Η μεσημβρινή παραίσθηση ενός νέου | διήγημα του Θάνου Φωσκαρίνη Αγαπώ πολύ τα παραμύθια. Η παιδική μου ηλικία σχηματίστηκε κάπου ανάμεσα στα «30 διαλεχτά παραμύθια» του εκδοτικού οίκου «Αστήρ», στα «Ωραιότερα παραμύθια του Χάουφ» των εκδόσεων «Πεχλιβανίδης και Σία», στον «Ευτυχισμένο πρίγκιπα» του Όσκαρ Ουάιλντ, στα «Παραμύθια του χειμώνα» του Πολ Ζακ Μπουζό της σειράς «Ανεμώνες», στον «Κόμη Μοντεχρήστο» τουΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο Μεγάλος Κριτής | διήγημα της Σοφίας Μαλτέζου Τελευταία φορά που ο Άγγελος Αναγνώστου ανέβηκε στο ανατολικό μπαλκόνι του σπιτιού του για το καθιερωμένο σινιάλο, ήταν στις δημοτικές εκλογές της Αγίας Ελεούσας. Τις βάφτισε έτσι ο κόσμος, γιατί λες από μυστική συμφωνία όλων των υποψήφιων, το βάρος της προεκλογικής εκστρατείας ανά την επικράτεια έπεσε στις κοινωνικές παροχές! Παιδικές στέγες, συσσίτιαΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

H Ευτυχούλα και ο Πρίγκιπας του ποταμού | παραμύθι της Άννας Τακάκη Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Όμως ήταν πολύ στενοχωρημένοι γιατί δεν έκαναν παιδιά. Η βασίλισσα ήταν σχεδόν γριά και προσευχόταν κάθε μέρα να της στείλει ο θεός ένα παιδάκι κι ας ήτανε το ποιο άσχημο παιδί του κόσμου.ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τ’ αγνάντεμα | του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Επάνω στον βράχο της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγιάς της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να το λειτουργήση. Ο βοριάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτηΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ετσέ καιρό… | του Αντώνη Κουκλινού Έτσε καιρό μετά τση Παναγίας, στο χωργιό μου, ετοιμάζανε οι εργάτες τα μπογαλάκια ντος για το Μαλεβίζι. Ο Λενακοζαχάρης ήτονε στη γειτονιά μας ο υπεύθυνος του αφεντικού, απου είχενε τ’ αμπέλια στσι Βούτες, όξω από τη Χώρα. Εγώ εκλούθουνα τση μάνας μου…. Τ’ αφεντικά απου θυμούμαι ήτονε ο Κουρουπάκης ο Αντρέας, ο Σταύρος οΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Το λάθος | διήγημα του Τάσου Αυγερινού Όσο έφεγγε το φως της μέρας και έσφυζε στους δρόμους η ζωή, αυτός έμενε κλεισμένος μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιό του, σαν τον ασπάλακα στο λαγούμι του, και μόνον όταν έπεφτε το σκοτάδι, έβγαινε δειλά δειλά από το θλιβερό κατάλυμά του και τραβούσε, πάντα, προς τις δυτικές συνοικίες της πόλης. Το δρομολόγιο που ακολουθούσεΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Τσι γάμπες τση να δείξει… | του Αντώνη Κουκλινού Στο ματζιπέτι εσκάλωσε, τσι γάμπες τση να δείξει, να μπεί στ’ αρθούνια ουλονώ, να τως τσι κάμει λήξη. Αρέσει τση τω ν’αμαθιώ, τσι σαϊθιές να κλεύγει, έχει προσόντα και γι’αυτό, πχιός τση τ’απαγορεύγει. Ετσά που τη κοντύνανε, τη μίνι φούστα πάλι, τ’ αμάθια τω ν’ ασερνικώ, κοντεύγει να τα βγάλει. Ω…ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Ο κυρ Αλέκος | του Βασίλη Φυτσιλή Εκεί, σ’ εκείνο το γυμνό και άνυδρο ξερονήσι της Γιούρας, εμάς τα «ανήλικα», νεαρούς ΕΠΟΝίτες, παιδιά αγωνιστών, ανταρτόπουλα του Δημοκρατικού Στρατού, που αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις του κυβερνητικού στρατού, μας είχαν μαντρωμένους χωριστά, σε ένα αγκαθερό συρματόπλεγμα, που το ονόμασαν «κλωβός ανηλίκων». Περνούσαμε κι εμείς, μαζί με τους μεγάλους φυλακισμένους αγωνιστές, τον δικόΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…

Αίσιο τέλος | διήγημα του Άντον Τσέχωφ Στο σπίτι του αρχιεισπράκτορα Στίτσκιν, μια από τις μέρες που είχε ρεπό, είχε πάει ύστερα από πρόσκλησή του η Αγάπη Γκρηγκόριεβνα, μια γεροδεμένη και με πλούσια περιφέρεια κυρία, γύρω στα σαράντα. Ηταν προξενήτρα, αλλά έκανε και πολλές άλλες δουλειές, για τις οποίες μιλούσε μόνο ψιθυριστά. Ο Στίτσκιν τα είχε λίγο χαμένα, αλλά, όπωςΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ…