Χρόνος ανάγνωσης περίπου:7 λεπτά

Και Διονύσου αρχαιότερα | του Μιχάλη Κοπιδάκη


Η αρχαία ελληνική γλώσσα διαθέτει πληθώρα ονομάτων για να δηλώσει τα λεγόμενα «απόρρητα» μέλη! Η πολυωνυμία αποκαλύπτει την ποικιλία αλλά και την πολικότητα των αισθημάτων και των αντιδράσεων που προκαλούσαν στον Έλληνα τα όργανα εκείνα, τα οποία διαιωνίζουν τη ζωή: δέος και ιλαρότητα, έλξη και αποστροφή, τρυφερότητα και φρικίαση, θάμβος και καταισχύνη. Η αμφιθυμία αυτή δηλώνεται εναργέστατα στη σημασιολογική εξέλιξη του επίκοινου «αιδοία», το οποίο, ενώ αρχικά σήμαινε τα «σεβάσμια», κατέληξε να σημαίνει ευφημιστικώς τα «επαίσχυντα».

Στην ορολογία της λατρείας, το ομοίωμα του ανδρικού μορίου από ξύλο συκιάς ή πηλό ή δέρμα ή ζύμη ονομάζεται φαλλός (θηλυκός τύπος: φάλαινα!), λέξη που προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα bhel- (φουσκώνω, οιδαίνω). Η λατρεία του φαλλού, ως συμβόλου της γονιμότητας, αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των γονιμικών τελετών, που αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της ευκαρπίας και της ευγονίας. Σ’ αυτά τα ευετηρικά δρώμενα (Κατ’ αγρούς Διονύσια, Στήνια, Θεσμοφόρια, Αλώα κ.ά.), αλλά και σε μυστηριακές λατρείες, προσφέρονταν στους συμμετέχοντες πλακούντες σε σχήμα εφηβαίου ή φαλλού (ολισβοκόλλικες). Θεότητες πρώτης σειράς, όπως ο Ερμής και ο Διόνυσος, παριστάνονταν συχνότατα ιθυφαλλικοί, δηλαδή με το μέλος τους εντεταμένο. Κατά κανόνα ιθυφαλλικοί παριστάνονταν ο Πρίαπος, ο Παν, ο ανδρόγυνος Αφρόδιτος και άλλοι μικροί θεοί, που έχουν συνήθως ονόματα σημαίνοντα (Ορθάνης, Τέρπων, Τύχων, Ιλάων), καθώς και οι πανάρχαιοι δαίμονες της βλάστησης και της καρποφορίας: Τίτυροι, Σάτυροι, Σειληνοί.

Ο φαλλός εχρησιμοποιείτο επίσης ως αποτρόπαιον και φυλακτήριον, που κρατά μακριά από παιδιά, οικίες, εμπορεία και πόλεις ολόκληρες τα κακοποιά πνεύματα και εξορύττει τον βάσκανο οφθαλμό. Ακόμη και στους τάφους οι φαλλικές απεικονίσεις δεν είναι σπάνιες. ο φαλλός υποδηλώνει τη μακαριότητα της μετά θάνατον ζωής, διασφαλίζει τη γαλήνη του νεκρού και προοιωνίζεται τη μέλλουσα αναγέννηση ή ακόμη και την εκ νεκρών ανάσταση! Συχνά ο φαλλός απεικονίζεται πτερόεις, ωμματωμένος, ανθρωπομορφικός ή και ζωομορφικός. Θεοποιημένη προσωποποίηση του φαλλού είναι ο Φάλης, ο σύγκωμος και νυκτοπεριπλάνητος εταίρος του Διονύσου (Αριστοφάνης, Αχαρνής 263 κ.ε.).

