Η εμφάνιση του Νεοελληνικού κράτους | του Βασίλη Ραφαηλίδη
Ο τελευταίος χρόνος της επανάστασης
Το 1827 η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται στον έκτο χρόνο της, και πνέει τα λοίσθια. Εστίες αντιστάσεως κατά των Τούρκων υπάρχουν τώρα μόνο στο Ναύπλιο, τη Μάνη και τα νησιά του Σαρωνικού, πουθενά αλλού. Ο Ιμπραήμ έχει εισβάλει ήδη για δεύτερη φορά στην Πελοπόννησο, και η εντολή που έχει είναι να μεταφέρει στην Αφρική όσους Έλληνες καταφέρουν και γλυτώσουν απ᾿ τη σφαγή που βρίσκεται εν εξελίξει.
Μέσα σ’ αυτό το χαμό, η κυβέρνηση υποχρεώνεται να μεταφέρει την έδρα της απ’ το Ναύπλιο στον Πόρο, όχι γιατί κινδυνεύει άμεσα απ’ τους Τούρκους αλλά διότι κινδυνεύει αμεσότατα απ’ τους Έλληνες: Στο Ναύπλιο ο εμφύλιος πόλεμος έχει εντοπιστεί στα δυο φρούρια της πόλης. Ο Γρίβας, φρούραρχος του Παλαμηδίου, βομβαρδίζει ανηλεώς με τα κανόνια του την Ακροναυπλία υπό τον Φωτομάρα και τανάπαλιν. Και ο Ιμπραήμ έχει αρχίσει ήδη τη σφαγή. Και ετοιμάζεται να μας κάνει Αφρικανούς. Πολύ το αξίζαμε, από τότε.
Ευτυχώς που η Επανάσταση, παρά ταύτα, έχει αντέξει ήδη έξι χρόνια, και στο διάστημα αυτό έχει δημιουργηθεί στην Ευρώπη ένα ισχυρό φιλελληνικό κίνημα, χωρίς το οποίο κανένας Ευρωπαίος δε θα συγκινούνταν ούτε απ’ τα τρομερά παθήματα ούτε απ’ τον ηρωισμό των Ελλήνων, που αποδείχτηκαν εξίσου καλοί και στον πόλεμο και στον εμφύλιο πόλεμο, που κινούνται παράλληλα, δείχνοντας από τότε πως τα πράγματα θα είναι πάρα πολύ δύσκολα στο υπό σύστασιν ελληνικό κράτος. Που εν τέλει θα δημιουργηθεί μόνο με την επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, για να εξυπηρετηθούν κυρίως τα δικά τους συμφέροντα.
Το αγγλικό θαλάσσιο εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο είχε πάθει μεγάλο στραπάτσο με τις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους, και η θαλασσοκράτειρα Αγγλία δε θα μπορούσε να ανεχτεί για πολύ την de facto και ερήμην της δημιουργηθείσα κατάσταση. Έπρεπε να βρεθεί μια λύση, και μάλιστα κατεπειγόντως, γιατί οι Έλληνες κατέρρεαν και κανείς δε θα μπορούσε να ξέρει τι θα γινόταν με την ακόμα επικίνδυνη Οθωμανική Αυτοκρατορία, που όμως βρισκόταν στα τελευταία της και έπρεπε να την αποσώσουν αποσπώντας απ’ αυτήν εδάφη και δημιουργώντας όπως όπως εθνικά κράτη. Για να πετύχει το σχέδιο, έπρεπε η Ελλάδα να δώσει στον κόσμο την εικόνα συγκροτημένου και σοβαρού κράτους, έτοιμου να αυτοδιοικηθεί.
Ούτω πως προκύπτει αυτόν τον δύσκολο καιρό, η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας την 1η Μαΐου 1827, που είναι η τυπική απαρχή του νέου ελληνικού κράτους, διαρκούντος ακόμα του αγώνα, που τον έπαιζαν στα ζάρια οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής οι οποίες, τρόπον τινά, δρούσαν ανταγωνιστικά προς τον Ιμπραήμ, που σαρώνει σχεδόν ανενόχλητος. Η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας αποφασίζει πως η Ελλάδα πρέπει να κυβερνάται υπό Κυβερνήτου, που δεν είναι ούτε ακριβώς Βασιλιάς ούτε ακριβώς Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το πράγμα παραμένει Φλου — και συνεχίζει να παραμένει φλου. Πάντως, πρώτος Κυβερνήτης για μια επταετία εκλέγεται τότε ο Ιωάννης Καποδίστριας, που σε λίγο θα τον φάει το ελληνικό σκότος.
