Από τα τέλη του 19ου αιώνα στις πόλεις της Κρήτης αναπτύχθηκε μια πλούσια αστική λαϊκή μουσική παράδοση με αργόσυρτα τραγούδια και σκοπούς που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά μέσα από τις επιτελέσεις ανώνυμων τραγουδιστών και μουσικών. Από τα τέλη του μεσοπολέμου και εντεύθεν δείγματα αυτών των τραγουδιών θα αποτυπωθούν σε βινύλιο και θα γίνουν γνωστά και θα μεταφερθούν στις νεώτερες γενιές μέσα από τις πρώτες ηχογραφήσεις Κρητικών τραγουδιών στη δισκογραφία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Βασικό όργανο σε αυτήν την μουσική σκηνή είναι το μπουλγαρί, ένα όργανο της οικογένειας των ταμπουράδων που γνωρίζουμε από τη διεθνή βιβλιογραφία πως συναντάται σε διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου με διάφορες ονομασίες, όπως boulgari, ugari και tanbur bulgari. Από την πληθώρα γραπτών και προφορικών μαρτυριών που διαθέτουμε για τις μουσικές των πόλεων σε όλη την Κρήτη φαίνεται πως αποτελεί σολιστικό όργανο (σπανιότερα συναντάται και ως συνοδευτικό της λύρας) μιας λαϊκής προφορικής παράδοσης ανώνυμης δημιουργίας που αναπτύχθηκε σε λαϊκά ψυχαγωγικά κέντρα των πόλεων της Κρήτης: σε ταβέρνες, σεπαρέ, καφενεία, ντουκιάνια και τα πολυώνυμα καφωδεία των πόλεων της Κρήτης.
Στο Ηράκλειο οι μουσικές αυτές παρήκμασαν νωρίς αφού το ρεύμα ενός επιδερμικού εκδυτικισμού και οι εθνοκεντρικές αστικές αντιλήψεις για τη διατήρηση του ανόθευτων εθνικών παραδόσεων οδήγησαν στο βίαιο εξοβελισμό όψεων του υλικού, πνευματικού και μουσικού πολιτισμού των λαϊκών τάξεων της πόλης που συνδέθηκαν με το ‘νωχελικό’ κόσμο της ανατολής, τους κόσμους των καταγωγίων και τις «μολυσματικές» επιδράσεις του πλειοψηφικού μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα Μουσουλμανικού στοιχείου. Στις πόλεις του Ρεθύμνου και των Χανίων μουσικά δίκτυα γύρω από το μπουλγαρί διατηρήθηκαν και μετά την έξοδο των Τουρκοκρητικών ενώ η γόνιμη συνάντηση του Φουσταλιέρη με το Πειραιώτικο ρεμπέτικο και η ανακάλυψη του τελευταίου από τη μουσική δισκογραφία έδωσε τη δυνατότητα σε ένα ευρύτερο κοινό να γνωρίσει δείγματα μιας πλούσιας μουσικής παράδοσης που σε σημαντικό βαθμό είχε παραμεληθεί από την εθνική λαογραφία.
Οι μουσικές αυτές αναβιώνουν στις τελευταίες δεκαετίες, στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που έχει αναπτυχθεί στις παρυφές ευρύτερων συζητήσεων που αφορούν την «αυθεντική» παραδοσιακή μουσική στην Κρήτη και την τοπικότητα του ρεμπέτικου. Μέσα σε αυτό το κλίμα παρατηρούμε το ενδιαφέρον μιας νέας γενιάς μουσικών που στρέφονται στο μουσικό παρελθόν του τόπου τους όχι τόσο για να μιμηθούν και να αναπαράγουν τις μουσικές των ‘πρωτομαστόρων’ όσο για να αναδημιουργήσουν και να αναπλάσουν μέσα από τις επιτελέσεις του στο σήμερα μουσικές και τραγούδια της προφορικής, ανώνυμης δημιουργίας διαμορφώνοντας νέες υβριδικές μουσικές κοινότητες που είναι εξοικειωμένες με διαφορετικά μουσικά ακούσματα και είναι ανοικτά στους πειραματισμούς και στην αναζήτηση. Ο Γιάννης Παξιμαδάκης ανήκει σε αυτή τη γενιά των νέων μουσικών που αναζητεί τις περίπλοκες μουσικές διασταυρώσεις των τραγουδιών που επιλέγει να επιτελέσει μπολιάζοντας τα με μια πηγαία λαϊκή αισθητική, κατεργασμένη στο εργαστήριο της καθημερινής βιωματικής του σχέσης με την τέχνη της λαϊκής μουσικής. Τα μουσικά έργα της προφορικής λαϊκής δημιουργίας ή και της επώνυμης επιτέλεσης τους από επώνυμους δημιουργούς του παρελθόντος δεν αντιμετωπίζονται ως φολκλόρ αλλά αναπλάθονται και αναδημιουργούνται ζουν άλλες ζωές μέσα σε λαϊκά στέκια των σύγχρονων πόλεων.
