Ζαχαρούλα τ’ όνομά σου και γλυκό το φίλημά σου | της Χαρούλας Βερίγου – Μπάντιου (μέρος Γ)
Συνέχεια από το δεύτερο μέρος
Σα να μην την έφταναν τα βάσανα, της ήταν γραφτό της Ζαχαρούλας να ζήσει αργότερα τόσο τον πόλεμο του σαράντα, όσο και τον εμφύλιο. Ησυχία δεν έβρισκε τούτος ο κοσμάκης και τούτος ο τόπος. Έμπαινε η φτώχεια απ’ το παραθύρι σκυφτή, έβγαινε ορθή και καμαρωτή απ’ την πόρτα, όπως γένονταν στα περσότερα σπίτια, αυτή είχε το τιμόνι, αυτή κυβερνούσε. Όλος ο λαός πάσκιζε να κρατηθεί στη ζωή, να σωθεί απ’ την πείνα, να πιαστεί από κάπου για να μην χάσει την ελπίδα. Ξεκληρίστηκαν τόσες οικογένειες, εκτελέσεις, αντίποινα, μα ήλεγαν ήταν για τη λευτεριά, για την τιμή της πατρίδας, και ήταν.
Με το τέλος του πολέμου κι όσο να ξεκουμπιστούν και να φύγουν οι Γερμανοί που μας φαρμάκωσαν, πλάκωσαν κείνες οι άλλες, οι μεγαλύτερες συμφορές. Μέχρι τα στερνά της η Ζαχαρούλα μολόγαγε πως άλλοι μας έβαλαν και φαγωθήκαμαν αναμεταξύ μας και γιόμισαν κουφάρια τα τσέπια για να κάνουν πανηγύρι τα τσακάλια κι οι τζέρμπες, «αυτός δεν ήταντος πόλεμος, αυτό ήταντο σφαγείο, μακελεύτηκαν τ’ άγουρα νιάτα, αδερφοφάι, η πιο μεγάλη ντροπή, από ποιους θα ξεσκλαβωνόμασταν κι έπρεπε να χυθεί τόσο αίμα ελληνικό, δεν το καταλάβαμαν ποτές… »
Το 1947 η κοπέλα της, η Χάιδω, ποδέθηκε αρβύλες, ζώστηκε φυσίγγια και μαζί με την Κατερίνα του Μπάντιου, απ’ τον Τσαμαντά που τις έμασαν και τις έμαθαν να κουμαντάρουν τα ντουφέκια, βγήκαν στο βουνό, μαχήτριες με τους αντάρτες. Τον Σταύρο, τον είχε πάρουν κι αυτό κοντά, κουβάλαγε τους τραυματίες.
Μια νύχτα είχε πάνε στο σπίτι της τρεις – τέσσερις λεβέντες, τη χτύπησαν, μετά της έβαλαν το πιστόλι στο κεφάλι, τη φοβέρισαν να μιλήσει, να τους πει για την κοπέλα της και το παιδί, αυτή δε γρώνιζε, «δεν ηξέρω, δεν ηξέρω», τους έλεγε, δεν την πίστευαν. Έκαμαν το σπίτι και μη χειρότερα, κάτι μάλλινες φανέλες που ήβραν και κάτι κάλτσες τις πήραν, «θα τους βρούμε, έγνοια σου, θα τους ξετρυπώσουμε εμείς, θα τις δώκουμε να τις φορέσουν πριν τους εκτελέσουμε, αποχοντριασμένη, σκύλα, βρώμα, παλιοκομμουνίστρια», είπε κάποιος αγριεμένα, και αφού την περιγέλασε κοροϊδευτικά την έφτυσε στο πρόσωπο. Μετά την έσυραν όξω στο δάσος, την έδεσαν με μια τριχιά στη ρίζα ενός τσέρου, άρχεψαν και πυροβολούσαν στον αέρα, της ήλεγαν «η άλλη σφαίρα θα είναιτη για το κεφάλι σου το ξερό».
Αυτή είχε μουδιάσει ολόκληρη, είχε χάσει τη μιλιά, δεν έβγαζε λέξη. Κάποια στιγμή ακούστηκαν φωνές, κάτι έγινε, την άφηκαν δεμένη, ξαφανίστηκαν. Τα κατάφερε λύθηκε μαναχή γύρισε στο σπίτι. Όλη τη νύχτα συλλογιούνταν τι νά ’κανε. Την άλλη μέρα, ήβρε άνθρωπο εμπιστοσύνης, «φεύγω ωρέ Γιάννο» , τού είπε, «τι να κάνω εδώγια, κομμουνίστρια δε γρωνίζω τι θα πει, μα τέτοια θα γένω, καμιά φορά σε κάνουν τέτοια κάτι λεβέντες με γαλόνια, αφού δε μ’ είπαν πούτκα, δεν αντρέπομαι», τ’ άφηκε κείνα τα λίγα πρόβατα πό ’χαν απομείκει, κίνησε με τα ποδάρια στη μπανταλιά. Στο δρόμο ρώταε όπου καταλάβαινε πως δεν είχε κίντυνο, «μην είδατε μια κοπέλα; μην ανταμώσατε ένα παιδί;»
Κοντά ένα μήνα έκαμε να τους βρει. Ρίχτηκαν στην αγκαλιά της, έκλαψαν, παρηγορήθηκαν, έκαμαν κουράγιο. «Δυο χρόνια, ούι δύσκολα, κιντυνεμένοι κοιμόμασταν όπου βρίσκαμαν, όπου νυχτώναμαν μάνα» έτσι της μολόησαν.
«Στις δασωμένες ρεματιές με τον ουρανό για σκέπασμα; Εκείγια, στα νοτισμένα φύλλα με τα θάμνα, τις βατιές και τα μαυρόπευκα παρέα. Στο χιόνι; Στο χιόνι με τρύπια χλαίνη. Στα φαράγγια με τη βροχή; Στα φαράγγια, μουσκεμένοι από πάνω μέχρι κάτω, κι όταν έπιανε το ξεροβόρι κοκάλωναν τα σκουτιά, κρουστάλλιαζαν, έτρεμαν τα τσιαούλια, μα δεν τό βάζαμαν κάτω. Ποδάρια και χέρια γδαρμένα, έφευγε φλέντζες το πετσί. Σκοτωμοί, μάχες, αδερφός τον αδερφό, ούτε στον πάτο της κόλασης τέτοια δε γένονται.»
Για ποιον πολέμαγαν, για ποιον χαντάκωναν τα νιάτα, δεν τό ’χε καταλάβει. Μπορεί και να μην είχαν απάντηση. «Τι σφαίρες κόκκινες εδώγια και τι σφαίρες μαύρες απέκει, το ίδιο σπέρνουν το θάνατο ωρέ γραμμένα μου, εδώγια όποιος πολεμά ανοίγει πρώτα το κιβούρι του, δεν έχει δόξα και τιμή τούτος ο αφορεσμός ωρέ γραμμένα, δεν έχει, το θέλημα της ζωής η αγάπη καμάρια, η αγάπη κι όχι το μίσος… » , αυτό ήβρε να τους πει.
«Έχει και καλές στιγμές μάνα», της είχε πει ο Σταύρος να την παρηγορήσει, «είναι κείνες οι νύχτες π’ ανάβουμε φωτιές, χορεύουμε πιασμένοι γύρω – γύρω, όλοι μαζί, παιδιά και κοπέλες, τραγουδούμε, ονειρευόμαστε, χαιρόμαστε μάνα, χαιρόμαστε, που μείναμε άνθρωποι, αδερφωμένοι κι όχι αδερφοδιώχτες, μάνα έλα κι εσύ δώθε απ’ το χαντάκι, έλα με τ’ εμάς κι ας είσαι μεγάλη, θα σε δεχτούν, το χαντάκι όλο και βαθαίνει, όλο και ζητά να καταπιεί κορμιά δίχως να ρωτά, αχόρταγο είναιτο το ρημάδι, αχόρταγο…»
Βρέθηκε η δόλια η Ζαχαρούλα κι ας ήταντη μεγάλη για κατήχηση δώθε απ’ το χαντάκι, στα χειρουργεία του Γράμμου. Δεν διάλεξε στρατόπεδο με τα φρονήματα, από δαύτα δεν ήξερε, διάλεξε να βρίσκεται εκεί που όριζε η καρδιά της μάνας, εκείγια που η ψυχή την πάγαινε. Την εκπαίδευσαν γρήγορα, σε δυο μήνες την αποκαλούσαν συντρόφισσα και αδελφή νοσοκόμα. Της όρισαν κανόνες, υποχρεώσεις, καθήκοντα, πότε αρέντευε σε σπηλιές και πότε σε μαντριά.
Αγάντα Ζαχαρούλα όπου ήταντη ανάγκη, καμιά φορά σε εγκαταλειμμένα ρημαγμένα σπίτια και σκοτεινά κατώγια. Βογγητά, δάκρυα, κατάρες, φάρμακα, γάζες, νυστέρια, κρυοπαγήματα, αίματα, κακοφορμισμένες πληγές ανοιχτές, κομμένα πόδια, τσακισμένα χέρια, ανοιγμένα κεφάλια, εγκαύματα, επιδέσμους, δεκανίκια, όλα τα είχε δει με τα μάτια της και το βάι και το παράπονο στον ουρανό αντάμα. Το πρώτο που σκέφτηκε σαν αντίκρυσε τόσους τραυματίες, «ποιος θεός είναιτος που γκαρδιώνεται να γλέπει σακατεμένους και σκοτωμένους πιότερο από τους ζωντανούς, ποιος είναιτος που θέλει ντουφέκια γιομάτα και κονάκια άδεια, για ο σκότεινος, ο σφάλιαρος, αν είναιτος ας έρθει να μού φανερωθεί και να μου ειπεί πως μας σπλαχνίστηκε, δεν είναιτος θεός…».
Εκείγια στα χειρουργεία του Γράμμου γρωνίστηκε με το Νάσιο, είχε βγει στο βουνό σπρωγμένος απ’ τ’ άδικο, την προδοσία, τις ληστείες, τους σκοτωμούς. Τη φαμελιά του την είχαν εκτελέσει οι Γερμανοί. Τον συμπάθησε, πονεμένος απ’ τη ζωή, ήλεγαν να σμίξουν όταν θα τέλειωνε ο χαλασμός για όσο τους έγραφε. Τον είχε φέρουν τραυματία, τον βόηθησε, στο μήνα απάνω γέρεψε, ξαναβγήκε στη μάχη. Τον αντάμωσε κάποιες φορές κρυφά στην ποταμιά, ξαναθυμήθηκε πως ήταντη εξόν από μάνα και γυναίκα. «Έχε τη γνώμη σου στην κοπέλα μου και στο παιδί», τον παρακάλαγε κι αυτός όσο μπορούσε τα προστάτευε. Όταν έπεσε ο Γράμμος, μετά τους βομβαρδισμούς που κατάκαψαν και τις πέτρες, – ούι τι φωτιές είχε ξεράσουν κείνα τ’ αερόπλανα-, είχε ρωτήσει για ταύτον. Από την κοπέλα της έμαθε πως είχε πηδήσει από την τσούκα του Χάρου, διακόσια μέτρα στο γκρεμό, «ήρωας μάνα, για να μην πέσει στα χέρια του εθνικού στρατού, ήρωας…» , το άκουγε μέρες και νύχτες πολλές στ’ αυτιά της, το άκουγε κι έκλαιγε βουβά από μέσα της, ό ίδιος που γένεται παράδειγμα και ήρωας για τη μια μεριά, γένονταν προδότης και συμμορίτης για την άλλη, τι να ειπείς και τι να μολοήσεις, κείνη τη ρημάδα την αλήθεια τη σκότωναν κι απ’ τις δυο πλευρές, στρατιώτες που μπορεί και να γνωρίζονταν αναμεταξύ τους, αυτοί που κάποτε μονιασμένοι πολέμησαν Ιταλούς και Γερμανούς…
Με την οπισθοχώρηση διάβηκαν στην Αλβανία, ευτυχώς μαζί με τη Χάιδω και τον Τσιάβο, ό, τι κι αν είχαν περάσει βρίσκονταν ακόμη ζωντανοί. Απέκει, μ’ ένα πλοίο φορτωμένο στάρι βγήκαν πρόσφυγες στην Τασκένδη. Τους έδωκαν ένα δωμάτιο και μια κουζίνα κοινή, ο Σταύρος μπήκε και δούλεψε σ’ εργοστάσιο πού ’φτιανε αεροπλάνα. Εκείγια γρώνισε τον Στράτο, γένηκαν φίλοι, κατόπιν στο χρόνο απάνω τον έκαμε γαμπρό, παντρεύτηκε τη Χάιδω, πήγε κι αυτή στην ίδια φάμπρικα, δούλεψε μαζί τους. Η Ζαχαρούλα πάγαινε μ’ άλλες γυναικούλες στα μπαμπάκια, έσπρωχναν τη ζωή, να ξαναπάρει μπρος. Γρωνίστηκαν μ’ άλλους Έλληνες, άντα βρίσκονταν μαζί, μιλούσαν για τον ξεριζωμό και τα βάσανά τους, «για θα φύγουμε, θά ’ρθει η ώρα, καλή πατρίδα, τον άλλο χρόνο Ελλάδα», τέτοια άκουγες στις συζητήσεις.