Ο πρώτος περί Ελλάδος διπλωματικός λόγος
Ο Υψηλάντης και ο Καποδίστριας είναι άνθρωποι του Τσάρου, και τα ρωσικά συμφέροντα υπηρετούν υπηρετώντας την Ελληνική Επανάσταση. Ωστόσο, τα ρωσικά και τα ελληνικά συμφέροντα συμπίπτουν αυτή την εποχή, κι έτσι κανείς δεν θα μπορούσε να ψέξει τον Υψηλάντη και τον Καποδίστρια για φιλορωσισµό και ανθελληνικότητα.
Η Ρωσική Αυτοκρατορία έχει κάθε λόγο να εξαφανιστεί απ’ το χάρτη ο «προαιώνιος εχθρός» της, η Τουρκία, και προς τούτο η ρωσική διπλωματία συλλαμβάνει το σχέδιο της ακόμα μεγαλύτερης αυτονόμησης των ήδη ημιαυτόνομων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως η Μολδοβλαχία. Για να υπηρετήσει το ρωσικό σχέδιο αλλά και τη Φιλική Εταιρεία, ο Κωνσταντινοπολίτης Αλέξανδρος Υψηλάντης εισβάλλει τον Φεβρουάριο του 1821 στη Μολδοβλαχία επικεφαλής του Ιερού Λόχου. Αλλά ητιάται στο Δραγατσάνι και καταφεύγει στην Αυστρία, όπου τελεί υπό κράτησιν μέχρι τα 1827. Το 1828 πεθαίνει άδοξα από καρδιακή προσβολή στη Βιέννη. Το Εγχείρημά του έχει μάλλον συμβολική σημασία. Αλλά επειδή αγαπούμε πολύ τα σύμβολα, του δώσαμε μια σημασία που μόνο εμείς οι Έλληνες ξέρουμε να δίνουμε στα σύμβολα.
Γεγονός, πάντως, είναι πως μόνο τότε ο τρομερός Μέττερνιχ, υπουργός εξωτερικών της Αυστρίας και δημιουργός της Ιεράς Συμμαχίας, έχει την ευκαιρία να δείξει για πρώτη φορά το μίσος του, όχι κατά των Ελλήνων εν γένει, αλλά κατά των Ελλήνων επαναστατών, όπως άλλωστε έκαμνε σε κάθε σχετική περίπτωση αυτός ο στυλοβάτης της αντίδρασης.
Οι Τούρκοι γίνονται έξαλλοι µε τα γεγονότα στη Μολδοβλαχία, και επειδή υποπτεύονται, και δικαίως, ρωσικό δάκτυλο, αποπέμπουν τον Ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Στρογκόνωφ. Οι Ρώσοι, υπό τον Καποδίστρια τώρα, συνεχίζουν την πολιτική της αυτονόμησης των τουρκικών περιοχών των Βαλκανίων αλλά ο Μέττερνιχ είναι υπέρ μιας μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την 22α Ιουνίου 1822, και ενώ ο πόλεμος στην Ελλάδα έχει αρχίσει, ο Μέττερνιχ συγκαλεί συνέδριο στη Βερόνα της Ιταλίας, όπου, εκτός των Αυστριακών, παρίστανται Ρώσοι, Άγγλοι, Γάλλοι και Πρώσοι εκπρόσωποι, που συζητούν τα της Ελληνικής Επαναστάσεως. Η Τουρκία καλείται αλλά δεν πηγαίνει διότι, λέει, αρνείται να αναγνωρίσει το δικαίωμα στους Ευρωπαίους να αναμειγνύονται στα εσωτερικά της, ήγουν στην υπόθεση της Ελληνικής Ἐπανάστασης.
