Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Της πρώτης μου νιότης | του Μανώλη Χασάπη

Τον πατέρα μου τον έλεγαν Γιώργο Χασάπη. Τον φωνάζανε και Χασαπάκη. Τη μητέρα μου την έλεγαν Σταματίνα. Ο πατέρας μου ήταν από την Κάλυμνο των Δωδεκανήσων και η μητέρα μου από τη Σάμο. Ημασταν μία πολύ φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου, ήταν μικροπωλητής, έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, ήταν άνθρωπος του κρασιού, μα όταν μέθαγε έκανε ένα πολύ άσχημο μεθύσι…

Όταν φύγανε οι δικοί μου από την Κρήτη, όπου είχαν εγκατασταθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το υπουργείο Προσφύγων μάς έστειλε στη συνοικία της Καισαριανής. Η περιοχή της Καισαριανής από το 1917 είχε χαρακτηριστεί αναδασωτέα. Η απόφαση αυτή, βέβαια, δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί ποτέ, καθώς η τραγωδία του 1922 προκάλεσε το τεράστιο κύμα προσφύγων, μέρος των οποίων εγκαταστάθηκαν εδώ. Στην περιοχή της Καισαριανής, συγκεκριμένα, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, υπήρχαν αποθήκες υλικού πολέμου και τρεις κρατικές φαρμακαποθήκες. Στην ίδια περιοχή, επίσης, ήταν οι στάβλοι για τα άλογα της ανακτορικής φρουράς. Το νοσοκομείο «Συγγρού» συμπλήρωνε, από το 1909, όταν και αποπερατώθηκε, την εικόνα του τοπίου.

Στην αρχή μείναμε σε μια αυλή που είχε μέσα δωματιάκια, δωματιάκια… Στα 1928 – 1929 ξεκίνησε κάποια διαδικασία ανοικοδόμησης, ώσπου, το 1932, κτίστηκαν οι παράγκες και φύγαμε και πήραμε τη δική μας. Οι παράγκες είχαν χωροταξικά τετράγωνα. Πρώτο τετράγωνο, δεύτερο τετράγωνο, τρίτο… Η παράγκα μας ήταν στο τρίτο τετράγωνο, αριθμός 6. Η τοποθεσία που ήταν αυτές οι παράγκες ήταν ακριβώς πίσω από το νοσοκομείο «Συγγρού». Το πρώτο τετράγωνο ήταν πάνω από ένα ρέμα. Το τρίτο τετράγωνο έβγαινε στη σημερινή οδό Ευφρονίου. Στο πρώτο τετράγωνο, αυτό πάνω από το ρέμα, από την άλλη πλευρά του ρέματος ήταν ένα μεγάλο ταπητουργείο που το όνομα του ιδιοκτήτη ήταν Τσολάκης. Το πρώτο στενό των παραγκών το χώριζε από τη μάντρα του ταπητουργείου το ρέμα. Στην πρώτη σειρά των παραγκών έμενε ο φίλος μου ο Γιώργος ο Κόντος. Πιο δίπλα έμενε ο φίλος μου ο Γρηγόρης ο Λουκίδης. Παρακεί έμενε ο Λευτέρης ο Λαθουράς. Και πιο δίπλα ήταν ένα μπακάλικο, στο οποίο έμενε ο φίλος μου ο Αρτέμης ο Φοινικόπουλος. Στο τρίτο τετράγωνο, που έμενα και εγώ, από τη μία πλευρά έμενε ο Μιχάλης ο Κάιλας. Στη συνέχεια εκείνης της πλευράς, έμενε ο Μήτσος και η οικογένειά του…

Ζούσαμε μέσα σ’ αυτήν την παράγκα, σ’ αυτές τις συνθήκες. Σα διασκέδαση το βράδυ είχαμε τις κατσαρίδες που έτρεχαν στους τοίχους. Για να κάνουμε αυτήν την παράγκα πιο ωραία, βάζαμε διάφορα χαρτόνια στους τοίχους, τα κολλάγαμε με αλευρόκολλα. Μέσα εκεί γινόταν το σώσε. Κοριοί και κατσαρίδες μη συζητάς… Χρρ από τη μία, χρρ από την άλλη. Εκείνο που ήταν ευχάριστο, λόγω του ότι οι παράγκες μας ήταν από πάνω με λαμαρίνα, ήταν όταν έβρεχε. Το διασκεδάζαμε αυτό το τουκ, τουκ, τουκ, τον ήχο που έκαναν οι στάλες της βροχής πάνω στη στέγη.