Το 1959, έρθαν πίσω, με μια βαλίτσα ο καθένας στο χέρι, δυο κούτσικες της Χάιδως που την κράταγαν απ’ τη φούστα, τη μια την φώναζαν Χαρίσα, την άλλη τη μικρότερη την είχε πουν Ρωξάνη και κείνη τη λαχτάρα που δεν κρύβονταν, βαριά στην καρδιά την κουβάλαγαν. Κείνη η κρασομηλιά πό ’χαν στην αυλή είχε ξεπεράσει το μπουχαρί στο ύψος. Φορτωμένη λουλούδια και μελίσσια, «τι θάμα να σε καρτερεί ένα δέντρο» θαύμασαν. Συμμάζεψαν το σπίτι, τ’ άσπρισαν, έκαμαν τη λάτρα του, τ’ άνοιξαν, έρθαν όσοι είχε γλιτώσουν, άλλοι μ’ αυγά, άλλοι με στάρι, άλλοι με ψια λάδι, ψια κρασί, έπιακαν τις κουβέντες από κείγια που τις είχαν αφήκει, ζμπόρισαν για τα καλά και τα κακά, έκλαψαν, μοιρολόγησαν, χόρτασαν αγκαλιές, γέλασαν, γιόρτασαν πιστρόφια. Έρθε κι ο Γιάννος που τού ’χε αφήκει τα πρόβατα, ούι χαρές πόκαμαν, ήφερε ένα τενεκέ τυρί, «αύριο, νά ’ρθεις να ξεκόψεις πενήντα από το κοπάδι, όποια θελήσεις να πάρεις, το γρέκι σου στέκει, δικά σου είναι τα».
Τον άλλο χρόνο ήβρε νύφη ο Σταύρος, την Καλλιόπη, την ήφερε απ’ τα χωριά του Πέρα Καλαμά, έκαμαν το γάμο. Το βιος λίγο, το σπίτι μικρό, στριμώχτηκαν εφτά νοματέοι σε δυο κάμαρες, γένηκαν οκτώ τον παράλλο χρόνο που έρθε κι η τσούπρα του Σταύρου, αυτή την ήλεγαν όπως τη βάβω, καμάρωνε τρεις αγγονιές η Ζαχαρούλα, καμάρωνε και για τ’ όνομά της, μια παραπάνω αδυναμία της είχε εκείνης της κούτσικης, τό ’γλεπε όμως προκοπή δε γένονταν ίτσιου για καέναν. Το σκέφτηκαν έτσι, το σκέφτηκαν κι αλλιώς, τα λογάριασαν όλα, τα ζύγισαν αλαφρά και βαριά, στο τέλος πήραν την απόφαση, τού ’δωκε την ευκή κι έφυγε με το Γιωρημπάντιο μετανάστης στη Γερμανία, χινόπωρο του 1962. Την πρόσκληση τους την είχε κάνει ο Τσιαβέκας απ’ την Πόβλα. Είχε κάνει και σ’ άλλους Ποβλιώτες, έφυγαν τότες κάμποσοι νοματέοι, ο Σπύρος του Γιαννηβασίλη, ο Τσέλης του Αντωνητσίτου, ο Κολιαγγελούδας, ο Λουψάτης, ο Λίλας, η Αγγέλω του Φωταντώνη, ο Σπυροφειδερόπουλος, ο Λεωνιδαγκίκας, ο Γληγορηβάβης, η Λευτέρω με το Ρούλια, το μισό χωριό ξενιτεύτηκε. Την παραμονή προτού φύγουν είχε μαζευτούν στην Πλάκα, στα Μπαντιάτικα, είχε ψήσουν ένα βετούλι, έφαγαν, έπιαν, έκαμαν πως είχε έρθουν στο κέφι έπιακαν το τραγούδι:
Αλησμονώ και χαίρομαι θυμούμαι και λυπιούμαι
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
Βάλε μάνα και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι.
με πόνους βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει,
και με βαρύ αναστεναγμό, βάνει φωτιά στο φούρο.
– Άργησε, φούρε, να καείς και συ ψωμί να γένεις,
για να περάσει ο κυρατζής κι ο γιος μου ν’ απομείνει.
Αχ κι ο κυρατζής επέρασε, στην πλάκα στο πηγάδι
και των παιδιών εφώναξε και των παιδιών φωνάζει.