Στο δεύτερο CD της σειράς Μπουλγαρί βλέπουμε μια μουσική περιήγηση σε διαφορετικούς μουσικούς κόσμους που μέσα από το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του μπουλγαρί φτιάχνουν ένα αξιοπρόσεκτο μουσικό και αισθητικό αποτέλεσμα. Το Μπουλγαρί 2 μας δείχνει ένα τρόπο να σκεφτούμε για τα σταυροδρόμια επικοινωνίας των μουσικών παρελθόντος στην Ανατολική Μεσόγειο. Να ξανακούσουμε τα αστικά λαϊκά τραγούδια της μεσοπολεμικής Κρήτης και να αναγνωρίσουμε τις επιρροές τους μέσα από τα τραγούδια του καφέ αμάν των παραλιών της Μικράς Ασίας. Να βρούμε τις υπόγειες διασυνδέσεις της αστικής μουσικής της Κρήτης με τα ρυάκια των μουσικών σκηνών του Αιγαίου πελάγους και τα ‘πρωτορεμπέτικα’ της πρώιμης φάσης ανάπτυξης του είδους που κυκλοφορούσαν για δεκαετίες από πόλη σε πόλη χωρίς τις περιφράξεις που επέβαλλε αργότερα η μουσική βιομηχανία και οι λογικές των ατομικών πνευματικών δικαιωμάτων.
Ο Γιάννης Παξιμαδάκης ένας μουσικός που εδώ και χρόνια μελετά και πειραματίζεται με τους μουσικούς δρόμους του παρελθόντος και τις ιδιαιτερότητες του τροπικού μουσικού συστήματος μακάμ μας δίνει μια απολαυστική, επεξεργασμένη εκδοχή επιλεγμένων τραγουδιών που έχουν καταγραφεί σε εκτελέσεις με μπουλγαρί . Είναι μια σύγχρονη ματιά σε ένα μουσικό θησαυρό του παρελθόντος που, όμως, γίνεται με ένα τρόπο που δείχνει σεβασμό στα μορφολογικά χαρακτηριστικά αυτών των τραγουδιών: τις λιτές μελωδικές γραμμές, τη δωρικότητα του ερμηνευτικό ύφους, τη λαϊκή ποίηση του ανώνυμου συλλογικού δημιουργού. Η λιτή, απέριττη και εκφραστική απόδοση των τραγουδιών από την Ευγενία Δαμοβολίτη Τόλη απογειώνει το αισθητικό αποτέλεσμα. Κατά κάποιο ιδιαίτερο τρόπο μας ταξιδεύει νοερά στο ερμηνευτικό περιβάλλον της δύσκολης δεκαετίας του 1940 όταν μια πρωτοπόρος αοιδός η Λαυρεντία Μπερνιδάκη διαμορφώνει μια ρωγμή στο ανδροκρατούμενο μουσικό στερέωμα της εντόπιας μουσικής σκηνής διεκδικώντας μια αναγνωρίσιμη θέση στο χώρο και φτιάχνοντας μια δική της ερμηνευτική σχολή. Στο ιδιαίτερο ηχοτοπίο που διαμορφώνεται σε αυτές τις επανεκτελέσεις τραγουδιών με μπουλγαρί υπάρχει και η διακριτική συνοδεία επιδέξιων μουσικών με ιδιαίτερες ευαισθησίες και μουσικές γνώσεις σε αυτές τις πειραματικές μουσικές διασταυρώσεις. Είναι ο Νίκος Σταματάκης και ο Σωτήρης Αλεξάκης στην κιθάρα και η Ελένη Παπαδάκη στα κρουστά που εμπλουτίζουν το τελικό αποτέλεσμα με το δικό τους μουσικό στίγμα.
Τα τραγούδια του CD μας θυμίζουν πως τα αστικά λαϊκά τραγούδια της Κρήτης είναι μουσικές του κόσμου που κυκλοφορούν ελεύθερα από τόπο σε τόπο χωρίς σύνορα και εθνικές περιχαρακώσεις. Είναι τραγούδια που σμιλεύθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, προϊόντα μιας μακράς επεξεργασίας και διαρκούς ανάμιξης διαφορετικών μουσικών πολιτισμών και μουσικών παραδόσεων στο χώρο. Τραγούδια που εξακολουθούν και σήμερα να δημιουργούν κοινότητες συναισθήματος γιατί έχουν αισθαντικότητα και μπορούν να μιλούν σε ευαίσθητες χορδές των λαϊκών συνοικιών στις κοινωνικές παρυφές των πόλεων. Γιατί αυτοί οι κόσμοι των κοινωνικά απόκληρων είναι και οι πραγματικοί δημιουργοί τους.
* Ο Γιάννης Ζαϊμάκης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας.