Το 1944 ο Μύρων Ξυλούρης, πατέρας του Γιώργη Ξυλούρη (στην φωτογραφία) από τον Κρουσώνα, άκουγε μια γυναίκα, η οποία καθόταν σε μια πηγή, να λέει ένα μοιρολόι. Την άκουγε κάθε μέρα και αποφάσισε να το γράψει στο χαρτάκι μιας κασετίνας τσιγάρων, κι από τις δύο πλευρές.
Το μοιρολόι ήταν για τον γιο της:
Για μας ήρθαν οι Γερμανοί καλέ μου
να μας ξεκληρίσουνε βλαστέ μου.
Γιώργη, Γιωργιό μου, κανακάρη μου Γιώργη
αμοναχοπαίδι παλικάρι μου.
Και δε μπορώ, φωθιά ‘γω να θωρώ ανθέ μου
γιατί σε βλέπω μέσα ακριβέ μου.
Τσ’ Αλαμανιάς τσοι φούρνους ε Γιωργιό μου
εκειά σε κάψανε ακριβό μου.
Καλιά μπάλα να σε’ τρωγε άμοιρό μου
να’ χω ‘γω σκιάς τον τάφο καλό μου.
Να πιένω κεια να κλαίω όμορφέ μου,
τον πόνο μου να λέω, γω βλαστέ μου.
Και δε μπορώ να το θωρώ υγιέ μου
κρέας οφτό να ψήνεται καλέ μου.
Θαρρώ πως είσαι ‘συ Γιωργιό μου
να τσιτσιρίζει, μεσ’ το φούρνο άμοιρό μου.
Πόνο ‘χουνε όλοι οι γεδικοί μας γιέ μου.
Τσ’ αθρώπους απού χάσανε βλαστέ μου.
κρίμας τα παλικάρια να χαθούνε
μα έχουνε κειά κι’ άλλους να θωρούνε.
Μα ήντα να λέω εγώ η κακομοίρα
που ‘να παιδί είχα και το πήραν.
Απού δεν είχα άλλο η καημένη
και απόμεινα αμοναχή σαν ξένη.
Γιώργη, Γιωργή μου, Γιωργιό παιδί μου
αχ και που να τέλειωνε η ζωή μου.
Μπας και ‘κει ‘δα σε δω χρυσό μου
στου Άδη τα σκαλιά όμορφό μου.
Να σε σφιχταγκαλιάσω κοπελιάρη μου
δεκαοχτάχρονο καμάρι μου.
Η Σοφία Ξυλούρη και ο Δράκος Ξυλούρης, πέθαναν και οι δύο, τρία χρόνια μετά το θάνατο του μοναχογιού τους, από θλίψη.