Άιντε παιδιά να φύγουμε.
Τον πρώτο καιρό ήλεγε της ξεριζώνονταν τα σπλάχνα, όταν στο μυαλό της έβαζε κείνες τις στιγμές τ’ αποχωρισμού. Μετά το συνήθισε, σάματις ήταντη αυτή μάναχα, είχε κι άλλες πολλές πού ’χε φαρμακωθούν, μα πώς να γένονταν. Καμιά φορά συλλογίζονταν μην ήταν καλύτερα να πάγαινε σε άλλη χώρα το παιδί, την πλάνταζε ο φόβος, σκιάζονταν, «Γερμανοί δεν ήταντοι που έρθαν και μας έκαναν τόσα και τόσα μαρτύρια το σαράντα, αυτοί πό ’βαζαν ανθρώπους στους φούρνους και τους έκαιγαν, ούι, ούι, πώς γένεται τώρε και μας θέλουν για καλό μω φούλα;» , ζήταε τη γνώμη της Αλέξως, της μάνας του Γιώρη, μα κι αυτή η έρμη τα ίδια σκέπτονταν, παρακάλαγε να τους φυλάξει ο θεουλάκης, «έτσι ήταν το γραμμένο», έλεγε και με την άκρη της ποδιάς σκούπιζε τα μάτια της που γέμιζαν δάκρυα.
Ένα μήνα μετά, είχε φτάκει το πρώτο γράμμα, σχεδόν τα ίδια έγραφαν κι οι δυο. Μολόγαγαν όλα καλά στο Ανόβερο, τους είχαν δώκει σπίτι να μείκουν, είχαν ζεστασιά, τσέργα δε χρειγιάζονταν, από φαγητό πολύ δίχως να το πλερώνουν, όξω έβγαιναν λεύτεροι μ’ αφοβιά, ντύνονταν καλά, πάγαιναν και σε μια «γκαστέτα», μαγερειό δηλαδή, εκείγια έσμιγαν πολλοί Έλληνες. Στις τελευταίες γραμμές διευκρίνιζαν, «αν σας ρωτάνε που είμαστε, να λέτε δουλεύουν σε «τσιγκελάι», πάει να πει φτιάνουμε τούβλα». Είχαν και φωτογραφίες, φαίνονταν καλά, ήταντοι και μαζί, παρηγορήθηκαν οι γυναικούλες.
Έστελνε ο Σταύρος επιταγή, πορεύονταν, με τον καιρό πρόσθεσαν κι ένα δωμάτιο ακόμη στο σπίτι, άλλαξαν τη σκεπή έβαλαν κεραμίδια, έφτιακαν πόρτες και παραθύρια καινούργια, μα η ξενιτιά έχει καημό, τ’ αντρόγυνα χωρίζονται και καμιά φορά δεν αργεί ο διάγουλος να μπει στη μέση. Στα πέντε χρόνια, όταν έρθε πίσω με την άδεια του, «να φτιάκεις τα χαρτιά της γυναικός σου, να την πάρεις κοντά την Καλλιόπη και την κοπέλα, να ’χεις τη φαμίλια σου μαζεμένη, να γλέπεστε ωρέ καμάρι, μάτια που δε γλέπονται γρήγορα λησμονιούνται», τον είχε συμβουλέψει η Ζαχαρούλα και την άκουσε.
Έρχονταν, κάθε χρόνο τον Αύγουστο γιόμιζε το σπίτι φωνές και χαρές. Κείνη η μικρή, κόλλαγε στην αγκαλιά της Ζαχαρούλας κι όταν ήταν να φύγουν στύλωναν τα μάτια η μια στην άλλη, μάχονταν κι οι δυο να νικήσουν τον αποχωρισμό, «άε στο καλό, καμάρι τση βάβως, άε κοπελίτσα μου γραμμένη, θα σού στέλνω με τα σύγνεφα χαιρετίματα, θά ’ρχονται αυτά με τη βροχή, κι άντα θα κρένεις ελληνικά στην ξένη χώρα, θα καταλαβαίνεις πως οι λέξεις ζωντανεύουν κείνα που ζούμε, τις στιγμές, τις εικόνες, τον τόπο, τους ανθρώπους, οι λέξεις καμιά φορά αγιάζουν στα χείλη, κοπελίτσα μου», πάγαινε το δάκρυ κορόμηλο.
Αβγάτισε τα πρόβατα ο Στράτος, έκαμε μελίσσια, φύτεψε αμπέλι, έβαζαν κηπικά με τη Χάιδω σε τρεις μεριές, έσπερναν στάρια στην Ταβέρα, καλαμπόκια στην Καμίτσιανη, γένηκαν νοικοκυραίοι, σιγά – σιγά έχτισαν σπίτι δικό τους, προσήλιο, μεγαλύτερο και καλύτερο, βόηθησε κι ο Σταύρος.
