Ο δράκος που καταβρόχθιζε τα τερατάκια | της Άννας Τακάκη
Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου πολύ μακριά υπήρχε μια μικρή και παράξενη χώρα. Οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα ήταν λίγοι. Ζούσαν όμως εκεί πολλά τερατάκια που ξεφύτρωναν από παντού. Από το χώμα, από τα δέντρα, από τα βουνά. Πηδούσαν ακόμη και μέσα από τη θάλασσα, από τις λίμνες, και από τα ποτάμια. Άλλα μικρά κι άλλα πιο μεγάλα σκάβανε τρύπες από παντού και ξετρυπώνανε. Τα τερατάκια δεν ήταν επικίνδυνα για τους ανθρώπους αλλά ήταν επικίνδυνα για τη φύση, τα ζώα, τα άνθη και τα σπαρτά. Δεν άφηναν σπόρο, δεν άφηναν άνθος. Ούτε ψάρι στη θάλασσα. Ούτε ζώο στη στεριά. Μαδούσαν τα φύλλα από τα δέντρα, έκοβαν τα κλαριά και τους καρπούς τους. Οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να φάνε και ήταν πολύ στενοχωρημένοι.
Τότε ο βασιλιάς της χώρας έβγαλε μια διαταγή: Αποφασίζω και διατάζω! Πάρτε τόξα, πάρετε σαΐτες και σκοτώνετε αυτά τα παλιοτερατάκια, όπου τα βρίσκετε.
Οι άνθρωποι πήρανε τόξα και σαΐτες, μα καμιά σαϊτιά δεν κάρφωνε το σκληρό σαν ατσάλι σώμα τους. Κι όλο ξεφύτρωναν άλλα τερατάκια από παντού. Καταστροφή!
Άρχισε να πέφτει μεγάλη πείνα και φτώχεια και ο βασιλιάς έβγαλε μια άλλη διαταγή: Αποφασίζω και διατάζω! Να φύγετε όλοι από τη χώρα αυτή και να πάτε σε μια άλλη, να αρχίσετε τη ζωή σας από την αρχή.
Οι άνθρωποι όμως αυτής της χώρας δεν συμφώνησαν. Δεν θέλανε να φύγουν από τον τόπο τους. Ύστερα κάθισαν όλοι μαζί και σκέφτηκαν. Γιατί να μην πιάνουμε τα τέρατα να τα πηγαίνουμε στον δράκο;
Στο ψηλό βουνό της πολιτείας, μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά ζούσε ένας δράκος με μακριά, σουβλερά δόντια και μια μεγάλη κοιλιά. Κυνηγούσε άγρια ζώα και έτρωγε. Αλλά δεν τον φτάνανε. Πολλές φορές έμπαινε στα μαντριά και έτρωγε πρόβατα και γίδια.
Είπαν λοιπόν στο βασιλιά τη σκέψη τους και εκείνος συμφώνησε. Τους είπε όμως πως αυτοί θα σήκωναν το βάρος και την ταλαιπωρία, να τα πηγαίνουν στο δράκο που ήταν ψηλά στο βουνό.
Αποφάσισαν, λοιπόν, οι κάτοικοι να πιάνουν τα τερατάκια και να τα πηγαίνουν στον δράκο. Δεν ήταν δα και τόσο μεγάλα αλλά δεν ήταν και μικρά. Χωρούσαν σε κάτι μεγάλους σάκους. Τους φόρτωναν στην πλάτη τους και τα πήγαιναν στην κορφή του βουνού, στη σπηλιά, και ο δράκος με μια χαψιά τα καταβρόχθιζε. Αυτό βόλευε και τον δράκο που δεν έβγαινε πια από τη σπηλιά του να κυνηγά ζώα. Έτσι γλίτωναν από τα δόντια του τα πρόβατα και τα γίδια.
Τα τερατάκια όμως συνέχιζαν να είναι ο μεγάλος καημός των ανθρώπων. Συνέχιζαν να ξετρυπώνουν από παντού. Κι αυτοί δεν έκαναν άλλη δουλειά μόνο να τα πιάνουν και να τα κουβαλούν στο δράκο να τα καταβροχθίζει. Κουράζονταν πολύ οι άνθρωποι από αυτή τη δουλειά αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος.
Κι ο δράκος όλο καταβρόχθιζε μικρά και μεγάλα τερατάκια. Και του άρεσαν πολύ. Κι όσο του άρεσαν τόσο έτρωγε περισσότερα. Έτρωγε, έτρωγε ώσπου άρχισε να μεγαλώνει και να γίνεται ένας τεράστιος δράκος.
Τα τερατάκια, λοιπόν, συνέχιζαν να βγαίνουν από παντού, ο δράκος συνέχιζε να τρώει τερατάκια και οι άνθρωποι συνέχιζαν να κουράζονται, που του τα κουβαλούσαν. Κι όσο τα καταβρόχθιζε ο δράκος τόσο ήθελε κι άλλα. Ό δράκος όλο μεγάλωνε, ώσπου δεν τον χωρούσε πια η σπηλιά και έφυγε από εκεί.
Γυρνούσε τώρα πέρα δώθε στο βουνό κι έτρωγε, όλο έτρωγε τερατάκια που ξεφύτρωναν παντού στο βουνό. Έτρωγε και αυτά που του πήγαιναν οι άνθρωποι, έτρωγε και ότι άλλο ζώο έβρισκε μπροστά του. Κι ακόμη πεινούσε. Τότε έγινε ακόμη πιο τεράστιος που δεν τον χωρούσε πια ούτε το βουνό. Και κατέβαινε, όλο κατέβαινε πιο κάτω στον κάμπο, πιο κοντά στους ανθρώπους.
