Κόκκινο μαύρο | του Σταύρου Καλφιώτη
Στη μνήμη του συν. Φώτη Γενατά, θύματος της άγριας εκείνης δολοφονίας.
Νύχτα. Σφηνωμένα στον ουράνιο θόλο τ’ αστέρια λαμπύριζαν θλιμμένα κι έκαναν το στιβαγμένο από μέρες χιόνι να στραφταλίζει.
Ολούθε κείνη την ώρα ήταν απλωμένη μια φοβισμένη ησυχία, μια παγερή μουγκαμάρα. Ακόμα και τα νυχτοπούλια είχαν λουφάξει.
Τ’ αναπάντεχο μακέλεμα είχε τελέψει κατά το δείλι, πριχού ακόμα ακόμα ο χινοπωριάτικος ήλιος πάει να κονέψει.
Πώς έγινε κι έπεσε κείνο το θανατερό, σαν αστροπελέκι σε καλοκαιριά, κανείς τους δεν το κατάλαβε. Όλα γίνανε ξαφνικά, τη στιγμή που κοντοζυγώνανε να φτάσουν στον ταγμένο τόπο από τη διαταγή του τάγματος.
Μπρος τα φορτωμένα μουλάρια και ξοπίσω τους οι «ημιονηγοί», φερμένοι όλοι τους απ’ το Μακρονήσι, βάδιζαν ανυποψίαστοι. Κουφοπατούσαν πάνω στο χιόνι σιγουρεμένοι και ξέγνοιαστοι, βιάζοντας τα ζωντανά να κάνουν γρήγορα μην και τους πάρει το νύχτωμα. Και ξάφνου, μικρές απανωτές φλόγες, που ‘φερναν το θανατικό, ‘πεφταν με γρηγοράδα απ’ τον ουρανό σουρίζοντας δαιμονισμένα. Χοχλάδιασε ο αγέρας κι αγριεύτηκε ο τόπος. Σαν ξελαχιουρισμένα πετεινά σκόρπισαν πέρα – δώθε οι φαντάροι και τα μουλάρια με γουρλωμένο μάτι απ’ την τρομάρα τους. Κι ως ήταν άδεντρος ο κάμπος ‘πεφταν όλοι τους καταγής μπρούμυτα, ‘χωναν τη μούρη τους μέσα στο κρουσταλλιασμένο χιόνι και μάχονταν ανέλπιδα να ξεφύγουν το θάνατο, καθώς κείνος ερχόταν απ’ τον ουρανό με κροταλίσματα και σουριχτά.
Γιόμισε ο τόπος κουφάρια και λαβωμένους. Κατακοκκίνισε το χιόνι απ’ το αίμα, λες και ντρεπότανε για τούτο το μακέλεμα.
Τ’ αεροπλάνα σαν λιμασμένα αγριοπούλια ‘φεραν ένα γύρο ακόμα, τον τελευταίο, πάνω απ’ τους φαντάρους και τα ζώα, ξαπόλησαν μια χαριστική ριπή κι άρχισαν ένα – ένα να ξεμακραίνει.
Το πύρινο εργαστήρι της συμφοράς και του αφανισμού είχε πια τελέψει τη δουλιά του. Τώρα μια πένθιμη, πηχτή παγωμάρα είχε απλωθεί ολόγυρα. Κι ως όλα είχαν βουβαθεί η φωνή του λοχαγού στον ασύρματο ακουγότανε, σαν να έβγαινε απ’ τον Άδη, υπόκωφη και σατανική γιομάτη υποκρισία… «προφανώς εκ λάθους ημέτερα αεροπλάνα πολυβόλησαν φίλο τμήμα… νεκροί και τραυματίες περισυλλέγονται».
…Τ’ απομεινάρια του λόχου, σαν φοβισμένα ελάφια που μόλις ξέφυγαν το θανατικό, συνάχτηκαν ξανά και κίνησαν για το διαταγμένο τόπο.
