Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Άλλου πατώ κι αλλού βρίσκομαι | της Άννας Τακάκη

Σαν ήβγαλα το Δημοτικό, ήφυγα από τα βουνά και τα ρουμάνια του χωριού μου κι επήγα στην πολιτεία, να βγάλω το πλια μεγάλο σκολειό. Γυμνάσιο το λέγανε, δηλαδή ήρχιζε το γύμνασμα από δα και πέρα. Μια κάμερα μου νοικιάσανε οι γονέοι μου σε μια αυλή που είχε κι άλλους μαθητάδες, με μια βρύση όξω και μια κοινή τουαλέτα. Το δωμάτιό μικρό και απλό, είχε μόνο ένα ντιβάνι, ένα τραπεζάκι για γραφείο, ένα πετρογκάζ κι ένα τραπέζι κουζίνας με δυο καρέκλες. Έξε χρόνια έμελλε να περάσω σ’αυτό το δωματιάκι, αλάργο από του σπιτιού μου τη ζεστασά. Έξε τάξεις ήτονε αυτές και ζόρικες, γιατί ’χαμε και ζόρικους καθηγητάδες, που μασε ζυγώνανε με τσι βίτσες. Αγούγια μας και δεν εκατέχαμε το μάθημα! Τσι τρώγαμε στα ξερά, τσι τρώγαμε και στα χέρια, μας εκάνανε κι αποβολή αν είμαστε κακά κοπέλια! Κι άμα κάναμε φασαρία, μας εβγάνανε όξω από την αίθουσα. Τα βράδια ανέ μας επάντηχνε ο Γυμνασιάρχης σε κανένα σκαροβολιτάκι εγινόμαστε λαγοί κι ώφου, πάλι στην τρύπα μας! Μα είμαστανε καλοκόπελα…Το μυαλό μας δεν το’χαμε στα γκομενιλίκια κι ας μασε αρέσανε τα κομπλιμέντα των ασερνικώ. Για του στραβού το δίκιο δηλ. αν μας έκανε κάποιος νεαρός «τράκα», κατά το τότε γλωσσάρι, ήταν χαρά και τιμή μας. Τα κρυφά ραντεβουδάκια είχανε μια δόση αθωότητας και πολλές δώσεις ρομαντισμού.

Σάικα, μάς ήρεσε το τραγούδι, το κέφι κι ο χορός. Που και που, κάναμε παρτάκια με βερμούτ και ξεροκάρπια. Τα ανέκδοτα, και τα γέλια ήταν η καθημερνή μας διασκέδαση, πού ’σαι Δέσπω μου! Και τα αστεία με τσι πολλές ατάκες, α ωρέ, Μιχαλιό, καλή σου ώρα! Οι καθηγητάδες μας, νεαροί οι πλια πολλοί, καθότι ιδιωτικό το σκολειό μας, ήτανε ορεξάτοι στης γνώσης μας τ’ ανεβολέματα. Μας επηγαίνανε πολλές φορές και περιπάτους. Εκδρομές στην Κάτω Πισκοπή και στη Σκοπή με τα πόδια! Και να ’σου τα χορευτακίσματα, τα αστεία, τα ανέκδοτα, οι κουζουλάδες!..Αγκαλιαζόμαστε όλη η τάξη σαν αδέρφια, όλοι γίνομέστανε ένας σκουφαλός, που λένε, ω, τα παντέρμα χρόνια! Είχαμε και ένα φορητό κασετόφωνο κι γροικούσαμε ζωντανή μουσική, πιο ζωντανή δε γινότανε! Εκειδά κάτω από τα δεντρά τ’αποθέταμε κι αρχίζαμε το πάρτι. Από τη μια ο Μητσιάς, από την άλλοι οι κοτσυφοί!

Τσι Κυριακάδες τ’ απογέματα επηγαίναμε βόλητα στο λιμάνι ενωροπάς, γιατί μετά τσι εννιά είχε απαγόρεψη λόγω Χούντας, και μόλις εσίμωνε η ώρα εγινόμαστανε λούις κι εχώνουμέστανε μέσα. Αλίμονό μας και δεν είμαστανε στο σπίτι. Η Γκεστάπο, ο παιδονόμος, μάς εκαταχτύπα την πόρτα κι εμπούκερνε μέσα να κάνει έλεγχο. Πολλές φορές ήσυρνε κι από δυο καθηγητάδες.

