Χρόνος ανάγνωσης περίπου:20 λεπτά

Οι Έλληνες πολέμησαν μόνοι | του καθηγητή Γιώργου Μαργαρίτη


Πώς Βρετανοί και Αμερικανοί υπονόμευσαν την ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου

Επετειακό το άρθρο αυτό, ίσως όμως οι επέτειοι να έχουν κάτι να μας πουν. Εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά τον πόλεμο της Αλβανίας οι κυβερνήσεις της χώρας μας έχουν εναποθέσει την υπόθεση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής της ακεραιότητας σε «μεγάλους συμμάχους», «στρατηγικούς εταίρους» και στους οργανισμούς που αυτοί κανοναρχούν. Πρόθυμοι τρέχουν να συμβάλουν σε πολέμους και εκστρατείες έτσι ώστε η χώρα να δείχνει αφοσιωμένος υπήκοος στους ισχυρούς και να τη λαμβάνουν αυτοί υπόψη όποτε τους έχει ανάγκη.

Αυτά που συνέβησαν το 1940 δείχνουν ανάγλυφα τη φενάκη αυτής της πολιτικής. Την ώρα της κρίσης και της ανάγκης οι μεγάλοι θα κοιτάξουν μόνο τα δικά τους συμφέροντα και δε θα διστάσουν να πλήξουν το μικρό «στρατηγικό τους εταίρο» πισώπλατα. Οι ρητορείες, τότε, στα 1940, όπως και σήμερα, τίποτε δεν κοστίζουν. Στην πραγματικότητα όμως οι λαοί μένουν μόνοι στις δύσκολες ώρες, όταν χρειάζεται να προασπίσουν την ελευθερία τους. Τότε αποκαλύπτονται οι «μεγάλοι σύμμαχοι», τότε φαίνεται η ποιότητα των δεσμεύσεων και των εγγυήσεών τους, τότε ο λαός μπορεί να βρεθεί με έναν ακόμα εχθρό στην πλάτη του. Όπως ακριβώς έγινε το ’40-’41.

Στην αρχή του πολέμου η Μεγάλη Βρετανία διακήρυξε σε όλους τους τόνους ότι θα στηρίξει με όλα τα μέσα τη μαχόμενη Ελλάδα και ότι θα τιμήσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις που εκπορεύονταν από τις εγγυήσεις που είχε δώσει στη μικρή της σύμμαχο. Πέρα από τα λόγια όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Από την αρχή του πολέμου εκφραζόταν δυσαρέσκεια για την απουσία υλικής στήριξης της Ελλάδας από τη Βρετανία. Ιθύνοντες της τότε διπλωματίας φοβόντουσαν ότι αυτή η βρετανική απροθυμία μπορούσε να υποσκάψει τη μαχητική διάθεση του ελληνικού στρατού και να δημιουργήσει προβλήματα στην κυβέρνηση (1).

Μετά την κατάληψη της Κορυτσάς από τον ελληνικό στρατό οι Βρετανοί δήλωναν συνεπαρμένοι από τις ελληνικές νίκες και ισχυρίστηκαν ότι θα έστελναν στην Ελλάδα όσες αεροπορικές δυνάμεις μπορούσαν να εξασφαλίσουν. Με αφορμή αυτή την εξέλιξη ζητούσαν από τις ΗΠΑ να τους αναπληρώσουν το ταχύτερο τα αεροπλάνα που έστελναν στην Ελλάδα (2). Στην πραγματικότητα η παρουσία της βρετανικής αεροπορίας στην Ελλάδα το Νοέμβριο ανερχόταν σε μία μοίρα διώξεως (με 8-10 απαρχαιωμένα αεροσκάφη «Gladiators») και δύο μοίρες βομβαρδισμού (με είκοσι περίπου «Blenheims»). Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση πύκνωσε τις προσπάθειες απόκτησης πολεμικού υλικού, αεροπλάνων κυρίως, από τις ΗΠΑ.

Οι πρώτες επαφές του ελληνικού ΓΕΣ για προμήθεια οπλισμού από τις ΗΠΑ είχαν γίνει τον Ιούνιο του 1940, όταν οι γερμανικές επιτυχίες στο δυτικό μέτωπο άμβλυναν την αμερικανική προσήλωση στην ουδετερότητα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 η ελληνική κυβέρνηση, διαμέσου της πρεσβείας της στην Ουάσιγκτον, κατέθεσε συγκεκριμένο αίτημα για την προμήθεια 50 ως 75 καταδιωκτικών αεροπλάνων της εταιρείας «Vultee» (3). Ενα μήνα αργότερα η ελληνική πλευρά κατέθεσε πρόσθετο υπόμνημα όπου ζητούσε επιπρόσθετα άλλα 50 μονοθέσια καταδιωκτικά αεροπλάνα καναδικού σχεδιασμού («Columbia») που κατασκευάζονταν στις ΗΠΑ ή έστω την παράδοση σε αυτή μέρους ή του συνόλου των 60 καταδιωκτικών «Seversky» που είχε παραγγείλει η κυβέρνηση της Σουηδίας, αλλά εκκρεμούσε η παράδοσή τους (4).

