Τα όνειρα | της Εύης Κοντόρα
Υπάρχουν όνειρα της νύχτας και όνειρα της μέρας.
Τα όνειρα της νύχτας (αυτά δηλαδή που βλέπουμε στον ύπνο μας) εκφράζουν τις επιθυμίες και τις αγωνίες μας ή την πραγματικότητα της ζωής μας, αλλά με έναν ακατανόητο πολλές φορές τρόπο. Είναι σα να κοιτάμε τον εαυτό μας μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Με δυο λόγια, τα όνειρα της νύχτας δεν έχουν σχέση με τη συνείδησή μας. Είναι υλικό αυθεντικό, αλλά ανεπεξέργαστο.
Τα όνειρα της μέρας είναι κάτι διαφορετικό. Όταν μιλάμε για τέτοια όνειρα, στην πραγματικότητα εννοούμε τον κόσμο που θέλουμε να φτιάξουμε για τον εαυτό μας στην πορεία της ζωής μας. Τα όνειρα της μέρας εκφράζουν τις προσδοκίες μας για το μέλλον, άρα είναι το πιο συνειδητό κομμάτι του εαυτού μας.
Τα όνειρα του καθένα μας λένε πολλά για το ποιοι είμαστε ή για το ποιοι θα θέλαμε να είμαστε. Λένε πράγματα για το τι επιδιώκουμε στη ζωή μας, αλλά και για το πώς μπορούμε να το επιτύχουμε. Τα όνειρα ζωής είναι, αρχικά, ατομικά, αλλά συνδέονται αναπόσπαστα με τα αντίστοιχα όνειρα των διπλανών μας, που σημαίνει ότι, μερικές φορές, τα όνειρα ορισμένων από εμάς μπορεί να συγκρούονται με τα όνειρα κάποιων άλλων. Ο μελλοντικός κόσμος που επιθυμούμε να φτιάξουμε για να στεγάσουμε το μικρόκοσμο των προσωπικών ονείρων μας είναι λοιπόν το κουκούλι μέσα στο οποίο η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα. Χωρίς το κουκούλι του μελλοντικού κόσμου, δηλαδή της μελλοντικής κοινωνίας, κανένα όνειρο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Οι κάμπιες θα σέρνονται στο έδαφος ώσπου να πεθάνουν. Ποτέ δεν θα μπορέσουν να πετάξουν με τα πολύχρωμα φτερά της πεταλούδας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι κανένα ατομικό όνειρο δεν θα διαρκέσει αν δεν έχουμε πρώτα φροντίσει να υφάνουμε το ανάλογο κουκούλι. Γιατί το κουκούλι του μελλοντικού κόσμου είναι η στέγη που προφυλάσσει τα όνειρα από τις κακοκαιρίες της ζωής. Είναι το θερμοκήπιο που επιτρέπει στους σπόρους των επιθυμιών να φυτρώσουν και στα μπουμπούκια των προσπαθειών ν’ ανθίσουν…
Η ιστορία
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
Είδα ένα όνειρο…
Βρισκόμουν, λέει, σ’ ένα λιμάνι κι ετοιμαζόμουν να πάω ταξίδι. Πλοίο κανένα δεν είχε έρθει ακόμα στην αποβάθρα. Δεν ήξερα ούτε με τι καράβι θα έφευγα ούτε για ποιο προορισμό… Ωστόσο, δεν περίμενα πολύ. Τέσσερις φιγούρες με πλησίασαν κι άρχισαν να μου ψιθυρίζουν.
Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι ήθελαν να μου πουν. Ύστερα αντιλήφθηκα ότι διαπραγματεύονταν το ναύλο του ταξιδιού. Ήταν οι καπετάνιοι των καραβιών που θα έφευγαν σε λίγο από το λιμάνι… Μόλις τότε συνειδητοποίησα ότι ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω για το ταξίδι της ζωής μου! Τα πλοία ήταν τα όνειρα που θα με οδηγούσαν στον τελικό μου προορισμό. Κι οι καπετάνιοι μου ’δειχναν ο καθένας από ένα δρόμο, για να διαλέξω ποια κατεύθυνση θ’ ακολουθούσα μέχρι να ολοκληρώσω το ταξίδι μου.
Όμως, η κάθε επιλογή είχε κι ένα διαφορετικό τίμημα.