Από ένα χωρίο του Μινουκίου Φήλικος (Οctavius 9, 4) εξάγεται ότι ο φαλλός δεν ήταν ξένος και προς την χριστιανική λατρεία, τουλάχιστον στα πρώτα της στάδια. Άλλωστε, ακόμη και ως τον 18ο αιώνα σε ορισμένες περιοχές οι ευσεβείς αφιέρωναν στους αγίους Αναργύρους φαλλούς από κερί.

Η λιτανεία του φαλλού ονομάζεται φαλλαγωγία. Ενίοτε οι περιάγοντες τον λατρευτικό φαλλό έχουν περιεζωσμένους σκύτινους φαλλούς εντεταμένους ή καθειμένους. Ο Πλούταρχος μάς περιγράφει αδρομερώς (Ηθικά 1098b) μία φαλλαγωγία, που θα πρέπει να ανήκε στις ιεροπραξίες είτε των Κατ’ αγρούς Διονυσίων είτε μίας αντίστοιχης βοιωτικής γιορτής: Ο καθηγεμών της πομπής βαστάζει αμφορέα, ο επόμενος κληματίδα, ο τρίτος σύρει έναν τράγο για τη θυσία, ο τέταρτος κρατά κοφίνι με αποξηραμένα σύκα, «ἐπὶ πᾶσι δὲ ὁ φαλλὸς»! Απλοϊκά, χαριτωμένα αγροικικά δρώμενα. Σε άλλες περιπτώσεις ο φαλλός περιάγεται μέσα σε λίκνο, ή πάνω σε άρμα, ή σε πλοίο με τροχούς, ενίοτε μάλιστα σαν νευρόσπαστο. Τα αυτοσχέδια ή παραδοσιακά άσματα των φαλλοφόρων ονομάζονταν φαλλικά και είχαν συντεθεί σε ιθυφαλλικό μέτρο.

Η πρωταρχική λειτουργία της ποίησης δεν είναι η ψυχαγωγία, αλλά η λατρεία της θεότητας. Ο ύμνος προς τον θεό, παρακλητικός ή ευχαριστήριος, και η επωδή, το μαγικό δηλαδή τραγούδι που παραπλανά ή εξαναγκάζει τη δύστροπη θεότητα, είναι οι αρχαιότερες μορφές του ποιητικού λόγου. Αργότερα εμφανίζεται το τραγούδι που δίνει ρυθμό στην εργασία και τέλος το ξέσπασμα που εκφράζει τα κινήματα της ψυχής του λυρικού εγώ. Τα φαλλικά ήταν θρησκευτικά άσματα, που εντάσσονταν ως είδος στο γένος της ιερής αισχρολογίας, η οποία αποτελεί δραστικότατο μέσο της ομοιοπαθητικής μαγείας. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στην αυγή του πολιτισμού τα όρια ανάμεσα στη θρησκεία και τη μαγεία ήταν ρευστά, και συνεπώς το «άσεμνο» και το βίαιο, ακραία εκδήλωση του οποίου αποτελεί η αιματηρή θυσία, υπηρετούν (αν δεν συναποτελούν) το ιερό!

Ο Αριστοτέλης στην πραγματεία του Περί Ποιητικής (1449a 11) ισχυρίζεται ότι η κωμωδία προήλθε από ««τῶν ἐξαρχόντων τὰ φαλλικὰ» και προσθέτει ότι στην εποχή του ακόμη σε πολλές πόλεις η παράδοση των τραγουδιών αυτών επιζούσε. Η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Αριστοτέλη για την προέλευση της κωμωδίας έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί, αλλά σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι ορισμένα μέλη της παράβασης θα πρέπει να έχουν συντεθεί κατά τα πρότυπα των φαλλικών.

