Για τον Νίκο Καζαντζάκη | έγραψε ο Δημήτρης Καλοκύρης
Ὅσο καί νά φαίνεται παράδοξο, τό νά ἀσχολεῖται κάποιος, σήμερα, μέ τόν Καζαντζάκη εἶναι ταυτόχρονα κοινοτοπία καί νεωτερισμός. Φιλολογία καί ἀνησυχία. Σχολαστικότητα καί πρόκληση. Οἱ ἐρευνητές ἔχουν μπροστά τους ἕνα ἀπέραντο μεταλλεῖο, ἕνα ὀρυχεῖο ἀνάλογο μ’ ἐκεῖνο τοῦ Ζορμπᾶ, ἀπ’ ὅπου ἐξορύσσουν ἄφθονο γλωσσολογικό, ὑφολογικό, φιλοσοφικό –ἕως καί λαογραφικό– ὑλικό.
Ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ κοινοῦ ἐπίσης ἐξακολουθεῖ νά τόν ἀνακαλύπτει καί τόν κατατάσσει πλέον στούς κλασικούς. (Ἡ ἔννοια «κλασικός» εἶναι θαμπή: Γενικά, κλασικοί θεωροῦνται οἱ συγγραφεῖς πού τά ἔργα τους πουλιοῦνται στά καροτσάκια καί στίς λαϊκές: Ἀπό τά ἔπη τοῦ Ὁμήρου μέχρι διασκευές τοῦ Παπαδιαμάντη ἐπί τά χείρῳ).
Ἀπό τήν ἄλλη, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες συγγραφεῖς –γιά νά εἴμαστε ρεαλιστές– ἀντιπαθοῦν, κατά τό μᾶλλον ἤ ἦττον, τόν Καζαντζάκη. Ἡ ρητορική του ὅσο καί ἡ ἰδεολογία τοῦ 19ου αἰώνα πού τόν διακατέχει, εἶναι μᾶλλον αὐτά πού τόν κάνουν ἀπωθητικό. Γιά πολλούς παραμένει πάντως ἕνα εἶδος θρυλικοῦ μνημείου: Ἀπό τή μιά στό ψυγεῖο καί ἀπό τήν ἄλλη στό ἀπυρόβλητο. Κάπως σάν τόν Παλαμᾶ, ἄς ποῦμε, ἤ ἀκόμα καί τόν Σικελιανό: Ὅλοι, ἐννοεῖται, τούς ἐκτιμοῦν, ἀλλά ἐλάχιστοι πιά τούς διαβάζουν.
⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘
Στό πανεπιστήμιο, ἀπασχολήθηκα μέ τή θρυλική γιγάντια Ὀδύσσεια, ἕναν λαβύρινθο πού δέν τολμοῦσε κανένας νά μπεῖ στόν κόπο νά διασχίσει. Ὡς νέος Ἀχάμπ ἐξόρμησα νά ἀντιμετωπίσω τή λευκή καζαντζάκεια φάλαινα. Μέ τό θάρρος τοῦ φιλόπονου ἐρευνητῆ καί τό θράσος τῆς νεότητας ἐξοπλισμένος, βρῆκα μιά φιλολογική Οὐτοπία νά μέ «ἀπασχολεῖ» μιᾶς καί δέν εἶχα κάτι καλύτερο νά κάνω… Βυθίστηκα πολλές φορές στό ὡκεάνιο αὐτό ἔργο, μέ θριαμβευτικές στιγμές καί ναυάγια. Ἄργησα νά παραδεχτῶ τήν ἥττα μου, παρ᾽ὅλα αὐτά ἔνιωθα ὅτι τοῦ ὀφείλω κάτι περισσότερο ἀπό μιά μελετούλα σέ κάποιο ἐπιστημονικό περιοδικό.