«Είμαι το Όνειρο του πλούτου» είπε ο πρώτος.
Και μου έδειξε ένα υπερωκεάνιο πολυτελές. Τα τεράστια φουγάρα του έβγαζαν πυκνούς, μαύρους καπνούς. Ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Ο καπετάνιος, με ολόλευκη στολή, γεμάτη χρυσά σιρίτια, μου έγνεφε φιλικά να τον ακολουθήσω. Δίστασα.
«Και τι έχει να μου προσφέρει το ταξίδι με το δικό σου καράβι;»
«Α… πολλά πράγματα! Η ζωή σου θα είναι γεμάτη άνεση. Ποτέ δε θα πεινάσεις. Αν διαλέξεις για το ταξίδι σου το καράβι μου, δεν υπάρχει πράγμα που να μην μπορώ να σου προσφέρω. Θα σε τιμώ και θα σε υπηρετώ, φτάνει βέβαια να μ’ έχεις πρώτα τιμήσει και να με υπηρετείς για όλη τη ζωή σου κι εσύ.
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Να μην ξεχάσεις ούτε για μια στιγμή από πού παίρνω τη δύναμή μου. Αυτή η δύναμη θα είναι και δική σου, αλλά δεν πρέπει ποτέ να κάνεις κάτι για να τη στερηθώ. Γιατί, τότε, όπως καταλαβαίνεις, θα τη στερηθείς κι εσύ.»
«Από πού την παίρνεις λοιπόν;»
«Έλα μαζί μου!»
Ο καπετάνιος με τα χρυσά σιρίτια με οδήγησε στα σωθικά του καραβιού. Εκατοντάδες ναυτεργάτες ιδροκοπούσαν στις μηχανές του. Λίγο παραπάνω, μάγειροι και καμαρότοι μοχθούσαν στα δικά τους πόστα. Κι ακόμη πιο πάνω, ένα τρίτο μελισσολόι βούιζε, πασχίζοντας να ικανοποιήσει τα καπρίτσια των λίγων επιβατών που είχαν διαλέξει το όνειρο του πλούτου για να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό.
«Να η δύναμή μας!» είπε θριαμβευτικά ο καπετάνιος με τα λευκά.
«Κι αυτοί που μοχθούν γιατί δεν διάλεξαν τον πλούτο;» ρώτησα με απορία.
«Ούτε τον διάλεξαν ούτε δεν τον διάλεξαν. Απλώς δεν έχουν καταλάβει ότι τους ανήκει κι ούτε γνωρίζουν πώς να τον κρατήσουν. Τον πλούτο μπορεί να τον έχει μόνο αυτός που ξέρει να τους τον αρπάξει απ’ τα χέρια. Γιατί ο πλούτος είναι κάτι που δε γίνεται μόνο από έναν, γίνεται από πολλούς. Αν όμως μείνει στα χέρια όλων αυτών δεν θα είναι πια πλούτος.»
«Και τι θα είναι;»
«Ευτυχία! Αλλά εγώ, αν θυμάσαι, δεν είμαι το όνειρο της ευτυχίας, είμαι το όνειρο του πλούτου. Βιάσου τώρα… Γιατί ο πλούτος, αν τον διαλέξεις, δεν μπορεί να σε περιμένει… Πρέπει να ’σαι διαρκώς σ’ επιφυλακή, μην προλάβει και σου τον αρπάξει κανένας άλλος… Λοιπόν; Έρχεσαι μαζί μου;»
Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, με πλησίασε ο δεύτερος καπετάνιος και μου ’πιασε το χέρι μαλακά.
«Μην πας… Έλα στο δικό μου καράβι.»
«Και ποιος είσαι εσύ;»
«Εγώ υπηρετώ τη φήμη. Είμαι το όνειρο όποιου θέλει να μείνει όσο γίνεται περισσότερο στη μνήμη των ανθρώπων!»
Και μου έδειξε μια μεγαλόπρεπη σκούνα, που περίμενε τους επιβάτες της, ενώ ο άνεμος φούσκωνε γενναιόδωρα τα ολάνοιχτα πανιά της. Με αυτό το καράβι είχαν σαλπάρει από τις αρχές του κόσμου εκείνοι που δεν ήθελαν να συμβιβαστούν με τη λησμονιά. Δεν ήταν και λίγοι όσοι είχαν διαλέξει το δρόμο της φήμης. Άλλοι ήταν πλούσιοι κι άλλοι φτωχοί. Άλλοι άξιζαν κι άλλοι όχι. Άλλους τους θυμούνταν για καλό και άλλους για κακό.
Η σκούνα ήταν πραγματικά εντυπωσιακή κι ο καπετάνιος της ακόμα εντυπωσιακότερος. Δύσκολα μπορούσε κανείς ν’ απορρίψει αυτό το ταξίδι.
«Και τι πληρώνει ένας επιβάτης για ν’ ακολουθήσει το δρόμο του ονείρου της φήμης;»
«Α… είμαστε λιγάκι ακριβοί. Αν θέλει κανείς να ταξιδέψει ακολουθώντας ένα τέτοιο όνειρο, χρειάζεται να ξέρει πως θ’ αφήσει πίσω του τα πάντα. Γιατί η φήμη ντύνει τον καθένα με όποια χαρακτηριστικά επιθυμούν εκείνοι που είναι διατεθειμένοι να του τη δώσουν. Είναι, βλέπεις, ένα όνειρο που πρέπει συνεχώς να το κυνηγάς. Ο άνθρωπος που θα το διαλέξει θα ξεχάσει οτιδήποτε άλλο υπάρχει στη ζωή και θ’ αφοσιωθεί σε αυτό. Γιατί στο εξής δεν θα ανήκει στον εαυτό του, αλλά θα είναι δέσμιος της ανάγκης του να τον θυμούνται!»
Τότε, αντήχησε η βουή της σειρήνας ενός πλοίου πολεμικού.
«Άμεση επιβίβασις!» ακούστηκε από το μεγάφωνο μια στριγκή φωνή. Μετά, το θωρηκτό εξέπεμψε ένα ηχητικό σήμα κι εγώ ένιωσα ένα βιαστικό χέρι να με τραβάει από το μανίκι.
«Άντε, τι κάνεις τόση ώρα;… Αυτό το καράβι δεν περιμένει κανένα, γιατί μία φορά σου παρουσιάζεται η ευκαιρία.»
«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησα απορώντας.
Μπροστά μου ορθωνόταν ένας αγέρωχος στρατιωτικός, που ήτανε ντυμένος σα ναύαρχος.
«Θέλει και ρώτημα; Είμαι ο καπετάνιος του ονείρου της εξουσίας!»
«Εξουσία;!… Και γιατί να θέλω να ταξιδέψω μ’ αυτό το πλοίο;»
«Επειδή, ή θα εξουσιάζεις ή θα σ’ εξουσιάζουν. Έτσι γίνεται πάντα. Το όνειρο της εξουσίας είναι παλιό όσο κι ο κόσμος.»
Ο καπετάνιος-«ναύαρχος» με είχε μπερδέψει. Αυτά που έλεγε δεν τα καταλάβαινα καλά και ζήτησα να μου τα εξηγήσει.
«Εξουσία είναι η δύναμη να ορίζεις εσύ με τι τρόπο θα ζήσουν οι άλλοι. Αν θα δουλεύουν ή θα είναι άνεργοι, αν θα είναι υγιείς και μορφωμένοι ή όχι, αν το μέλλον τους θα είναι ειρηνικό ή θα μαστίζεται από τους πολέμους.»
«Κι όλα αυτά θα τα κάνω εγώ;!»
«Εσύ κι όποιοι άλλοι το διαλέξουν. Πρέπει όμως να τ’ αρπάξεις από τα μαλλιά αυτό το όνειρο, γιατί ξεγλιστράει σα χέλι. Κι ακόμα, χρειάζεται να ξέρεις ότι όσοι το ακολουθήσετε, θα παλεύετε διαρκώς μεταξύ σας για να το κρατήσετε. Μπορεί να τραβάτε για τον ίδιο προορισμό, να θυμάσαι όμως πως είσαστε αντίπαλοι.»
«Δε βλέπω για ποιο λόγο θα το ήθελα αυτό…»
«Γιατί κουτορνίθι μου δεν κάνεις κέφι να ορίζουν άλλοι τη δική σου ζωή!»
Αυτό, βέβαια, το καταλάβαινα. Δεν θα μου άρεσε ν’ αποφασίζουν άλλοι αν θα πεινούσα ή αν θα κρύωνα, αν θα ζούσα ή αν θα πέθαινα. Ετοιμαζόμουν, έστω και με δισταγμό, να επιβιβαστώ τελικά στο πολεμικό πλοίο, αλλά ο καπετάνιος του με σταμάτησε.
