Το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Γωνιανάκη, το «Κάλεσμα» (εκδόσεις Ποιήματα των Φίλων – 2013) το οποίο διατίθεται στον «Αλφειό» και στο «Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο». Συγχρόνως, έχει κυκλοφορήσει χέρι με χέρι έναντι χαμηλής τιμής προς κάλυψη του ποσού που ξόδεψε ο ποιητής. Ο Γιώργος Γωνιανάκης (γεν.1984) μέσα στην αχανή επιφάνεια της εκδοτικής δραστηριότητας τύπωσε ένα βιβλίο που κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να μείνει στ’ αζήτητα.
Αυτό που βλέπει ο αναγνώστης στο «Κάλεσμα» και το καθιστά πρωτόγνωρο είναι οι καταβολές του. Είναι ένα βιβλίο-γέφυρα μεταξύ της κρητικής, λαϊκής παράδοσης, της δημοτικής και της σύγχρονης ποίησης. Ο Γωνιανάκης καταγόμενος από την Κρήτη μας μυεί σε μια παρελθούσα, ποιητική Φύση, της οποίας προσωπικά δυσκολευόμουν να χωνέψω τους ρυθμούς παρόλο τον σεβασμό που έτρεφα για την κοινωνική της λειτουργία.
Μας καλεί λοιπόν στο τραπέζι του, γιατί έχει το κατιτίς να μας φιλέψει: σιτάρι, σταφύλι, ρόδα, ψωμί, κρασί, ανθούς, –όλα τα καλά που ’χει αποκτήσει με νηστεία και στερήσεις και λείπουν απ’ τον καθημερινό μας βίο:
Ψωμί, κρασί, ανθούς, πελεκητά,
δε θα ’ναι πια δικά του∙
δοσμένα της ζωής,
δεν είναι του θανάτου.
Ο θάνατος, όπως διαβάζουμε στους παραπάνω στίχους, δεν αντιμετωπίζεται ως ένα τρομαχτικό συναίσθημα που κυκλώνει τον άνθρωπο και ενισχύει την πεποίθηση περί ματαιότητας της επίγειας ζωής. Αυτό που καθίσταται αναγκαίο είναι να μη σε βρει ο Χάροντας που δε μοχθεί/ ο Χάροντας τεμπέλης! Η σοδειά δικαιώνει τον άνθρωπο γιατί ο άνθρωπος εργάζεται για να καρπίσει η σοδειά και βλέπει στη σοδειά τον εαυτό του σε προέκταση· βλέπει μια δικαίωση απ’ τον κόπο που έχει καταβάλει· είναι κοινωνικό αποδεικτικό της ανθρώπινης ύπαρξης, το οποίο επιτρέπει στον άνθρωπο να εκπληρώσει μια βαθιά του ανάγκη, την δικαίωση της μνήμης του:
Στο πετρόχτιστο πατητήρι να χορεύει, μαύρα σταφύλια πατώντας∙
κούπες το κρασί, σα νιος, να κατεβάζει∙
στην ίδια τάβλα να γλεντά
μαζί με τσ’ ακριβούς του φίλους–
ζωντανούς και νεκρούς.
Ίσως τα παραπάνω έχει υπόψη του ο ποιητής και στο ποίημα «Η πόρτα των ονείρων μου», το οποίο έγραψε για τον φίλο του, Μιχάλη Βασιλάκη. Εκεί ο θάνατος δεν παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις. Θα έλεγα πως «ξορκίζεται» με το να καλεί ο ζωντανός τον νεκρό:
Η πόρτα των ονείρων μου είναι ανοικτή για σένα,
να ’ρθεις να ξαναζήσουμε όλα τα περασμένα.
…Η μπάντα των ονείρων μου θα ’χει δικούς σου ήχους,
εσύ θα παίζεις μουσική κι εγώ θα γράφω στίχους.
Ο ποιητής για ν’ απευθύνει κάλεσμα, χρειάζεται να πιστέψει, όχι σε κάποια πίστη που απορρέει από κάποια απόλυτη αλήθεια, αλλά πρωτίστως στις ζυμώσεις:
Η πίστη στην άρνηση ολοκληρώνεται μας λέει εναρκτήρια το πρώτο ποίημα. Και παρακάτω:
Είναι ο μόχθος κι η λύπηση
που ευλογούνε τη σοδειά μου∙
Το υποκείμενο ωριμάζει με την ωρίμανση της σοδειάς του.
