Τα «κοσμητικά» επίθετα της Κρήτης | του Νίκου Λουκαδάκη
Τούτο το νησί, το αιώνιο χωνευτήρι των πολιτισμών, σαν το διαβείς λέξη-λέξη και κατέχεις που να πατήσεις, καταλαβαίνεις γιατί πολλοί σπουδαίοι λογοτέχνες της χώρας μας, αγάπησαν την Κρητική λαλιά. Αλλού θα συναντήσεις άγριες, ατίθασες λέξεις, που σαν τις προφέρεις, αντηχούν στο μπέτη σου σαν βροντή. Αλλού θα τις ακούσεις σαν γάργαρο νερό που τρέχει από βρύση παλαιϊνή. Πουθενά όμως δεν θα συναντήσεις λέξη χωρίς ρυθμό, χωρίς συναίσθημα. Ούτε καν στα λεγόμενα «κοσμητικά» επίθετα, σε εκείνα δηλαδή που χαρακτηρίζουν με άσχημο τρόπο κάποιον άνθρωπο.
Κάποια από αυτά τα επίθετα τα φτιάξαμε στα μέτρα μας, ίσως γιατί οι υπάρχουσες λέξεις δεν μας ταίριαζαν:
Δίμουρος= διπρόσωπος. Εδώ η λέξη πρόσωπο μάλλον μας φάνηκε πολύ ευγενική για να χαρακτηρίσει έναν τέτοιο άνθρωπο, οπότε επιλέξαμε ως δεύτερο συνθετικό τη λέξη μούρη.
Κακομούντρουλος= ασχημομούρης. Κακό+μουντρούλη (μουντρούλη, υποκοριστικό της λέξης μούρη).
Μπροσάφορμος= ευερέθιστος, νευρικός. Εμπρός+ αφορμή. Αυτός δηλαδή που έχει ομπρός-ομπρός την αφορμή για να νευριάσει.
Αναιρούβαλος ή αρούβαλος= αφερέγγυος, ασταθής, απερίσκεπτος. Αναιρώ+ βούλομαι. Αυτός δηλαδή που αναιρεί εύκολα τα θέλω του, τις επιθυμίες του, τις βουλές του.
Κακόσειρος= Αυτός που είναι από κακή σειρά, δηλαδή από κακή γενιά, από κακό σόι.
Πισσοκόκκαλος= Βαριά λέξη που χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει πεθάνει και τα κόκκαλα του έχουν μαυρίσει σαν την πίσσα από τις αμαρτίες. Ο αμαρτωλός.
Άλλα τέτοια επίθετα τα δανειστήκαμε από ξένους λαούς, μας άρεσαν και τα κρατήσαμε:
Κουρκουζάνης= δειλός, ελαφρόμυαλος. Από το τούρκικο korkuzan= φοβιτσιάρης.
Χαϊλές ή χαλές= ανήθικος, ελεεινός, αναξιοπρεπής. Από το τούρκικο hala-hale= απόπατος, αποχωρητήριο.
Βερεμιάρης= κιτρινιάρης, χτικιάρης. Από το τούρκικο verem= φυματίωση.
Γιβεντισμένος ή ξεγιβεντισμένος= ντροπιασμένος, ρεζιλεμένος. Πιθανολογείται ότι η λέξη γίβεντο προέρχεται από το γαλλικό gibbet ή gibet, το οποίο ήταν η κρεμάλα ή ο σταυρός για τους κατάδικους, καθώς και ο πάσσαλος ή η κολόνα που δένονταν για διαπόμπευση.
Σουρεμένη= κακόφημη, διασυρμένη. Προέρχεται από το ιταλικό sussurare= δυσφημώ.
Κάποια «κοσμητικά» επίθετα της Κρήτης αποτελούν πεδίο μάχης για μελετητές, λεξικογράφους και φιλόλογους. Η ετυμολογία τους λαβύρινθος στον οποίο λατρεύω να χάνομαι:
Κουζουλός= τρελός, ανόητος. Εδώ η μάχη της ετυμολογίας είναι σκληρή και αμφίρροπη. Άλλος την ετυμολογεί από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη κούζα= στάμνα χωρίς χερούλια. Άλλος από την συνένωση των λέξεων κουλός+ ζουρλός. Άλλος από το ιταλικό coglione= ηλίθιος, και άλλος φτάνει να την ετυμολογεί από το τούρκικο kuzul = προβατίνα με μικρό αρνί ή αρνί που κάνει παλαβά πηδήματα.
Παράουρος ή παράορος =χαζός, παλαβός (σε κάποιες περιοχές της Κρήτης σημαίνει και ανάπηρος). Εδώ η μάχη της ετυμολογίας έχει κοινό πεδίο, την αρχαία ελληνική γλώσσα, αλλά αντίπαλες ρίζες. Το επίθετο λοιπόν αυτό για άλλους προέρχεται από το αρχαίο πάρωρος-παρά+ ὠρα = αυτός που δεν έρχεται στην ώρα του, άκαιρος (ετυμολογικά μπορεί να εξηγήσει την έννοια ανάπηρος με την έννοια του πρόωρος στη γέννα). Για άλλους προέρχεται από τις λέξεις παρά+ όρια = αυτός που είναι εκτός των φυσιολογικών ορίων λογικής. Υπάρχει όμως και μια μερίδα μελετητών που συνδέει το επίθετο παράουρος με το αρχαίο παρήορος (στη Δωρική διάλεκτο παράορος-παρά+αείρω). Τα λεξικά της αρχαίας Ελληνικής για τη λέξη παρήορος αναφέρουν τα εξής: Προσαρτώμενος, κυρίως για άλογο που είναι ζευγμένο δίπλα από το κανονικό ζευγάρι αλόγων του άρματος. Μεταφορικά ο ανόητος, ο παλαβός (όπως το παραζευγμένο άλογο δεν είναι συνδεμένο με το άρμα, έτσι και ο ανόητος δεν είναι συνδεμένος με τον εαυτό του νοητικά).
Λουκαδάκης Νίκος
Νίκος Λουκαδάκης
Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.