* * *

Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί γραφικοί τύποι. Ενας απ’ αυτούς, Βουρλιώτης ήταν, βέβαια, βέεερος Βουρλιώτης. Λεγόταν Μπατάλιας. Κάτι εγγόνια του ζουν ακόμα, υπάρχουν. Ο Μπατάλιας είχε τέσσερις – πέντε κατσίκες και έναν τράγο. Γυρνούσε μ’ αυτές τις κατσίκες και πούλαγε γάλα, το άρμεγε εκείνη την ώρα από την κατσίκα και στο έδινε, από την παραγωγή στην κατανάλωση δηλαδή… Κάποια φορά μία γυναίκα του λέει:

– Κύριε Μπατάλια, μου δίνετε δύο δραχμές γάλα…

– Μπατάλιας: Ναι, μωρή.

Το μωρή ήταν τίτλος…

– Μπατάλιας: Τι κάνει ο άντρας σου μωρή; Σε χαϊδεύει καθόλου, σε χαϊδεύει;

Τέτοιου είδους άνθρωπος ήταν και τέτοια έλεγε…

Πράγματι, της βάζει το γάλα, αλλά ψάχνοντας η κυριούλα να βρει το δίφραγκο στην τσάντα της ανακάλυψε ότι είχε κάνει λάθος και είχε μαζί της μόνο ένα φράγκο.

– Κύριε Μπατάλια, έκανα λάθος, δεν έχω δύο δραχμές μαζί μου, έχω μόνο μία. Να μου δώσεις το μισό…

– Μπατάλιας: Και πού θα το βάλω μωρή το άλλο μισό, στο βυζί της κατσίκας;…

Αυτοί ήταν οι τύποι της εποχής κι είχαμε τότε πολλούς τέτοιους τύπους. Και περνούσε ο καιρός…

* * *

Στα 1935, όπως πηγαίναμε παρέα από παιδιά από την οδό Χίου να μπούμε στην οδό Ευφρονίου, αριστερά τώρα προς το νοσοκομείο του «Συγγρού», ήταν ένα καφενείο, το «Καφενείο του Νταλιάνου». Αυτός είχε ένα μεγάλο ραδιόφωνο, ήταν ο μόνος τότε που είχε ραδιόφωνο στην περιοχή και οι ειδήσεις για την εποχή ήταν πολλές. Και όλο και μίλαγαν για τη Γερμανία, για τον Χίτλερ, εκείνο, το άλλο και διάφορα. Μας επηρέαζε πάρα πολύ εμάς τα παιδιά. Τα ανακοινωθέντα οργίαζαν, έπαιρναν και έδιναν. Οι εφημερίδες γεμάτες. Τότε, προπολεμικά, υπήρχαν πέντε – έξι εφημερίδες. Τα Αθηναϊκά Νέα, Το Μέλλον, η Πρωία, η Ακρόπολη και η Εστία, πολύ παλιότερη αυτή.

Στα καφενεία γινόντουσαν διάφορες συζητήσεις. Άλλοι ήταν γερμανόφιλοι, γιατί είχε εισχωρήσει η «πέμπτη φάλαγγα», «η Γερμανία θα σώσει την Ευρώπη», «η Γερμανία είναι ένας γίγαντας», «η Γερμανία θα σαρώσει», «ο Χίτλερ μεγάλος ηγέτης» και πολλά και διάφορα… Άλλοι ήταν υπέρ των Άγγλων. Και για να πω και την αλήθεια, εγώ εκείνη την εποχή ήμουν γερμανόφιλος. Κι αυτό γιατί όταν έγινε η «οπισθοχώρηση» από τη Μικρά Ασία και ο λαός έφευγε και έπεφτε στη θάλασσα για να μπορέσει να φτάσει κολυμπώντας στα καράβια τα αγγλο-γαλλικά που ήταν αγκυροβολημένα εκεί πέρα, όχι μόνο δεν τους βοήθησαν να ανεβούν στα πλοία τους για να μπορέσουν να φύγουν, αλλά, αντιθέτως, τους χτύπαγαν και τα χέρια στην κουπαστή και τους έριχναν ζεστό νερό. Ενώ τα γερμανικά όλα πήραν κόσμο, και η οικογένειά μου με γερμανικό βαπόρι ήρθε στον Πειραιά. Πού και πού υπήρχε, βέβαια, και κανένα αμερικάνικο πλοίο, αλλά τα πολλά που ήταν εκεί, δεν έβαζαν τον κόσμο μέσα. Και έτσι, επειδή ο πατέρας μου μου τα είχε διηγηθεί όλα αυτά, είχα γίνει γερμανόφιλος. Και τους υποστήριζα. Αν και αυτή η ιστορία, αυτή η συμπάθεια θα μου έσωζε τη ζωή στην Κατοχή. Εν πάση περιπτώσει. Όλα θα άλλαζαν αργότερα…