«Να υπολογίσεις όμως ότι δεν θα κυνηγάς αυτό το όνειρο μονάχα για πάρτη σου. Κυρίως θα ενεργείς για λογαριασμό κάποιων άλλων.»
«Ποιων άλλων;!…»
Ο «ναύαρχος» μου έδειξε τους επιβάτες του υπερωκεάνιου. Ήταν εκείνοι που είχαν διαλέξει ν’ ακολουθήσουν το όνειρο του πλούτου.
«Αυτά τα δυο καράβια πλέουν παράλληλα. Οι επιβάτες τους μπορεί να έχουν διαφορετική αφετηρία, αλλά καταλήγουν στον ίδιο προορισμό.»
Τότε μόνο κατάλαβα τι ακριβώς σήμαινε το κυνήγι της εξουσίας. Όποιοι ήξεραν ν’ αρπάξουν τον πλούτο, έβρισκαν τρόπο να συνεργαστούν μ’ αυτούς που επιθυμούσαν την εξουσία. Κι όσοι κυνηγούσαν την εξουσία, στηρίζονταν σ’ εκείνους που είχαν στα χέρια τους τον πλούτο!…
Ξαφνικά, θυμήθηκα το πλήθος που μοχθούσε στα καταστρώματα και τ’ αμπάρια του υπερωκεάνιου.
«Κι αν αποφάσιζαν εκείνοι να πάρουν την εξουσία για δικό τους λογαριασμό;… Δεν θα έβρισκαν τότε τον τρόπο να κρατήσουν τον πλούτο και να τον κάνουν ευτυχία;»
«Ναι, αλλά τότε το δικό μου καράβι δε θα κατάφερνε να ξεκινήσει ποτέ…» είπε ο καπετάνιος-«ναύαρχος» και ξεμάκρυνε από κοντά μου.
«Αν έχεις ευαίσθητα αυτιά κι ανοιχτό μυαλό, άκουσε κι εμένα…»
Πιο πολύ με πνοή έμοιαζε εκείνος ο ψίθυρος παρά με οτιδήποτε άλλο…
Γύρισα το κεφάλι μου, αλλά δεν είδα κανένα. Κοίταξα και στην αποβάθρα, όμως τρία μόνο καράβια έβλεπα να υπάρχουν. Ήξερα ήδη ποια όνειρα υπόσχονταν και σε ποια ταξίδια είχαν αναλάβει να οδηγήσουν τους επιβάτες τους. Τέταρτο καράβι δεν υπήρχε πουθενά…
«Ποιος είσαι;…» ρώτησα «… Πού είναι το καράβι σου και τι όνειρο μεταφέρεις;»
«Το καράβι μου δεν το βλέπει ο καθένας, γιατί δεν ξέρει πού να ψάξει να το βρει. Είμαι το όνειρο της αθανασίας!»
«Μα μπορεί να έχει κανείς τέτοιο όνειρο;… Υπάρχει στ’ αλήθεια η αθανασία;…»
«Και βέβαια…» είπε ξανά η ανεπαίσθητη φωνή «… μόνο που δε βρίσκεται εκεί που οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν.»
«Αλλά πού βρίσκεται τότε;»
«Στο μέλλον!»
«Σε ποιο μέλλον;»
«Σ’ εκείνο που θα έρθει πολύ μετά τη ζωή όσων ανθρώπων διαλέξουν να ταξιδέψουνε με το δικό μου καράβι.»
Αυτός ο καπετάνιος (αν ήταν καπετάνιος) κι εκείνο το καράβι (αν πραγματικά υπήρχε καράβι) με μπέρδεψαν περισσότερο απ’ όλους τους προηγούμενους μαζί.
Φαίνεται όμως πως η αόρατη φιγούρα είχε πολλά προτερήματα. Ένα από αυτά ήτανε ότι μπορούσε μάλλον να διαβάζει τη σκέψη, γιατί βάλθηκε να μου απαντάει χωρίς να προλάβω ούτε να ρωτήσω.