Η αμερικανική κυβέρνηση καθυστέρησε «ευγενικά» την οποιαδήποτε απάντηση στα ελληνικά αιτήματα. Στις σχετικές συζητήσεις μεταξύ των Αμερικανών αξιωματούχων εκφράζονταν ισχυρές αμφιβολίες για το εάν η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε πραγματικά να αντιταχθεί στις δυνάμεις του Άξονα και εάν ήταν σε θέση να αντιτάξει κάτι περισσότερο από μία συμβολική αντίσταση στην περίπτωση εισβολής. Σε αυτές τις περιπτώσεις τυχόν παράδοση σύγχρονων αεροπλάνων στη χώρα θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει στην ενίσχυση του οπλοστασίου του Άξονα. Οι Έλληνες πιλότοι και μηχανικοί δεν κρίνονταν επαρκείς στην αξιοποίηση σύγχρονων αεροσκαφών και καθώς η Βρετανία πολεμούσε σκληρά στους αιθέρες – η «μάχη της Αγγλίας» μαινόταν εκείνες τις ημέρες – κρινόταν ότι η παράδοση των διαθέσιμων αεροπλάνων στους Βρετανούς θα ήταν πολύ πιο αποδοτική από την παράδοσή τους στους Έλληνες. Αυτά τα επιχειρήματα θεωρούνταν πιο ισχυρά από την ανάγκη ενθάρρυνσης, ηθικής όσο και υλικής στήριξης, ενός μικρού ευρωπαϊκού κράτους που επρόκειτο να αντιμετωπίσει τον ακατανίκητο ως τότε Άξονα. Την ίδια στιγμή πάντως αναγνωριζόταν ότι μία σημαντική κίνηση ενίσχυσης της ελληνικής άμυνας εκ μέρους των ΗΠΑ ίσως απέτρεπε τα διαφαινόμενα ιταλικά σχέδια για εισβολή στη χώρα αυτή (5). Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει αυτό καθώς τέτοια κίνηση ποτέ δεν έγινε.

Η αμερικανική άρνηση για την πώληση στρατιωτικών αεροπλάνων στην Ελλάδα ανακοινώθηκε στον Πρέσβη Διαμαντόπουλο στις 26 Οκτωβρίου, δύο ημέρες πριν ξεκινήσει η ιταλική εισβολή (6). Θα μπορούσε να το εκλάβει κανείς ως πικρή ειρωνεία.

Με την έναρξη του πολέμου η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε στα διαβήματα για στρατιωτική βοήθεια τόσο από τη Μεγάλη Βρετανία όσο και από τις ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί διαπίστωσαν μεν ότι οι συνθήκες είχαν δραματικά αλλάξει από την προηγούμενη άρνησή τους για στρατιωτική ενίσχυση της Ελλάδας (7). Στις 8 Νοεμβρίου ο ίδιος ο Μεταξάς, διαμέσου του Αμερικανού Πρέσβη στην Αθήνα (Mc Veagh), έκανε έκκληση στον μόλις επανεκλεγέντα Πρόεδρο Ρούσβελτ για στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και, ειδικά, για την άμεση παράδοση 60 καταδιωκτικών αεροπλάνων (8). Παρά το δραματικό χαρακτήρα των ελληνικών εκκλήσεων, οι Αμερικανοί δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενθουσιασμό στο όλο ζήτημα. Ξεκίνησαν διαβουλεύσεις με τους Βρετανούς για το ποιος εκ των δύο θα συνδράμει τη μαχόμενη Ελλάδα, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Οι Βρετανοί υπόσχονταν στους Αμερικανούς ότι θα στείλουν ό,τι μπορούν χωρίς να διευκρινίζουν τίποτε ειδικότερα (9). Οι τελευταίοι βρήκαν ευκαιρία να καυτηριάσουν στον Έλληνα πρεσβευτή τις «υπόγειες» ενέργειες που έκανε (μέσα από μεσάζοντες) η κυβέρνηση της Αθήνας για να προμηθευτεί αεροπλάνα από τις ΗΠΑ.