Από την ιλαρή ποίηση των φαλλαγωγίων (φαλλικά, ιθυφαλλικά, ωσχοφορικά μέλη), ελάχιστα αποσπάσματα έχουν διασωθεί. Ο ιθύφαλλος που έψαλλαν το 291 π. Χ. οι Αθηναίοι κατά την υποδοχή του Δημητρίου του Πολιορκητού παραδίδεται ακέραιος, αλλά δεν είναι από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα. πρόκειται για ένα στιχούργημα εμετικής κολακείας του ισχυρού της ημέρας. Παραδοσιακό φαίνεται το ακόλουθο φαλλικό που τραγουδούσαν (κατά την πομπή των Κατ’ άστυ Διονυσίων;) οι Αθηναίοι Ιθύφαλλοι, μια ομάδα νέων ανδρών.

Ἀνάγετ’, εύρυχωρίαν
τῷ θεῷ ποιείτε·
θέλει γάρ ὁ θεός ὀρθός ἐσφυδωμένος
διά μέσου βαδίζειν.

Σε ελεύθερη απόδοση το κείμενο έχει ως εξής: «Αποσυρθείτε, κάντε για τον θεό απλοχωριά, θέλει ο θεός ορθός και σφριγηλός από τη μέση να περνά». Ο Σήμος ο Δήλιος, ένας ιστορικός της ελληνιστικής εποχής, που διασώζει το ποίημα (FGrΗist. ΙΙΙ Β, 396 F 24), μας πληροφορεί ότι οι Ιθύφαλλοι φορούσαν προσωπεία μεθυόντων και ενδύματα γυναικεία (πρόκειται για την ιερή ετεροφυλενδυσία), ήταν στεφανωμένοι, και όταν έφταναν δια του πυλώνος στη μέση της ορχήστρας (προφανώς κάποιου θεάτρου) στρέφονταν προς το κοινό και έλεγαν το εύθυμο τραγουδάκι τους. Ο ανώνυμος θεός που επιζητεί την ευρυχωρία δεν είναι ο Διόνυσος αλλά ο θεοποιημένος φαλλός. Τολμηρό δεν είναι μόνο το θέαμα και το ακρόαμα, αλλά και τα συνυποδηλούμενα των συνάψεων «ευρυχωρίαν ποιείτε» και «διά μέσου βαδίζειν».

Και σε άλλα ωστόσο είδη αυθεντικής λαϊκής ποίησης (επιθαλάμια, σκόλια, εργατικά), το ερωτικό στοιχείο είναι παρόν, αλλά τεχνηέντως συγκεκαλυμμένο. Έτσι είναι δύσκολο να φανταστεί ο αμύητος αναγνώστης ότι στο γνωστό επιμύλιον («ἂλεθε, μύλε, ἂλεθε κι ὁ Πιττακὸς ἀλέθει, ποὺ βασιλεύει στὴ μεγάλη Μυτιλήνη», ΡΜG 869) ή στον πρώτο στίχο του αττικού σκολίου για τους Τυραννοκτόνους («ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω…», ΡΜG 447), το οποίο και αποτελούσε κατά κάποιο τρόποτον εθνικό ύμνο της δημοκρατικής Αθήνας, δηλώνονται παρ’ υπόνοιαν ερωτικές δραστηριότητες. Δεν είναι εντούτοις μόνο τα συμπεφωνημένα υπονοούμενα που μας διαφεύγουν. Για μας, η αρχαία λυρική ποίηση δεν είναι παρά ψιλός λόγος στο τυπωμένο χαρτί. Τα συνοδευτικά (χορός, μουσική, μέλος) έχουν χαθεί. Έτσι, επί παραδείγματι, το μόνο που απομένει από το ακόλουθο τραγουδάκι (ΡΜG 852)

– Ποῡ μοι τά ρόδα, ποῦ μοι τά ἲα, ποῦ μοι τά καλά σέλινα;

– Ταδί τά ρόδα, ταδί τά ἲα, ταδί τά καλά σέλινα

είναι μια εγκεφαλική σύλληψη ζωηρών χρωμάτων και λεπτής ευωδίας. Ο θεατής ωστόσο της ζωντανής εκτέλεσης έβλεπε εύγλωττες χορευτικές κινήσεις, οσφραινόταν, προπάντων κατανοούσε τα λεγόμενα διαφορετικά. Ο χορός των αγοριών ρωτούσε πού είναι τα λουλούδια της άνοιξης, και ο χορός των κοριτσιών απαντούσε δείχνοντας «Να, εδώ» – τα άνθη κοσμούσαν ερωτογενείς περιοχές και αντιστοιχούσαν (ταυτίζονταν σημασιολογικά, σε ένα δεύτερο επίπεδο) με τα σγουρά, τα απόκρυφα μέλη.