* * *

Το πρωινό της Δευτέρας 28 Οκτώβρη 1940, εγώ και ο κολλητός μου ο Στάθης πηγαίναμε στη δουλειά, στην οδό Φιλελλήνων, σε μια οικοδομή που ο Στάθης ήταν σε έναν πατωματζή και εγώ σε έναν υδραυλικό, τον μαστρο – Μήτσο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν από παντού σειρήνες. Πόλεμος, πόλεμος… Αλαφιασμένος ο κόσμος, έτρεχε από εδώ, έτρεχε από εκεί. Παρέες να μιλάνε, να γελάνε, να τραγουδάνε… Μπορώ να σας πω ότι η κυβέρνηση πήγαινε με βήμα πάπιας. Αλλά ο λαός έτρεχε. Και ακολούθησαν όλα τα γνωστά…

Κι ύστερα ήρθε ο Γερμανός, σιδερόφρακτος, αήττητος. Στις 27 του Απρίλη 1941 μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Στην Ομόνοια, στην οδό Πανεπιστημίου, τους παράδωσε ο Τσολάκογλου, που είχε αναλάβει μετά από το θάνατο του Μεταξά, το κλειδί της πόλης. Την άλλη μέρα στις γειτονιές, στα καφενεία, στα λιγοστά ραδιόφωνα που υπήρχαν, καρφωμένος ο κόσμος να ακούει ειδήσεις…

Ηταν 6 του Ιούλη του 1941. Όπως στεκόμασταν, μια ομάδα από παιδιά, εκεί στην οδό Υμηττού και Φορμίωνος, έρχεται ένα τζιπ γερμανικό με τρεις άντρες σκονισμένους, μέσα στο χώμα, και ζητάγανε επί λέξει το μέρος Σούνιο. «Σούνιο», έλεγαν. Δεν ήξερε κανείς… Πετάχτηκα τότε εγώ και είπα, «εγώ ξέρω»!

– Kom, piccolo…

Τι είχε συμβεί; Από πού κι ως πού να γνωρίζω εγώ κατά πού πέφτει το Σούνιο; Όλα έχουν την εξήγησή τους… Στη μέση του πολέμου, λοιπόν, είχε έρθει ένα σώμα Νεοζηλανδών εκεί στο δασύλλιο της Καισαριανής. Ένας αξιωματικός βγήκε από το στρατόπεδο κρατώντας ένα πακέτο με ρούχα. Ζητούσε μία γυναίκα για να του τα πλύνει. Τότε η αδελφή μου προσφέρθηκε και αφού του έπλυνε τα ρούχα, φυσικά την πλήρωσε με κονσέρβες και τέτοια, εκείνη του ζήτησε να με πάρει να με πάει στα μαγειρεία για να δουλέψω μέσα στο στρατόπεδο. Η αλήθεια είναι ότι κάτι μου έδιναν, κάποια έξτρα, κέρδισα κάτι λίγα λεφτουδάκια. Με αυτά τα χρήματα και μαζί με κάτι άλλα παιδιά της γειτονιάς, αποφασίσαμε να πάμε στο Λαύριο για να μπαρκάρουμε και να πάμε στην Κρήτη ή οπουδήποτε αλλού. Ήταν 3 ή 4 μέρες πριν μπουν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Πήγα μαζί με τους φίλους στο Λαύριο. Δεν μπορέσαμε να βρούμε καΐκι και να μπαρκάρουμε και έτσι ξαναγυρίσαμε πίσω. Έτσι έμαθα, όμως, ότι μετά από το Λαύριο ήταν το Σούνιο. Όταν οι τρεις Γερμανοί στο τζιπ ζητούσαν πληροφορίες για να πάνε στο Σούνιο, προθυμοποιήθηκα εγώ να τους βοηθήσω για να φτάσουν μέχρι το Λαύριο και από εκεί ήταν πια εύκολο να φτάσουν έως το Σούνιο.