Τις επόμενες ημέρες το ζήτημα των πιστώσεων σε δολάρια που θα μπορούσε να πάρει η ελληνική κυβέρνηση, για να πληρώσει τα στρατιωτικά εφόδια που θα αγόραζε, αποτέλεσε το νέο κεφάλαιο της κωλυσιεργίας. Οι Βρετανοί απαγόρευαν τη διάθεση των μικρών στρατιωτικών πιστώσεων (5.000.000 λίρες), που είχαν δώσει στην Ελλάδα, για αγορές μη βρετανικών ειδών. Ο πρέσβης Διαμαντόπουλος υπενθύμισε την παροχή τέτοιου είδους πιστώσεων στη Φινλανδία τον προηγούμενο χρόνο για αγορά στρατιωτικού υλικού. Η διαφορά ήταν ότι η Φινλανδία πολεμούσε τους Σοβιετικούς, όχι τον Άξονα…. Στα μέσα Νοεμβρίου οι Αμερικανοί κατέληξαν στη θέση ότι η ενίσχυση της μαχόμενης Ελλάδας ανήκε αποκλειστικά στην ευθύνη των Βρετανών και ότι εκείνοι θα έκριναν το τι είδους οπλισμός – ακόμα και αμερικανικής προέλευσης – θα δινόταν στο μικρό τους σύμμαχο (10). Στην ελληνική πλευρά η εξέλιξη αυτή δεν άρεσε καθόλου και η διπλωματική αποστολή της χώρας στην Ουάσιγκτον εξακολούθησε να διεκδικεί στρατιωτική βοήθεια σε κάθε κατεύθυνση. Στην ίδια κατεύθυνση εκδηλωνόταν και ο πρέσβης ΜcVeagh που ζούσε την ατμόσφαιρα της Αθήνας και μπορούσε να εκτιμήσει καλύτερα τις συνθήκες του πολέμου. Την όλη κατάσταση σκίαζε ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν μόλις ολοκληρώσει τις παραγγελίες αεροσκαφών που είχε παραγγείλει η ουδέτερη Τουρκία και εφαίνοντο πρόθυμοι να της πωλήσουν άλλα 50 καταδιωκτικά, ενώ την ίδια στιγμή έστελναν αεροσκάφη ακόμα και στην κυβέρνηση του Ιράν (11). Μόνο για την Ελλάδα δεν περίσσευε τίποτε!

Στις 22 Νοεμβρίου, μετά από σχετική έκφραση της επιθυμίας του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ, Ρούσβελτ, οι υπηρεσίες των ΗΠΑ φαίνεται πως, για πρώτη φορά, ανακάλυψαν ότι 30 καταδιωκτικά «P-40» θα μπορούσαν να πωληθούν στην Ελλάδα. Η βρετανική αντίδραση ήταν άμεση: Η βρετανική αποστολή στις ΗΠΑ δήλωσε κατηγορηματικά στον Έλληνα πρέσβη ότι τα εν λόγω αεροπλάνα δεν είναι δυνατό να μειώσουν τον αριθμό των προοριζόμενων για την Αγγλία αντίστοιχων και ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προμηθευτεί μόνο αεροπλάνα που προορίζονταν για την αμερικανική αεροπορία. Ο δυστυχής Διαμαντόπουλος μετέφερε τη βρετανική αυτή θέση στους Αμερικανούς, ζητώντας σχετική ρύθμιση (12). Ο Μεταξάς επανήλθε προσωπικά στο ζήτημα σε ικετευτικούς περίπου τόνους, οι Βρετανοί όμως και οι Αμερικανοί συνέχιζαν το παιχνίδι των καθυστερήσεων (13). Να σημειωθεί ότι είχε ήδη φτάσει ο Δεκέμβριος, η «μάχη της Αγγλίας» είχε προ πολλού λήξει και ότι, σε συνδυασμό με την έλευση του χειμώνα, ουδείς άμεσος κίνδυνος δεν απειλούσε τα βρετανικά νησιά.

Καθώς ο Δεκέμβριος προχωρούσε και οι δραματικές εκκλήσεις των Ελλήνων έδειχναν να οδηγούν σε κάποια άμβλυνση των αμερικανικών αντιρρήσεων για την πώληση αεροπλάνων, οι βρετανικές υπηρεσίες αποφάσισαν να επιστρατεύσουν παραπλανητικούς ελιγμούς για να αποτρέψουν μία τέτοια εξέλιξη. Ξαφνικά, οι Βρετανοί πρότειναν την παράδοση στην ελληνική αεροπορία 30 αγγλικών καταδιωκτικών τύπoυ «Defiant» στη θέση των 30 αμερικανικών καταδιωκτικών «P-40» τα οποία θα παραδίδονταν στην RAF σε αντιστάθμισμα (14). Τα «Defiant» ήταν πεπαλαιωμένα αεροσκάφη αεροπλανοφόρων που ήδη αποσύρονταν από την ενεργό υπηρεσία. Αμερικανοί και Βρετανοί διπλωμάτες έσπευσαν να «χαιρετίσουν» αυτή τη «γενναιόδωρη» ως προς τους Έλληνες εξέλιξη και έσπευσαν να προκαταλάβουν τη σχετική «συμφωνία» της ελληνικής κυβέρνησης στο σχέδιο (15).