«Το όνειρο της αθανασίας πραγματοποιείται αν μοχθήσει κανείς στο παρόν για κάτι που θα κερδηθεί στο μέλλον. Βρίσκεται στην προσπάθεια να γκρεμιστεί το παλιό για να έρθει το νέο και στον αγώνα που κάνουν πολλοί μαζί για ν’ αλλάξουν τον κόσμο.»
Αυτό λοιπόν ήταν η αθανασία;… Η σκυτάλη που αφήνεις πίσω σου για να την παραλάβουν όσοι έρχονται μετά από σένα;…
«Ναι…» μου απάντησε η φωνή (και πάλι χωρίς να έχω ρωτήσει!) «… αλλά δεν είναι εύκολος ο δρόμος αυτός. Ένα τέτοιο όνειρο δεν έχει πάντα χειροπιαστά αποτελέσματα κι έτσι δεν είναι πολλοί οι επιβάτες που διαλέγουν το όνειρο του δικού μου καραβιού. Ξέρουν ότι κάποιοι από αυτούς δεν θα προλάβουν να δουν ολοκληρωμένο ό, τι ονειρεύτηκαν. Άλλοι δεν θα έχουν τον απαραίτητο χρόνο, άλλοι θα χαθούν πάνω στην προσπάθεια. Είναι όμως σίγουροι ότι, αν έχουν λείψει για ό, τι πρέπει, θα ’ναι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχουν λείψει. Θα ’ναι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο.»
Μόλις ειπώθηκαν αυτά, ο ψίθυρος χάθηκε. Τίποτε άλλο πια δεν έφτασε ως τ’ αυτιά μου… Άρχισε όμως σιγά-σιγά να σχηματίζεται στη θάλασσα η καρένα ενός πανώριου καραβιού. Κι είδα να βγαίνει σαν μέσα από την ομίχλη ένα ολόγερο σκαρί, έτοιμο για ταξίδι.
Ήταν το καράβι που τραβούσε για την αθανασία…
Και διέκρινα πολλά χαρούμενα πρόσωπα πάνω στο κατάστρωμα, που μου έκαναν σινιάλα και μου έγνεφαν χαρωπά. Ήταν οι παλιοί κι οι καινούργιοι επιβάτες του που με προσκαλούσανε στο ταξίδι.
Α… δεν ήταν καθόλου λίγοι! Όσοι όμως κι αν ήταν, είχανε όλοι κάτι κοινό. Ήξεραν καλά ποιο ήταν τ’ όνειρό τους και τ’ ακολουθούσανε με προσήλωση. Ήταν οι άνθρωποι που δεν ήθελαν στη ζωή τους να είναι μόνο καλοί. Ήθελαν ν’ αφήσουν πίσω τους κι έναν κόσμο καλό…
***
Το τέλος της ιστορίας των ονείρων ξέρω ότι άφησε σε όλους σας αρκετά ερωτηματικά. Είναι όμως σίγουρο ότι θα σας τα απαντήσει όλα η ζωή.
Ίσως αναρωτηθείτε γιατί δεν μπήκε μαζί με τα υπόλοιπα όνειρα και το όνειρο της ευτυχίας. Είναι απλό. Στην πραγματικότητα, η ευτυχία, παρότι όλοι τη θέλουν κι όλοι την κυνηγάνε, δεν είναι ξεχωριστό όνειρο, παρά μόνο ένα αποτέλεσμα. Σε μερικούς από εμάς, το κυνήγι του ονείρου μας μπορεί να φέρει και την ευτυχία, αν το όνειρο που διαλέξαμε είναι το σωστό. Εξάλλου, η ευτυχία είναι μία έννοια που έχει αποκτήσει πάρα πολλούς και διαφορετικούς ορισμούς. Στην πορεία της ζωής σας θα ορίσετε μόνοι σας τι σημαίνει για σας ευτυχία, αν είναι κατάσταση που θα την επιδιώξετε ατομικά ή συλλογικά και ποιοι είναι οι δρόμοι που θα πάρετε για να τη συναντήσετε και για να την κρατήσετε.
Προσέξτε, όμως, όταν θα πάρετε τέτοιες αποφάσεις τα μάτια σας να είναι ανοιχτά –ολάνοιχτα– και να μην κοιμάστε! Γιατί κανένα όνειρο δεν είναι τζάμπα. Κι ελπίζω η ιστορία που διαβάσατε να σας έπεισε γι’ αυτό…
Εύη Κοντόρα