Χρόνος ανάγνωσης περίπου:8 λεπτά

Διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά

Τις νύχτες…

Η νύχτα είχε έρθει, και το σκοτάδι που πύκνωσε είχε σκεπάσει τα πάντα. Φως πουθενά, φωσάκι, αχτίνα να ξεπετιέται, για να φέρνει κάποια αντίσταση στο πηχτό σκοτάδι, και να δώσει μικρή παρηγοριά στο διαβάτη που ‘χε βραδύνει, ότι υπάρχει λίγη ζωή… Σα νεκρή πολιτεία. Τα χτίρια όλα κλειστά, κατάκλειστα. Κρότος, θόρυβος κανείς. Λες και πέρασε θανάτου πνοή κι έσβησε τον κάθε κρότο, το θόρυβο, τη ζωή που έτρεχε μέσα. Και η ώρα δεν ήταν τόσο περασμένη.

Ανεμος, αέρας δε φυσούσε. Ψηλά ούτε αστέρι, αστεράκι να λάμπει να φαίνεται ότι κάτι νεύει στη γη. Σκοτεινά και κει. Είναι συννεφιά, ή μήπως εχάθηκαν και τ’ αστέρια;

Νεκρή πολιτεία! Ω, κάλλιο να ‘ταν έτσι και όχι όπως είναι! Οι νεκροί δεν πονούν, δε σκέπτονται, οι νεκροί δεν τρομάζουν, ενώ ενώ… Κοιμούνται όλοι, κοιμούνται όμως έχοντας τον τρόμο καθισμένο στο προσκέφαλό τους…

Τις νυχτερινές ώρες, τις ώρες της βαθιάς νύχτας, μια Λάμια βγαίνει και τρέχει γυρίζοντας εδώ και κει στους σκοτεινούς δρόμους. Κάπου – κάπου σταματά και μπαίνοντας στα κλειστά σπίτια, αρπάζει ανθρώπους, αρπάζει θύματα για να φάει. Και είναι αχόρταγη…

Αμυνα δε χωρεί, γιατί το τρομερό στόμα της θα φάει τότε την οικογένεια όλη.

Και κοιμούνται οι μελλοθάνατοι έχοντας όμως στο προσκέφαλό τους τον τρόμο. Αν αγρυπνούν; Θα μιλούν μ’ αυτόν… Ούτε σκύλου γάβγισμα! Μα μπορεί να υπάρχουν σκυλιά σε νεκρή πολιτεία;

Ω σιωπή! Το σκοτάδι πιο πυκνό να γίνει, πιο πυκνό, και τόσο τόσο σαν πίσσα, πίσσα, όχι σκοτάδι πια, και με κάτι που να χάνει κανείς και τον εαυτό του, όταν χωθεί μέσα σ’ αυτό. Κι έτσι θα κρυφτούν τα πάντα μέσ’ στην αγκαλιά του.

Μα τ’ είναι κείνο που ακούγεται μέσ’ στη νεκρή ησυχία; Μια βουή πέρα – πέρα την ταράζει. Κι αυτή η βουή μεγαλώνει μεγαλώνει… Κι έκανε να σταματήσει, αλλά να την πάλι, να τος ο θόρυβός της, που γίνεται απαίσιος. Να ‘ναι κείνη;.. Μα εκείνη είναι, εκείνη: Και πλησιάζει! Ω, αλίμονο!..

Και φάνηκε πέρα λίγο, η Λάμια τρέχοντας με ορμή και φωτίζοντας με τα φλογερά της μάτια τα σπίτια, για μια στιγμή, και διώχνοντας το σκοτάδι που τα ‘κρυβε… αυτή ήταν, αυτή!

Πέρασε, έφυγε. Ο κρότος της, η βουή της απομακρύνονταν. Μα να, να, σταμάτησε!

Ω, η Λάμια, που γυρνά τις ώρες της νύχτας, κάπου θα σταμάτησε. Αχ, ο δύστυχος αυτός κι αυτοί που δικοί της είναι!

Περιμένω. Να κρότοι σε πόρτα! Χτυπούν δυνατά. Θα χτύπησαν πρώτα το κουδούνι… Μα νωρίς απόψε, γιατί; Μη δεν είναι; Μα οι χτύποι, για να χτυπούν έτσι δυνατά… Να άλλα χτυπήματα… Σταμάτησαν.