Είχε αποκτήσει καθρέφτη η Ζαχαρούλα, ένα μεγάλο με κορνίζα, τον είχε κρεμάσουν στον τοίχο πλάι στο τζάκι. Κοίταζε τον εαυτό της, πότε έκλαιε, πότε γέλαγε, καμιά φορά έβγαζε το μαύρο τσεμπέρι άφηνε τα μαλλιά να πέφτουν λυτά στους ώμους, βυθίζονταν σε λογισμούς, «ε ωρή Ζαχαρούλα, Ζαχαρούλα, απάλεψες και τι δεν απάλεψες, τά ’δες όλα να γκρεμίζονται, φτώχεια, θανατικά, αρρώστιες, πολέμους, μα τα κατάφερες δόλια, πρόφτακες μια στάλα να γευτείς απ’ τη χαρά της ζωής, πρόφτακες, εδώγια τελειώνει ο παλιός σου κόσμος κι αρχίζει ο καινούργιος, έζησες ωρή Ζαχαρούλα, παντρεύεις αγγονιές σε λίγο…»
Κι έζησε και είδε τις αγγονιές πρώτα να ξεσκολίζουν, μετά να μαθαίνουν τέχνη, κι απέκει να παντρεύονται, η Χαρίσα στο Φιλιάτι, η Ρωξάνη στη Γουμενίτσα. Στους γάμους των κοπελών, η Καλλιόπη της είχε φέρει ταγέρ, παπούτσια λουστρίνια, ασορτί τσάντα και μαντήλι πέρπερο. Χάρηκε που τη σκέπτονταν η νύφη της, πονετική και καλή, αυτή δούλευε σε άλλο εργοστάσιο, εκείγια πό ’φτιαναν μπύρες, έπαιρνε δικούς της παράδες, έβαζε κάμποσους στο ταμιευτήριο, ήθελε ν’ αγοράσει σπίτι στα Γιάννινα, «θα γυρίσουμε μάνα, θα γυρίσουμε, να τακτοποιήσουμε πρώτα την κοπέλα, εσύ να καρτερείς», κάθε φορά η ίδια υπόσχεση, και καρτέραγε…
Στο γάμο της Ρωξάνης το 1973 της είχε πουν να την πάρουν μαζί τους στη Γερμανία, νά ’γλεπε κόσμο, θα την ξανάφερναν πίσω την επόμενη χρονιά, δεν θέλησε ούτε τότες, ούτε και ποτές άλλοτε όσο κι αν την παρακάλαγαν. «Να ’χετε από τ’ εμένα την ευκή, δεν έρχομαι, ωρέ γραμμένα, δεν μπορώ, για μό ’ρθαν τα χρόνια, βάρυνα, να πεθάνω εδώγια, εσείς να ’στε καλά και να ματάρθετε», αυτή, «τον Αύγουστο μάνα, πάλε εδώγια θά ’μαστε», εκείνοι.
Είχε αποκτήσει δισέγγονα, δυο, παιδιά, ένα από κάθε αγγονιά. Άντα έρθαν για τα βαφτίσια, με κούρσα δική τους από το Ανόβερο, μετά από δυο μέρες, είχε γυρέψουν ν’ αγοράσουν σπίτι και μαγαζί στα Γιάννινα. Είχαν κάτι οικονομίες, να μην πάγαιναν χαμένες. Τα κατάφεραν, ήβραν κάτω προς τη λίμνη, κανόνισαν με τον άνθρωπο που τα πούλαγε, έδωκαν τους παράδες πό ’θελε, «καλορίζικα» , ευχήθηκε, έδωκαν τα χέρια, έκαμαν τα συμβόλαια.
Την είχε πάρουν μαζί τους. Τήραε τη λίμνη, μια έπεφτε το γλέμμα στην κορφή του μιναρέ στο τζαμί και μια στον τρούλο τσ’ εκκλησιάς, «δοξασμένος να ’σαι όποιος κι αν είσαι, μου πήρες, μό ’δωκες, εσύ ’σαι ο αφέντης, τώρε άφηκέ μου τα, νά ’χω ψια φως στα μάτια να καμαρώνω τα κουνάρια μου, α, και κάτι ακόμη, αν ακούς φέρε πίσω τη φαμίλια του Σταύρου, σώνει η ξενιτιά, κάθε που φεύγουν δεν αδειάζει μάναχα το σπίτι, αδειάζει η καρδιά μου» , παρακαλεστικά στην αρχή και μετά με φοβέρα. «Κούς ωρέ; Κούγω να λες.» Όλο το νερό της λίμνης μαζώχτηκε άξαφνα στα μάτια της.
Η αγγονιά, η Ζαχαρούλα τό ’χε πολύ με τα γράμματα. Αυτοί οι μεροκαματιάρηδες οι γονέοι, δεν της χάλασαν ποτέ χατίρι, δεν είχαν κι άλλη, δεν έκαμαν, την έστειλαν στο Πανεπιστήμιο, τέλειωσε μ’ άριστα, πήρε το χαρτί, διορίστηκε εκείγια δασκάλα. Δαγκώθηκε η Ζαχαρούλα όταν τό ’μαθε.
«Τώρε που διορίστηκε, δεν τους γλέπω να γυρίζουν πίσω», έλεγε το φόβο της στη Χάιδω κι αυτή της έδινε κουράγιο «μη λες έτσι μωρή μάνα, η Καλλιόπη λέει πως θά ’ρθουν, τούτο τον χρόνο, τον άλλο, θα φανερωθούν, τώρε έχουν σπίτι, τ’ αστόχησες ντιπ…»
Ένα τοίχο γιομάτο φωτογραφίες είχε, παιδιά και κοπέλες, αγγόνια και δισέγγονα, την τήραγαν μα δεν της έκρεναν, κι όσο πιο πολύ στέκονταν μπροστά τους τόσο περσότερο σφούγγιζε τα δάκρυα.
Είχε φτάκει τα ογδόντα, πού την έχανες, πού την ήβρισκες, ολοένα στο ποτάμι, μέρα παρά μέρα ζαλωμένη τη βαρέλα έφτανε στην Καμίτσιανη, πότε μια καραμελωτή κουβέρτα, πότε ένα κιλίμι, μια κουρελού, μια βελέντζα, για πρόσχημα, έτσι ήθελε, να τηράει στο νερό τα ησκιώματα και να πιάνει κουβέντα μαζί τους. Μια φορά, αφού καρτέρεσε και είδε τη βαβουλέτσω της τη Χαρίσα, πώς της φάνηκε πως ήταντη μεσόκοπη κι όχι ντιπ γριά, και σαν κάποιο παιδί να κρατούσε απ’ το χέρι, κάπου τό ’χε ξαναδεί, από κάπου το θυμόταν. Μέρες πολλές, έσπαινε το μυαλό της, έπιανε με τη σειρά όλα όσα είχε ζήσει, σκέπτονταν ονόματα, κάτι, κάποιον είχε ξαστοχήσει, μα δεν τό μολόγαγε, από φόβο μη της έλεγαν πως ζουρλάθηκε. Διάβαινε η ζωή με τις μικρές και τις μεγάλες ώρες, αρέντευε κι αυτή πίσω της, μάζευε το κουβάρι με τα χρόνια, για όπου έφτανε κι όσο της είχε.
