Χρόνος ανάγνωσης περίπου:4 λεπτά

Ο Νίκος Λουκαδάκης για το βιβλίο της Άννας Τακάκη «Αροδαμοί κι αγκαραθιές»


Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τρίτης 21 Νοέμβρη 2023 η εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Άννας Τακάκη – Μαρκάκη «Αροδαμοί κι αγκαραθιές» που κυκλοφορεί από τη «Σβούρα εκδοτική». Η εκδήλωση έγινε στο Πολύκεντρο του Δήμου Ηρακλείου στις 6:30 το απόγευμα. Πλήθος κόσμου από νωρίς κατέφθασε στο Πολύκεντρο για να παρακολουθήσει την παρουσίαση του βιβλίου.

Την παρουσίαση συντόνισε η λογοτέχνιδα Μαρία Καλογεράκη. Για το νέο βιβλίο εκτενή κι εμπεριστατωμένη αναφορά και παρουσίαση έκαναν ο επιμελητής του βιβλίου και φιλόλογος Δημοσθένης Καραγιάννης, ο μελετητής της Κρητικής Διαλέκτου Νίκος Λουκαδάκης και η μελετήτρια του νήματος και της Υφαντικής Τέχνης Βαρβάρα Τερζάκη Παλλήκαρη.

Παραθέτουμε παρακάτω την παρουσίαση του κ. Νίκου Λουκαδάκη.

Σαν τον λαγωνάρη ρέγομαι να ζυγώνω κάτω απ’ τα χαράκια της αδιαφορίας και μέσα στσ’ αγκαραθιές του μοντερνισμού, να βρω τη λαλιά μου όπως την αφήκανε οι παππουδολαλάδες μου, όπως την κράτησαν ολόδροση σε φεγγάρια μ’ ανεκρέμαση και πυρωμένη σε αιώνιους χειμώνες. Τούτο όμως το ταξίδι είναι ζόρικο κι εγώ ακάτεχος. Δύσκολο να βρω τη λαλιά μου αμάλαγη, δίχως περίσσα φθιασιδώματα, μ’ όλες τις λέξεις της πιασμένες χέρι-χέρι, να στελιώνουν χοροστάσι γύρω μου. Σήμερο όμως ήμουνε τυχερός και μου πάντηξε τούτο το λογάρι που ξεδίψασε την κορυζασμένη μου ψυχή και χόρτασε τον λιμασμένο μου νου.

«Αροδαμοί κι αγκαραθιές», διάβασα στο εξώφυλλο κι ως έχω κακό χούι, άνοιξα τυχαία μια σελίδα γεμάτος καχυποψία. «Η Μαρταρόγα», διάβασα και συνέχισα… «Τα ‘θελε και τα ‘παθε ο κακομοίρης ο Μανόλης! Από ‘δά κι ομπρός δεν τον-εγροικούσες με τ’ όνομά του παρά μόνο «η Μαρταρόγα». Εκάμανέ τον-ε και θηλυκό, ένα άντρακλα δυο μέτρα σχεδόν. Μα είχε μόνο τη μπογάρα. Το μυαλό του φαίνεται να ήτανε πάνω από την κεφαλή του, «αλαφροκαμπάνιζε», και καθώς το λέει και το παρατσούκλι του, εκάτεχε ν’ «αρμέγει» από πολλούς τόπους. Τερτιπιλής και πονηρός, τα κατάφερνε μια χαρά.

Παρότι δεν ήτανε από φτωχή οικογένεια και καθότι μαναχάφεντος, το έγνεμά του το ‘χενε στα έχη και στα σουλούσα. Ήτανε και ολίγον τι παραχάλεπος, ω, φτου του απού να μην αβασκαθεί!….».

Μωρέ ποιά χέρα επελέκησε τούτο τ’ άγιο τέμπλο; Αναρωτήθηκα κι ήνοιξα τ’ «αυτί» του εξώφυλλου να διαβάσω το βιογραφικό της συγγραφέως. Η Άννα Τακάκη-Μαρκάκη γεννήθηκε στο χωριό Ζήρος, Σητείας…διάβασα και δεν ήθελα πράμα άλλο. Το Στειακό ιδίωμα, το χρυσοκέντητο ξόμπλι της κρητικής λαλιάς, το ‘χα μες στα χέρια μου. Έπεσα μούρη-γόνατα να διαβάσω από την αρχή το βιβλίο. Ένα-ένα τα βάδισα τα 22 ζάλα του, τα 22 διηγήματα του, κι ίντα δεν είδανε τα μάθια μου, ίντα δεν ‘κούσανε τ’ αυτιά μου, ίντα μυρωδιές δεν εμπήκανε στα σωθικά μου.