Θέλησα να δω λίγο φως, ανθρώπους και μπήκα απ’ τον κήπο μου, μέσ’ στο σπίτι. Ημουν όχι μόνο ταραγμένος, αλλά και παγωμένος. Σκεπασμένο φως. Φως όμως. Α, πότε, πότε θα λάμψει καθαρά χωρίς εμπόδιο;

Η γυναίκα μου μιλούσε με την αδελφή μου, μια χήρα δυστυχισμένη, που ερχόταν κάθε τόσο, κι έμενε δυο – τρεις ημέρες.

«Μα έξω ήσουνα;», μου έκανε η γυναίκα μου.

«Ναι, κοίταζα τη σκοτεινιά».

«Αυτό το αυτοκίνητο το ‘δες; Τι να ‘ταν άραγε;»

«Μόλις το ‘δα. Νομίζω όμως πως θα ‘ταν απ’ εκείνα, εκείνα… Γιατί κάπου σταμάτησε κι άκουσα να χτυπούνε πόρτα δυνατά».

«Ω, αλίμονο! Ε, τους δυστυχισμένους! Α τι νύχτα θα περάσουν!».

«Ποπό!» έκανε και η αδελφή μου. «Είναι φοβερό! Και πηγαίνουν τις περισσότερες φορές ύστερα απ’ τα μεσάνυχτα και χτυπούν τις πόρτες. Και άμα δεν τους ανοίξουν, σπάζουν τις πόρτες και μπαίνουν. Κλαίνε, φωνάζουν, παρακαλούν, μα αυτοί το χαβά τους, δεν ακούνε τίποτα, πιάνουν εκείνον που θέλουν, τον βάζουν στο αυτοκίνητο, και μισόγυμνο ακόμα, και φεύγουν».

Μου έλεγε μια κυρία ενός γιατρού, πως άμα τη νύχτα ακούσει αυτοκίνητο, είναι αδύνατο να μην ξυπνήσει. Κι αισθάνεται να της κόβονται τα ήπατα, όταν τ’ ακούσει και σταματά.

Είδα τη γυναίκα μου να κατσουφιάζει, κι ύστερα να λέει:

«Δε με ρωτάς εμένα!.. Τα ίδια και χειρότερα παθαίνω! Χάνω και τον ύπνο μου έπειτα…».

Α – σκέφτηκα εγώ – και συ τα ίδια; Το ίδιο ό,τι παθαίνω κι εγώ, που ξυπνώ απ’ αυτόν τον απαίσιο θόρυβο και προσέχω; Θα σταματήσει εδώ; Κι ακούω πολλές φορές την πόρτα του αυτοκινήτου ν’ ανοίγει και πατήματα βαριά έπειτα. Τι μαρτύριο!.. Και ως πότε θα κρατήσει αυτό, ως πότε!

Και καθώς αυτές, έπειτα, έλεγαν άλλα, εγώ έφερνα με το νου μου το σπίτι κείνο, που χτύπησαν την πόρτα του, το σπίτι κείνο, που χτύπησε η καταστροφή.

Ησυχία στο σπίτι, στα δωμάτια. Ολοι κοιμούνται. Μα να, κάποιος ή κάποια ξυπνούν από βοή που δυναμώνει. Η καρδιά του αρχίζει να χτυπά δυνατά. Και να, η βουή η απαίσια σταματά. Χείμαρρος φωτός τα παράθυρα και από τις γρίλιες μπαίνει μέσ’ στα δωμάτια. Ομιλίες δυνατές, χτύποι από πόρτα που ανοιγοκλείνει, και πατήματα βαριά.

«Ω, Θεέ μου!».

Τα βήματα σταματούν τα βαριά, κι ακούγεται μέσ’ στο σπίτι, μέσ’ στην ησυχία του η φωνή του κουδουνιού…

Μα και κείνοι που δεν άκουσαν τη βουή της Λάμιας, και το σταμάτημά της, και ήσυχα κοιμόντουσαν βυθισμένοι σε όνειρα, κι αυτοί ξυπνούν ξαφνιασμένοι απ’ τον κρότο του κουδουνιού…

«Τ’ είναι, τ’ είναι!..».

Γρήγορα κατάλαβαν, όμως, πως η καταστροφή ήταν και χτυπούσε το κουδούνι για να μπει στο σπίτι…


Στο δρόμο

Βγαίνω έξω. Είναι πρωί. Πρέπει να ψωνίσω κάτι. Βαδίζω αργά. Να όμως κάποιος με σταματά. Είναι γνωστός μου και τον ξέρω καλά τι καπνό φουμάρει.