Στις 17 Δεκεμβρίου η ελληνική κυβέρνηση έβαλε κατηγορηματικά τέλος στα βρετανικά σχέδια με επείγουσα διακοίνωση της διπλωματικής της αποστολής στην Ουάσιγκτον. Η ελληνική αεροπορία αρνιόταν κατηγορηματικά να παραλάβει αεροσκάφη «Defiant» και ζητούσε την άμεση παράδοση των 30 αμερικανικών καταδιωκτικών (16). Οι πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση για να δεχθεί αυτόν το διακανονισμό συνεχίστηκαν για μερικές ακόμα ημέρες. Αμερικανοί ιθύνοντες διαβεβαίωναν την ελληνική πλευρά ότι τα αεροπλάνα «P-40» ήταν ιδιαίτερα δύσκολα στο χειρισμό και στη συντήρησή τους και ότι θα ήταν περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα για την ελληνική πλευρά (17).

Στις 27 Δεκεμβρίου, δύο μήνες μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ο Μεταξάς έκανε νέα δραματική έκκληση προς την Ουάσιγκτον για την επιτέλους προμήθεια καταδιωκτικών αεροπλάνων. Η έκκληση συνοδευόταν από μακρύ «τεχνικό» υπόμνημα όπου αναιρούνταν ένα προς ένα τα επιχειρήματα της αμερικανικής και βρετανικής πλευράς. Αφού, για παράδειγμα, διαπιστωνόταν ότι οι Βρετανοί πιλότοι δε χρησιμοποιούν τα πεπαλαιωμένα «Defiant» για να αναχαιτίσουν τη γερμανική αεροπορία, με ποια λογική ζητούσαν από τους Έλληνες πιλότους να πολεμήσουν με τέτοιου είδους αεροπλάνα. Τονιζόταν επίσης ότι η μαχόμενη Ελλάδα ήταν έτοιμη να ξοδέψει τα τελευταία της αποθέματα σε συνάλλαγμα για να πληρώσει «μετρητοίς» τα αεροπλάνα αυτά (18).

Παρά τις δραματικές εκκλήσεις της ελληνικής πλευράς, φαίνεται ότι η μη παράδοση σύγχρονων καταδιωκτικών αεροπλάνων στην Ελλάδα είχε γίνει «θέμα τιμής» για τους Βρετανούς και Αμερικανούς ιθύνοντες. Τις τελευταίες ημέρες του 1940 οι πρώτοι επανήλθαν με νέα τεχνάσματα για να εκτονώσουν την ελληνική πίεση. Το νέο σχέδιο ήταν αρκετά πολύπλοκο: Η RAF θα παρέδιδε στους Ελληνες 30 αεροσκάφη «Mohawk» («P-36»), υποδεέστερα των «P-40», από τα αποθέματά της στην Αίγυπτο. Σε αντάλλαγμα οι Αμερικανοί θα έπρεπε να παραδώσουν στους Βρετανούς 30 «P-40» στη …Βασσόρα του Ιράκ (19)! Το «κόλπο» αυτή τη φορά συνίστατο στο εξής: Οι ΗΠΑ διατηρούσαν ακόμα καθεστώς ουδετερότητας στον πόλεμο και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατό να οργανώσουν, να χρηματοδοτήσουν και να εκτελέσουν μία αποστολή που συνίστατο στη μεταφορά και παράδοση στρατιωτικού υλικού σε εμπόλεμη ζώνη – έστω και αν αυτή ήταν το Ιράκ. Στην ουσία οι Βρετανοί προχώρησαν σε έναν διπλωματικό εκβιασμό για να αντικρούσουν την πιθανότητα να παραδοθούν σύγχρονα αεροσκάφη στην Ελλάδα. Η βρετανική κυβέρνηση μάλιστα τόνιζε, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό, την ανάγκη (it was essential) να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά στο Ιράκ αμερικανικά και μόνο πλοία (20).

Στο μεταξύ, στα μέσα Ιανουαρίου βρισκόμασταν πλέον, ο πόλεμος στα βουνά της Αλβανίας είχε πάρει σκληρή και αιματηρή μορφή. Η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να δεχθεί τη βρετανική «προσφορά», βάζοντας ως μοναδικό όρο το να είναι τα αεροπλάνα σε καλή κατάσταση και να υπάρχουν ανταλλακτικά. Έσπευσε μάλιστα να προσφέρει ελληνικά εμπορικά πλοία για να μεταφέρουν τα καταδιωκτικά που ζητούσαν σε αντιστάθμισμα οι Βρετανοί από τις ΗΠΑ στο Ιράκ (21). Οι Βρετανοί όμως δεν το έβαλαν κάτω. Την επόμενη κιόλας ημέρα ανακοίνωσαν ότι τα 30 καταδιωκτικά που θα έδιναν στους ‘Ελληνες δε βρίσκονταν στην Αίγυπτο – για την ακρίβεια είχαν φορτωθεί τα Χριστούγεννα του 1940 στη Νέα Υόρκη και βρίσκονταν κάπου στο δρόμο χωρίς κανείς να ξέρει πότε και πού θα έφθαναν. Άφηναν να εννοηθεί ότι είναι υπόθεση ίσως και μηνών (22). Επιπλέον, λίγες ώρες αργότερα, η βρετανική κυβέρνηση έσπευσε να στείλει ένα επείγον μήνυμα από το Λονδίνο, σύμφωνα με το οποίο η στρατιωτική κατάσταση στα βρετανικά νησιά είχε μπει σε κρίσιμη φάση και ότι, κατά συνέπεια, η παράδοση αμερικανικών αεροπλάνων σε οποιαδήποτε άλλο κράτος (Ελλάδα, Κίνα), έπρεπε να αναβληθεί μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση (23). Εξυπακούεται ότι καμία ειδική κρίση δεν απειλούσε τα βρετανικά νησιά στο μέσο του χειμώνα…

