Χρόνος ανάγνωσης περίπου:6 λεπτά

Πάρε τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου | της Άννας Τακάκη


Ο Αριστοφάνης, ένα αγαθό, τίμιο, κι εργατικό άθρωπάκι, μα ολίγον βραδύγλωσσο, είχε ένα μικρό κουσούρι. Εμπέρδευγε τσ’ ευκές. Σε γιορτή, σε γάμο ή σε κηδεία, αυτός ήλεγε τ’ ανάποδα. Στη κηδεία ήλεγε και στα δικά σας και στο γάμο ο θεός σχωρέσει τ’ αποθαμένα σας. Στη βάφτιση ήλεγε μ’ ένα πόνο να το κάνεις, στη γιορτή, καλά ξετελέματα στσοι δουλειές σας! Ο κύρης, η μάνα του κι ο αδερφός του τον-ε συργουλεύγανε: γιάδε δα, απού ’χομε το γάμο τση ανιψάς σου, μη μπας στην εκκλησά και φιλήσεις τα στέφανα και πεις άλλω των αλλώ ευκές.

-Κι…κι ήντα να πω, μάνα, πε…, πε μου το από δα για να…, να το στέσω κα…, καλά στον ομυαλό μου.

-Να πει θες, καλορίζικα τα στέφανά σας, καρποί κι άνθη στην ποδιά σας.

-Μα σα με…, μεγάλη είναι, ετού…, του τηνιά η ευκή, δεν έ…, έχει πλια μική;

– Ετότεσάς, να πεις μόνο «καλορίζικα τα στέφανά σας». Για πε μου το κι εσύ εδά!

-Κα…, κα, κορίζικα τα στέφανά σας.

– Ω διάλε τ’ αυτιά σου, καλιά μην πεις πράμα, καλιά μουγκός.

– Ο.., οϊδά που δε θα…, θα πω των κοπελιώ πράμα. Δε…, δεν έχει άλλο πλια εύκολο;

-Τόστεσάς να πεις σκέτο το καλορίζικοι. Μια κουβέντα και καλή!

– Κα…, Κα -λο-ρί- ζι- κοι. Κι ήντα πά…, πάει να πει, μαθές, κα…λορίζικοι; Να ’χουνε κα…, καλή ρίζα;

– Εύγε Αριστοφάνη, παιδί μου! Να ριζώσουνε καλά, να’ ναι μονιασμένοι και να ’χουνε καλό ριζικό, καλή τύχη.

Κάθε ντις και ντάι η μάνα ανεθιβολεύγει στο γιο:

-Ήστεσες το, παιδί μου, στον ομυαλό σου, ήντα θα πεις μεθαύριο στα στέφανα;

-Ναι, μάνα, κα…, κα λο ρί ζι κοι! θα πω.

-Εύγε παλληκαρά μου, α να δεις για πότε θα σε παντρέψομε κι εσένα. Σιγά σιγά θωρώ και προκόβγεις. Άιντε δα να βοηθήσεις να μαζώξομε τα σερβίτσα από τα σπίτια, κι ύστερα να πας με τον πατέρα σου στον Απηγανιά να βγάλετε αχιμάδες κι ασπαλάθους, που θέλομε ν’ ανάψομε το φούρνο ταϋτέρου για τα ψητά. Να τον-ε βοηθήσεις και στα σφαγάργια. Έχομε του κόσμου τσοι δουλειές, υγιέ μου. Γάμου χαρές είναι αυτές. Να χαρώ εγώ, ίσα το προκομμένο μου, ίσα που να δεις πως θα σε παντρέψω τα ογλήγορα κι ελόγου σου.

-Και…, και με ποια θα με…, με παντρέψεις μάνα μου; Με το Καλλιώ του Ζε…, Ζεβλαντώνη; Δεν την-ε θέ…, θέλω ’γω εκεινιά, γιατί κα…, καμνεί συνέχεια…

-Κοντό, και θα σου δώσομε μεις το Καλλιώ. Εσένα σου πρέπει κοπελιά, να ’χει αίγες να ’χει ωζά, να ’χει βούγια κι αϊλιές και αμπέλια και ελιές. Να ’χει κήπους και μποστάνια, να ’χει στάργια και κριθάργια, να ’χει και πολλά πιθάργια. Γιατί είσαι προκομμένος κι όμορφα γεραντισμένος, κι έχεις και καρδιά καλή και πιασίδια μερακλή!.. Μα άιντε δα προκομμένο μου, εδά έχομε το γάμο τση Σεβαστούλας μας που παίρνει πρωτευουσιάνο και θέλομε να ποφανούμε, να μη λένε πως είμαστε χωργιάτες γή δεν έχομε το ένα μας, το άλλο μας και την καλή κουμπάνια μας.

-Πά…, πάμενε μάνα. Κι…, κι η Σεβαστούλα μας θα…, θα φύγει δηλαδή με…, μετά το γάμο, και θα την-ε χάσομε; Μα ’γώ θα…, θα στενοχωρούμαι…

-Να χαίρεσαι, παιδί μου, που θα φύγει από τούτονέ το πετροχώρι και θα πάει να ζήσει στη μεγάλη πολιτεία, να ζει και να περνά κερά κι αρχόντισσα.

Ήρθε το λοιπός η μέρα του γάμου, με χαρές και κέφια, με λυροντάουλα, και μαντινιάδες, με γαμηλιώτες και γαμηλιώτισσες, να εύχονται στα «δικά σας» σε νεαρούς και σε κοπελιές. Ελέγανε και του Αριστοφάνη την ευχή των ελεύθερω κι αυτός αντί να πει ευχαριστώ ήλεγε πάλινε, «και στα δικά σου», γή παντρεμένος ήτονε γή ελεύτερος.

