Χρόνος ανάγνωσης περίπου:3 λεπτά

Το ζόρε του Μιχαλιού | του Νίκου Λουκαδάκη


-Δάσκαλε, ίντα λογάται δα, θα το πέψομαι το Μιχαλιό στο Γυμνάσιο του χρόνου;

-Γρηγόρη, ο γιος σου δεν έχει όρεξη για γράμματα, με το ζόρι τον πέρασα στην Έκτη. Μην ελπίζεις για Γυμνάσιο, εκτός αν έγινε κανένα θαύμα το καλοκαίρι.

-Να τονε ζορίσεις οφέτος, παίζε του και κιαμιά με τη βέργα να στρώσει.

-Μωρέ αυτός δεν στρώνει, αν του σπάσω απάνω του και χίλιες βέργες. Ο νους του είναι στα πρόβατα μόνο χώνεψέ το Γρηγόρη. Ασ’ τον να βγάλει το Δημοτικό και φτάνει.

-Δάσκαλε, εγώ το κοπέλι μου δεν το θέλω στσι ξωριές. Θέλω να γενεί άθρωπος, να σπουδάξει, να φύγει απ’ τσι βουτσές των οζώ. Τα χαΐρια τα δικά μου δεν τα θωρείς;

-Εσύ Γρηγόρη μπορεί να θέλεις και μπράβο σου, μα ο Μιχάλης δεν είναι για σπουδές. Όχι δηλαδή πως δεν έχει μυαλό, μα αυτός αγαπάει τα πρόβατα και την εξοχή. Όταν μιλάει για τη μάντρα σας, λάμπουν τα μάτια του. Να, σήμερα, πρώτη μέρα του σχολείου, τον άκουσα και μιλούσε στους συμμαθητές του για μια «Μπαλωματσάτη» και μια «Κουτσαύτα», προφανώς κάποια από τα ζώα σας.

-Ναι, δυο αίγες είναι που έχουνε οι παντέρμες ανεκολληθεί απάνω ντου και του κλουθούνε σαν τα κουλούκια.

-Για αυτό σου λέω, εκεί είναι η χαρά του Μιχάλη. Άσε τον λοιπόν ήσυχο.

-Δάσκαλε, αυτός θαρρεί πως η βοσκική είναι παιγνίδι. Κάτσε συ κι από σήμερο κιόλας θα του δείξω εγώ ίντα θα πει βοσκός. Θα τονε κάμω εγώ να παρακαλεί για γράμματα.

Σαν εσκόλασε το Μιχαλιό, πρώτη μέρα δα μόνο αγιασμό εκάμανε και μολάρανε, τονε θωρεί ο κύρης του και του λέει: «Άντε δα Μιχάλη, ποσάσου, γιατί έχομε δουλειά. Επέσανε οι δίχτες στσι Τρύπες και θα πάμε να τσοι σάσομε. Στον αμαξωτό έχω αφημένους δυο δίχτες αγγίνιους, θα τσοι πάρομε να τσοι ανεβάσομε σιγά-σιγά».

Σαν εφτάσανε στον αμαξωτό λέει ο Γρηγόρης του κοπελιού:

-Άντε δα Μιχαλιό, ντάκαρε να τσοι ανεβάζεις κι εγώ θα πάω στα οζά. Άμα τελειώσεις παίξε μια σφύρα να ‘ρθω να τσοι σάσω να μην μολέρνουν οι αίγες και κάμουνε κιαμιά ζημιά.

-Αμοναχός θα τσοι σηκώσω; Αυτοί είναι θεόβαροι!

-Αμοναχός. Ίντα λογιώς βοσκός είσαι; Οι βοσκοί αμοναχοί ντος κάνουνε τσοι δουλειές.

Μαντρίζοντας πριν δεκαετίες στον Ψηλορείτη.

Δεν εμίλησε το κοπέλι μόνο ντάκαρε να σέρνει με ζόρε το δίχτυ κι εθώριε τη διαδρομή που τονε περίμενε αναστενάζοντας. Επερνούσε η ώρα κι ο Μιχάλης εκατάφερε με χίλια βάσανα να πάει τον ένα δίχτυ κι ήτονε καταμεσήμερο. ‘Ηπαιζε σφυρές του κυρού ντου μα πράμα. Ίντα να κάνει, ήσυρε και τον άλλο δίχτυ με τα χέρια κορμιασμένα από την κούραση, ίσαμε που ήτονε γοργό να βασιλέψει ο ήλιος. Ολόδρωτος και ξεψυχισμένος έκατσε σε μια πέτρα να περιμένει τον κύρη ντου που έκεινα την ώρα έφτανε:

-Ε, γιε μου, εντάξει με τσοι δίχτες;

-Έπαε με παραίτησες ολημερίς κι εξεγλωσσίστηκα. Νηστικός, καταφρονεμένος, εκατήντησα να ποθάνω. Να δω πως θα ξυπνήσω την ταχινή να πάω στο σκολειό.

-Πράμα δεν παθαίνεις. Εδά θα σκάσεις για το σκολειό. Αύριο έχομε άλλη δουλειά. Να κουβαλήσομε πέτρες απ’ τον Νεραϊδόλακκο να σάσομε τσοι τράφους στη μάντρα μας.

-Ναι, ίδια ‘τσα. Εγώ είμαι μικιό κοπέλι, δεν μπορώ.

-Ανε θες να γενείς βοσκός, πρέπει να ξεχάσεις τα κοπελίστικα.

-Και ποιος σου ‘πε πως θέλω να γενώ βοσκός;

-Ντα αφού δε τα θες λέει τα γράμματα. Έτσα μου ‘πενε ο δάσκαλος. Στρώσου λοιπόν γιατί έχομε πολύ ζόρε από εδά κι ύστερα με τα οζά.

-Ο δάσκαλος δε κατέχει ίντα του γίνεται. Εγώ έχω διαβάσματα, μόνο να με παραιτήσεις. Δεν θέλω εγώ βοσκικές.

-Ξα σου γιε μου. Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί. Από έκειε είναι τα γράμματα κι από έπαε είναι η βοσκική. Ό, τι θες διάλεξε.

Λουκαδάκης Νίκος


Νίκος Λουκαδάκης

Ο Νίκος Λουκαδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1973. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε ένα περιβάλλον που του επέτρεψε να αγαπήσει τα βιβλία, τη γνώση και το απαύγασμα της ανθρώπινης τέχνης, την ποίηση. Εργάζεται σε μεγάλη βιομηχανία της Κρήτης και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην τοπική εφημερίδα της Κρήτης «Αντίλαλος», για την λαογραφία, τη γλώσσα και την ιστορία μας.

Σύνταξη

Η τέχνη, η επιστήμη, η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, η παράδοση, είναι εργαλεία του πολιτισμού, που συμβάλλουν τα μέγιστα για να διαμορφωθεί μια κοινωνία, να θεσπίσει τους κώδικες και την ηθική της, να πλάσει τους όρους δημιουργίας της κοινωνικής συνείδησης, να επεξεργαστεί την αλληλεγγύη της και να φτιάξει έναν κοινωνικό ιστό, που θα διαφυλάσσει και θα προάγει την έννοια άνθρωπος.
Αναγνώσεις:352