Κι από τότεσάς, που επήγα στο πλια μεγάλο σκολειό, μού πόκαμε κι η γέγνοια του χωριού κι από τσι κακοτοπιές και τα χύματα, εβρέθηκα στου Λιμανιού τσι στράτες και τα σώπατα. Από τα βουνά και τα λαγκάδια βρέθηκα να θωρώ τση θάλασσας τα κύματα. Πότε ήσυχα, πότε ανελωμένα, ωσάν και την ψυχή τ’αθρώπου. Όποτε ήθελα να βρω αβγαλεσά, εσολατσάριζα στη γυρογιαλιά. Εκειά εστένουμε κι εξάνοιγα τσι βάρκες που κουνιούντανε και τσι ψαράδες που σάζανε τα σύνεργά ντως κι οντέ τ’ ανεστορούμουνε επήγαινε και διάβαζα, γιατί ’τονε, πούρι, ετούτηνιά η πολιτεία ξεμυαλίστρα και δεν είχα και κιανένα να μ’ ανεμαζώξει. Αμοναχή, πενταμόναχη, μικροκόπελο ακόμη με πέψανε οι γονέοι μου, για το καλό μου λέει.

Εμεγάλωσα σ’ ένα σκαρφαλοχώρι με τα ρίφια και τσ’ αίγες απάνω στην Κεφάλα, με τα κουδουνίσματα των προβάτω, με τα γκαρίσματα τω γαϊδάρω, με το πούλι πούλι τση μάνας μου, που ’κραζε των ορνίθω και με τα βούγια που κάθε πρωί τα ’βγανε ο παππούς μου να τα βοσκήσει. Κι ελόγου μου ήπαιζα με τα κατσικάκια, με τα κλωσόπουλα, με τα κουνελάκια, με τσι μέλισσες, τσι σβούρους και τα χρυσομάμουνα, με τσι πετάκους και με τα πεταρίδια. Κάθε Μάη μ’ έπαιρνε ο παππούς Σταύρος, πρίχου να ξενιτευτεί, στσι κουρές των προβάτω ντου. Μετά το κούρεμα των προβάτω η γιαγιά έστρωνε χάμαι τα γαλακτοκομικά αγαθόκαλα: τυριά, στάκες, ανθότυρους, χυλόφτα με το γάλα, μηζύθρες… Μου’φερνε και το δικό μου κατσοχειράκι. Που το’ τρωγα κατάχαμα στη γη παρέα με τα ζωύφια και με τσι μελιτάκους σε δράση, εργατιά ολόκληρη. Εκάθιζα σε μιαν άκρα να τσι θωρώ να κρατούνε στσι δακάνες τως φορτία πλια μεγάλα από αυτούς και τα πηγαίνανε σα στρατιώτες στη σειρά να τα χώσουνε στην τρύπα ντως. Κι είντα να πω και για κείνους τσι γλινόσαρκους, τσι γροιλομάτες αφορδακούς; Η χορωδία ντως άρχιζε στις βάγκες και στο γυρόλιμνο απήτις ο ήλιος ήδιδε πίσω στσι ριζοκορφές. Πρώτο πράμα παρέα είχα! Μερακλήδες, νυχτοτραγουδιστάδες, εβγαίνανε πλια πρώτα από τσι κανταδόρους! Τσι γροίκουνα, ω την παντέρμη ντως λαλιά! Συναυλία ολόκληρη εστένανε στο Πυργιολίκι, τη μικρή λίμνη του χωριού μας, και άλλους εθώρουνα να καμπανοπηδούνε στην αυλή μας ετσά βραδάκι βραδάκι κατά τη δροσά. Μα κι είντα να πω και για τσ’ αγρυπνιάρες τσιρφελίδες! Τσίρφ τσίρφ ολονυχτίως τση νύχτας! Αλής λοής τροπάρι ήτονε αυτό! Μόνο πως κεινεσάς οι κουφολούπησσες ήτονε χωσμένες πέρα πώδε στα δεντρά και δεν εδιαφαλάζανε ποθές κι ούτε που εκάτεχα πού να τσι βρω, να δω, σάικα, από πού ήγβαινε εκείνονά το τραγούδι που ήμνοιαζε με νανάρισμα. Το παράπονό μου ήτονε που δε τσι θώρουνα. Αλλού εκράζανε κι αλλού ήτονε! Γίνεται τούτο το πράμα; Αλλού να ’σαι εσύ κι αλλού η λαλιά σου; Μα, σα και να μου φαίνεται πως δεν είναι και τόσονά παράξενο, γιατί πολλές φορές εγροίκουνα τη μάνα μου να λέει, «αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι».

Εκείνη η βγοημένη το’λεγε από την πολύ κούραση, ολημερίς τση μέρας να παραδέρνεται, από τσι όξω μέχρι τσι μέσα δουλειές, και με μας που τηνε ζαλίζαμε, με τα παιγνίδια και τσι σκανταλιές μας.

Κι ελόγου μου, εδά που σκέφτομαι όλα ετούτανά τα παλαιϊνά, μπάταρε, πως το νιώθω… Μπάνα είναι η ιδέα μου; Όσκες! το αιστάνομαι ώρες ώρες πως… αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι!…Σάμπως ετούτος ο τόπος να έχει αλλάξει. Μα το χούι μου, σε πολλά έχει αλλάξει.

[διηγήματα από παροιμίες]

Άννα Τακάκη


Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:121