Χρόνος ανάγνωσης περίπου:2 λεπτά

Αντέστε δα, κοντοσιμώσετε όσοι γυρεύετε την ευτυχία μα δε μπορείτε να τηνε βρείτε, κι όσοι τηνε θωρείτε μα δε μπορείτε να τηνε φτάξετε όσο κι αν αγλακάτε.

Έχω μια ιστορία να σας πω, για μια ζακέτα, καφέ, πλεχτή, πανέμορφη και ζεστή ωσάν την αγκαλιά και το βυζί τση μάνας.

Αποφόρια κι αν δεν έχω φορεμένα στα πέτρινα χρόνια των παιδικάτων μου, μα και στα μεγαλίστικα μου, απού τα χρόνια δεν ελέγανε να ξεπετρώσουνε.

Ετσά ‘τανε οι μαύροι καιροί, όχι μοναχά για μένα, μα για όλα τα κοπέλια απού εμεγαλώναμε στης ανάγκης τα θρανία και στση φτώχειας τσ’ ανασεμιές.

Εφόρουνα ρούχα ξαδερφακιών μου, μεγαλύτερων από μένα, ρούχα του κύρη μου που τα ξανάραφτε ο ράφτης στο μπόι μου, μια φορά είχα φορεμένα και ρούχα αμερικάνικα, από κείνανα που που είχε πέψει η αμερικάνικη βοήθεια.

Όχι δεν επαραπονούμουνε για τ’ αποφόρια, μα κι ευτυχισμένος αιστανόμουνε σαν τα φόρουνα, αφού και τη γύμνια μου εκρύβανε, και δεν εργούσα κι εθάρρουνα, με το παιδικό μυαλό μου, πως εμεγάλωνε και το μπόι μου, αφού πριχού από μένα τα ‘χανε φορεμένα πλιά μεγάλοι.

Στην κάτω μπάντα του σεντουκιού με τση θύμησες μου ήσανε χωσμένα τα αιστήματα μου για κείνα τα αποφόρια.

Μα ξάφνου, μισόν αιώνα πλιό ύστερα, εδώσανε σάλτο και επορίσανε στην απάνω μπάντα, επετάξανε το καπάκι τση κασέλας και ξαναφανερωθήκανε στα μάθια τση ψυχής μου.

Αυτό εγίνηκε στη λαϊκή αγορά του Κατσαμπά στο Μεγάλο Κάστρο, ένα Σαββάτο απού είχαμε πάει με την κερά μου να πουσουνίσομε.

Εκειά που πορπατούσαμε ανάμεσα στση πάγκους, είδα έναν πάγκο προχειροστεμένο, που ‘χε απάνω του ένα βουνό από μεταχειρισμένα ρούχα.

Ετότε σας ήτανε απού επετάχτηκε το καπάκι τση κασέλας με τση θύμησες μου.

Εσίμωσα στον πάγκο κι εθώρουνα τα ρούχα απού καταπλάκωνε το ‘να τ’ άλλο.

Μια ζακέτα πλεχτή εξεχώρισα ντελόγο, λες και μου φώνιαζε να τηνε ξεχωρίσω.

Την έπιασα στα χέρια μου κι αιστάνθηκα να τα περιλούζει εκείνη να η ζεστασά τση μάνας μου.

Η γυναίκα μου έδειχνε να τα ‘χει εντελώς χαμένα.

Με ξάνοιγε με ορθάνοιχτα μάθια, μου μουρμούριζε ακαταλαβίστικα λόγια, μ’ έσερνε από τη χέρα να φύγομε, μα του λόγου μου αγόρασα τηνε τη ζακέτα.

Την παλιά, την ξαναφορεμένη, την πολυφορεμένη, μα τη ζεστή και όμορφη ωσάν τη μάνα μου.

Επέρασε πολύς καιρός από τη μέρα εκείνη και μεγάλες μάχες γενήκανε στο σπίτι, ίσαμε να μ’ αφήσει η καλοπαντρεμένη μου να φορέσω τη ζακέτα, αφού την έπλενε και την αποστείρωνε ίσαμε που επαπουδιάσανε τα δαχτύλια της.

Εφόρεσα τηνε και ξαλάφρωσε η ψυχή μου.

Εξαναγίνηκα κοπέλι, εξαναγίνηκα άθρωπος.

Κι εδά το χειμώνα με την κρυγιώτη, δεν τηνε βγάνω από πάνω μου.

Κι ας μουρμουρίζει η γυναίκα μου.

Δε μπορεί το μουρμουρητό και η γκρίνια της να ξανασφαλίξει το καπάκι τση κασέλας, απού άνοιξε ετούτη η ζακέτα.

Μιχάλης Στρατάκης

Γραφιάς

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:115