Αύγουστος μήνας, θά ’ρχονταν ο Σταύρος με τη φαμίλια του. Είχε κλείσει είκοσι χρόνια στο Ανόβερο. Έρθε με την κούρσα μαναχός. Σαν τον είδε στην αυλή, χολεύτηκε η Ζαχαρούλα, πήγε να της έρθει κόλπος. «Πριν τον καλωσορίσει, πού είναι η γυναίκα σου κι η κοπέλα μωρέ άγουρο, τι τους έκαμες και δεν έρθαταν μαζί;», τον έπιακε απ’ τα μούτρα, κι αυτός ατάραχος «σύχασε δολιομάνα κι ετοιμάσου να φύγουμε». «Δεν έχω δρόμο για πουθενά, έρθες να με πάρεις, δεν έρχομαι, δεν φεύγω, εδώγια θα μείκω, τα είπαμαν και πέρσι, και πρόπερσι, ολοένα τα ίδια θα λέμε» , αυτή, στύλωσε τα ποδάρια στο καλντερίμι, τον έκανε και γέλαγε με το πείσμα της.
Πλησίασε, την αγκάλιασε, «ω μάνα, έλα να δώκεις την ευκή στη Ζαχαρούλα, έχουμε γάμο και κάτι άλλο μαζί, μάνα στη Θεσσαλονίκη θα γένει, έλα σύρε ετοιμάσου, δίχως εσένα δε γένεται, στο κρατάγαμαν έκπληξη, το θέλησε η τσούπρα, σχώρα με, σ’ έκανα να συγχυστείς». Τον κράταγε στην αγκαλιά της κι έτρεμε, από χαρά, από συγκίνηση, από το ξάφνιασμα, ήθελε να το φωνάξει, ν’ ακούσουν όλα τα Μουργκανοχώρια πως η ζωή ακόμη της χρωστούσε χαρές, «ναι ωρέ άγουρε, τί μού κάμες, μού κόπηκαν τα γόνατα, άε λεβέντη μου να ζήσουν σαν τα ψηλά βουνά και νά ’ναιτα απίκραντα, να θέλει η ζωή όταν φωτάει η αγάπη…»
Με το τραγούδι κίνησαν και μπήκαν στο δρόμο την άλλη μέρα το πρωί, μα πολλά τα χιλιόμετρα, πολλές κι οι στροφές, ζαλίστηκε, έγειρε λίγο το κεφάλι το πήρε ύπνο στο κάθισμα, και σάματις ήγλεπε είνορο, πότε χειρονομούσε, πότε γελούσε, πότε μάζευε τα φρύδια, πότε κούναγε τα ποδάρια λες κι έσερνε το χορό. Προτού φτάσουν, σταμάτησε ο Σταύρος και την ξύπνησε να πιούν ένα καφέ. «Ω μάνα» της είπε «παραμίλαγες στον ύπνο, μελέταγες κι ένα όνομα, Κασσιανή ήλεγες και ξανάλεγες, Κασσιανή».
Ανασήκωσε τους ώμους, απλά με φυσικότητα, «είνορο, δε το θυμιέμαι, γέρασα καμάρι» , κι ύστερα το πρόσωπό της φωτίστηκε, έλαμψε, μια παράξενη δύναμη θαρρείς ψύχωσε τα κουρασμένα της μάτια. Πέρασαν πολύ γρήγορα οι εικόνες από τη γειτονιά της στο Δοξάτο της Δράμας, σε μια αστραπή ξαναζωντάνεψαν οι αυλές, τα περιβόλια, οι φωνές, η Χαρίσα πέρναγε κλωστές στον αργαλειό με την καλή της γειτόνισσα, τη φιλενάδα της, αυτή ήταν η Κασσιανή πό ’χε έρθει απ’ τη Θράκη το 1906 άντα τους μακέλευαν κι αυτούς, μα και πάλι, δεν ήταν μόνο αυτές οι δυο γυναίκες, όχι, όχι, ήταν κι ένα παιδί που κάθονταν ντροπαλό στο πεζούλι στη βρύση, είχε μια φλογέρα καλαμένια κι έπαιζε, κι αυτή κοπελίτσα μικρή μ’ ένα μακρύ φουστανάκι χόρευε, χόρευε, χόρευε, κι όλο στριφογύριζε και του χαμογελούσε, κι όταν κουράζονταν, τού ’ριχνε ένα γλέμμα στα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια κι αυτό τα χαμήλωνε στη γη και σταμάταγε να παίζει… Αυτό ήταν το παιδί που κρατούσε απ’ το χέρι η Χαρίσα όταν περνούσαν τα ησκιώματα απ’ το νερό του ποταμού, ο Αλεξαντρής, η μάνα του είχε πεθάνει στη γέννα, ο πατέρας του είχε χαθεί στο Μακεδονικό Αγώνα, η Κασσιανή η βάβω του τον είχε κουναρημένο, τη θυμήθηκε να τραγουδάει:
«Του Μαργούδι κι η Αλεξαντρής
βγαίνουν στην αυλή κρυφά κρυφά.
Τσ’ είδ’ η γειτουνιά και πουσπουρίζ’
τσ’ είδ’ η μάνα της κι μουρμουρίζ’.
Σ’ είπα βρε Μαργούδι μ’ να μη βγαίν’ς
έξω στην αυλή κρυφά κρυφά.
Άμα θέλεις μάνα, δείρε με,
πάλι εγώ θα βγαίνω στην αυλή
για να βλέπω τον Αλεξαντρή.»