Σαν ετέλεψε το μυστήριο, εφιλήσανε παππάς και κουμπάρος τα στέφανα κι ευχηθήκανε τω νιόνυμφω. Επερνούσανε δα ύστερα οι συγγενείς του αντρόινου, γονέοι, παππουδογιαγιάδες, μπαρμπάδες, θειάδες, για τσ’ ευκές. Ήρθε και η σειρά του Αριστοφάνη να φιλήσει τα στέφανα και να πει την ευκή απού ’μαθε. Μα εγροίκα τσ’ άλλους που λέγανε πολλά και λέει, ας πω κι εγώ την πλια μεγάλη ευκή που μου ’μαθε η μάνα μου, κι εγώ την ανεστορούμαι. Σιμώνει λοιπόν φιλεί την ανιψά, τον ανιψό και τως-ε λέει δα ύστερα την ευκή, αφού βάνει και τη φωνή του στη διαπασών: «κα…, κακορίζικα τα…, τα στέφανά σας κι…, κι αχιμάδες στην ποδιά σας».

Η νύφη κι ο γαμπρός εγροιλώσανε προς στιγμής, αναψοκοκκινήσανε κι ύστερα πάλι ήρθανε στα σύγκαλά ντως, οι δε γαμηλιώτες εσουσουρίζανε. Κι η μάνα ντου ως το ’κουσε εβάστα τη κεφαλή τζη κι επήγαινε όξω από την εκκλησά. Γροικά και λέγανε δίπλα τζη: ωρέ το ζαβό, πάλι τα θαλάσσωσε;

«Πάρε τον-ε, λέει, στο γάμο σου, να σου πει και του χρόνου».

Εντέλει εποξεχάστηκε κι αυτό, ας είναι δα. Τα λυροντάουλα εσυνοδέψανε τσοι νιόνυμφους μέχρι το καφενείο που είχανε τα τραπέζα στρωμένα και θα γινότανε το φαγοπότι κι ο χορός.

Πλούσια τα ελέη από φαϊτά, πιοτά και ξεροτήγανα, και το γλέντι είχε ανάψει. Κι ο γαμπρός που δεν ήτονε Κρητικός είχε μάθει τσοι κρητικούς χορούς κι επέτα ωσάν τον πέτακα. Το γλέντι εκράτηξε μέχρι το πρωί. Όλοι ευχαριστηθήκανε, ντόπιοι και ξένοι, τέτοιος γάμος λέει δε γίνεται συχνά πυκνά.

Ώσαμε που την άλλη μέρα το βράδυ σκα σα φουρνέλο το μαντάτο. Ο γαμπρός την-ε κοπάνησε κι απού φύγει φύγει! Ποιος ήτονε ο λόγος που σκιας εικοσιτέσσερις ώρες δεν ήκατσε παντρεμένος; Κιανείς δεν εκάτεχε, ώσαμε που ξεφανερώθηκε το ποιόν τση κοπελιάς. Τάξε, λέει πως δεν την-ε βρήκε παρθένα, αλλά δεν ήτονε τούτονά που ήσφαξε μαχαίρι το γαμπρό, παρά που όλο τον καιρό, ένα χρόνο αρραβωνιασμένοι, του ’κανε την οσία Μαρία η Σεβαστούλα, και του ’λεγε ν’ ανημένει μέχρι να γενεί η στεφάνωση.

-Άχι, ωρέ Αριστοφάνη, ήντα μας ήκανες… Εφώνιαζε κι εχτυπιούντανε η μάνα του και γιαγιά τση νύφης. Α δεν ήλεγες εσύ κακορίζικα τα στέφανά ντως, μπέλιτα κι ήθελα να βιοπορίσουνε, μπέλητα κι ήθελα να συβαστούνε. Καλιά το ’χα να μην ήβγανες λέξη. Καλιά το ’χα νάσουνε μουγκός!

Άννα Τακάκη

Από τη συλλογή «διηγήματα από παροιμίες»


Η Άννα Τακάκη είναι ποιήτρια, συγγραφέας και αρθογράφος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο ορεινό χωριό Ζήρος, Σητείας, απ’ όπου και η πρώτη πηγή των εμπνεύσεών της. Ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα.

Ποίημά της έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη.

Έχει πάρει μέρος σε Παγκόσμια Λογοτεχνικά Συνέδρια, έχει βραβευτεί για την ποίησή της από τον Παγκόσμιο Πολιτιστικό Φορέα «Αμφικτιονία Ελληνισμού», και έχει τιμηθεί από τοπικούς φορείς για την προσφορά της στην παράδοση. Επίσης ποιήματά της περιλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.

Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων». Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων.

Μέχρι σήμερα έχει εκδόσει τα λογοτεχνικά έργα:
Χρώμα Θαλασσινό, ποίηση, 2004
Αλλιώς φυσά τ’αέρι ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη» 2007
Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας, Αμφικτιονία Ελληνισμού» ποίηση, 2010
Ο Κουμαρτζής, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού, κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013
Στσι γειτονιές του Ρώκριτου, ποίηση, «iδeα Sitia»,2013
Μαίανδρος ο Έρωτας, ποίηση, «Βεργίνα»,2015
Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη, ποίηση, «Ιωλκός», 2016
Χρώμα θαλασσινό, επανέκδοση, «Ιωλκός», 2016
Η κρίση θέλει τερτίπι, θεατρικό, «Βεργίνα», 2017
Αροδαμοί κι Αγκαραθιές, «Σβούρα Εκδοτική», 2023
κι έχει αρκετό έργο ανέκδοτο.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:291