Η αθυρόστομη ποίηση υπηρετούσε στις αρχαίες κοινωνίες πάντοτε έναν φιλάνθρωπο σκοπό· στις ευετηρικές τελετές υποβοηθούσε τις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης («συμπάθεια», «ομοιοπαθητική»), στις διαβατήριες τελετές αναλάμβανε να ξεναγήσει τους άπειρους στο λαβύρινθο του έρωτα, στις κοινωνικές συναναστροφές ήταν φιλίας συναγωγός. Ακόμη όμως και η ακόλαστος Μούσα των επωνύμων ποιητών είχε «καθαρτήριο» χαρακτήρα: έδινε φραστική διέξοδο στα καταπιεσμένα από τις κοινωνικές συμβάσεις ορμέμφυτα, και επιπλέον, εφόσον «τοῦ αἰσχροῦ ἔστι τὸ γελοῖον μόριον», προκαλούσε το λυτρωτικό γέλιο.

Νενίκηκεν ο Ναζωραίος! Αλλά στον ελληνικό χώρο και οι παλαιοί θεοί ζουν τη δική τους ζωή, κρυμμένοι βαθιά μες στο συλλογικό υποσυνείδητο. Πολλοί βρίσκονται υπό τη σκέπη μεγάθυμων αγίων, οσίων και προφητών. Οι παλαιοί επίσης μύστες του φαλλού –δικηλιστές και γελοιαστές, αυτοκάβδαλοι και φλύακες, εθελονταί και ιθύφαλλοι, θεσμοφοριάζουσαι και διονυσιάζουσαι– εμψυχώνουν τους επιγόνους στην Ελασσόνα και στον Τύρναβο, στην Αγιάσσο και στα ρεθυμνιώτικα χωριά, στην Κοζάνη και στην Αγία Ελένη. Τα άσματα των νέων φαλλοφόρων, που είναι ως είδος έκφρασης και Διονύσου αρχαιότερα, φαιδρύνουν τις γονιμικές γιορτές, διακηρύσσοντας πως όσο ο φαλλός, ο συνεργός πάσης γενέσεως, σφριγά, δεν έχει ο θάνατος τον τελευταίο λόγο.

Μ. Ζ. Κοπιδάκης (1994)

Βιβλιογραφία

Deubner L., Attische Feste, Darmstadt 1966.
Herter H., RE XIX, λ. Phallophorie, Phallos.
Nilsson M. P.,
Geschichte der griechischen Religion, I, 590-594, Μόναχο 1967.
Pickard-Cambridge A.,
The Dramatic Festivals, Οξφόρδη 1968, 43-44.
Sifakis G. M.,
Parabasis and Animal Choruses, Λονδίνο 1971, 18-19 και 80-81.

(Από τον ιστότοπο domnasamiou.gr )



Ο Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης σπούδασε κλασσική φιλολογία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Χαϊδελβέργης. Υπηρέτησε σε όλες τις βαθμίδες της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως το 1997 και από το 1998 ως καθηγητής στο τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (Μ.Ι.Θ.Ε.) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν τον Αισχύλο, την μετάφραση των Εβδομήκοντα, την Καινή Διαθήκη (θρησκειολογικό υπόβαθρο, γλώσσα και ύφος), την ελληνόφωνη Ιουδαϊκή γραμματεία, την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, την Κρητική διάλεκτο, τη νεοελληνική ποίηση και την ιστορία των Κρητικών επαναστάσεων.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:174