Μπροστά στο αδιέξοδο, οι προσπάθειες παραπλάνησης της ελληνικής πλευράς από τις δύο μεγάλες «συμμαχικές» της δυνάμεις έφθασαν σε επίπεδα χυδαιότητας. Οι ιθύνοντες των δύο δυνάμεων εκμεταλλεύθηκαν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στην Αθήνα από την ασθένεια και το μετέπειτα θάνατο του Μεταξά για να προβάλουν ένα νέο σενάριο σύμφωνα με το οποίο η ελληνική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί την αντικατάσταση των 30 καταδιωκτικών που δεν της παραδίδονταν με 30 εκπαιδευτικά αεροσκάφη του αμερικανικού ναυτικού. Οι Έλληνες αξιωματούχοι έσπευσαν να διαψεύσουν ετούτα τα παράξενα σενάρια μόνο και μόνο για να εισπράξουν υποτιμητικά σχόλια από τους ισχυρούς ομολόγους τους (24). Με όλα αυτά πέρασε ακόμα ένας μήνας χωρίς οι ‘Ελληνες να δουν τα αναμενόμενα αεροσκάφη….

Στις 31 Ιανουαρίου ο Έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον κλήθηκε επειγόντως στο γραφείο του υπουργού Οικονομικών των ΗΠA, Morgenthau. Στο ιδιαίτερο γραφείο του τελευταίου είχαν κληθεί και οι επικεφαλής των βρετανικών υπηρεσιών προμηθειών στις ΗΠΑ καθώς και αξιωματούχοι του State Department. Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ ως και εκβιαστικό. Ο Morgenthau ζήτησε εξηγήσεις από τον ‘Ελληνα πρέσβη για το ποιος απέρριψε την προσφορά των ΗΠΑ για 30 εκπαιδευτικά αεροσκάφη του ναυτικού. Ζήτησε μάλιστα, σχεδόν περιφρονητικά, να επαναλαμβάνονται στα γαλλικά οι ερωτήσεις του για να αντιληφθεί καλά ο Έλληνας επιτετραμμένος αυτά που του λένε. Ο Διαμαντόπουλος δήλωσε ότι την άρνησή του την μετέφεραν οι εμπειρογνώμονες της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας που είχαν φθάσει στις ΗΠΑ. Οι παρευρισκόμενοι έσπευσαν να υπογραμμίσουν το ότι δε ρωτήθηκε η κυβέρνηση στην Αθήνα, φέρνοντας τον Έλληνα διπλωμάτη σε θέση κατηγορούμενου. Κατόπιν ο Morgenthau, εξουσιοδοτημένος σε αυτό από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, όπως δήλωσε, έθεσε με μορφή τελεσιγράφου το ζήτημα: Η Ελλάδα θα δεχθεί ή όχι τα 30 αεροσκάφη; – η προσφορά, συμπλήρωσε, θα ίσχυε δύο – τρεις ημέρες και κατόπιν η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έδινε τα αεροπλάνα στους Βρετανούς. Η ζητούμενη απάντηση ήταν Ναι ή Όχι, χωρίς να προσδιορίζεται ξεκάθαρα αν το ερώτημα αφορούσε τα παλαιά εκπαιδευτικά αεροσκάφη ή τα σύγχρονα καταδιωκτικά!