Η ωρίμανση αναπτύσσει νέα στοιχεία στο υποκείμενο με τα οποία αποδεικνύει, ενισχύει, εμπλουτίζει την πίστη του.
Το «Κάλεσμα»ως βιβλίο περιλαμβάνει 27 ποιήματα χωρισμένα σε 4 υποενότητες. Στις δυο πρώτες, η αλληγορία προσεγγίζει το αντικείμενο καθώς τα παραδοσιακά γλωσσικά στοιχεία είναι πιο έντονα. Ένα είδος δημοτικής ποίησης που χρησιμοποιεί ο ποιητής είναι η παραλογή. Η παραλογή, ενώ εμπεριέχει μια μυθική, εξωλογική μορφή, μπορεί ν’ αφηγείται ένα φυσικό επεισόδιο:
ΠΑΡΑΛΟΓΗ
Κοίτα∙ άμα κάνεις κίνημα μην έρθεις μοναχός σου…
ΜΟΙΡΟΛΟΙ
Εδώ:
Νεκροθάφτες με χάχανα φτυαρίζουν
Ιερείς τη μνήμη βεβηλώνουν βλαστημώντας
Καντηλανάφτες ρίχνουν κατάρες και ρουχάλες.
Πέρα, στο θόλο τ’ ουρανού
ηχούν βροντές καμπάνες,
μαυροντυμένα σύννεφα συνάζονται –
Είναι οι συγγενείς κι οι φίλοι
π’ όρκο να δώσουν πρέπει
στου ήλιου τον ιδρώτα
στων αστεριών το δάκρυ
στου φεγγαριού το σπέρμα∙
Να κόψουν γλώσσα στους καντηλανάφτες
Τους ιερείς στο διάολο να στείλουν
Να θάψουν ζωντανούς τους νεκροθάφτες
Διαβάζοντας το παραπάνω ποίημα βλέπουμε έναν πελώριο τάφο. Εμείς μοιρολογούμε γιατί στον τάφο θάβεται η σοδειά μας, ενώ παραστάτες του τάφου χαχανίζουν, βεβηλώνουν, καταριούνται. Καταβάλλουμε αιματηρούς κόπους που θάβονται, αδυνατούμε να κρατήσουμε «αποδεικτικά» της ύπαρξης μας. Σ’ αυτό το ποίημα το κάλεσμα εμπλουτίζεται για πρώτη φορά μ’ ένα πρόσταγμα έντονα κοινωνικό, δραματικό.
Στην τρίτη και τέταρτη υποενότητα πραγματοποιείται μια βαθιά τομή με την εισαγωγή νέων γλωσσικών και ρυθμικών στοιχείων. Έχει συντελεστεί μια αλλαγή στον ποιητή μ’ αποτέλεσμα να φαίνεται στα μάτια μας πιο απτός. Δεν τον κρύβει η αλληγορία που προσέγγιζε το αντικείμενο, αλλά ο ίδιος προσεγγίζει το αντικείμενο μέσω της αλληγορίας. Απευθύνεται στον φίλο του Θανάση που ’ναι αιχμάλωτος σ’ επισφαλή ζωή.
Κι εδώ που ξαποσταίνουμε
στο δώμα μας μονάχοι,
σκοτάδι φαίνεται.
Η καύτρα σου σα μια πληγή ανάβει,
είναι οι μέρες μας ανήμερα θηρία∙
δίχως αφύπνιση ο εφιάλτης.
Μ’ ακούς Θανάση,
το φως εμάς φωνάσει.
Ενώ ωριμάζει δεν υποτιμά τις θεμελιώδεις του επιρροές, που συνεχίζει ν’ αντλεί από τ’ ανίψια και την μάνα του:
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσω:
η μάνα μου ένα ποίημα δεν έχει γράψει,
κι αν ξέρει αμφιβάλλω δύο στίχους από στήθους.
Πάραυτα είναι ποιήτρια στα μάτια μου εμένα,
γιατί με παιδικότητα ποιεί τα τετριμμένα.
Ο Γωνιανάκης ανηφορίζει κι όταν κάποιος μαθαίνει εξ ανάγκης ν’ ανηφορίζει, δεν γίνεται μόνο να στοχάζεται πάνω στο παράλογο και να παραμένει στην αδράνεια κουνώντας το κεφάλι του:
Ανέβασμα σημαίνει
–συ θα το ’ξερες Σίσυφε–
αγώνας κι αγωνία
κι ο καθείς μονάχος∙
φρικτό φορτίο κι όμορφο,
ο βράχος.
