, τὸ φαΐ στὴ φουφοῦ, τὴ σοδειᾶ στὴν ἀποθήκη, τὸ κομπόδεμα στὸ συρτάρι, τὰ πορτρέτα τῶν προγόνων στοὺς τοίχους. Καὶ βάλθηκαν νὰ τρέχουν, νὰ φεύγουν κυνηγημένοι ἀπ΄ τὸ τούρκικο μαχαίρι καὶ τὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου.

Ἔρχεται μιὰ τραγικὴ στιγμὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸ θεωρεῖ τύχη νὰ μπορέσῃ νὰ παρατήσῃ τὸ ἔχει του, τὴν πατρίδα του, τὸ παρελθὸν του και νὰ φύγει, νὰ φύγει λαχανιασμένος ἀποζητώντας ἀλλοῦ τὴ σιγουριὰ.

Ἄρπαξαν οἱ ἄνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τὴ θάλασσα σ΄ ἕναν ὁμαδικό, φοβερὸ ξενιτεμὸ. Κοιμήθηκαν ἀποβραδίς νοικοκυραῖοι στὸν τόπο τους καὶ ξύπνησαν φυγᾶδες, θαλασσοπόροι, ἄστεγοι, ἄποροι, ἀλῆτες καὶ ζητιάνοι στὰ λιμάνια τοῦ Πειραιᾶ, τῆς Σαλονίκης, τῆς Καβάλας, τοῦ Βόλου, τῆς Πάτρας. Ἑνάμισι ἑκατομμύριο ἀγωνίες καὶ οἰκονομικά προβλήματα, ξεμπαρκάρανε στὸ φλούδι τῆς Ἑλλάδας, μὲ μιὰ θλιβερὴ ταμπέλα κρεμασμένη στὸ στῆθος: «Πρόσφυγες!»

Ποῦ νὰ ἀκουμπήσουν οἱ πρόσφυγες; Τὶ νὰ σκεφτοῦν; τὶ νὰ ξεχάσουν; τὶ νὰ πράξουν; ποῦ νὰ δουλέψουν; πῶς νὰ ζήσουν;

Τρέμαν ἀκόμα ἀπ΄ τὸ φόβο. Τὰ μάτια τους ἦταν κόκκινα ἀπ΄ τὸ αἰμάτινο ποτάμι τῆς κόλασης ποὺ διάβηκαν.

Καὶ σὰν πάτησαν σὲ στέρεο ἔδαφος, μετρήθηκαν νὰ δοῦν πόσοι φτάσανε καὶ πόσοι λείπουν. Κι οἱ ζωντανοὶ δὲν τὸ πιστεύανε, μόνο ἄπλωναν τὰ χέρια τους στὸ κορμὶ τους καὶ τὸ ψάχνανε, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦνε πὼς δὲν ἦταν βρικόλακες.

Καὶ ψάχναν καὶ γιὰ τὴν ψυχή τους, νὰ δοῦν ἄν ἦταν στὴ θέση της. Μ΄ αὐτή ἦταν ἄφαντη. Εἶχε μείνει πίσω στὴν πατρίδα κοντὰ στοὺς ἀγαπημένους νεκροὺς καὶ στοὺς αἰχμαλώτους, κοντὰ στὰ σπιτάκια, στὰ χωράφια, στὶς δουλειὲς….

Κι εἶπαν : περαστικοὶ εἴμαστε, ἄς βολευτοῦμε ὅπως ὅπως , κι αὔριο θὰ ματαγυρίσουμε στὰ μέρη μας. Κι ἀποζητοῦσαν, τούτη τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴν ἴδια λαχτάρα, σὰν τὸ ψωμὶ τὸ νερὸ καὶ τ΄ ἁλάτι.

Τόσοι ἦταν, ἑνάμισι ἑκατομμύριο ρωμιοὶ μικρασιᾶτες, ποὺ στριφογύριζαν τώρα στὸ καύκαλο τῆς Ἑλλάδας, σὰν περιπλανώμενοι ἱουδαῖοι διωγμένοι ἀπό τὴ γῆ τῆς Χαναάν. Χωρὶς πατρίδα χωρὶς δουλειὰ χωρὶς σπίτι. Καὶ μόλις χτὲς νὰ θυμᾶσαι πὼς ἤσουνα νοικοκύρης.

Ψάχναν γιὰ τὸν αἴτιο , ἀναθεμάτιζαν τὸν οὐρανό, τὴ γῆς ,τὸν Κεμᾶλ, τὸν Βενιζέλο, τὸν Κωνσταντῖνο, τὴν Ἀντάντ, τὸν πόλεμο. Μὰ πρὶν ἀπ΄ ὅλα, τὸν ὕπουλο τὸν Ἄγγλο, τὸν ὑπολογιστή, τὸν διπλοπρόσωπο, τὸν σφετεριστὴ, ποὺ ἔκανε μπίζνες καὶ αὐτοκρατορική πολιτικὴ μὲ τὸ αἴμα καὶ τὴ δυστυχία ἑνός λαοῦ… (…)

Γεννήθηκε 18 Φλεβάρη 1909 στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας κι ήταν μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας στην Αθήνα και στο Παρίσι, στην Σορβόννη. Από το 1935 εργάστηκε σα δημοσιογράφος σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά και σαν αρχισυντάκτης του περιοδικού «Γυναίκα». Είχε τιμηθεί με το βραβείο Ιπεκτσί (1983), με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο και με το Μεγάλο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1989). Εκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία από το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι». Η πρώτη επίσημη λογοτεχνική της εμφάνιση έγινε το 1959 με το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν», το οποίο είχε έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Το επόμενο μυθιστόρημά της έχει τίτλο «Ματωμένα χώματα» (1962) και είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα νεοελληνικά βιβλία, με 41 εκδόσεις έως το 1987, με θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή και τα προβλήματα των ξεριζωμένων στην Ελλάδα μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλα έργα της είναι το μυθιστόρημα «Εντολή» (1976) που αναφέρεται στη δίκη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, συντρόφου της αδερφής της, Έλλης Παππά και «Κατεδαφιζόμεθα» (1982). Εγραψε επίσης τα παιδικά αφηγήματα «Μέσα στις φλόγες» (1972) και «Επισκέπτες» (1979). Στο ενεργητικό της είχε μια μονογραφία για τη φίλη και συναγωνίστριά της Ηλέκτρα Αποστόλου με τίτλο «Ηλέκτρα» (1961) και τη μελέτη «Μικρασιατική καταστροφή και στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο». Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες: Τουρκικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά, βουλγαρικά, ουγγρικά, ρουμανικά κ.ά. Πέθανε στις 23 Σεπτέμβρη 2004.

Έργα της που εκδόθηκαν:

Οι νεκροί περιμένουν (1959)
Ηλέκτρα (1961)
Ματωμένα χώματα (1962)
Η Μικρασιάτικη Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975)
Εντολή (1976)
Μέσα στις φλόγες (1978)
Επισκέπτες (1979)
Κατεδαφιζόμεθα (1982)
Τρία θεατρικά και ένας μονόλογος (1995)
Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες (2004)
Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου (2008)
Τα παιδιά του Σπάρτακου (2011)
Ταξίδι χωρίς Επιστροφή (2011)

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:199