Πάντως, και χωρίς τους Τούρκους, ο Μέττερνιχ τα καταφέρνει καλά. Πείθει τους πάντες πως η δημιουργία ελληνικού κράτους είναι προς ζημίαν των πάντων στην Ευρώπη, που έχει κάθε λόγο να συνεννοείται και να τα βρίσκει με μια μεγάλη Τουρκία, παρά με χίλια δυο κρατίδια, που ενδεχομένως θα προκύψουν απ’ τη διευθέτηση του «ανατολικού ζητήματος», τουτέστιν του ζητήματος που δημιουργεί η εντελώς ορατή πλέον πτώση της εξαντλημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Απ’ τη μεριά του, ο Μέττερνιχ έχει δίκιο. Αλλά η Αυστρία δεν έχει θάλασσα, και το Αιγαίο τότε είναι αγγλική θάλασσα, πράγμα που θα κάνει τους Άγγλους να θελήσουν να διαφοροποιηθούν αργότερα, βλέποντας πως ο πόλεμος στην Ελλάδα τρενάρει προς ζημίαν των συμφερόντων τους στο Αιγαίο.
Ο Κάνιγκ στην Κάνιγκος
Το 1823, τρίτο χρόνο της Ελληνικής Επανάστασης, όλα παν καλά στην Ελλάδα. Ο Δράμαλης έχει κατατροπωθεί, η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου είχε αίσιον πέρας, η Αθήνα έχει απελευθερωθεί και η κυβέρνηση του Ναυπλίου παραμένει αξιοπρεπής προς το παρόν: Το πρώτο δάνειο δεν έχει έρθει ακόμα, ώστε ν᾿ αρχίσει ο σκοτωμός.
Αυτή τη σημαδιακή χρονιά για την ύπαρξή μας ως κράτους συμβαίνει ένα συγκλονιστικό γεγονός, αλλά εκτός Ελλάδος, στην Αγγλία. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Τζωρτζ Κάνιγκ κάνει μια θεματική στροφή και απαγκιστρώνεται απ’ την ανθελληνική πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Την 25η Μαρτίου 1823, ακριβώς δυο χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης, ο Κάνιγκ γνωστοποιεί στον κόσμο όλο πως αναγνωρίζει επίσημα το δικαίωμα των εμπολέμων Ελλήνων να αποπλέουν με τα πλοία τους τις τουρκικές ακτές. Κάτι τέτοιο το Διεθνές Δίκαιο της εποχής το αναγνώριζε μόνο σε αναγνωρισμένα κράτη, και συνεπώς η πράξη του Κάνιγκ ήταν μια έµµεση μεν, σαφέστατη δε αναγνώριση της κυβέρνησης των αγωνιζομένων Ελλήνων, και άρα του ελληνικού κράτους πριν καν αυτό υπάρξει. Κατά κάποιον τρόπο, και με σύγχρονη ορολογία, ήταν η αναγνώριση μιας επαναστατικής κυβερνήσεως, μιας «κυβερνήσεως του βουνού», για να θυμηθούμε άλλες εποχές.
Και σα μην έφτανε αυτή η τόσο θεαματική και τόσο ξαφνική στροφή της αγγλικής πολιτικής υπέρ των Ελλήνων, την 30ή Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς (1823) όμιλος Άγγλων τραπεζιτών χορηγεί στη μαχόμενη Ελλάδα δάνειο ύψους 800.000 στερλινών για τις άμεσες ανάγκες των επαναστατών. Αν σκεφτεί κανείς πώς γίνεται και δίνουν οι κεφαλαιούχοι τα λεφτά τους με πολύ υψηλό τόκο μεν, αλλά χωρίς να είναι καθόλου βέβαιοι πως θα τα πάρουν πίσω αφού όλα παίζονται ακόμα στην Ελλάδα, προκύπτει η εύλογη απορία: Μα, τι διάολο, τρελάθηκαν οι πάντα πρακτικοί και συμφεροντολόγοι Άγγλοι; Καθόλου δεν τρελάθηκαν. Απλώς ασκούν σοβαρή γεωπολιτική στρατηγική στο Αιγαίο και γενικότερα στη Μεσόγειο.
Ήξεραν πως οι Έλληνες είναι θαλασσινός λαός, ήξεραν πως οι Τούρκοι δε σκαμπάζουν τίποτα από θάλασσα και πόνταραν στους Έλληνες, που θα μπορούσαν θαυμάσια να γίνουν εν καιρώ οι χωροφύλακες των Άγγλων και στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Ο ιδιοφυής Τζωρτζ Κάνιγκ έκανε διάνα. Η Ελλάδα προσδέθηκε στους Άγγλους, και στη συνέχεια στους διαδόχους τους στη Μεσόγειο Αμερικανούς, πριν καν υπάρξει ως ελεύθερο κράτος! Αυτό θα πει μακρόπνοη εξωτερική πολιτική, κύριοι του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, που αν και τσιράκια των Άγγλων δε διδαχτήκατε τίποτα.