«Τι νέα;», με ρωτά σιγά, «ξέρεις τίποτα;».

«Δεν ξέρω γω, εσύ;».

«Απ’ έξω καλά πάνε, μέσα δω είναι τα δυσάρεστα. Τουφέκισαν πάλι καμιά εικοσαριά! Και κρέμασαν τρεις…».

Σταμάτησε. Κάποιος πλησίαζε και θα περνούσε από κοντά μας.

«Και τι θα ψωνίσεις;», με ρώτησε ο γνωστός μου.

«Ο,τι βρω…».

Ο άνθρωπος που μας πλησίασε πέρασε και απομακρύνθηκε.

Πρέπει προσοχή, μεγάλη προσοχή! Μην εμπιστεύεσαι σε κανέναν!

«Λοιπόν, για λέγε», του είπα γω, «εκρέμασαν τρεις, έλεγες…».

«Ναι, κρέμασαν και τρεις, αφού τους σκότωσαν πρώτα στη Σαλαμίνα. Και θα τους αφήσουν έτσι κρεμασμένους τρεις ημέρες… Για να τους βλέπει ο κόσμος…».

«Και γιατί αυτό;».

«Γιατί έκαναν σαμποτάζ, ή προσπάθησαν να κάνουν…».

Χωρίσαμε.

Άλλος παρά κάτω με σταμάτησε.

«Έξω τα πράγματα πάνε θαυμάσια, έξοχα. Εδώ όμως άσ’ τα! Οι Ιταλοί με κουτσόβλαχους ρουμανίζοντας, έκαψαν την Ελασσόνα και σκότωσαν ένα σωρό κόσμο!..».

Έπαψε απότομα. Ένα κορίτσι είχε σταθεί για τα φτιάσει, ή να κλείσει καλά, την τσάντα του…

Και άμα το κοριτσάκι έφυγε, απομακρύνθηκε:

«Και απ’ αυτά να φοβάσαι πολύ, κι απ’ αυτά…».

Λίγα λόγια είπε ο γνωστός μου ακόμα, κι έφυγε.


Οι συμμορίες των μικρών

Αρκετοί είχανε μαζευτεί, άντρες, γυναίκες, παιδιά, στο μέρος που θα στεκόταν το μεγάλο αυτοκίνητο που θα ερχόταν απ’ τις επαρχίες φέρνοντας μαζί με επιβάτες και τρόφιμα. Και το περίμεναν να φανεί. Μα ήταν αδύνατο και να μην κοιτάξουν και γύρω να μη στυλωθεί η ματιά και σε κάτι μάντρες μισογκρεμισμένες και σε μια έρημη έκταση, που στο βάθος της σπίτια τη μισοκύκλωσαν πολλά.

Και η ματιά τους ήταν γεμάτη ανησυχία σαν επιβατών που περνούν θάλασσα επικίνδυνη, μέρος που οι τρικυμίες ξεσπούν ξαφνικά, η θάλασσα δεν ησυχάζει.

Αλλά το μέρος όλο γύρω, πέρα ως πέρα, δεν έδειχνε κανένα σημάδι ύποπτο και ησύχαζαν για να ανησυχήσουν σε λίγο.

Και όταν κάποιος, που δεν ήξερε γιατί ανησυχούσαν, ρωτούσε, θα ‘κουγε να του λένε:

«Για τις συμμορίες των μικρών!».

Ναι, μικρών παιδιών, αλλ’ επικίνδυνες όσο μια φορά οι πειρατές στη θάλασσα!

«Ευτυχώς», είπε κάποιος, «δε θα το μυρίστηκαν. Και που έφερα βόλτα εδώ όλα γύρω, δεν είδα κανένα ύποπτο… Ισως αλλού θα ‘χουνε δουλειά!..».

Και περίμεναν. Καροτσάκια είχαν έρθει για φόρτωμα…

Ξαφνικά κάτι πρόβαλε μακριά.

«Να το!…».

Είχε φανεί το μεγάλο αυτοκίνητο να ‘ρχεται με ορμή και καταφορτωμένο.

Κι έφθασε. Εκοψε τη φόρα του και πλησίασε αργά και στάθηκε…

Και στη σκεπή του ακόμη είχε τσουβάλια…

Σάκοι, τσουβάλια πετάγονταν κάτω. Φωνές, κίνηση μεγάλη…

Μα κείνη τη στιγμή σαν άνεμος δυνατός, τρομερός να φύσηξε, και αντί να σηκώσει σκόνη, άμμο, κλαδιά σπασμένα, φύλλα, σκουπίδια, σήκωσε κι έριξε με την ίδια ορμή και γρηγοράδα κάτι ανθρωπάκια μισόγυμνα, που μεμιάς γέμισαν τα πάντα εκεί.