Μετά την αναχώρηση του Διαμαντόπουλου, ο υπουργός εξήγησε ότι το ζήτημα των αεροπλάνων για την Ελλάδα απασχόλησε το υπουργικό συμβούλιο όπου και αποφασίστηκε να τελειώνουν με αυτό το ζήτημα κάνοντας μία προσφορά του τύπου «take it or leave it» στους Έλληνες. Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι δεν έγινε καμία μνεία στην παράδοση σύγχρονων καταδιωκτικών «P-40» στην Ελλάδα (25)…

Καθώς ο Morgenthau αναχώρησε ευθύς αμέσως από την Ουάσιγκτον, η συζήτηση συνεχίστηκε τις επόμενες ημέρες σε επίπεδο αξιωματούχων. Την 1ηΦεβρουαρίου ο Διαμαντόπουλος, αφού συνεννοήθηκε με την Αθήνα, κατέθεσε ένα υπόμνημα όπου, αφού περιέγραφε τις παλινωδίες Αμερικανών και Βρετανών στο ζήτημα για τρεις πλέον μήνες, εξέφραζε τη βαθιά του λύπη και ζητούσε εγγράφως τη διασαφήνιση της κατάστασης (26). Από την πλευρά τους οι αξιωματούχοι του State Department προσπάθησαν και αυτοί να καταλάβουν τι ακριβώς προσφερόταν στους Έλληνες. Τα συμπεράσματα αυτών των αναζητήσεων ήταν τα ακόλουθα: Μετά την απόφαση για αποστολή 100 καταδιωκτικών αεροσκαφών «P-40» στην Κίνα το Δεκέμβριο του 1940 δεν περίσσευαν ούτε 15 σύγχρονα καταδιωκτικά για την Ελλάδα. Η τελευταία θα μπορούσε να γραφτεί στη σειρά για να ελπίζει σε αεροπλάνα το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο του 1941. Η προσφορά των παλαιών (1936) – και περιορισμένων πλέον σε εκπαιδευτικούς ρόλους – «Grumman» («F3F-1») του ναυτικού ήταν το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν οι ΗΠΑ για την Ελλάδα (27).

Τα πράγματα όμως δεν έμειναν εκεί. Σε μία προφανή προσπάθεια εκβιασμού της ελληνικής πλευράς και μεταφοράς των ευθυνών σε αυτή, ο υπουργός Ναυτικών των ΗΠΑ Frank Knox δήλωσε δημόσια ότι το αμερικανικό ναυτικό πρόσφερε ως δώρο 30 αεροπλάνα στους Έλληνες και αυτοί απέρριψαν την προσφορά του! Ο Έλληνας πρέσβης έσπευσε, σε κατάσταση υστερίας (in a state of great excitement), να διαψεύσει τη δήλωση, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι τα αεροσκάφη αυτά θα πληρώνονταν, με τουλάχιστον ένα εκατομμύριο δολάρια – όπως εξάλλου επέβαλαν οι περί ουδετερότητας νόμοι των ΗΠΑ (28). Καθώς δε, στο μεταξύ, είχε ανακοινωθεί στον Τύπο η πρόθεση των ΗΠΑ να παραδώσουν άμεσα εκατό καταδιωκτικά «P-40» στην Κίνα, ο Διαμαντόπουλος έθεσε το εύλογο ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίζονται αεροπλάνα για όλους εκτός της Ελλάδας (29). Στις 12 Φεβρουαρίου, στην Αθήνα, ο νέος πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Κορυζής, κάλεσε τον Αμερικανό πρέσβη και του ζήτησε να τιμήσει η Ουάσιγκτον τις υποσχέσεις που είχε δώσει τον περασμένο Νοέμβριο (30).

Καθώς στον πολεμικό ορίζοντα η επικείμενη επίθεση της Γερμανίας ενάντια στην Ελλάδα είχε αρχίσει να διακρίνεται με διαύγεια, οι Αμερικανοί ιθύνοντες θέλησαν να δώσουν κάποιες ελπίδες στην ελληνική κυβέρνηση ώστε η τελευταία, στην απελπισία της, να μη σπεύσει να συνθηκολογήσει με το νέο εχθρό της. Ουσιαστικά τίποτε δεν άλλαξε πέρα από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών αξιωματούχων. Στα μέσα Φεβρουαρίου το State Department πληροφόρησε «εμπιστευτικά» τον Έλληνα πρέσβη ότι μέσα στις επόμενες τέσσερις εβδομάδες θα εξασφαλιστούν 30 σύγχρονα καταδιωκτικά για την Ελλάδα (31). Η μυστικότητα οφειλόταν στην προώθηση από την κυβέρνηση Ρούσβελτ του νέου νόμου περί «εκμισθώσεως και δανεισμού» για την ενίσχυση των αντιπάλων του Άξονα χωρών και τίποτε το συγκεκριμένο δεν έπρεπε να διαρρεύσει πριν ο νόμος ψηφιστεί από το Κογκρέσο. Δύο ημέρες αργότερα ο υπουργός Knox ανακοίνωσε στην ελληνική αποστολή ότι τον επόμενο μήνα το ναυτικό θα παρέδιδε στην Ελλάδα 30 καινούρια καταδιωκτικά «Grumman» («F4F-3») και 15 παλαιά «F3F-1». Οι Έλληνες πίστεψαν ενθουσιασμένοι ότι την τελευταία έστω στιγμή η σχεδόν κατεστραμμένη από τον πολύμηνο αγώνα αεροπορία τους θα δεχόταν ένα ουσιαστικό «φιλί της ζωής».