Είδα ξιπαστερές κοπελοπούλες με τση νιότης τα πυρομάγουλα αναμμένα κι άλλες με τον ίδρο του ιερού κάματου να τρέχει στα μαρμαρένια στήθια τους. Είδα ντελικανιδάκια ξεμπέτωτα, κάτω από το μπαλκόνι του έρωτα, να ξεταλαγιάζουνε τσι γειτονιές, κι άλλα, παραχωστά να παίρνουν τ’ ασημοκουκούλωτο φιλί από χείλη αφίλητα. Ήκουσα το άχι τση μάνας και τσι σιδερένιες αρμηνιές τση να σκαλίζουνε τ’ χέρσα κορμιά των κοπελιών. Τη βαθιά φωνή τση γιαγιάς που ανασταίνει δράκους, νεράιδες και ήρωες ‘ποξεχασμένους. Το βροντερό γέλιο του πατέρα, ως ήσφιγγε στη μια του χέρα την ανέχεια και στην άλλη την πίστη. Ήκουσα κοντραριστικές μαντινιάδες, πειράγματα, τραγούδια, κι ανάμεσά τους η καμπάνα τσ’ εκκλησάς, αποδιαφώτιστα, να μεταξυπνά το ήθος, την τιμιότητα, την άδολη αγάπη. Τρύπωσε στα ρουθούνια μου η μυρωδιά του ξεφουρνισμένου ψωμιού και του καβουρδισμένου αμύγδαλου. Του κρίνου, του βασιλικού και της αμπερόζας στους γαζοντενεκέδες. Τσ’ αφούσας του έρωτα ως αγκαλιάζει τα καιόμενα κορμιά. Είδα την Κρήτη, μαυροντυμένη μάνα, που ‘ριξε το ‘να της κοπέλι στο έμπος του πολέμου και το άλλο το ‘στειλε στη μαύρη ξενιτιά. Μα δεν μοιρολογούντανε, μόνο με τα πελαγίσια μάθια της γαληνεμένα και τα χείλη της κρουσταλλιασμένα απ’ τ’ απόι του πόνου, τραγουδούσε με τον βοριά ορτάκη.

Απ’ όλα όμως αυτά που ξεπήδησαν ομπρός μου σαν ήνοιξα τούτο το βιβλίο, πιότερο οι λέξεις με ταξίδεψαν. Λέξεις πολλές, άλλες γνώριμες κι άλλες παραχωσμένες στην σβησμένη παραστιά της λήθης: κιντί, μοχριάζει, κάδιο. Άλλες με πλουμιά στολισμένες κι άλλες ολόγδυμνες, αξεδιάντροπες, όπως τις γέννησε ο Διόνυσος κι η Αφροδίτη: ανεμειγή, βυζωμένη, νταυρατζωμένος. Άλλες με τα αρχαία τους τα κάλλη ακόμα ζωντανά: άθος από το αρχαίο αίθω, ζάλο από το σάλος, αϊλιά από το αγελαία βους, κι άλλες σύνθετες, βγαλμένες λες από ομηρικά χείλη: καμπανοράδης, πυροκεφαλιάζει, ψιλοσυγκομμένα, διψοκεντημένος, κλιτομαραίνομαι.

Μόλις ‘ποδιάβασα τούτο το βιβλίο, μόλις ήπια μονορούφι τούτη την κούπα με τον δυνατό μαρουβά, αναθάρρησα κι ένα χαμόγελο αβασίλευτο, ανέτειλε στο πρόσωπό μου. Μωρέ δεν χαθήκανε όλα τελικά. Έπαέ είναι ακόμα η Ερωφίλη κι ο Δημητρός, η Μαριάνθη, η Μαρταρόγα με τη μπογάρα, το Μεροπάκι, η ξενιτεμένη Ελένη, η αμπάσα Ζουμπουλιά, ο Κουφομανόλης, το Μοιραράκι κι όλοι οι άλλοι ήρωες του βιβλίου. Έπαε είναι ακόμα η πίστη, η αγάπη, το νοιάξιμο, ο αγώνας της επιβίωσης. Έπαε είναι κι η λαλιά μου, μέσα μου, μέσα σας, κυλάει στις φλέγες μου, στις φλέγες σας, κι είναι μπεγεντισμένη, μυρωδάτη, γεμάτη ποίηση κι αλήθεια για τις ψυχές των Κρητικών, για τους αγώνες τους, για τον ματοβαμμένο τους τόπο, για τα καλά και τα στραβά ντως.

Τυχεροί λοιπόν όσοι πάρετε τούτο το βιβλίο, τυχερός κι εγώ που από την ώρα που το ‘πιασα στη χέρα μου, θωρώ μ’ άλλα μάθια τσ’ αροδαμούς και τς’ αγκαραθιές τση Κρήτης».

Νίκος Λουκαδάκης

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:281