Έπιε μια γουλιά νερό, είχαν στεγνώσει τα χείλη της. Μια λαχτάρα φούσκωνε μέσα της σαν σπόρος στο χώμα, ποιος νά ’ξερε αν είχε γλιτώσουν κι αυτοί, τότε με τη σφαγή στο Δοξάτο, δεν τους είχε δουν φεύγοντας. Βόγκηξε κρυφά η καρδιά μέσα της με τις μνήμες που σκάλιζε, έτοιμη να ραγίσει, μα συλλογίστηκε τη χαρά που της είχε στήσει καρτέρι, πήρε μια ανάσα, «πούθε είναι γιέ μου ο γαμπρός, αστόχησα και δε σε ρώτησα».
«Μεγάλωσε στη Γερμανία, η μάνα του είναιτη απ’ την Κρήτη, ο πατέρας του απέδω, απ’ τη Θεσσαλονίκη, τώρε γύρισαν όλοι πίσω, πήρε την καπναποθήκη του πάππου του κι άνοιξε μαγαζί με υφάσματα.»
«Πώς τον λένε καμάρι;»
«Αλεξαντρή μάνα, Αλεξαντρή, έτσι τον φωνάζει η Ζαχαρούλα»
«Ε ωρέ λεβέντη μου, πώς τα γράφει έτσι η ζωή…», σιγοψιθύρισε κι ύστερα στο καταστάλαμα της σκέψης:
«Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη, κοίτα με, κοίτα.
Κοίτα με κοίτα πρώτη μου αγάπη
σήμερα είμαι εδώ…»
Έφτακαν βασιλέματα ήλιου, στο σπίτι ήβραν την Καλλιόπη στη βεράντα, «ω μάνα, καλομάνα και μανούλα γραμμένη, καλώς έρθες», την υποδέχτηκε στο σπίτι της κοπελώς. Την άλλη μέρα Σάββατο έρθε και το ψίκι της νύφης απ’ την Ήπειρο, οκτώ κούρσες, μια η Χάιδω με το Στράτο, δυο οι κοπέλες τους με τις φαμίλιες και πέντε από το σόι της Καλλιόπης, λάλαγαν τα κλαρίνα ως το ξημέρωμα, μα τη νύφη δεν την είχε δουν. Κάθε που ρώταγε η Ζαχαρούλα, «θα την δούμε όλοι μαζί στην εκκλησιά, μη σκας», της απάνταγαν.
Κι έρθε η ώρα η καλή και η ευλογημένη. Γελούμενος ο ουρανός, ο Σταύρος της φαίνονταν αψηλός και περήφανος σαν άγγελος αρχιστράτηγος, η Καλλιόπη, αχάλαστη ρίζα, μαύλιζε τις Μοίρες με ροδόνερο. Νίφτηκε με μοσχοσάπουνο, ντύθηκε τα καινούργια σκουτιά, ποδέθηκε, χτενίστηκε, έβαλε το μαντίλι, έτριψε με κολόνια τα χέρια και ψια το λαιμό, την πήραν αγκαζέ οι αγγονιές, ζερβά η Χαρίσα, «Καίκνως» ήλεγε κι έκλεινε το μάτι πονηρά, δεξιά η Ρωξάνη «Ώβυς» , την πείραζε, έφτακαν με τα ποδάρια στον άι Δημήτρη, καμάρωνε αυτή, κι από όπου περνούσαν όλους τους ακριβοχαιρέταγε σάματις συγγενείς.
Είναι κάποιες φορές, που η ζωή θαρρείς δε βιάζεται, σέρνει σαν πάπια τα ποδάρια, κοντοστέκεται να προλάβει, το φέρνει από εδώ, το φέρνει από εκεί, παίρνει το σφουγγάρι τραβάει μια στο μαυροπίνακα σβήνει βερεσέδια κι έξοδα, ανοίγει το τεφτέρι διορθώνει, γράφει κι ας είναι στα ξωκέντια όλες μαζί τις χαρές που ξέχασε, ή την εμπόδισαν να μοιράσει.
Είναι κάποιες φορές, που η ζωή φοράει άσπρο νυφικό, ανεμίζουν οι νταντέλες, σέρνει πρώτη το χορό, σε κυκλώνει από παντού, δεν το πιστεύεις, σού κλείνει το μάτι, σκύβει, σου λέει ψιθυριστά στ’ αυτί πως και με τα λάθη της, και με τα πάθη της, η αγάπη είναι πεπρωμένο. «Καίκνως» , ξεκάθαρα…
Είναι κάποιες φορές, που η ζωή μυρίζει κρασομηλιά ολάνθιστη, σε παίρνει απ’ το χέρι, το νιώθεις, άγγιγμα απαλό, βελούδο, αφή μωρουδιακή, σε κρατά σφιχτά, για να σε περάσει απέναντι, εκεί που λένε τραγούδια.
«Ποια είναιτη τούτη η γραμμένη κοπελίτσα, π’ όλο γελά και ταχταρίζει, και μού κουνάει τα χερόπουλα» , ρώταγε, μα πιο φανερή δεν μπορούσε να έχει απάντηση από τα μάτια τα ίδια με της Ζαχαρούλας. «Ούι, ούι, να σκάσω», άρχεψε τις ευκές με το σακί, «όσα πλατανόφυλλα πέφτουν το χινόπωρο, τόσα τυχερά, αψηλό το σπουδαστήρι κι ασημένιο τ’ αργαστήρι, όσα άστρα ο ουρανός τόσες καλές μέρες, όσο φέγγει ο ήλιος να φέγγει κι η αγάπη και να κλώθει η ζωή ως τον πάτο χαρές…»
Τήραε τον γαμπρό εξεταστικά. Κοκκίνιζε ο ήλιος πάνω στα μάγουλά του έτσι όπως περνούσε από τα χρωματιστά τζάμια, όμορφος και περίσσια ντροπαλός κι εκείνη η φωτερή αχνάδα απάνω στο μελαχρινό δέρμα, ωρέ άγγελος είναιτος, άγγελος. Έκαμε δυο βήματα έρθε πιο κοντά, τον ξανατήραξε, με την άκρη του ματιού του, της έριξε κι αυτός ένα βλέφαρο. Λογάριαζε πως αν ήταντος πιο μικρός, ίδιος ο Αλεξαντρής της θύμησής της θα ήταντος. «Άε ξεμωράθηκες Ζαχαρούλα, άε χαντακωμένη Ζαχαρούλα, αποχοντριασμάρες και σιούτες απ’ το σωρό, άε καημένη μεγάλη γυναίκα δεν αντρέπεσαι» μάλωσε τον εαυτό της, μα δεν τό ’βαζε και κάτω.
