22 Ιουλίου 1943 | του Ηλία Βενέζη Την παραμονή της μεγάλης μέρας κατά το βράδυ, αφού τελείωσαν ό,τι τους είχε οριστεί να κάνουν απ’ την ομάδα τους, είπαν να ξεκουραστούν λίγο. «Ας πάμε στα δέντρα», είπε το κορίτσι. «Να πάρουμε λίγη δροσιά.» Πήγαν στο πάρκο και κάθισαν σ’ έναν πάγκο. Τ’ άστρα πια είχαν βγει. Ήταν καθαρή νύχτα. Ήταν οιΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Άλλου πατώ κι αλλού βρίσκομαι | της Άννας Τακάκη Σαν ήβγαλα το Δημοτικό, ήφυγα από τα βουνά και τα ρουμάνια του χωριού μου κι επήγα στην πολιτεία, να βγάλω το πλια μεγάλο σκολειό. Γυμνάσιο το λέγανε, δηλαδή ήρχιζε το γύμνασμα από δα και πέρα. Μια κάμερα μου νοικιάσανε οι γονέοι μου σε μια αυλή που είχε κι άλλους μαθητάδες, μεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Μια μέρα θα γυρίσει | της Έλλης Αλεξίου Ο συνάδελφός μου στο Γυμνάσιο περνάει τη θλίψη του κοντά στα ανελέητα παιδιά. Τα λένε λουλούδια. Γίνεται λόγος για την άνθηση της νεότητος. Όμως είναι μια άνθηση σκληρή, που τρέφεται μόνο με το γέλιο και με τη χαρά. Τη γεύεται όπου τη βρίσκει, την τρυγά απ’ όπου να ‘ναι και μ’ όποιονΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Υπάρχουν και καλές ειδήσεις! Να φτιάξουμε περισσότερες! | του Γιάννη Λαθήρα . Μπορεί να υπάρξουν και καλές ειδήσεις στη ζοφερή εποχή που ζούμε; Ή τα καλά νέα υπάρχουν μόνο όταν δεν υπάρχουν νέα; «Νo news, good news». Οι φρικιαστικές εικόνες του πολέμου, ο ατέλειωτος κατάλογος των θυμάτων από την πανδημία, η αχαλίνωτη ακρίβεια που οδηγεί στην απόγνωση τους λαϊκούς ανθρώπους,ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο μετανάστης | της Πέπης Δαράκη Αγαπημένη μου πατρίδα, Σου γράφω αυτό το γράμμα για να σου πω δυο λόγια, από τα βάθη της καρδιάς μου: Μην τους πιστεύεις, πατρίδα, αυτούς που σου λένε πως εύκολα πλουταίνει ο φτωχός ο μετανάστης στις ξενιτιές του κόσμου. Ω! να ‘ξερες αθώα μου πατρίδα, πόσες κακοπάθειες πέρασα ώσπου να στρώσω τη ζωή μουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η νύχτα με τα αστροπελέκια | του Φίλιππου Μαυρογιώργη . Το να ξέρεις ή να μάθεις να περπατάς αθόρυβα τη νύχτα στην παράνομη ζωή ή στο Δημοκρατικό Στρατό είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Πρέπει να μάθεις να περπατάς, να περπατάς σαν γάτα και να βλέπεις σαν κουκουβάγια. Πήρα μέρος σ’ όλες τις νυχτερινές μετακινήσεις και διαδρομές της ομάδας μου, αλλά και μόνοςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο χορός να μη σκολάσει | της Ζωής Δικταίου Ένα παλιό σημάδι στο λαθρακιασμένο ξύλο πάνω από το μπρούτζινο κερκέλι της πόρτας. Ένα ολόγιομο φεγγάρι απόψε στο φεγγίτη. Ένα ολόλευκο γιασεμί που φέγγει ακόμα το ίδιο όμορφα. Το λευκό μεσοφόρι απλωμένο στο δώμα. Οι Μοσκοκούζουλες χόρευαν κιόλας ξυπόλητες στους τσίγκους και στα κεραμίδια. Η Όστρια χτύπησε τα παραθυρόφυλλα. Όταν φυσάΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Η στεροθυγατέρα | της Άννας Τακάκη Μεγάλη αδυναμία είχε ο Κουφομανώλης στη στερνή του κόρη τη Λενιώ. Λες και δεν είχε άλλα κοπέλια ν’ αποκαμαρώνει και να μπεγεντίζει μόνο όπου καθότανε κι όπου στεκότανε ήθελε να λέει για τη Λενιώ του, για τα περίσσια κάλλη της, τα χαρίσματά της, τη σπιρτάδα και την προκοπή της. Σαν να’φεγγε μόνο από ταΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το Πανόραμα μιας …αθωότητας | του Γιάννη Λαθήρα Το Πανόραμα εκείνη την εποχή, εκτός από γειτονιά των πλουσίων της πόλης, φημίζονταν και για κάτι άλλο. Τις περίφημες πίτσες, τις πίτες και τα πεϊνιρλί. Το τελευταίο φαίνεται πως το είχανε φέρει πρόσφυγες από την Τουρκία όπου ήταν γνωστό ως πιντέ. Πασίγνωστα στους καλοφαγάδες της πόλης ήταν τα 4-5 μαγαζιά που σερβίρανεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…