Πάντως, τώρα καταλαβαίνετε καλύτερα γιατί αφιερώσαμε στον Κάνινγκ μια πλατεία, έναν δρόμο και έναν ανδριάντα στημένο στην πλατεία Κάνιγγος. Χρωστάμε την ύπαρξή μας ως κράτος στον Κάνιγκ. Αλλά και τους εμφυλίους πολέμους στη διάρκεια της Επανάστασης, κι αυτούς στον Κάνιγκ τους χρωστάμε. Εκείνο το δάνειο, το πρώτο από μια ατέλειωτη σειρά δανείων, έκανε τους Έλληνες να πέσουν με τα μούτρα στο ψητό και να σφάζονται μεταξύ τους για το ποιος θ’ αρπάξει το μεγαλύτερο κομμάτι. ΄Όντως μεγάλος πολιτικός ο Κάνιγκ! Είναι να μην του στήσεις το άγαλμα στην πλατεία Κάνιγκος;
Ένα πρώιμο προτεκτοράτο
Ο Τσάρος, ο παραδοσιακός προστάτης της ορθοδόξων Ελλήνων, που τους λογαριάζει για φίλους και συμμάχους λόγω θρησκεύματος, πανικοβάλλεται απ’ την αιφνιδιαστική στροφή της αγγλικής πολιτικής υπέρ των Ελλήνων, και αντεπιτίθεται το 1824, ένα χρόνο μετά την πρωτοβουλία του Τζωρτζ Κάνιγκ για κατ’ ουσίαν αναγνώριση απ᾿ την Αγγλία του μη ιδρυθέντος ακόμα ελληνικού κράτους. Με διάβημά του προς την Πύλη ζητάει «δίκαιη λύση του προβλήματος των αγωνιζομένων χριστιανών» (αποφεύγει να πει Ελλήνων).
Αλλά ο Σουλτάνος τον γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Τότε ο Τσάρος σκέφτεται πως δε γίνεται να βοηθήσει μόνος του τους χριστιανούς, όπως πολύ θα τόθελε, και στρέφεται προς τις άλλες μεγάλες δυνάμεις για να τους προτείνει «σχέδιο προς επίλυσιν του ελληνικού προβλήματος» (τώρα δεν κάνει λόγο για χριστιανούς, αλλά για Έλληνες).
Ο Καποδίστριας, που ζει στη Γενεύη, βομβαρδίζει το αφεντικό του, τον Τσάρο, με γράμματα, προσπαθώντας να τον πείσει πως αν δεν ενεργήσει γρήγορα και ευέλικτα θα χάσει το τρένο που περνάει απ’ το Αιγαίο. Και ο Τσάρος, με τη βοήθεια του Καποδίστρια, συντάσσει ένα πολύ απλό σχέδιο προς επίλυσιν του ελληνικού προβλήματος, που συνίσταται στην πρόταση για τη δημιουργία τριών ημιαυτόνομων ηγεμονιών τύπου Μολδοβλαχίας, υποτελών στο Σουλτάνο.
Σημειώστε πως και ο Κάνιγκ δε θέλει πλήρως αυτονομημένο το υπό σύστασιν κράτος, μόνο που δεν προτείνει το κόψιμο της Ελλάδας σε τρία καντόνια, κατά το ελβετικό πρότυπο, που προφανώς έχει στο νου του ο Καποδίστριας, που ζει στην Ελβετία και θαυμάζει το ελβετικό σύστημα διοίκησης. Και ο Κάνιγκ, λοιπόν, φαντάζεται ημιαυτόνομη την Ελλάδα υπό την επικυριαρχία των Τούρκων.
΄Όμως, ούτε οι Έλληνες δε θα μπορούσαν να φανταστούν τότε κάτι καλύτερο. Ούτε τους περνούσε τότε ακόµα απ᾿ το μυαλό πως θα ήταν δυνατό να φτιάξουν ένα εντελώς αυτόνομο κράτος. Την ιδέα θα τους τη βάλει αργότερα πάλι ο Κάνιγκ για να υπερκεράσει τους Ρώσους σ’ αυτήν την διπλωματική διελκυστίνδα για την κυριαρχία των Ρώσων και των Άγγλων στο Αιγαίο.