Πολύ γρήγορα αποδείχθηκε ότι βιάστηκαν, για μία ακόμη φορά, να χαρούν. Η πρώτη καθυστέρηση ήρθε από την αναμονή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αποδοχής του «Lend-Lease Bill» (Νόμου περί εκμισθώσεως και δανεισμού) από το Κογκρέσο. Πριν όμως ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία οι αξιωματούχοι του ναυτικού έσπευσαν να χαρακτηρίσουν αυτόν τον τύπο αεροπλάνου ως «απαραίτητο για την εθνική ασφάλεια» και κατά συνέπεια να μπλοκάρουν την εξαγωγή του στην Ελλάδα. Στις 11 Μαρτίου ολοκληρώθηκε η ψήφιση των νέων κανόνων διάθεσης πολεμικού υλικού χωρίς να αλλάξει τίποτε ως προς τα ελληνικά αιτήματα. Στις 22 Μαρτίου ο Ελληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον παρατήρησε με βαθιά πικρία στους Αμερικανούς διπλωμάτες ότι τα 30 καταδιωκτικά «Grumman» που δε δόθηκαν στην Ελλάδα ως «απολύτως απαραίτητα» για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, είχαν μόλις παραδοθεί στη Μεγάλη Βρετανία (32). Για μία ακόμα φορά ξεκίνησε ένας κύκλος «επεξηγήσεων» (η Μεγάλη Βρετανία ήθελε να ενοποιήσει τους τύπους των αεροπλάνων της και γι’ αυτό πήρε αυτά που προορίζονταν για την Ελλάδα), ψεύτικων υποσχέσεων (οι Βρετανοί θα έδιναν ίσο αριθμό «Hurricane» στους Ελληνες, τα οποία, φυσικά, αποκαλύφθηκε πως δεν υπήρχαν), παραπλανητικών φημών (η Ελλάδα είχε ήδη μυστικά παραλάβει τα «Hurricane»), δικαιολογιών (κάποιο μπέρδεμα έγινε…) και όλα όσα είχαμε ξαναδεί να συμβαίνουν στους προηγούμενους μήνες.

Στις 6 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί επιτέθηκαν με τη σειρά τους στην Ελλάδα. Οι συζητήσεις για την προμήθεια σύγχρονων αεροσκαφών στην Ελλάδα δεν είχαν πλέον αντικείμενο. Επί πέντε ολόκληρους μήνες Βρετανοί και Αμερικανοί είχαν επιδοθεί σε ένα εντυπωσιακά βρώμικο παιχνίδι με ένα και μόνο στόχο: Να μη φθάσει ούτε ίχνος σύγχρονου στρατιωτικού υλικού στους μαχόμενους Έλληνες. Αυτόν τον στόχο, όπως φαίνεται στα διπλωματικά έγγραφα, τον υπηρέτησαν με ανεξήγητη επιμονή. Σε αυτό το διάστημα αμερικανικά, αλλά και βρετανικά αεροπλάνα παραδόθηκαν στην Τουρκία, στο Ιράν, ακόμα και σε κράτη της Λατινικής Αμερικής. Μόνο για την Ελλάδα, τη μόνη χώρα που ενεργά πολεμούσε τον Άξονα εκείνο τον καιρό, δε βρέθηκε τίποτα! Οι «μεγάλοι σύμμαχοι» και «στρατηγικοί εταίροι» της χώρας μας «υπερήφανα» άφησαν το μικρό λαό της να βγάλει μόνος του τα κάστανα από τη φωτιά του πολέμου…

.

Παραπομπές

1. FRUS, 1940, v. III, Παρατηρήσεις από τον Αμερικανό πρέσβη στο Βελιγράδι (Lane) στο Department of State, 31 Οκτωβρίου 1940.

FRUS: Foreign Relations of the United States, Δημοσιευμένα διπλωματικά έγγραφα των ΗΠΑ.

2. FRUS, 1940, v. III, (σ. 563), MacVeagh (πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα) προς το State Department, 23 Νοεμβρίου 1940.

3. FRUS, 1940, v. III. (σ. 575), The Greek Minister (Diamantopoulos) to the Secretary of State, 17 Σεπτεμβρίου 1940.

4. FRUS, 1940, v. III. (σ. 576), Memorandum by the Greek Legation, 16 Οκτωβρίου 1940.

5. FRUS, 1940, v. III. (σ. 577), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 23 Οκτωβρίου 1940.

6. FRUS, 1940, v. III. (σ. 578), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 26 Οκτωβρίου 1940.

7. FRUS, 1940, v. III. (σ. 582), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Chief of the Division of Controls (Green), 7 Νοεμβρίου 1940.

8. FRUS, 1940, v. III. (σ. 583), The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 8 Νοεμβρίου 1940.

9. Είχαν ήδη απορρίψει την ενίσχυση της ελληνικής αεροπορίας με σύγχρονα καταδιωκτικά «Hurricane».