Τότε ο βασιλιάς έβγαλε άλλη διαταγή:
-Αποφασίζω και διατάζω! Μην σταματάτε ούτε λεφτό! Τώρα ο δράκος είναι στα πόδια σας και δεν χρειάζεται να του κουβαλάτε τα τερατάκια, να κουράζεστε. Θα τα πιάνετε και θα του τα δίδετε αμέσως να τα καταβροχθίζει.
Κι ο δράκος έτρωγε, έτρωγε ακόμη πιο πολύ, ώσπου μεγάλωνε μεγάλωνε κι άλλο. Έτσι έγινε ακόμη πιο πελώριος. Είχε ένα τεράστιο στόμα που τα τερατάκια τώρα του φαινότανε μυρμηγκάκια και δεν χόρταινε πια με τίποτα. Κι αφού δεν χόρταινε με αυτά, άρχιζε να τρώει τους ανθρώπους. Όποιον εύρισκε μπροστά του, τον έκανε μια χαψιά και τον καταβρόχθιζε.
Οι άνθρωποι άρχιζαν να τρέμουν από φόβο και να απελπίζονται. Ο φόβος τους δεν ήταν πια τα τερατάκια αλλά ο δράκος. Έτσι άρχιζαν να κρύβονται για να μην τους βρίσκει. Τώρα είχανε να πολεμήσουνε την φτώχεια, την πείνα, και τον τρόμο. Είχε πέσει μεγάλη συμφορά στη χώρα αυτή.
Τότε ο βασιλιάς έβγαλε άλλη διαταγή: Αποφασίζω και διατάζω! Όποιος από σας είναι ο πιο γενναίος κι ο πιο ατρόμητος να πάει να σκοτώσει τον δράκο. Έτσι θα γλιτώσετε από αυτή την συμφορά.
Μα κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει μόνος του με ένα δράκο και μάλιστα τόσο τεράστιο και τόσο άγριο, που τώρα έβγανε φωτιές από το στόμα του.
Και τότε οι άνθρωποι κάθισαν και σκέφτηκαν. Θα πάμε όλοι μαζί. Θα πάρουμε τα τόξα μας και θα του βαράμε όλοι. Ένας μόνος δεν μπορεί να το κάνει. Μόνο έτσι θα τον νικήσουμε.
Κι έτσι πήγαν όλοι μαζί και σκότωσαν τον δράκο την ώρα που κοιμόταν. Η χώρα γλίτωσε από τον δράκο, αλλά είχε ακόμη τα τερατάκια που συνέχιζαν να ξεφυτρώνουν από παντού και να ρημάζουν τα πάντα. Η πείνα και η δυστυχία ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Τότε ο βασιλιάς έδωσε άλλη διαταγή: Αποφασίζω και διατάζω! Να μαζέψετε τα τερατάκια και να τα ρίξετε μέσα στα πηγάδια. Ύστερα να κλείσετε καλά τα πηγάδια με μεγάλες πέτρες για να μην μπορούν να βγουν έξω.
Τότε πάλι οι άνθρωποι κάθισαν όλοι μαζί και σκέφτηκαν: Πρέπει να σταματήσουμε να κυνηγούμε τα τερατάκια. Όσο τα κυνηγούμε τόσο βγαίνουν πιο πολλά. Καλύτερα είναι να έρθουμε πιο κοντά τους και να τα εξημερώσουμε. Να τους μιλήσουμε, ακόμη μπορεί και να τους τραγουδήσουμε.
Αυτή τη φορά οι άνθρωποι δεν άκουσαν τη διαταγή του βασιλιά, αλλά όπου ξεφύτρωναν αυτά τα περίεργα πλασματάκια πήγαιναν κοντά τους, τους μιλούσαν και τα καλόπιαναν. Τους είπαν ότι μπορούσαν και αυτά να ζήσουν στη χώρα τους, γιατί τα χωρούσε. Αρκεί να μην πειράζανε τα σπαρτά, τα φυτά, τα ζώα, τα δέντρα και τα λουλούδια. Κι εκείνα αν και τερατάκια το κατάλαβαν. Όχι μόνο το κατάλαβαν αλλά βοηθούσαν και τους ανθρώπους στις δουλειές τους. Κι η γη πάλι άρχισε να βγάζει δέντρα λουλούδια και καρπούς.
Σιγά σιγά τα τερατάκια άρχισαν να μοιάζουν με ανθρωπάκια, ώσπου στο τέλος έγιναν κανονικοί άνθρωποι. Κι έτσι ο πληθυσμός της χώρας αυτής μεγάλωσε.
Από τότε σταμάτησαν να ξεφυτρώνουν από παντού τα καταστροφικά αυτά πλάσματα. Κι η χώρα αυτή που στην αρχή είχε λίγους ανθρώπους, έγινε τώρα μια μεγάλη και πλούσια χώρα, με πολλούς και εργατικούς ανθρώπους
Και ζήσανε όλοι τους μια ήσυχη κι ευτυχισμένη ζωή.
Άννα Τακάκη
[Την εικόνα που συνοδεύει το παραμύθι σχεδίασε ο εικονογράφος Αλκέτας Λεοννάτος για το παραμύθι της Άννας Τακάκη, μολύβι σε χαρτί, 01/2023]
Άννα Τακάκη