Οι τραυματιοφορείς που είχαν ξεμείνει πίσω για το μάζωμα των λαβωμένων σαν τέλεψαν τη δουλιά τους κίνησαν να φύγουν, όταν πήρε το μάτι τους ένα φαντάρο πεσμένο μπρούμυτα με τη μούρη χωμένη στο χιόνι.
– Καλή χαψιά για τους πεινασμένους λύκους γρύλισαν μέσα στα δόντια τους σαν από συνεννόηση κι ένας τους τον κοντοζύγωσε, του ‘δωσε μια σκουντιά με το πόδι και τον έφερε τ’ ανάσκελα.
Γυαλί καθάριο το μάτι του σπίθιζε ίσια κατά τον ουρανό, θαρρείς και γύρευε να μαγνητίσει τ’ αστέρια για να τα φέρει στη γης. Η φάτσα του είχε αλλαξοσουσουμιάσει παράξενα, τα χείλη του είχαν σφίξει πεισματωμένα, μα ‘δειχναν ημεράδα και πονετική καταφρόνια.
Ως φαίνεται, τούτες τις στιγμές που ο άνθρωπος πάει ν’ ανταμώσει με το χάρο, μέσα του, χαρές και πίκρες, αγάπες και μίση σμίγουν σ’ ένα μυστηριακό σβόλιασμα, μαλακώνουν την καρδιά του κι αφήνουν γύρα στην όψη του να ξεχυθεί ένα αόρατο φως, γιομάτο στοχαστική γλύκα και περιφρονητική τρυφεράδα.
– Και τι έγινε; έμοιαζε να ξεμολογούνταν τα σφιγμένα χείλη του φαντάρου.
Τούτο είναι το τέλεσμα κάθε ζωντανού! Χαρές και πίκρες, αγάπες κι έχθρητες, χορτασιά και πείνα, όλα τούτα καταποντίζονται στο βαθύ φαράγγι του αφανισμού που φέρνει ο θάνατος.
Οι τραυματιοφορείς στέκαν πάνω από τον φαντάρο και τον κοιτούσαν, δίχως να μπορούν να πάρουν μια απόφαση. Το παγερό νυχτιάτικο αγιάζι περόνιαζε το κορμί τους ίσαμε τα σωθικά τους και τουρτούριζαν.
Τα άντερα και τα αίματα του φαντάρου ανακατωμένα με το χιόνι είχαν κρουστιαλλιάσει ολότελα, είχαν κολλήσει στην τρυπημένη μαντύα του κι είχαν γίνει μια ανασούμπαλη μάζα.
Οι τραυματιοφορείς τα βλέπανε ξεταστικά κι έμεναν βουβοί κι άβουλοι για το τι έπρεπε να πράξουν. Τότες ο ένας τους ξέσουρε απ’ τους άλλους, αναδιπλώθηκε πάνω από το φαντάρο κι ως κόλλησε το δάχτυλό του στη φλέβα του λαιμού του αποφάνθηκε ξέψυχα: «μωρέ τούτος μοιάζει να ‘ναι ζωντανός».
Συμφώνησαν κι οι άλλοι πως έτσι θα ‘ναι και καταπιάστηκαν να τον μεταφέρουν, μη και τον βρουν οι «κατσαπλιάδες» και τον μαζώξουν. Στο προχειροστημένο νοσοκομείο, ο γιατρός που τον ξέτασε διάταξε: «ανάγκη άμεσης επέμβασης, να ετοιμαστεί το χειρουργείο».
Κάνα – δυο νοσοκόμοι τον ξάπλωσαν σ’ ένα ξυλοτράπεζο σκεπασμένο με μουσαμά και καταπιάστηκαν με το ετοίμασμα.