Ο Τσάρος, που λέτε, προτείνει το 1824 τη δημιουργία τριών ηγεμονιών υποτελών στο Σουλτάνο: 1) της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, 2) της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, και ) της Πελοποννήσου και Κρήτης. Του Μέττερνιχ του σηκώνεται η τρίχα όταν ακούει το σχέδιο του Τσάρου. Αυτός ο αυτοκρατορικός άνθρωπος ήταν εναντίον σε κάθε τεμαχισμό και υπέρ των μεγάλων κρατών. Δηλαδή υπέρ της μεγάλης και αδιαίρετης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
΄Όμως και ο Κάνιγκ», απορρίπτει το σχέδιο του Τσάρου, δηλαδή του Καποδίστρια. Δε θέλει τον «εξελβετισμό» της Ελλάδος. Την προτιμάει ατεμάχιστη για να την ελέγχει καλύτερα. Άλλωστε, ένα χρόνο μετά την υποβολή του ρωσικού σχεδίου, το 1825, αντιπροσωπεία των αγωνιζομένων Ελλήνων τον επισκέπτεται στο Λονδίνο και του ζητάει να τεθεί η Ελλάδα υπό την προστασία της Αγγλίας! Ζητήσαμε, δηλαδή, να γίνουμε προτεκτοράτο των Άγγλων πριν παν γίνουμε ελεύθερο κράτος! Ο Κάνιγκ, πιο λογικός απ’ τους Έλληνες, τους λέει πως δεν είναι ακόμα καιρός για τέτοια. Στ’ αλήθεια, ήταν ένας μεγάλος πολιτικός ο Κάνιγκ.
Βασίλης Ραφαηλίδης
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη « Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους, 1830-1974» εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, 1993, ISBN 9789607058232]
Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και κινηματογραφικός κριτικός Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1934. Έφυγε από τη ζωή στις 8 Σεπτέμβρη του 2000, νικημένος από τον καρκίνο σε ηλικία μόλις 66 χρόνων. Άφησε ένα τεράστιο σε μέγεθος συγγραφικό έργο καθώς και το προσωπικό του στίγμα στη ελληνική δημοσιογραφία με τα άρθρα και τις πολιτικές παρεμβάσεις του, γνώριμος καλεσμένος σε πολλές εκπομπές πολιτικού λόγου της τηλεόρασης.
Το 1959 εγγράφεται στην ιδιωτική Κινηματογραφική Σχολή Σταυράκου. Μετά το τέλος των σπουδών του, η αγάπη του για τον κινηματογράφο, τον βρίσκει διπλά στον Νίκο Κούνδουρο και τον Ροβήρο Μανθούλη σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη για αρκετές ταινίες. Στρέφεται στη κινηματογραφική κριτική μετά την απόπειρα και τη δημιουργία δυο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, το «Βυζαντινό Μνημόσυνο» και «Οι γουναράδες της Καστοριάς και η τέχνη τους», εγκαταλείποντας οριστικά τη σκηνοθεσία.
Το πέρασμα του το 1964-1965 από την Αλγερία κοντά στον Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη), πολιτικά και ιδεολογικά τον στιγμάτισε σε όλη του τη πορεία.
Το 1963 πρωτοεμφανίζεται σαν κινηματογραφικός κριτικός από το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και συνεχίζει το 1965 στην «Δημοκρατική Αλλαγή» μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το 1966 μαζί με τον Αλέξη Γρίβα εκδίδουν το περιοδικό «Ελληνικός Κινηματογράφος» που κλείνει με τη χούντα. Την περίοδο της χούντας συνελήφθη πολλές φόρες, βασανίστηκε και πέρασε μεγάλα διαστήματα στην απομόνωση των φυλακών της Αίγινας. Υπήρξε μέλος του ΠΑΜ και ως εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερη Σκέψη» συνελήφθη και φυλακίστηκε από τη χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή του από τις φυλακές της Αίγινας εκδίδει, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην αρχή και πολλούς άλλους στη συνέχεια, το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» το οποίο διευθύνει μέχρι το 1973.
Ο συνεργάτης και φίλος του Θόδωρος Αγγελόπουλος έγραψε σχετικά: «Ο Βασίλης είχε αποδεχθεί ότι ο ρόλος του ήταν η κριτική κι ο στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο – κι όχι μόνο. Είχα αποφασίσει ότι ο ρόλος μου ήταν πίσω από μια κάμερα.