Έγινε ο γάμος, πέταξαν ρύζι να ριζώσουν, λουλούδια ν’ ανθίσουν και κουφέτα νά ’χει γλύκα η ζωή. Άντα έφτακε η ώρα να τους φιλήσει τα στέφανα, έβγαλε η Ζαχαρούλα απ’ το χέρι της το δαχτυλίδι τής Λιόνας, το χάρισε στην αγγονιά, τη νυφούλα, να τό ’χει φυλαχτό.
Ήφεραν την κολυμπήθρα να γένει κι η βάφτιση. Η Ζαχαρούλα πρόλαβε να καθρεφτιστεί στο νερό, είδε τον εαυτό της όμορφο με το μπλάβο ταγιέρ, δώρο όπως πάντα της Καλλιόπης, χτύπαγε η καρδιά της μα από τη διπλή χαρά, ούτε το χάπι για την καρδιά θέλησε ούτε τίποτις άλλο, ένιωσε ανακούφιση. Έκανε να στρέψει το κεφάλι της στο θόλο, ν’ αναζητήσει τον Χριστό, να ψελλίσει ένα ευχαριστώ, μα πριν προλάβει ένας ίσκιος πρόσεξε να χάνεται πίσω από την πλάτη της. Οι μυρωδιές των λουλουδιών, ο καπνός από το λιβάνι, όσα σκέφτονταν, της έφεραν μια παράξενη αναστάτωση.
«Βαφτίζεται η δούλη του Θεού Κασσιανή», ακούστηκε ο παπάς.
Στης μέλισσας το φτερό τα βλέφαρά της σφάλισαν κι άνοιξαν. Έπειτα μείναν ορθάνοιχτα, τα μάτια προσηλωμένα πάνω σ’ έναν άντρα λίγο μεγαλύτερό της, είχε και γιασεμί στο πέτο. Το χαμόγελό του, το κατάλαβε, απευθυνόταν μόνο σ’ εκείνη. Το πράμα ήρθε μοναχό του, έτσι απλά σα νά ’τανε γραφτό. Απόσωνε ο παπάς τα λόγια του, ο ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα, ένας ήλιος φεγγερός βασιλιάτορας, οι παλιές λέξεις ερέθισαν απελπιστικά τα χείλη της, στην αρχή τα λόγια τα επιθυμητά ακούστηκαν ακατάληπτα μέσα στο λυγμό, σάστισε ο κόσμος, «ω μάνα, μάνα», τ’ άκουγε μαρμαρωμένη, η λογική, μια σιδερένια πανοπλία στην αδύναμη ψυχή της βάραινε, μπέρδευε κείνα που ήθελε να πει, «Ζαχαρούλα μ’» της έδωκε το θάρρος που γύρευε, «ε ωρέ Αλεξαντρή, τα χείλη έπρεπε νά ’χουν μια ζωή μόνο δική τους, να μολογούν και να τραγουδούν ωρέ Αλεξαντρή, να τραγουδούν:
Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη, κοίτα με, κοίτα.
Κοίτα με, κοίτα πρώτη μου αγάπη
σήμερα είμαι εδώ.
Σήμερα είμαι εδώ αγάπη, σήμερα είμαι εδώ.
Σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι
θα πάω στην Πόλ’.
Θα πάω στην Πόλη αγάπη, θα πάω στην Πόλ’.
Θα πάω στην Πόλη πρώτη μου αγάπη,
τι να σου φέρω.
Φέρε μου γλυκιά μου αγάπη, φέρε μου να πιω.
Φέρε μου, φέρε πικρό φαρμάκι.
να φαρμακωθώ.
Να φαρμακωθώ πρώτη μου αγάπη, για να χαίρονται
Δικοί σου φίλοι, πρώτη μου αγάπη, δικοί μου εχθροί.
Κέρκυρα 22 Απρίλη 2022
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου
Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου
Η Χαρούλα Βερίγου – Μπάντιου, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου) γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962. Μεγάλωσε στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Κέρκυρας. Εργάστηκε στον Ξενοδοχειακό Τομέα, καθώς και στις Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης ως Διοικητικός Υπάλληλος. Την γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Πιστεύει στην αγάπη. Συνεργάζεται με τα Διαδικτυακά Περιοδικά, Ποιείν, Fractal, Ατέχνως κ.α. Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους: Νίκο Ανδρουλάκη, Γιώργη Κοντογιάννη, Ανδρέα Ζιάκα, Γιάννη Νικολάου, Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και Θοδωρή Καστρινό.
Η μέχρι τώρα εργογραφία της περιλαμβάνει τα βιβλία:
– Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2023, Αθήνα
– Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2021, Αθήνα
– Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2020, Αθήνα
– Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Νοέμβριος 2019, Αθήνα
– Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Εκδόσεις: Φίλντισι, Σεπτέμβριος 2018, Αθήνα
– Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Φεβρουάριος 2018, Αθήνα
– Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Μάιος 2017, Αθήνα
– Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις: Φίλντισι, Ιούνιος 2015, Αθήνα
– Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
– Γράμματα της ποίησης, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: Ατέχνως, 2020, Αθήνα
– Μονόλογοι, Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις: το βιβλίο, 2017, Αθήνα
– Λογοτεχνικά Μονοπάτια, Εκδόσεις: Όστρια, 2022, Αθήνα
– Λογοτεχνικό Ολόγραμμα 1, Έκδοση της Εταιρείας Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού, Τυπογραφείο Γιώργου Κωστόπουλου, Δεκέμβριος 2022, Αθήνα