Τα παραπετάματά τους κάνανε το φαντάρο ν’ αργοσαλέψει. Τα ματόφυλλά του πετάρισαν προς στιγμής, βαριοσφάλισαν ξανά κι άρχισε στο χάος του βασιλεμένου μυαλού του να ξεχωρίζει, μέσα σε πηχτή θολούρα, τις ασπροκολόνες του Πανεπιστημίου στην Αθήνα… Ήταν εκεί, ολόστητες, αψηλές, τις διάκρινε ως φτεροπετούσε μπροστάρης στη μεγάλη διαδήλωση… ξοπίσω του κόσμος πολύς, οι πιότεροι νέοι μ’ αγγελόμορφα πρόσωπα… κι όλο τον σπρώχνανε προς τα μπρος… αγκομαχούσε απ’ το τρεχαλητό και βούιζαν τ’ αυτιά του απ’ το ξεφώνισμα: «κάτω η γερμανική επιστράτευση». Και να τώρα απ’ όλες τις πάντες χιμούσαν καταπάνω τους ανεχόρταγα ανθρωπόμορφα θεριά, τέρατα που οι πύρινες γλώσσες τους κροτάλιζαν επικίνδυνα κι έσπερναν το θανατικό. Φλογίζονταν η γης κι ως ‘πεφταν πάνω του καυτερά σπιθοβολήματα ένιωθε να τσουρουφλίζεται ολόκορμα.
Παγωμένο, κατάμαυρο ποτάμι έμοιαζε ο ασφαλτόδρομος. Τσαλαβουτούσε πεισματικά, μα σαν να είχε το σώμα του πάρει ασήκωτο βάρος έστεκε ακίνητος… προς στιγμή λύγισαν τα γόνατά του. Ένας αβάσταχτος πόνος του σούγλιζε την κοιλιά, καταπώς γίνεται όταν σου ‘μπηγαν ένα καυτερό μαχαίρι και δυο χέρια τριχωτά, με πελώρια νύχια τον σούρνανε με βιάση στο μεγάλο δρόμο… Μαύρα πηχτά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό κι ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος ξεσηκώθηκε… κι ως κείνα τα αποκρουστικά χέρια τον σέρνανε, ένιωθε να μαστιγώνει τα μουσούδια του πηχτό παγωμένο χιόνι… δεμένος τώρα σφιχτά μ’ ένα χοντρό σκοινί βρέθηκε ριγμένος σ’ ένα μπουντρούμι θεοσκότεινο… δεν έβλεπε τίποτα κι όλο βυθιζόταν, βυθιζόταν.
Ωστόσο η νοσοκόμα είχε στουμπώσει στο μούτρο του το χλωροφόρμιο και τα εργαλεία για την εγχείρηση ήταν εκεί δίπλα έτοιμα.
…Τώρα ένα κρακ, κρακ τριβίλιζε τ’ αυτί του λαβωμένου φαντάρου, σάμπως ακούγεται να τρίζει το καρπούζι στο μπήξιμο του μαχαιριού… και στερνά γιόμισαν τα μάτια του κόκκινο, πολύ κόκκινο.
Ο λαβωμένος έσφιξε τις γροθιές του και τεζάρισε το κορμί του πάνω στο ξυλοτράπεζο, καταπώς γίνεται τη στιγμή που βγαίνει η ψυχή τ’ ανθρώπου.
– Κρατάτε τον γερά, δεν τον έπιασε το χλωροφόρμιο, φώναξε ο γιατρός.