Οι άντρες πάλευαν χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα, πιασμένοι σα μύγες από μυρμήγκια. Τα σακιά σχιζόντουσαν με σουγιάδες και τα φασόλια και τ’ άλλα όσπρια εχύνονταν. Και απ’ τη σκεπή του αυτοκινήτου και απ’ εκεί έτρεχαν όσπρια, σα να ‘βρεχε κουκιά, ρεβίθια… Και άλλοι μικροί μισόγυμνοι εμάζευαν και τα ‘ριχναν σε σακούλες.

Ολοι οι επιβάτες είχαν πιαστεί από πολλούς και από πολλές μεριές. Μα ένας επιβάτης μεσήλικας, καθώς όρμησαν να τον συλλάβουν, βρέθηκε έτοιμος να τους δεχτεί μ’ ένα ραβδί, μ’ ένα καυσόξυλο μεγάλο στο χέρι. Και άρχισε, αφού απόκρουσε την πρώτη επίθεση, κρατώντας τώρα το μεγάλο και χοντρό καυσόξυλο με τα δυο του χέρια, να χτυπά, εδώ, εκεί, παντού, μη λογαριάζοντας ποιον παίρνει η ξυλιά. Ολοι οι επιβάτες, μαζί και οι συμμορίτες, άδειασαν γρήγορα το αυτοκίνητο, κι αυτός εξακολουθούσε να χτυπά.

Μπαίνει η γυναίκα του που τον περίμενε στη στάση, τρώει μια ξυλιά και κατεβαίνει γρήγορα μ’ αιματωμένο το κεφάλι…

Οταν πια κατακουρασμένος σταμάτησε, τότε είδε και είδαν, πως για να προφυλάξει κι ένα καλάθι με αυγά, που έφερνε, είχε πατήσει μέσα, και πατώντας στ’ αυγά χτυπούσε…

Δημοσθένης Βουτυράς

Δημοσθένης Βουτυράς. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1872 και πέθανε στην Αθήνα το 1958. Διηγηματογράφος από τους πρωτοπόρους του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Το 1875 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι και αργότερα στον Πειραιά. Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που ψυχογραφούνται στα διηγήματά του ή τις νουβέλες του είναι εργάτες, βιοτέχνες, άνεργοι, θαμώνες λαϊκών καπηλειών, μικροαστοί. Ο Βουτυράς είναι ο πρώτος που επιχειρεί να αλλάξει τη νεοελληνική ηθογραφία, καθώς στρέφει το ενδιαφέρον του προς τις κοινωνικές ομάδες που συγκροτήθηκαν στις δεκαετίες 1900 και 1910 και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Ένας πρωτοπόρος της νεωτερικής λογοτεχνίας, που κατέγραψε, με συγκλονιστικά ρεαλιστικό τρόπο, τις αλλαγές στην ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα και την επέλαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής· επέλαση που παρήγαγε την εξαφάνιση των παλαιότερων κοινωνικών στρωμάτων και την εμφάνιση του προλεταριάτου ως βασικής κοινωνικής τάξης. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του διανοούμενο της εποχής, αλλά έναν «εργάτης του πνεύματος» που παρήγε διηγήματα, δεν σύχναζε σε λογοτεχνικά σαλόνια, αλλά αντίθετα συναναστρεφόταν καθημερινά στις ταβέρνες με ανέργους, εργάτες και ευρύτερα ανθρώπους του λαού.

Ήταν ένας κλασικός και συγχρόνως πρωτοπόρος συγγραφέας της νεωτερικής ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο του αποτελείται από εκατοντάδες διηγήματα και δεκάδες νουβέλες που καλύπτουν ευρύ φάσμα θεματικών και τεχνοτροπίας και δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Εγραψε περισσότερα από 400 διηγήματα. Τα σημαντικότερα είναι: «Λαγκάς», «Παπάς ειδωλολάτρης», «Οι αλανιάρηδες», «Θρήνος των βοδιών», «Στους άγνωστους θεούς», «Κάλπικοι πολιτισμοί», «Νύχτες μαγείας», «Τρικυμίες» κ.ά.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:181