Ἔτσι, μερικές δεκαετίες ἀργότερα δέν ἀρνήθηκα τήν πρόταση τοῦ ὑπουργείου Πολιτισμοῦ νά διαχειριστῶ ἑνα εὐρύ πρόγραμμα γιά τήν προβολή τοῦ Καζαντζάκη πού θά ἀναπτυσσόταν τό 2004 καί σχηματίσαμε μιά ὁμάδα γιά τή διοργάνωση σειρᾶς ἐκδηλώσεων πού περιελάμβανε: Διεθνές Συνέδριο στό Ρέθυμνο μέ παράλληλη ἔκθεση «Καζαντζάκης-Πρεβελάκης: Tό χρονικό μιᾶς φιλίας», κινηματογραφικό ἀφιέρωμα στά Xανιά, μέ προβολές ταινιῶν, ντοκυμανταίρ καί συζητήσεις καί ἔκθεση φωτογραφιῶν ἀπό τά γυρίσματα τῆς ταινίας τοῦ Nτασσέν Ὁ Xριστός ξανασταυρώνεται στό χωριό Kριτσά. (Κατά σύμπτωση, εἴχαμε περάσει οἰκογενειακῶς διακοπές στό χωριό αὐτό, τό 1956, ὅπου ὁ πατέρας μου ἀναστήλωνε ἕναν βυζαντινό ναό, καί παρακολουθοῦσα ὀκταετής τά γυρίσματα κρυμμένος, μαζί με τά ἄλλα παιδιά τοῦ χωριοῦ, μέσα στά γύψινα σκηνικά). Ἐπίσης ὀργανώσαμε παραγωγή καί διακίνηση «κινητῶν ἐκθέσεων» γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ συγγραφέα σέ διάφορες πόλεις τῆς Kρήτης, τῆς ὑπόλοιπης Ἑλλάδας καί τοῦ ἐξωτερικοῦ (μέχρι τήν Κίνα ἔφτασε)· ἑτοιμάσαμε ἀκόμη ἔκθεση χαρακτικῶν τοῦ Xρήστου Σανταμούρη ἐμπνευσμένων ἀπό τόν Καζαντζάκη στό Ἱστορικό Μουσεῖο Κρήτης. Τέλος, τή μεγάλη ἔκθεση: «Kαζαντζάκης, μιά Ὀδύσσεια» στή βασιλική τοῦ Ἁγίου Mάρκου, στό Ἡράκλειο (2004-2005, μέ φιλολογική ἐπιμέλεια τῆς Χριστίνας Ντουνιᾶ) πού τήν εἶδαν πάνω ἀπό 100.000 ἐπισκέπτες καί ὅπου ἔγινε μιά ἐποπτική προσέγγιση στόν πνευματικό καί φυσικό βίο τοῦ συγγραφέα καί τῆς διεθνοῦς παρουσίας του.
Γιά τά ἐγκαίνια τῆς ἔκθεσης αὐτῆς ἐπινοήσαμε ἕνα «δρώμενο»: τήν ἀντιστροφή τῆς τελευταίας ἀνάμνησης τοῦ Καζαντζάκη πού εἶχε ζήσει τό Ἡράκλειο: τήν ἐξόδιο πομπή ἀπό τόν Ἅγιο Μηνᾶ στόν προμαχώνα Μαρτινένγκο ὅπου τόν ἔθαψαν, μέ τούς σπουδαστές τῆς Παιδαγωγικής Ἀκαδημίας νά κρατοῦν (δίκην παρασήμων) τά βιβλία του. Αὐτή τή φορά ἡ τελετή ἔναρξης ἔγινε στόν προμαχώνα, μπροστά στόν τάφο του καί ὅλοι μαζί, Ἀρχές, ἐπίσημοι, κοινό, διασχίσαμε περπατώντας τό κέντρο τῆς πόλης μέχρι τή βασιλική τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ἐγκαινιάζοντας τήν ἔκθεση. Προπορεύονταν καί πάλι μαθητές, μέ βιβλία του σέ διάφορες γλῶσσες.
Ἀργότερα, μέ τήν ἴδια ὁμάδα, ἀναδιαρθρώθηκαν μέ νέα ὀπτική οἱ αἴθουσες Καζαντζάκη στό Ἱστορικό Μουσεῖο Κρήτης, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καί ἡ μεγάλη περιοδική ἔκθεση: «Ταξιδεύοντας μέ φῶς καί σκοτάδι», ἡ ὁποία διήρκεσε δύο χρόνια.