Ο φαντάρος βαριανάσαινε, τα στεγνωμένα χείλη του είχαν κρεμάσει κι απ’ τα μέσα του έσουρνε προς τα έξω ένα ξέψυχο μουγκανητό. Η νοσοκόμα του έπιασε απαλά το χέρι κι ένιωθε το σφυγμό του να καταπέφτει… κι εκείνος… ανηφόριζε τώρα τη μαύρη λεωφόρο… η ξανθομάλλα συναγωνίστρια του είχε φουχτώσει σφιχτά το χέρι…, το ένιωθε να καίει μέσα στο δικό της κι οι άλλοι όλο και τον ‘σπρωχναν κατά μπρος… κι ήσαν πολλοί, ένα ποτάμι ανθρώπινα πλάσματα… και τις γροθιές, προς την πλατεία που την έκλεινε ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα…. κυκλοτερά τους ‘φερναν γύρα τανκς, πολλά τανκς, ίδια λιμασμένα όρνια κι έμπροσθέ τους κείνα τα παράθυρα απ’ το μεγάλο σπίτι ξερνούσαν καταπάνω τους καυτό μολύβι. Άκουγε καλά… ήταν ντουφεκίδι… κι όσο πύκνωνε τόσο γιόμιζε η μεγάλη πλατεία κόκκινα πελώρια γαρίφαλα… είχε πήξει ο τόπος στο κόκκινο, κι εκείνος έστεκε εκεί ασάλευτος. Και να! Τώρα μπροστά του ένα περίπτερο ξεκοιλιάστηκε, τρίκλισε μια – δυο στον αέρα και σωριάστηκε στον ασφαλτόδρομο, …κείνος παραμέρισε μην και πέσει πάνω του, μα κείνο αλλαξοκόρμιασε και πήρε τη μορφή του τραμβαγέρη που βάδιζε μπρος απ’ τη διαδήλωση με τη γροθιά σφιγμένη… ήταν πεσμένος κατάχαμα και βαστούσε την κοιλιά του… θα υπόφερε πολύ ο πληγωμένος τραμβαγιέρης, μα κείνου δεν τον βαστούσαν τα πόδια του να τον πλησιάσει… ο μεσημεριάτικος άχρωμος ήλιος του Δεκέμβρη, ως τον βαρούσε κατακέφαλα, τον είχε αποκάψει… μια βαριά παράξενη μυρουδιά έφτανε στα ρουθούνια του και τον εμπόδιζε ν’ ανασάνει λεύτερα, πνιγότανε… το κόκκινο γύρα του γινόταν όλο και πιο πηχτό… μα μονοστιγμής καρβούνιασε, έγινε μαύρο, πίσσα, τον τύλιξε ολάκερο κι άρχισε να βυθίζεται, να βυθίζεται… να χάνεται.
– Κάναμε ό,τι ήταν μπορετό, μουγκάνισε ο γιατρός, σαν να μονολογούσε και κίνησε με βιάση να βγει απ’ τη σκηνή.
Ο ρόγχος δεν άργησε να ‘ρθει. Χαράματα, πριχού ακόμα καλοφέξει, ο φαντάρος είχε τελέψει.
Σταύρος Καλφιώτης
[Δημοσιεύτηκε την Κυριακή 6 Αυγούστου 2000 στο ένθετο «7 μέρες μαζί» του Ριζοσπάστη].
[Στη φωτογραφία έκρηξη βόμβας ναπάλμ από την Αεροπορία, με το Πεζικό έτοιμο να εφορμήσει. Υψώματα Τσάγκος και Καραούλι, Γράμμος, Αύγουστος 1949]
Ο Σταύρος Καλφιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε οικονομικές επιστήμες. Σαν επιστήμονας και πνευματικός άνθρωπος, ενδιαφέρεται και αγωνίζεται για τα εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα του τόπου μας. Την περίοδο 1941 – ’45, παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1967 διώχτηκε από τη δικτατορία και απολύθηκε από την υπηρεσία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
Σειρά βιβλίων και άρθρων του γύρω από τον τουρισμό τον καθιέρωσαν σαν θεμελιωτή της τουριστικής επιστήμης στη χώρα μας. Πολλές από τις εργασίες του έχουν δημοσιευτεί στη Γαλλία και την Ιταλία. Εκτός από το χώρο της Επιστήμης, έχει ασχοληθεί και με τα Γράμματα. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και έχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία στον τομέα της ταξιδιωτικής πεζογραφίας.