Παραμένουμε στην αδράνεια γιατί σκεφτόμαστε μόνο λογιστικά, θέλουμε εκ των προτέρων να μας εμφανίσουν έναν ισολογισμό από τον οποίο θα ‘χουμε απολαβή:
Ποιο το κέρδος και ποια η ζημιά;
Πια δε λογαριάζεται∙ Όπου –
το χρέος μετριέται στο ύψος τ’ ανθρώπου.
Διαβάζουμε στο ποίημα, «Απολαβή».
Πρέπει ν’ αποδεχτούμε αυτό το παράλογο, ότι δεν μπορούμε να μετράμε το κατιτίς για να ελπίσουμε. Ενώ ο ποιητής ανηφορίζει οι ακραίες οικονομικές διακυμάνσεις τον αρπάζουν και τον προσγειώνουν κατακόρυφα:
Σαν ψαροκόκαλο καρφώθηκα στης πόλης το λαρύγγι∙
πώς βρέθηκα ’δω πέρα!
Θέλω να φωνάξω, όμως έχω χάσει τη φωνή μου.
Κι αυτή του δρόμου η πνοή φέρνει μονάχα βρώμα
σαν από μιας γριάς – παλιόγριας το στόμα
(εδώ ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εδώ ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ)
που μούχλιασε η μπούκα της σαπίλα
και το φτιασίδωμα δεν έχει πια σαγήνη∙
λάμπουν τα ψεύτικα χρυσά της δόντια.
Αν κι οι στίχοι είναι μεγάλης έκτασης ο ποιητής αδυνατεί να φωνάξει, είναι ανήλεα ξεψαχνισμένος. Η πνοή του δρόμου –η βρώμα που αποφέρει η αγορά, δίνει το τελειωτικό χτύπημα, χάνει τη φωνή του. Το κλείσιμο μαγαζιών και συγχρόνως το άνοιγμα ενεχυροδανειστηρίων αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο της αγοράς. Το φτιασίδι φεύγει και αποκαλύπτεται το γέρικο, αληθινό της πρόσωπο.
Γιατί όμως πιστεύω πως ο Γωνιανάκης ανέβηκε ένα σκαλί στην ποίηση; Όπως ανάφερα παραπάνω, η συλλογή απαρτίζεται από 27 ποιήματα χωρισμένα σε τέσσερις υποενότητες. Τα 4 είναι δίστιχα. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε μ’ ένα λιτό βιβλίο ποίησης. Κατανοούμε πως ο ποιητής εργάστηκε για να υπάρξει μια αλληλουχία μεταξύ των ποιημάτων. Δεν του αρκούσε απλά να γράψει καλά ποιήματα. Αφήνοντας χρόνο στον εαυτό του, έστησε ένα ποιητικό βιβλίο. Παρόλη τη συνοχή του, παρατηρούμε πως άφησε έξι ποιήματα έκτασης τουλάχιστον μιας στροφής, άτιτλα. Πώς ένας ποιητής ενώ έχει μαθητεύσει στην παράδοση και ξέρει να σκαρώνει ρίμες δεν μπορεί να ονοματίσει τα σκαρώματα του; Απλά προχώρησε πέραν εκείνου που γνώριζε και μάλιστα κατάφερε ν’ αποχτήσει σχέση ερωτική με την πραγματικότητα:
Κι αν έχουμε όνειρα δεν έχουμε ονειρώξεις.
Είμαστε εραστές στης πραγματικότητας το σώμα –
εκστατικά δαγκώνοντας τους αχλαδόσχημους γλουτούς της.
Κι όταν εμείς τελειώνουμε εκείνη δεν τελειώνει:
ζητά να εκσπερματίσουμε όλο μας το μεδούλι.
Έφτασε σ’ ένα όριο. Ως εκεί μπορούσε να πάει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Έδωσε μάχη με τη λευκή σελίδα κι η απολαβή κάποιες φορές ήταν ένα δίστιχο, μια λωρίδα που κατέληγε στην επόμενη λευκή σελίδα. Έδωσε μάχη με μια μεγάλη, χέρσα έκταση για να δρέψει και να κρατήσει φανερή τη σοδειά του στο τραπέζι. Αυτό που κατάφερε μπορεί να φαίνεται μικρό για τον ασφαλή και περισπούδαστο, αλλά για τον άσημο και ευάλωτο είναι χαρά ασύγκριτη:
Κι αν είναι ο ήλιος μακριά, μας φτάνει μιαν αχτίδα∙
δεν είναι ο φόβος πιο βαρύς απ’ την πλατιά ελπίδα.