10. FRUS, 1940, v. III. (σ. 589), The Acting Secretary of State (Welles) to the Minister in Greece (McVeagh), 16 Νοεμβρίου 1940.

11. FRUS, 1940, v. III. (σ. 591), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Assistant Secretary of State (Berle), 18 Νοεμβρίου 1940.

12. FRUS, 1940, v. III. (σ. 594), The Greek Minister (Diamantopoulos) to the Under Secretary of State (Welles) , 5 Δεκεμβρίου 1940.

13. Ο Μεταξάς πληροφόρησε μάλιστα τον ΜακΒή ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν πρόθυμη να διαθέσει το σύνολο των εναπομεινάντων αποθεμάτων της σε δολάρια για την άμεση πληρωμή των 60 καταδιωκτικών αεροπλάνων! FRUS, 1940, v. III. (σ. 596), The Minister in Greece (Mc Veagh) to the Secretary of State, 9 Δεκεμβρίου 1940.

14. FRUS, 1940, v. III. (σ. 598), Memorandum by the Chief of the Division of Controls (Green) to the Secretary of State, 16 Δεκεμβρίου 1940. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι Βρετανοί δήλωσαν ψευδώς στους Αμερικανούς ότι η ελληνική αεροπορία ήδη χρησιμοποιούσε με επιτυχία αεροσκάφη τύπου «Defiant»!!!

15. FRUS, 1940, v. III. (σ. 599), Memorandum of Conversation by the Under Secretary of State (Welles), 16 Δεκεμβρίου 1940. Στην αναφορά του ο Αμερικανός αξιωματούχος αναφέρθηκε σε τηλεφώνημα που έλαβε από τον Βρετανό επιτετραμμένο Butler, στο οποίο ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι ο Μεταξάς δέχθηκε με ευχαρίστηση τη συμφωνία για την αντικατάσταση των «P-40» με αγγλικά «Defiant». Η πληροφορία, γρήγορα αποδείχθηκε, ήταν ολότελα ψευδής….

16. FRUS, 1940, v. III. (σ. 600), The Greek Legation to the Department of State, 17 Δεκεμβρίου 1940.

17. FRUS, 1940, v. III. (σ. 601), The Secretary of State to the Minister in Greece (McVeagh), 19 Δεκεμβρίου 1940.

18. FRUS, 1940, v. III. (σ. 602), The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 28 Δεκεμβρίου 1940. Την ίδια εποχή ο Μεταξάς προσπάθησε να κινητοποιήσει την ελληνική κοινότητα των ΗΠΑ για να στηρίξει τα αιτήματα για στρατιωτική βοήθεια. Η Ουάσιγκτον απαγόρευσε τη μετάδοση διαγγέλματος στα ελληνικά προς τους Ελληνες των ΗΠΑ με μάλλον άκομψο τρόπο.

19. FRUS, 1940, v. III. (σ. 605), Memorandum by the Under Secretary of State (Welles) to the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 27 Δεκεμβρίου 1940.

20. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 671), Memorandum of Conversation, by the Assistant Secretary of State (Berle), 10 Ιανουαρίου 1941.

21. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 674), Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 13 Ιανουαρίου 1941.

22. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 675), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Assistant Secretary of State (Berle), 14 Ιανουαρίου 1941.

23. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 675), Memorandum of Conversation, by Mr. George V. Allen of the Division of Near Eastern Affairs, 14 Ιανουαρίου 1941.

24. Σύμφωνα με το σενάριο την ιδέα είχε ρίξει ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Morgentau και είχε αποδεχθεί κάποιος από την ελληνική κυβέρνηση! Η κατάσταση φάνηκε να ξεκαθαρίζει μόλις στις 22 Ιανουαρίου. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 680), Memorandum of Conversation, by the Assistant Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Alling), 22 Ιανουαρίου 1941.

25. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 683), Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 31 Ιανουαρίου 1941.

26. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 685), Memorandum of Conversation, by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray), 1 Φεβρουαρίου 1941.

27. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 687), Memorandum by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 3 Φεβρουαρίου 1941.

28. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 688), Memorandum of Telephone Conversation, by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray), 6 Φεβρουαρίου 1941.

29. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 689), Memorandum of Conversation by the Chief of Near Eastern Affairs (Murray), 10 Φεβρουαρίου 1941.

30. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 690), The Minister in Greece (McVeagh) to the Secretary of State, 12 Φεβρουαρίου 1941.

31. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 691), Memorandum of Conversation, by the Assistant Secretary of State (Berle), 13 Φεβρουαρίου 1941.

32. FRUS, 1941, Europe, v. II. (σ. 703), Memorandum by the Chief of the Division of Near Eastern Affairs (Murray) to the Under Secretary of State (Welles), 22 Φεβρουαρίου 1941.

28/10/1997

Γιώργος Μαργαρίτης
Καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:161