Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Απού κάθεται καλά και πιο καλά γυρεύγει | της Άννας Τακάκη



Ομορφονιά ήτονε, τετραπέρατη, μα πολλά ξιπασμένη στο χαραχτήρα η Ηλιοστάλαχτη. Σταλαματιές του ήλιου λες κι είχε στα ξανθιά μακριά μαλλιά τζη κι είχε και στα μάτια τζη θαρρείς τη θάλασσα. Δυο μεγάλα γαλαζερά μάτια που τη μια σε ταξιδεύγανε σε ήρεμα νερά και την άλλη σε πνίγανε μέσα, δηλαδή τον κάθε ασερνικό που ήθελε να πνιγεί στα κύματά τζη κι ύστερα πάλι να βγει απάνω και να ταξιδεύγει…

Ήκαυγε κι εκέντα πολλές καρδιές η Ηλιοσταλιά, που ξεκουζούλαινε όλα τ’ ασερνικά του χωριού και την-ε ξεκουζουλαίνανε, μα τση ’ρεσε να τσι παίζει, και να τωσε χωρατεύγει. Αν και δεκαπεντάρα, ανεκάτωνε τσι κοπελιές όλες με σούφερα κι ανεβαλώματα. Από τη μια είχε τσι ζήλιες των συνομηλίκων κορασίδων, κι από την άλλη τ’ ανεκατώματα και τσι γλώσσες των αθρώπων, που τσι τα σύρνανε, μα καρφί δε τση καιγότανε. Έτσι κι αλλιώς ήρεσέ τζη να ασχολούνται με τ’ αυτή, γη παινούσανέ την-ε γη την-ε κατακρίνανε… Εκάτεχε, πούρι, πως είχε μεγάλη πέραση σε παρέες, σε χορούς, και σε γλέντια. Γλετζού και χωρατατζού ήτονε πρώτη, η σκανταλιάρα Ηλιοσταλιά. Για χάρη τζη γινότανε μεγάλος τζερτζελές και πολύ γλέντι, κι είχε πολύ νταλαβέρι με τ’ ασερνικά. Μέρες και νύχτες κρατούσανε οι χοροί, κι αργά το βράδυ οι καντάδες. Κι εκείνη ήτονε πρώτη χορευταρού και τραγουδίστρα, μα και διαγουμίστρα σε πολλές καρδιές. Επά τη χάνανε κι ατέ τη βρίσκανε… Μεγάλη πέραση είχε στσι νεαρούς η ζωηρή κοπελιά.

Οι γονέοι τζη δεν εμπορούσανε, μπλιο, να την-ε κάμουνε καλά. Κι όλο σ’ έγνοια ήτανε κι όλο μπερδευότανε στσι γλώσσες των αθρώπων. Όσο εμεγάλωνε αντί να βάνει μυαλό εχειροτέρευγε. Κι είπανε να την-ε παντρέψουνε, μπας και κάτσει στα αυγά τζη, μπας και βάλει μυαλό και βρει ένα σειρά. Εκείνη δεν ήθελε επουδενί να γροικά για παντρειγιές και μπροξενιά γιατί τη μια αγάπα, το Νικολή, την άλλη τον Αντωνά, την παράλλη το Γιαννάκο, τον Στεφανή, το Μανωλιό…

Ένα σούσουρο ήτανε στο χωριό με τσι έρωτες και τα καμώματα τσ’ Ηλιοσταλιάς. Πιάνει τη μια μέρα η μάνα τζη και τση λέει:

– Άσε θυγατέρι μου τα τζαναβάρια, απού είναι αστράτευτοι ακόμη και ξάνοιγε εκείνονέ τον καταστάμενο άθρωπο απού ’χει καλή δουλειά. Είναι φαροφύλακας κι έχει το μηνιάτικό του και θα σ’ έχει κερά κι αρχόντισσα.

-Μα ήντα μου λες, μάνα μου; Να πάρω τον Πετρή του Σηφόγωργα, που πάει κι έρχεται στα ξερονήσα;

-Να πηγαίνεις κι ελόγου σου. Μια χαρά θα περνάτε στο φάρο. Έχει και βάρκα να σου κάνει βαρκάδα, έχει και τη μηνιατίκα του, έχει την περιουσία του κι είναι κι από καθώς πρέπει οικογένεια. Λένε πως έχει και πολλούς παράδες στην άκρα. Ας είναι μιαολιά μεγαλωπός.

Η Ηλιοστάλαχτη όμως δεν είχε την ίδια γνώμη.

-Δεν τον-ε θέλω…δε μ’ αρέσει…,πάρετέ τον-ε εσείς!

Με τα πολλά πε και πε οι γονέοι τζη και το σόι όλο, την-ε συβάσανε κι αρραβωνιάστηκε τον Πετρή. Έναν ψηλό, γεροδύναμο κι ανοιχτοκουταλάτο άντρα, σοβαρό και μετρημένο, απού ήπινε νερό στ’ ονομά τζη. Εκείνος δεν εμίλειε πολύ, εκείνη πολυμίλα, εκείνος δεν εχόρευγε πολύ, εκείνη χορευταρού. Εκείνος ήσυχος, εκείνη καταφερτζού, μια χαρά θα τα σοζυγιάζανε.