Αφού τους πήγα λοιπόν στο Σούνιο, σταθήκανε μπροστά σε μια μάντρα. Κρατώντας ένα χάρτη στο χέρι ψάχνανε στη μάντρα, που ήταν γεμάτη περικοκλάδες, για να βρουν κάποια πόρτα. Αφού βρήκαν την πόρτα, έρχεται ένας Γερμανός και μου λέει: «Piccolo, moment». Και εγώ περίμενα, περίπου τρεις ώρες. Οι Γερμανοί, ήταν τώρα πολύ καθαροί, φρεσκοξυρισμένοι… Τι ήταν πίσω από τη μάντρα, δεν το ξέρω. Βγαίνοντας όμως έξω κρατούσαν ένα σάκο, ήρθαν στο τζιπ και μου έδωσαν το σάκο. Ήταν γεμάτος μπισκότα, κονσέρβες, όλα εγγλέζικα. Επειδή με ενδιέφερε να μάθω γι’ αυτό το πράγμα, αργότερα ρώτησα και έμαθα. Η «πέμπτη φάλαγγα» είχε σχεδιάσει ορισμένα μέρη τα οποία είχαν τρόφιμα κλπ. για να τα βρουν οι Γερμανοί.

Και ακούω, λοιπόν, το σοφέρ να λέει:

– Komm, zuruck.

Και έτσι ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Στην επιστροφή περάσαμε από τον κάμπο της Κερατέας. Εκεί είχαν αφήσει οι Εγγλέζοι τα υπολείμματα του πολέμου, όταν είχαν υποχωρήσει από τις Θερμοπύλες. Και πήγαν στο Π. Ράφτη, σε κάθε λιμάνι, παντού όπου μπορούσε να σταματήσει υποβρύχιο για να τους πάρει. Κοιτάζω και εγώ και τι να δω. Τι δεν είχαν αφήσει… τανκς, πολυβόλα, πολεμικό εξοπλισμό, ό,τι είχε απομείνει από τον πόλεμο. Και συνεχίζουμε προς την Αθήνα. Όταν φτάσαμε στους Αμπελοκήπους, είπα στους Γερμανούς, εγώ τώρα stop, ως εδώ. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο, εκείνοι συνέχισαν τη διαδρομή τους και εγώ πήρα μόνο το σακίδιο με κάποια τρόφιμα, κατέβηκα και πήγα σπίτι.

Σύντομα θα ‘ρχόταν ο χειμώνας. Τα ράφια άρχισαν να αδειάζουν. Η μαύρη αγορά οργίαζε, τα είχαν κρύψει όλα. Η πείνα έπεφτε, μεγάλη πείνα ξανά. Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία…

Μανώλης Χασάπης

Αντί βιογραφικού:

«Το όνομά μου είναι Μανώλης. Πολλοί φίλοι μου με φωνάζουν και Χασαπάκη. Γεννήθηκα το 1925 στα Χανιά της Κρήτης – την οικογένειά μου την αντάλλαξαν μαζί με τους Κρητικούς εκείνους που έμεναν στο Κουσάντασι απέναντι από τη Σάμο. Βαφτίστηκα σε ένα εξωκκλήσι της Κρήτης στα Χανιά. Ονομαζόταν Ζωοδόχος Πηγή. Η οικογένειά μου αποτελούνταν από 6 παιδιά και φυσικά τον μπαμπά και τη μαμά. Το πρώτο παιδί ήταν ο Δημητράκης. Το δεύτερο η Καλλιόπη. Το τρίτο παιδί η Γιασεμώ, που τη λέγαμε και Ασημίνα. Τέταρτο παιδί η Κατίνα, πέμπτο παιδί ο Βαγγέλης και έκτο παιδί ο Μανώλης – εγώ…».

Από ανέκδοτα διηγήματα του Μανώλη Χασάπη.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:114