Μαγικά χρόνια, χρόνια αναμονής κι ονείρου. Δουλέψαμε μαζί μέχρι το 67.
Με τη δικτατορία, μπήκε στην εφημερίδα η στρατιωτική αστυνομία και τα διέλυσε όλα, κι ο Βασίλης είχε τις γνωστές του περιπέτειες με την Ασφάλεια.
Χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε καιρό αργότερα, για να ριχτούμε στο στήσιμο ενός κινηματογραφικού περιοδικού, του «Σύγχρονου Κινηματογράφου». Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Βασίλης το έστησε. Όλη η δουλειά από το χέρι του πέρναγε, κι όλη η ευθύνη πάνω του.
Το περιοδικό αυτό έμελλε να γίνει το κεντρικό όργανο του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, γιατί συγκέντρωσε όλους τους νέους κινηματογραφιστές της εποχής, όλον τον κόσμο του κινηματογράφου».
Μετά τη πτώση της χούντας, εργάζεται δημοσιογραφικά στο Βήμα, το Έθνος και την Ελευθεροτυπία. Υπήρξε ακόμη συνεργάτης των περιοδικών «Ταχυδρόμος», «Διαβάζω», «Θέατρο» και «Λέξη». Έκανε διάφορα περάσματα από το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση, κυρίως όμως έμειναν ιστορικά τα πολιτικά του κείμενα και άρθρα, όπως και οι πολιτικές του παρεμβάσεις.
Ένας ακατάπαυστα αιρετικός στοχαστής, τόλμησε δημόσια με τα κείμενα και τις σκέψεις του να αμφισβητήσει κάθε μορφής πολιτικής εξουσίας, όπως και την Εκκλησία και το εκάστοτε ιερατείο της. Απομυθοποιώντας τα επιστημονικά θέσφατα της Ιστορίας τα έβαλε με ιστορικούς, πολιτικούς και ολόκληρη την καθεστηκυία τάξη τους.
Έλεγε τα σύκα, σύκα, και τους προδότες, προδότες κι όχι εθνικούς ήρωες. Περιέγραφε τα πράγματα με τ όνομά τους, χωρίς να χαϊδεύει αυτιά. Μ’ έναν λόγο διεισδυτικό, φιλοσοφικό, γλαφυρό, χιουμοριστικό, που μερικές φορές γίνονταν οδυνηρά σαρκαστικός. Γνήσιος μαχητής με τις επιλογές του και τον αιρετικό του λόγο, προκαλούσε τη ζωή και αψηφούσε το θάνατο. Ανήσυχο μυαλό ως διανοούμενος, με το πλούσιο έργο του ως δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου, με την πένα του και τη συνολική στάση ζωής, έμεινε στη θέση που θεωρούσε ως χρέος ζωής, στάθηκε δίπλα στο ΚΚΕ και στις λαϊκές αγωνίες μέχρι την τελευταία πνοή του και διέγραψε μια λαμπρή αγωνιστική πορεία.
Η ακατάπαυστη πένα του Βασίλη Ραφαηλίδη δημιούργησε ένα δημοσιογραφικό έργο που δύσκολα βρίσκεις αντίστοιχο σε μέγεθος στη σύγχρονη δημοσιογραφία. Το ίδιο μεγάλο είναι και το συγγραφικό του έργο. Έχει εκδώσει περισσότερα από 30 βιβλία. Πέρα από τα «12 Μαθήματα για τον Κινηματογράφο», στα έργα του συγκαταλέγονται και τα: «Λεξικό Ταινιών», «Κινηματογραφικά θέματα», «Μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ», «Το ομιχλώδες τοπίο της ιστορίας στον Αγγελόπουλο», «Κείμενα για τον Μαρξ», «Πολιτικά Ταξίδια», «Ελληνες και Νεοέλληνες», «Η περιπέτεια του μαρξισμού», «Η δύσκολη ζωή ενός Ελληνα», «Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου», «Νεοελληνική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Οι λαοί της Ευρώπης», «Οι πρόγονοι των Ευρωπαίων», «Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους», «Το βλέμμα του ποιητή», «Στοιχειώδης Αισθητική», «Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι», «Οι λαοί της Μ. Ανατολής» κ.ά.π.