Μος αρραβωνιαστήκανε την-ε πήγε στην πολιτεία και τση πουσούνισε, φουστάνια, παπούτσια, χρυσαφικά, τσάντες, καπέλα κι ότι άλλο επεθύμα η αφεντιά τζη. Κι ήλαμπε πλια πολύ κι από τον ήλιο η Ηλιοσταλιά κι ήτονε όλο κέφι και χαρά! Είπε τζη, μια δόση ο αρραβωνιάρης:

-Σαν δε θες, ομορφιά μου, το χωριό, θα βιοποριστούμε στην πολιτεία. Μπορώ να πάρω και σπίτι, και αυτοκίνητο, και θα σ’ έχω κερά κι αρχόντισσα. Άλλο που δεν ήθελε το ξιπαστερό!

-Θα με κάμεις και σοφερίνα, Πετρή;

Επαντρευτήκανε το λοιπός κι εκατοικίσανε στην πολιτεία και τα περνούσανε μέλι γάλα. Εκείνη επήγαινε πότε πότε και στο νησί, μα τάξε πως επεθύμα πλιότερο να ’ναι με κόσμο, παρά την αμοναξά. Ήθελε και τα σούρτα φέρτα στην πολιτεία και τελευταία δεν εκλούθειε του κυρίου τζη. Τον καιρό που ερχόντανε ο Πετρής στο σπίτι, δεν ελλείπανε οι βόλιτες, τα γλέντια, οι χοροί, και οι παρέες που κάνανε με ζευγάρια του συναφιού ντως. Μόνο πως εκείνος εκαθόντανε σε μια πάντα σαν τον μόρο κι εξάνοιγε. Ήπαιζε το κομπολογάκι του, ήστριβγε το μουστάκι του, τη μια τονε πολλά βαρύς, την άλλη ήβγανε που κι ένα γελάκι, άμα θώργειε την ξεπεταχτή του να πετά στην ομπρός μερά του χορού.

Οι κουβέντες του Πετρή ήτονε από λιγού και στο χορό δεν ήπιανε καθόλου, μούδε στην κουντούρα. Τελευταία ήθελε να καταγίνεται με τα χωράφια και τσι περιουσίες του, πράμα που δεν ήρεσε τση μικροκεράς του. Κι όλο κουρασμένος ήτονε τελευταία και δεν ήθελε μπλιο ντουρντουλούκια, γλέντια και χορούς μούδε και πολλά σούρτα φέρτα. Και τση ξεπεταχτής δεν ήρεσε καθέλου που ο κύριός της δεν ήτονε μερακλής και γλετζές κι ήτανε κι ολίγον ως πολύ ακοινώνητος. Εκείνη ήτονε όπου τάβλα και μαντήλι και καλώς τον κυρ Βασίλη. Κι απού ’χε γνωριστεί και μ’ άλλες κοντέσες δεν την ήγνοιαζε κι αν ήλειπε ο Πετρής, να σουσουραδίζει και να πηγαίνει από δω κι από κει.

Ώσαμε που την-ε ξεκουζούλανε ένας χαΐνης. Ένας άντρας πολλά πλια μικιός από τον άντρα τζη, σβέρτος, μερακλής κι εφανίσημος. Πρώτος χορευτής και τραγουδιστής, ο Πλούταρχος. Άσος στα αστεία και στα χωρατά. Κι εκείνη, δεκαοχτάχρονη ακόμη, μόνο ενάμισο χρόνο παντρεμένη, εκίνησε να την-ε τρώει το σαράκι. Όσο επέρνα ο καιρός σα να μην ήβρισκε μούδε ένα καλό σ’ αυτό τον καταστάμενο άθρωπο, το μηνιάτορα, απού παντρεύτηκε. Αν ήτονε και προκομμένος και χατίρι δε τση χάλα, κι αν ήτονε και χουβαρντάς, γη παραλής, δεν εμπαίνανε μπλιο μπροστάς στον Πλούταρχο, τον νεαρό, που την είχε ξεκουζουλάνει με τα τσαλίμια ντου, με τη μερακλωσύνη και με τσι κουζουλάδες του.

Εκείνος δεν είχε σταθερή δουλειά, μεροκαματιάρης ήτονε, μα ετούτα δεν εμπαίνανε μπροστάς.

Μια των ημερών κλουθά του Πλούταρχου και φεύγουνε. Χάνονται από προσώπου γης, από γνωστούς και φίλους. Ήρθε ο κακομοίτσης ο άντρας τση μια μέρα από το φάρο, και γυναίκα δεν εβρήκε στο σπίτι. Κι ο ανεμοσβούρης ο άλλος που τση ’τασε λαγούς με πετραχήλια και μια ζωή με γλέντια και χαρές, στο τέλος αποδείχτηκε ένας ρεμπεσκές κι ένας αχαΐρευτος. Επήρε ντη και την-ε πήγε στο χωριό ντου να τσι θρέφουνε οι γονέοι ντου. Κι εκείνη που δεν εκάτεχε από δουλειές, σαν ήπιασε η πείνα εδούλευγε και στα χωράφια και ξενοδούλευγε κι όλα τα ’κανε. Η δουλειά, το ταμάχι κι η τυραννία απού ’χε, τση σκεπάσανε όλα τα κάλλη και τη νιότη. Τα μεγαλεία και τα γλέντια εποκάμανε. Ο καλεμπέντης τσ’ αράδιασε μόνο κοπέλια ν’ ανεθρέφει με τα χίλια βάσανα. «Όποιος κάθεται καλά και πλια καλά γυρεύγει ο διάολος του κώλου του κουκιά του μαγερεύγει»…όπως λέει κι ο γιαραντάνης λαός.

Άννα Τακάκη

Ανέκδοτο, από τη συλλογή «Διηγήματα από παροιμίες»


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.
Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.
Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.
Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.
Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.  

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:221