Τό Μουσεῖο Καζαντζάκη στή Μυρτιά (Βαρβάρους), κοντά στην Κνωσό, μᾶς ἀνέθεσε, τό 2009, τόν ἀνασχεδιασμό τοῦ Μουσείου, μέ φιλολογική ἐπιμέλεια τῆς Λίτσας Χατζοπούλου αὐτή τή φορά, καί τήν ἐπανέκθεση ἐκ βάθρων τῶν ἐκθεμάτων του.
⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘
Μαθητής τετάρτης δημοτικοῦ εἶχα δεῖ περνώντας ἔξω ἀπό τή Mητρόπολη τοῦ Ἡρακλείου, τήν παράταξη γιά τό δημόσιο προσκύνημα τῆς σοροῦ τοῦ Καζαντζάκη. Πέρασα ἀνάμεσα στούς προσκόπους τῆς τιμητικής φρουρᾶς (μερικοί ἀπ᾽αὐτούς ἦταν συμμαθητές μου) καί ψηλάφισα μέ περιέργεια τό βαρύ φέρετρο.
⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘ᴥ⚘
Στά οἰκογενειακά ἐνθυμήματα βρῆκα τήν παρακάτω, αὐτόγραφη, συστατική του ἐπιστολή πρός κάποιον δημόσιο ἀξιωματοῦχο:
Αγαπητέ μου κ. Υπουργέ
Θα Σας παρακαλούσα, αν μπορείτε, να μου κάμετε μια χάρη. Η φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Ελένη Βούλγαρη, είναι κόρη του Ι. Βούλγαρη, παλαιού Υπουργού της Δικαιοσύνης επί Κρητικής Πολιτείας και απόγονος αγωνιστὠν. συνάμα έχει διακριθεί για την αφοσίωσή της στα γράματα και το μεγάλο της ζήλο.
Επειδή είναι ορφανή και φτωχή ζητάει να μπεί στον «Οίκο της Φοιτητρίας» αμέσως, και αυτό εξαρτᾶται από Σας.
αν τη βοηθούσατε. Μεγάλο καλό θα κάνατε, και σε μένα χάρη.
Μ’ εξαιρετική τιμή
δικός Σας, Νίκος Καζαντζάκης
Ἡ μεσολάβησή του εὐοδώθηκε, ὅπως ἔμαθα ἀργότερα, διότι ἡ περί ἧς ὁ λόγος δεσποινίς ἦταν ἡ μέλλουσα μητέρα μου. Εἶχαν γνωριστεῖ δέ μέσῳ τοῦ ξαδέλφου της Παντελῆ Πρεβελάκη. (Πῶς ὅμως παρέμεινε στα χέρια της η επιστολή, δεν γνωρίζω. Ἴσως εἶναι ἀντίγραφο ἤ τήν ἔδειξε στόν ἐν λόγω ὑπουργό κι ἐκεῖνος ἀφοῦ τή διάβασε τήν ἐπέστρεψε.)
[Ἀπό τό Παρασάγγες Α´. Ἄγρα 2014]
Δημήτρης Καλοκύρης
Ο Δημήτρης Καλοκύρης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1948. Σπούδασε Φιλολογία στο A.Π.Θ. Γράφει και σχεδιάζει βιβλία. Μετέφρασε Μπόρχες, Λουκιανό, Πρεβέρ, Γκαρθία Λόρκα (για το Εθνικό Θέατρο) κ.ά. Ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό και τις εκδόσεις Tραμ στη Θεσσαλονίκη (1971-79), το περιοδικό Xάρτης στην Αθήνα (1982-87), διατέλεσε δευθυντής του περιοδικού Tο Tέταρτο (1985-87) και από το 2019 εκδίδει το ηλεκτρονικό περιοδικό www.hartismag.gr. Τιμήθηκε με το Kρατικό Βραβείο Διηγήματος (1996 και 2002) και με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του (2014).
.
.
.
.
.
.